Φεμινισμός για το 99%: Μανιφέστο
Cincia Arruzza, Tithi Bhattacharya, Nancy Fraser
104 σελίδες, Τιμή 11€
Εκτός Γραμμής
Το 2019 οι Cinzia Arruzza, Tithi Bhattacharya και Nancy Fraser, θεωρητικοί και ακτιβίστριες του φεμινιστικού και ριζοσπαστικού κινήματος, εκδίδουν το «Φεμινισμός για το 99%: Μανιφέστο». Πηγή έμπνευσής τους το ότι «Ένα νέο φεμινιστικό κύμα επανεφευρίσκει την απεργία», όπως τιτλοφορείται η πρώτη από τις 11 θέσεις του.
Το ότι μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες και συνεχίζει, όπως δείχνει η πρόσφατη ελληνική του μετάφραση, επιβεβαιώνει τη σημαντική πολιτικά διαπίστωσή τους ότι μια συστημική κρίση του καπιταλισμού, η τωρινή, δεν είναι «μόνο» μια περίοδος που οι άνθρωποι υποφέρουν. Είναι επίσης μια περίοδος που πολλοί άνθρωποι αναζητούν νέες ιδέες και συμμαχίες για ν’ αλλάξουν αυτή την κατάσταση. Στόχος τους, λοιπόν, να δείξουν ότι ο φεμινισμός οφείλει και μπορεί να διατυπώσει μια συνολική αντικαπιταλιστική πρόταση ως τη μοναδική εναλλακτική για το 99% των ανθρώπων.
Ένα μεγάλο τμήμα των γυναικών, λένε οι συγγραφείς, γυρνά την πλάτη του στο «νεοφιλελεύθερο φεμινισμό», που ηγεμόνευε ιδεολογικά τις τελευταίες δεκαετίες. Στο φεμινισμό που ενσαρκώνουν γυναίκες σαν τη Χίλαρι Κλίντον, στο φεμινισμό που στην πραγματικότητα επιδιώκει την ισότητα των φύλων μόνο για τις γυναίκες της άρχουσας τάξης. Που επιτρέπει στις γυναίκες των διευθυντικών θέσεων να γίνουν «επιτυχημένες» μόνο επειδή μπορούν να στηριχθούν στις κακοπληρωμένες, ως επί το πλείστον μετανάστριες, γυναίκες της εργατικής τάξης, στις οποίες αναθέτουν τη φροντίδα και τις δουλειές του σπιτιού τους. Που είναι υποστηρικτής και επί της ουσίας υποκινητής ισλαμοφοβικών, ρατσιστικών, πολεμικών πολιτικών δήθεν «στο όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών». Στο φεμινισμό που ταυτίζεται με το νεοφιλελευθερισμό και τις αντεργατικές πολιτικές του. Που παραμένει σταθερά εντός των ορίων του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς όχι μόνο δεν παλεύει αλλά εναντιώνεται στα δικαιώματα και την καλυτέρευση της ζωής της πλειοψηφίας των γυναικών.
Απέναντι σ’ αυτόν αντιτάσσουν ένα φεμινισμό αντισυστημικό: αντιιμπεριαλιστικό και αντιπολεμικό, οικοσοσιαλιστικό και αντιρατσιστικό, αντικαπιταλιστικό και διεθνιστικό. Ένα φεμινισμό που, ενώ δεν υποτιμά την πάλη για την τυπική ισότητα και τη χειραφέτηση, δείχνει ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην πάλη για την κατοχύρωση νομικών δικαιωμάτων, αφήνοντας ακέραιες τις δομικές συνθήκες. Η νομική χειραφέτηση πρέπει να συμβαδίζει με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών και κοινωνικής στέγασης. Οι νόμοι που ποινικοποιούν την ενδοοικογενειακή βία ή τις σεξουαλικές επιθέσεις στο χώρο εργασίας δεν θα βοηθήσουν τις γυναίκες, αν δεν υπάρχουν τρόποι και δομές για να επιβιώσουν. Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα δεν μπορούν να διαχωριστούν από το αίτημα για δωρεάν, καθολική, μη κερδοσκοπική υγειονομική περίθαλψη. Ίση αμοιβή δεν σημαίνει εξίσωση στα χαμηλότερα επίπεδα, αλλά πρέπει να συνδέεται με έναν ικανοποιητικό μισθό διαβίωσης, ουσιαστικά εργασιακά δικαιώματα, νέους τρόπους οργάνωσης της εργασίας στο σπίτι και τη φροντίδα.
Η σεξουαλική βία, είτε μέσα στην οικογένεια είτε στη δουλειά, είναι μέρος της καπιταλιστικής κανονικότητας, αλλά επιδεινώνεται όταν οι κυβερνήσεις περικόπτουν τη δημόσια χρηματοδότηση και αναθέτουν τις δημόσιες υπηρεσίες σε ιδιώτες. Το ίδιο το κίνημα #MeToo είναι κατά βάση ένας εργατικός αγώνας, ένας αγώνας για έναν ασφαλή χώρο εργασίας, όπου δεν θα κινδυνεύεις από κακοποίηση από τα αφεντικά. Από τις καμαριέρες ενάντια στον Strauss-Kahn ως τις «λαμπερές» εργαζόμενες στο χώρο του θεάματος. Ο Χάρβεϊ Γουάινστιν δεν ήταν μονάχα ένα σεξιστικό αρπακτικό· ήταν ένα ισχυρό αφεντικό, ικανό να εκβιάζει και να υπαγορεύει ποιος θα εργαζόταν ή όχι στο Χόλυγουντ. Ο Φεμινισμός για το 99% είναι μέρος του τρανσφεμινισμού, υπερασπίζεται τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, τα δικαιώματα και τις ανάγκες των σεξεργατριών. Αγωνίζεται για την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας από την τεκνοποίηση και τις κανονιστικές οικογενειακές μορφές, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας απαιτεί την οικοδόμηση μιας μη καπιταλιστικής μορφής κοινωνίας, που να μπορεί να εξασφαλίσει την υλική βάση της.
Τα παραπάνω αποτελούν ένα εξαιρετικό προχώρημα στη συζήτηση μέσα στο φεμινιστικό – και όχι μόνο – κίνημα. Στο ερώτημα, όμως, πώς μπορούν να επιτευχθούν όλα αυτά και μάλιστα με τρόπο που θα καθορίζει και την προοπτική για την «οικοδόμηση μιας μη καπιταλιστικής μορφής κοινωνίας», το φεμινιστικό μανιφέστο έχει σημαντικές αδυναμίες στην ανάλυσή του.
Στο υστερόγραφό τους οι συγγραφείς αναγνωρίζουν την αξία της ανάλυσης του Μαρξ «κυρίως γιατί ορίζει ορθώς τον καπιταλισμό ως την απόλυτη βάση της καταπίεσης στη σύγχρονη κοινωνία». Προσθέτουν, όμως, πως ο ισχυρισμός ότι ο καπιταλισμός βασίζεται μόνο στην εξαγωγή υπεραξίας είναι ελλιπής. Στο έργο του Μαρξ, λένε, υπάρχει σιωπή για το πώς παράγεται η ίδια η εργατική δύναμη.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι προβληματικά.
Καταρχάς - κι αυτό δεν λέγεται προς υπεράσπισή τους, αλλά επί της ουσίας - ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν αποσιωπούν το ότι ο καπιταλισμός επωφελείται από την απλήρωτη εργασία των γυναικών στο σπίτι. Ακριβώς το αντίθετο. «Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου» γράφει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφάλαιου και σε πληθώρα κειμένων τους με τον Ένγκελς, με βασικό στη συζήτηση το έργο του τελευταίου «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», μας παρέχουν πολύ περισσότερα αναλυτικά εργαλεία: όχι μόνο για την εξήγηση της καταπίεσης των γυναικών στις ταξικές κοινωνίες και την κατασκευή και το ρόλο της πυρηνικής οικογένειας, αλλά και για την κατασκευή και το ρόλο της ιδεολογίας του σεξισμού και των θεσμών και των νομοθεσιών του Κράτους για να εξασφαλιστεί η ιδιωτικοποιημένη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στον καπιταλισμό. Εργαλεία με τα οποία μπορούμε να απαντάμε και σε νέες μορφές ερωτημάτων, όπως για το λόγο και τον τρόπο που δομείται το δυαδικό σύστημα φύλου και το πώς αναδύεται η καταπίεση των ΛΟΑΤΚΙ+.
Ένα μανιφέστο οφείλει, προφανώς, να είναι ένα σύντομο κείμενο. Το τι θα επιλεγεί όμως να αναλυθεί και τι όχι καθορίζει, ρητά ή υπόρρητα, τις πρακτικές που προτείνει. Τα παραπάνω αγνοούνται ή υποτιμούνται στην ανάλυση του φεμινιστικού μανιφέστου. Το να τονιστεί, όμως, ότι ο σεξισμός - όπως, άλλωστε και ο ρατσισμός - κατασκευάζονται για να υπηρετήσουν τον καπιταλισμό και όχι «τους λευκούς στρέιτ άντρες» της εργατικής τάξης, καθορίζει το αν το φεμινιστικό κίνημα έχει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να ξεσηκώσει όλη την τάξη για να διεκδικήσει να σπάσουν οι εργασιακές διακρίσεις, οι κακοποιητικές συμπεριφορές, οι νομοθεσίες της καταπίεσης. Κι ότι μόνον έτσι μπορεί να φτάσει ως τη διεκδίκηση της κοινωνικοποιημένης αναπαραγωγής, της δημόσιας, δωρεάν και αποτελεσματικής - που σημαίνει κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των εργαζόμενων. Αλλιώς, καταλήγει στο να θεωρεί ότι «Ο απεργιακός ακτιβισμός των γυναικών, αρνούμενος να περιορίσει αυτή την κατηγορία στη μισθωτή εργασία, διακόπτει επίσης την οικιακή εργασία, το σεξ και τα χαμόγελα». Δεν ξέρουμε τι επιπτώσεις, ιδεολογικές ή άλλες, θα έχει αυτό στους συντρόφους τους, είναι βέβαιο πάντως ότι ο καπιταλισμός ουδόλως θα πτοηθεί από τέτοιους ακτιβισμούς.
Η εργατική τάξη, λένε οι συγγραφείς, δεν πρέπει να ορίζεται μόνο με βάση την εκμετάλλευση της εργασίας της στη σφαίρα της παραγωγής, εκεί όπου οι καπιταλιστές αποσπούν υπεραξία αλλά και από την άμισθη, ως επί το πλείστον γυναικεία, εργασία της στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Πέρα από το λάθος στην ανάλυση, να το δούμε επί του πρακτέου: εξισώνοντας τις δύο «σφαίρες εργασίας» μπορεί να εκτείνουν το μέγεθος της εργατικής τάξης αλλά της στερούν τη δύναμή της απέναντι στον ταξικό της αντίπαλο. Είναι, το λιγότερο, πισωγύρισμα το να προτείνεται στις γυναίκες, που μάλιστα αποτελούν το μισό καταγεγραμμένο εργατικό δυναμικό παγκόσμια, να απεργούν στις 8 Μάρτη από τα «οικογενειακά τους καθήκοντα» ώστε να γίνει «ορατή» η σημασία της «άμισθης εργασίας» τους, όταν βρισκόμαστε στο σημείο που απεργεί όλη η τάξη (από την έμμισθη εργασία της) απαιτώντας εργασιακή ισότητα, καλύτερους μισθούς, δημόσια σχολειά, νοσοκομεία, γηροκομεία, ασφαλείς μεταφορές. Είναι η καλύτερη απάντηση, επίσης, για το αν μπορούμε να σπρώξουμε τις «συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες» που, σύμφωνα με τις συγγραφείς, έχουν την τακτική να περιορίζουν αποκλειστικά τις εργατικές διεκδικήσεις σε οικονομικά αιτήματα ή μπορούμε να κάνουμε τα συνδικάτα μας να απεργούν για να κατακτήσουμε όλα τα δικαιώματα των γυναικών.
Ο μαρξισμός δεν υποτιμά τις κινητοποιήσεις έξω από τους χώρους δουλειάς, κάθε άλλο μάλιστα. Ούτε τις θεωρεί εκ προοιμίου μη ταξικές ή πολιτικά αδύναμες. Προτάσσει όμως την πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης μέσα στους χώρους δουλειάς, γιατί εκεί η εργατική τάξη έχει υπερδιπλάσια διεκδικητική δύναμη. Και γιατί, εξίσου σημαντικό, είναι μια διαδικασία μέσα από την οποία αλλάζουν οι ιδέες της μαζικά, ακριβώς επειδή συνειδητοποιεί τη δύναμή της ως ενιαία τάξη - πέρα από φύλα, φυλές, εθνικότητες, σεξουαλικές επιλογές και ικανότητες - απέναντι στους καπιταλιστές.