Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει διάπλατα τη συζήτηση για τις επιλογές της Αριστεράς.
Η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί πρέπει να ανατρέξουμε στην επαναστατική παράδοση για στρατηγική ανασύνταξης και νίκης.
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τρεις μέρες μετά την μεγάλη εκλογική ήττα του στις κάλπες της 25 Ιούνη, προκάλεσε σοκ και άναψε τις συζητήσεις μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήρθε σαν επιβεβαίωση ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται σε βαθιά κρίση, που αφορά όλο το πολιτικό σύστημα αλλά και όλον τον κόσμο της Αριστεράς.
Το ότι αυτή η κρίση αφορά όλο το πολιτικό σύστημα φάνηκε από το γεγονός ότι επισκίασε τους πανηγυρισμούς της νέας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο Μητσοτάκης έτρεξε να κάνει δηλώσεις επίθεσης στον Αλέξη Τσίπρα ακόμα και με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ παραιτημένο. Δεν ήταν απλά άλλη μια «πολιτική μικροπρέπεια» του αρχηγού της Δεξιάς, ήταν και είναι άλλη μια ένδειξη για τις ανησυχίες της άρχουσας τάξης που κρύβονται πίσω από τις φιλολογίες περί «σταθερότητας που επέστρεψε». Ξέρουν ότι γύρω τους υπάρχει μια εργατική τάξη και μια νεολαία οργισμένη και φοβούνται προς τα πού θα στραφούν οι αναζητήσεις της. Γι’ αυτό τρέχουν να θάψουν την Αριστερά.
Μέσα στον κόσμο της Αριστεράς, η συζήτηση που έχει ανοίξει δεν περιορίζεται στα ονόματα που θα διαδεχθούν τον Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί τα δημοσιεύματα στα ΜΜΕ να επικεντρώνονται εκεί, αλλά δεν είναι αυτό το κυρίαρχο. Οπαδοί και επικριτές του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ γράφουν και μιλούν γι’ αυτόν σαν να γράφουν επικήδειους, πράγμα που είναι από πολιτικό λάθος μέχρι απαράδεκτο. Η πραγματική διάσταση της συζήτησης που άνοιξε έχει να κάνει με τις αιτίες της ήττας και τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν. Γιατί διαψεύστηκαν οι μεγάλες προσδοκίες που είχαν αναδειχθεί, τι έφταιξε και πώς θα αλλάξει;
Στη συζήτηση που ανοίγει, άλλες απόψεις επικεντρώνουν στα πρόσωπα, άλλες στην εσωκομματική δημοκρατία, άλλες στις συμμαχίες και συνεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά δείχνουν το μέγεθος της κρίσης, αλλά δεν θίγουν το βασικό ζήτημα που αναδεικνύεται, το μεγάλο ζήτημα της στρατηγικής. Τι είδους κόμμα έχει ανάγκη ο κόσμος που παλεύει σήμερα; Κόμμα κυβερνητικής εναλλαγής, «κόμμα των κινημάτων» και με ποια προοπτική; Οι μεγάλες στρατηγικές επιλογές είναι η βάση για να απαντήσουμε στα ερωτήματα που άνοιξαν.
Για να μιλήσουμε για την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να θυμηθούμε τις ελπίδες που κυριαρχούσαν στην ανοδική πορεία του προς την κυβέρνηση από το 2012. Όπως γράφαμε στις σελίδες αυτού του περιοδικού:
«Ο ενθουσιασμός ήταν τεράστιος σε πολλές οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς σε Ελλάδα και Ευρώπη, για να μην πούμε σε όλο τον κόσμο. Ανοιγόταν η προοπτική για να σχηματιστεί η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς μεταπολεμικά στην Ελλάδα και αυτό να είναι καρπός των εργατικών αντιστάσεων και των κινημάτων.
Ταυτόχρονα, δίπλα στην αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό άνοιγαν συζητήσεις για ένα “νέο μοντέλο” της Αριστεράς: ένα κόμμα που εγκαταλείπει τη λενινιστική στρατηγική αλλά δεν είναι κόμμα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Ένα κόμμα που πετυχαίνει εκεί που δεν τα κατάφεραν “ούτε οι μεταρρυθμιστές, ούτε οι επαναστάτες” για να θυμηθούμε την φράση του Μπερτινότι, του ηγέτη της ιταλικής απόπειρας που ήταν προπομπός του Τσίπρα».1
Ο Μπερτινότι και οι απόψεις του είναι σήμερα ξεχασμένες, αλλά είχαν παίξει ρόλο στην τότε διαμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η άνοδος
Το 2009 το ΠΑΣΟΚ είχε κερδίσει τις εκλογές και είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 44%, τερματίζοντας τη διακυβέρνηση Καραμανλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε είχε πάρει 4,60% και το ΚΚΕ 7,54% (όσο και στις πρόσφατες εκλογές). Τυπικά, τίποτε δεν προδίκαζε αυτό που θα ακολουθούσε. Όμως πίσω από τα εκλογικά ποσοστά υπήρχαν δυο «αστάθμητοι» παράγοντες: η μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλισμού παγκόσμια και η μαζική ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης που ξέσπασε.
Από το 2010 μέχρι το 2012, τα πρώτα Μνημόνια και οι αλλεπάλληλες πανεργατικές απεργίες ήρθαν να γκρεμίσουν και την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και την συγκυβέρνηση του Παπαδήμου, συρρικνώνοντας το ΠΑΣΟΚ και κονταίνοντας τη Νέα Δημοκρατία. Μαζικά ένας ολόκληρος κόσμος εγκαταλείπει το ΠΑΣΟΚ και ψάχνει προς τα αριστερά. Οι εκλογές του 2012 γίνονται ένας «σεισμός», όπως τον χαρακτήρισε το βιβλίο με τον ίδιο τίτλο που επιμελήθηκαν ο Ηλίας Νικολακόπουλος και ο Γιάννης Βούλγαρης.2
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε στο 26,89%, το ΠΑΣΟΚ έπεσε στο 12,28% και η ΝΔ στο 29,66%. Ο δικομματισμός κατέρρευσε καθώς το άθροισμα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έπεσε από το 77% στο 42%. Η κυρίαρχη τάξη γνώρισε μια τριπλή ήττα.
Ήττα πολιτική με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να ψάχνουν στηρίγματα για να σχηματίσουν συγκυβέρνηση, ήττα κοινωνική με την εργατική τάξη να συνεχίζει τη σύγκρουση με τις επιλογές των καπιταλιστών και εδώ και στην ΕΕ. Φέτος συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον συγκλονιστικό αγώνα της ΕΡΤ όπου οι εργαζόμενοι ακύρωσαν το «μαύρο» της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου με την κατάληψη. Ήττα και ιδεολογική για τους από πάνω, με την Αριστερά να γίνεται πόλος αναφοράς για μια μεγάλη περίοδο.
Μέσα σε εκείνο το κύμα υπήρχε μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μια μεριά υπήρχε η κίνηση εκατομμυρίων προς τα αριστερά που εκφράστηκε και εκλογικά με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες και το 2012 και το 2015. Αλλά από την άλλη υπήρχαν και οι αυταπάτες για δικαίωση των αγώνων μέσα από τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα φέρει την αλλαγή σχηματίζοντας «πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς».
Στη σημερινή συζήτηση, οι απόψεις που επαινούν τον Τσίπρα ότι πήρε την Αριστερά από μονοψήφια ποσοστά και την έκανε νικήτρια στις εκλογές, ξεχνούν την πρώτη πλευρά, σβήνουν το ρόλο της εργατικής τάξης σαν της δύναμης που ανέτρεψε το σκηνικό. Η ανατροπή ήρθε από τα κάτω, από τις χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που έκαναν κάθε χώρο δουλειάς να ξεσηκώνεται, να απεργεί, να βγαίνει στους δρόμους, να πλημμυρίζει τις πλατείες, να παραλύει τα κόμματα της άρχουσας τάξης.
Και παράλληλα, οι ίδιες απόψεις «ξεχνούν» τους συμβιβασμούς και τα όρια που ήδη από τότε υπήρχαν στην πολιτική και την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Πριν ακόμα φτάσουμε στη δραματική στροφή το καλοκαίρι του 2015 μετά το δημοψήφισμα, οι συμβιβασμοί φάνηκαν με τον σχηματισμό της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ τον Γενάρη. Αναπόσπαστο κομμάτι της ανάληψης της διακυβέρνησης ήταν οι υποσχέσεις περί «συνέχειας του κράτους». Ο Τσίπρας έλεγε ότι θα αλλάξει τα Μνημόνια, αλλά δεν θα διαταραχθεί η ομαλή εναλλαγή στα υπουργεία ούτε στο «Άμυνας», ούτε στο Εξωτερικών, ούτε στο Δικαιοσύνης, ούτε στην Αστυνομία.
Από τις σελίδες αυτού του περιοδικού, ανοίγαμε από τότε αυτήν την αντιπαράθεση:
«Αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσει η Αριστερά; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Μια εκλογική νίκη της Αριστεράς εκφράζει αναμφισβήτητα την πολιτική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και τη διάθεση της να ανατρέψει την προηγούμενη κατάσταση. Αλλά δεν εξασφαλίζει τον έλεγχο πιο έξω από τον περίβολο του κοινοβουλίου.
Πρώτα από όλα δεν εξασφαλίζει κανέναν έλεγχο πάνω στην οικονομική εξουσία. Οι τράπεζες, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, τα εφοπλιστικά γραφεία, η τουριστική βιομηχανία, τα σουπερμάρκετ και τα εργοστάσια ως γνωστό δεν αλλάζουν χέρια το βράδυ των εκλογών. Η δημοκρατία δεν έχει φτάσει ακόμη στα άδυτα της οικονομίας, όπου επικρατεί αν όχι η ελέω θεού μοναρχία σίγουρα το κληρονομικό δικαίωμα των μεγαλομετόχων.
Το πρόβλημα, όμως, δεν περιορίζεται “μόνο” εκεί. Ούτε ο έλεγχος των κρατικών μηχανισμών είναι δοσμένος. Ο στρατός και η αστυνομία είναι σώματα που διοικούνται από τη δική τους ιεραρχία και ακόμη και οι επιλογές του ΚΥΣΕΑ είναι περιορισμένες σε έναν στενό κύκλο ναυάρχων, πτεράρχων και στρατηγών που αναδεικνύονται από τα σπλάχνα μιας μη εκλεγμένης γραφειοκρατίας. Τα ίδια ισχύουν για το Διπλωματικό σώμα, για τους Εισαγγελείς και Δικαστές, για τους “ράμπο” του ΣΔΟΕ κλπ κλπ. Η σκέψη ότι ένας δημοκράτης αριστερός υπουργός Δημόσιας Τάξης θα δώσει εντολή και τα ΜΑΤ θα αρχίσουν να κυνηγάνε φασίστες αντί για αναρχικούς είναι μάλλον αφελής.
Εξίσου στεγανοποιημένα από την εκλογική διαδικασία είναι τα κέντρα των ιδεολογικών μηχανισμών. Η Εκκλησία, το καθηγητικό κατεστημένο στα Πανεπιστήμια, η ιδιοκτησία των ΜΜΕ είναι επίσης στοιχεία που δεν περνάνε στον έλεγχο των εργατών το βράδυ που η Αριστερά κερδίζει τις εκλογές».3
Ο κατήφορος
Το κόστος των συμβιβασμών άρχισε να φαίνεται γρήγορα για την εργατική τάξη, έστω και αν η εκλογική καταγραφή του ήρθε αργότερα.
Σίγουρα η πιο σημαντική καμπή ήταν αυτή που μετέτρεψε το τεράστιο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος τον Ιούλη του 2015 σε συμφωνία για νέο Μνημόνιο. Τότε, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας) υποστήριζαν ότι υπάρχουν περιθώρια «αμοιβαία γόνιμου συμβιβασμού». Ο Γιάννης Δραγασάκης έγραφε ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς μπορεί να είναι με επιτυχία και με τη διαπραγμάτευση και με τις μονομερείς ενέργειες:
«Το δίπολο ‘διαπραγμάτευση ή μονομερείς ενέργειες’ αναδεικνύεται ορισμένες φορές με έναν τρόπο διλημματικό και διχαστικό. Οι καθεστωτικές δυνάμεις κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόγραμμά του αντικειμενικά οδηγεί σε μονομερείς ενέργειες -που θεωρούνται παντού και πάντα επικίνδυνες- ενώ δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά εσχάτως και το ΚΚΕ, κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για το αντίθετο. Ότι δεν έχει ως πολιτική του τη, σε κάθε περίπτωση, μονομερή ακύρωση του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.
Είναι, όμως, αμοιβαία αποκλειόμενες η διαπραγμάτευση και οι μονομερείς αποφάσεις;
Η επιλογή [του ΣΥΡΙΖΑ] δεν αποκλείει ούτε τη διαπραγμάτευση ούτε τη μονομερή ενέργεια ως στοιχεία μιας στρατηγικής που εκτυλίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών».4
Από τη στιγμή που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε ότι υπήρχαν οι συσχετισμοί για σύγκρουση με τους τραπεζίτες και την Τρόικα, παρόλο που ένα συντριπτικό 62% ήθελε τη σύγκρουση και το έδειχνε και στην κάλπη και στους δρόμους, ο κατήφορος έγινε μονόδρομος. Και όχι μόνο στην οικονομική πολιτική. Ακολούθησε «μια στρατηγική συμβιβασμών και με την Ε.Ε. και με τον ΣΕΒ, και με τον Τραμπ, και με τον Νετανιάχου, και με το ΝΑΤΟ, και με τον Λάτση. Μια στρατηγική με την οποία έγιναν όλες οι υποχωρήσεις:
-Η συμφωνία να κλείσουν τα σύνορα με υπογραφές Ελλάδας, Γερμανίας και Τουρκίας που έγινε το Μάρτη του 2016, δυο μήνες μετά το συγκλονιστικό συλλαλητήριο στον Έβρο από τον κόσμο της αριστεράς, του αντιρατσιστικού και του εργατικού κινήματος.
-Οι υπογραφές για να ιδιωτικοποιηθούν τα λιμάνια (Πειραιάς και Θεσσαλονίκη), ο δημόσιος σιδηρόδρομος ΟΣΕ, οι μεγάλες κρατικές εκτάσεις όπως το αεροδρόμιο του Ελληνικού, αλλά και να μπουν οι ιδιώτες στην υγεία, στην παιδεία, στους δήμους, αποδομώντας κομμάτι κομμάτι το κράτος πρόνοιας, ήταν των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ. Και βέβαια ο Νόμος Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό, τις συντάξεις και τα ταμεία.
-Η συνεργασία με τον Τραμπ και το Ισραήλ (το πιο πιστό τσιράκι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή και το πιο παλιό) σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε συνέχεια στις πολιτικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού».5
Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στο κλείσιμο των συνόρων για τους πρόσφυγες. Ήταν ένα χτύπημα σε όσους έλπιζαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «κόμμα των κινημάτων» που συνδυάζει τη θεσμική με την κινηματική δράση.
Αλλά οι επιπτώσεις της αντιπροσφυγικής συμφωνίας ξεπερνούσαν τα εσωκομματικά όρια και συσχετισμούς. Χάρισαν στη Νέα Δημοκρατία τη δυνατότητα να παίζει το χαρτί του ρατσισμού ξανά και ξανά και να δίνει αέρα στα πανιά της ακροδεξιάς και των φασιστών όταν επέστρεψε στην κυβέρνηση.
«Ωρίμανση»
Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση μετά το 2019, η ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα αποφάσισε ότι πρέπει να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό παρελθόν, γιατί εκείνο αποτελούσε κληρονομιά της εποχής που το κόμμα κινούνταν στα επίπεδα του 3-5%. Ένα κόμμα που είχε φτάσει να κυβερνάει και ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν «κυβέρνηση εν αναμονή». Η «βίαιη ωρίμανση» του 2015 έπρεπε να γίνει μόνιμη και να κατοχυρωθεί και προγραμματικά και οργανωτικά. Αυτή ήταν με δυο λόγια η τραγωδία της πιο δεξιάς αντιπολίτευσης που χάρισε τη νίκη ξανά στη Νέα Δημοκρατία.
Δεν υπήρχε κάποια «πρωτοτυπία» σε αυτή την αντιμετώπιση. Στην Ιταλία το Κ.Κ. άλλαξε το όνομα του, και από Κ.Κ. έγινε Δημοκρατικό Κόμμα και πέταξε τελείως τα παλιά απομεινάρια περί κυβέρνησης της αριστεράς. Έγινε ένα κόμμα του νεοφιλευθερισμού, με πρωθυπουργό τον Ρέντζι που εφάρμοσε σκληρό πρόγραμμα περικοπών, ανεργίας, κατάργησης συλλογικών συμβάσεων και αντιδημοκρατικών αλλαγών στο Σύνταγμα. Αυτές οι εξελίξεις άνοιξαν το δρόμο στη Λέγκα του Σαλβίνι να απλώσει την επιρροή της στα μεγάλα εργατικά κέντρα του Βορρά και στις πόλεις κάστρα του Κ.Κ.
Παρά τις διεθνείς εμπειρίες, όμως, η ηγεσία Τσίπρα επιδόθηκε σε αυτό το καταστροφικό έργο συστηματικά. Εσωκομματικά, ταπείνωσε κάθε αριστερή φωνή που διαφωνούσε ή έστω ταλαντευόταν σε αυτή την πορεία. Το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε μία θριαμβευτική κυριαρχία του Τσίπρα και της γραμμής του. Δεν υπήρχε από καμία οργανωμένη τάση ούτε αμφισβήτηση του ίδιου αλλά, κυρίως, ούτε της πολιτικής κατεύθυνσης.
Τα στελέχη της αριστερής αντιπολίτευσης («Ομπρέλα»), αφού φρόντιζαν να ξεκινάνε τις τοποθετήσεις τους με το «ένας είναι ο Πρόεδρος» και να θυμίζουν τις «ομόφωνα προτεινόμενες πολιτικές θέσεις του Συνεδρίου», έδωσαν μάχη μόνο ενάντια στις προτεινόμενες οργανωτικές αλλαγές. Ο τρόπος και τα επιχειρήματα με τα οποία δώσανε αυτή τη μάχη ήταν εύκολη λεία για τους Προεδρικούς που τους κατηγορούσαν, άλλοτε κομψά άλλοτε όχι και τόσο, για «μάχη καρεκλών που δεν ενδιαφέρει την κοινωνία».
Η «σύγχρονη ευρωπαϊκή» σοσιαλδημοκρατία έχει ξεμπλέξει, από καιρό, με τα οργανωμένα μέλη, τις οργανώσεις βάσης και όργανα που εκλέγονται από και λογοδοτούν στα οργανωμένα μέλη. Για την «σύγχρονη» σοσιαλδημοκρατία, το κόμμα είναι «κλειστοί μηχανισμοί αποκομμένοι από την κοινωνία» και αυτό που χρειάζεται είναι μία «χαρισματική ηγεσία» που θα έχει το ελεύθερο να παίρνει αποφάσεις και ο κόσμος θα «κρίνει» αυτές τις αποφάσεις με την ψήφο του στις εκλογές.
Αυτή τη διαδικασία φρόντισε να ολοκληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο Συνέδριο του.6 Και βέβαια φρόντισε να εφαρμόσει τις δεξιές επιλογές στην πράξη, ακόμη και όταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συγκλονιζόταν από σκάνδαλα, μαζική οργή και κινητοποιήσεις. Την περίοδο της πανδημίας, όταν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία έδιναν μάχες διεκδικώντας την ενίσχυση του ΕΣΥ, η πρόταση του «νέου» ΣΥΡΙΖΑ ήταν να υπάρξει υπουργός Υγείας «κοινής αποδοχής». Όταν κάηκε η Βόρεια Εύβοια και η οργή έφτασε μέχρι το σύνθημα «Μητσοτάκη γαμιέσαι», ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε σε μαθήματα «πολιτικού πολιτισμού». Όταν αποκαλύφθηκαν οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ με το predator, ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε στη Βουλή σνομπάροντας τις κινητοποιήσεις στο δρόμο. Και βέβαια, όταν οι κινητοποιήσεις πήραν τεράστιες διαστάσεις τον φετινό Μάρτη μετά το έγκλημα που προκάλεσε η ιδιωτικοποίηση των τρένων με τους 57 νεκρούς στα Τέμπη, ο ΣΥΡΙΖΑ τους γύρισε την πλάτη για να «πάμε ομαλά» στις εκλογές. Ακόμα και μετά τη φρίκη με το ναυάγιο που κόστισε τόσες ζωές προσφύγων λίγο πριν τις δεύτερες κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα επέμενε στην υποστήριξη του φράχτη στον Έβρο και στην πολιτική της ΕΕ.
Επαναστατική στρατηγική
«Είναι επιτακτική η ανάγκη η Αριστερά να ανατρέξει στις επαναστατικές παραδόσεις της.
Ιστορικά, η Αριστερά έχει διαχωριστεί σε δυο ξεχωριστά ρεύματα από την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου. Τότε οι επίσημες ηγεσίες στήριξαν τον πόλεμο και έβαλαν στο κέντρο τα συμφέροντα του “δικού τους” κράτους, ενώ οι επαναστάτες, ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Ρόζα, ο Γκράμσι διαχώρησαν τη θέση τους και συγκρότησαν την επαναστατική αριστερά.
Εκείνη δεν ήταν μια στιγμιαία ρήξη. Ήταν και είναι η μεγάλη στρατηγική επιλογή που καθορίζει τις απαντήσεις μας μέχρι σήμερα».7
Η κυρίαρχη τάξη φοβάται την πολυκρίση του συστήματος και κυρίως φοβάται την εργατική αντίσταση. Aντίσταση που συνεχίζεται.
Όταν έγινε η Παρισινή Κομμούνα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνισαν ότι εκείνη η επανάσταση έδειξε τι σημαίνει η εργατική τάξη στην εξουσία. Ο Λένιν και ο Τρότσκι με την Οκτωβριανή επανάσταση μπόρεσαν να προχωρήσουν πιο πέρα, να δείξουν πιο χειροπιαστά τι είναι η εργατική δημοκρατία. Το σύνθημά τους ήταν «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», όχι όλη η εξουσία στο κόμμα.
Δεν υπάρχει δρόμος κοινοβουλευτικός για την αλλαγή. Αυτήν τη στρατηγική την έχει πληρώσει με μεγάλο κόστος η εργατική τάξη και στο παρελθόν.
Το τεράστιο κίνημα της Αντίστασης στη ναζιστική κατοχή οδηγήθηκε στη Βάρκιζα και στην ήττα μέσα από τις αναζητήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για «ομαλή πορεία» μετά την Απελευθέρωση σε συνεργασία με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Αυταπάτες που επαναλήφθηκαν στις δεκαετίες του 1950 και 60, όταν το κίνημα ανέβασε την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση στις εκλογές του 1958. Και εκείνη τη δύναμη, τελικά η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ την χαράμισε αναζητώντας συμβιβασμούς με τον Γεώργιο Παπανδρέου, συμβιβασμούς στη συνέχεια με την ΕΡΕ και τον Κανελλόπουλο, συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη, που τελικά προτίμησε τη χούντα.
Στη Μεταπολίτευση η ίδια αποτυχημένη στρατηγική σήμανε το περιβόητο «Καραμανλής ή τανκς». Άλλη μια ευκαιρία πήγε χαμένη το 1989. Η ηγεσία του ενιαίου τότε Συνασπισμού της Αριστεράς, προχώρησε στη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία που τελικά κατέληξε σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του μπαμπά Μητσοτάκη.
Η απόρριψη αυτής της στρατηγικής και η σύνδεση με την επαναστατική στρατηγική γίνεται πιο επιτακτική με την πολύπλευρη κρίση που συγκλονίζει τον καπιταλισμό διεθνώς σήμερα.
Η οικονομική κρίση δεν ξεκίνησε ούτε με την πανδημία ούτε με τον πόλεμο. Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από το κραχ του 2008-09, αλλά τώρα ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με πολυεπίπεδη κρίση –οικονομική, περιβαλλοντική, υγειονομική, πολεμική.
Ο καπιταλισμός μπαίνει σε υψηλότερο σημείο της καταστροφικής του μανίας. Αυτό είχε φανεί με τις διαστάσεις που έχουν πάρει οι περιβαλλοντικές καταστροφές, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες, από την Καλιφόρνια μέχρι την Αυστραλία, περνώντας από τη Μάνδρα, το Μάτι, την Εύβοια. Κι όμως, οι όποιες υποσχέσεις για καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής με στροφή από τα ορυκτά καύσιμα προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εγκαταλείπονται καθώς ο πόλεμος του ΝΑΤΟ με τον Πούτιν προκαλεί νέο αγώνα δρόμου για έλεγχο των πηγών και των δρόμων του πετρέλαιου, του φυσικού αέριου, ακόμα και του κάρβουνου.
Και βέβαια οι καταστροφές δεν είναι μοιρασμένες ίσα και όμοια ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Την ώρα που ο κόσμος σκοτώνεται στην Ουκρανία, πεινάει στην Αίγυπτο και δεν μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς στην Ελλάδα, οι τσέπες των πολυεθνικών φουσκώνουν και οι μετοχές στα Χρηματιστήρια παίζουν χρυσοφόρα παιχνίδια. Όσο για την πολεμική βιομηχανία, επιβεβαιώνει την ιστορική ρήση της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι οι προλετάριοι πέφτουν και οι μετοχές ανεβαίνουν.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, το σύστημα γεννάει τέρατα όπως η περίπτωση Έπσταϊν που με τις πλάτες των μεγαλύτερων τραπεζών του κόσμου διατηρούσε κύκλωμα βιασμών και σεξουαλικής κακοποίησης νέων γυναικών με πελάτες «προσωπικότητες» της υψηλής κοινωνίας. Ο σεξισμός, ο ρατσισμός, οι δολοφονίες γυναικών, οι τραγωδίες των προσφύγων δεν είναι εγκλήματα του «περιθώριου», είναι η σήψη του καπιταλισμού που χτυπάει ανελέητα την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου.
Όμως, η εργατική τάξη δεν έχει πάψει να αντιστέκεται παντού. Εδώ είναι η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά. Δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια την ώρα που η Γαλλία φλέγεται σήμερα με την εξέγερση της νεολαίας αλλά και εδώ και μήνες με τις απεργίες ενάντια στη «μεταρρύθμιση» των συντάξεων από τον Μακρόν. Η Γαλλία, στην καρδιά της Ευρώπης, ζει μέρες που είδαμε εδώ και το 2008 και το 2012, αλλά οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς στην Ελλάδα αποκηρύσσουν τους αγώνες που δώσαμε τότε και αρνούνται τη συνέχεια.
Στη Λατινική Αμερική το εργατικό κίνημα είχε να αντιμετωπίσει πολύ πιο άγριες επιθέσεις ακόμη και με πραξικοπήματα. Κι όμως άνοιξε ξανά τις ευκαιρίες για την Αριστερά. Όπως έγραφε ο Νίκος Λούντος:
«Η Λατινική Αμερική βρίσκεται στο μέσο ενός δεύτερου κύματος “προοδευτικών” κυβερνήσεων. Η νίκη του Γουστάβο Πέτρο και της Φράνσια Μάρκες που πήραν την προεδρία και αντιπροεδρία αντίστοιχα στην Κολομβία στις εκλογές του Ιούνη 2022 ήταν η πιο συγκλονιστική από όλες τις αλλαγές. Και η Κολομβία δεν είναι μόνη».8 Τον Οκτώβρη του 2022 στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρο ηττήθηκε από τον πρώην πρόεδρο Λούλα, τον οποίο είχε στείλει στη φυλακή για 19 μήνες.
Παντού το ζήτημα δεν είναι αν και πόσο παλεύει η εργατική τάξη, αλλά τι κάνουν οι ηγεσίες της Αριστεράς για να δικαιώσουν τους αγώνες. Η αποτυχία και η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μήνυμα για αλλαγή στρατηγικής. Και προειδοποίηση για να μην υπάρχουν αυταπάτες ότι μια τέτοια αλλαγή θα την κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ που ρητά και κατηγορηματικά καταδίκαζε και καταδικάζει την πάλη για ανατροπή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ως «οπορτουνιστική». Η ΚΟΜΕΠ αφιέρωσε πολυσέλιδο άρθρο για αυτή την πολεμική.9
Η ηγεσία του ΚΚΕ επαναλαμβάνει μια κλασική επίθεση της Δεξιάς σε κάθε αριστερό αγωνιστή: Η αλλαγή που προσδοκάς και αγωνίζεσαι γι’ αυτήν δεν μπορεί να γίνει, αποδέξου το και προσαρμόσου. Ο Μητσοτάκης λέει ότι όποιος κυνηγάει την αλλαγή είναι «λαϊκιστής», ο Τσίπρας λέει ότι όποιος θέλει περισσότερα εγκλωβίζεται στο περιθώριο του 3%, ο Κουτσούμπας λέει ότι «οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί». Η επαναστατική αριστερά λέει ότι η ανατροπή της κυβέρνησης είναι μόνο η αρχή, να οργανώσουμε το εργατικό κίνημα ώστε να μπορεί να επιβάλει τις λύσεις του.
Ο Λένιν ήταν αυτός που έκανε τη διπλή ρήξη. Και επέμεινε ότι το «εκσυγχρονισμένο» καπιταλιστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται παρά μόνο ανατρέπεται και πρότεινε εναλλακτική οργάνωση για την εργατική τάξη: επαναστατικό κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας αντί για το πλατύ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ο Λένιν προτείνει τη ρήξη με το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του κόμματος που αντιμετωπίζει την εργατική τάξη ως παθητικό ψηφοφόρο. Η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη λέει για τους εργάτες: Αν ψηφίζουν σωστά, τότε έχουν συνείδηση. Αν όχι, τότε είναι «θύματα» που άγονται και φέρονται από τις αστικές δυνάμεις. Η ρήξη του Λένιν ολοκληρώνει τις βασικές επιλογές ξεκαθαρίζοντας ότι η επαναστατική στρατηγική της ανατροπής του συστήματος και του κράτους του απαιτεί ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, απαιτεί ένα επαναστατικό κόμμα. Ξεκινάει με το «Τι να κάνουμε» και φτάνει στα ιδρυτικά κείμενα της Κομιντέρν που ξεκαθαρίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των επαναστατικών κομμάτων της εργατικής πρωτοπορίας.
Η εργατική πρωτοπορία δεν έχει αναφορά τον εαυτό της, δεν υποτιμάει την τάξη, αντίθετα προσπαθεί να την ενώσει στη δράση γιατί εκεί βρίσκεται η δύναμή της και εκεί αλλάζουν οι ιδέες της. Με τα κείμενά του για τον «Αριστερισμό ως παιδική ασθένεια του κομμουνισμού» και με τις πρωτοβουλίες της Κομιντέρν για το Ενιαίο Μέτωπο, ο Λένιν επιμένει στην ιστορική αντίληψη του Μαρξ ότι ο «ιστορικός νεκροθάφτης» του καπιταλισμού είναι η ίδια η εργατική τάξη.10
Οι ριζικές εργατικές απαντήσεις δεν περιορίζονται σε «στενά» οικονομικά αιτήματα. Οι αποκαλύψεις για τα θανατηφόρα «pushbacks» σε βάρος των προσφύγων αναδεικνύουν πόσο κεντρικές είναι οι διεκδικήσεις του αντιρατσιστικού κινήματος για να ανοίξουν τα σύνορα.
Ο ρόλος ενός επαναστατικού κόμματος στη σύνδεση όλων των μαχών είναι καίριος, όχι μόνο για τη γενίκευση των αιτημάτων και τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου προγράμματος ριζικής ανατροπής ώστε «να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» από το παλιό σύστημα. Αλλά και για να συγκροτηθεί η δύναμη που μπορεί να το κάνει πράξη. Ένα εργατικό κίνημα συγκροτημένο με αυτή τη στρατηγική δεν πρόκειται να αναθέσει τη λύση σε κανέναν άλλον.
Σημειώσεις
1. Μαρία Στύλλου, Τι φταίει για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ;, Σοσιαλισμός από τα κάτω 135, Ιούλης-Αύγουστος 2019, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1171&issue=135#gsc.tab=0
2. Ηλίας Νικολακόπουλος και Γιάννης Βούλγαρης (επιμ.), Ο πολιτικός σεισμός του 2012, εκδόσεις Θεμέλιο
3. Πάνος Γκαργκάνας, Μπορεί η Αριστερά να κυβερνήσει;, Σοσιαλισμός από τα κάτω 96, Γενάρης-Φλεβάρης 2013, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=216&issue=96#gsc.tab=0
4. Κυβέρνηση της Αριστεράς, συλλογικό, εκδόσεις Τόπος, 2013, σελ.34-35.
5. Μαρία Στύλλου, ΣΥΡΙΖΑ- Πόσο ακόμα πιο δεξιά;, Σοσιαλισμός από τα κάτω 139, Μάρτης-Απρίλης 2020, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1226&issue=139#gsc.tab=0
6. Βλέπε σχετικά και τα άρθρα του Γιώργου Ράγκου στην Εργατική Αλληλεγγύη εδώ https://ergatiki.gr/article.php?id=25861 και εδώ https://ergatiki.gr/article.php?id=25974&issue=1523
7. Συνέντευξη του Τάσου Τσακίρογλου με τη Μαρία Στύλλου στο ένθετο Νησίδες της Εφημερίδας των Συντακτών το Σαββατοκύριακο 30/6-1/7/2023
8. Νίκος Λούντος, Λατινική Αμερική- η επιστροφή της Αριστεράς, Σοσιαλισμός από τα κάτω 154, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2022, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1385&issue=154#gsc.tab=0
9. Λέανδρος Μπόλαρης, Απάντηση στις επιθέσεις της ΚΟΜΕΠ: πάλη για να τσακίσουμε την κυβέρνηση της καταστροφής, πάλη για εργατική εναλλακτική, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1517, 13/4/2022, https://ergatiki.gr/article.php?id=25797&issue=1517
10. Βλέπε σχετικά το άρθρο Κράτος, ‘παρακράτος’, δημοκρατία και επανάσταση στο Σοσιαλισμός από τα κάτω 154, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2022, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1383&issue=154#gsc.tab=0