Στη Σκιά του Στάλιν-
Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού
Νίκος Μαραντζίδης
396 σελίδες, Τιμή 19€
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Ο Νίκος Μαραντζίδης έγινε γνωστός τα προηγούµενα χρόνια για την συνεργασία του µε τον Στάθη Καλύβα στο λεγόµενο «νέο κύµα» της ιστοριογραφίας. Αυτή η «µετα-αναθεωρητική σχολή», όπως αυτοπροσδιοριζόταν, υποστήριζε επί της ουσίας ότι για τη βία των ταγµατασφαλιτών συνεργατών των ναζί στην Κατοχή έφταιγε η βία της ΕΑΜικής Αντίστασης και ότι τον Εµφύλιο τον προκάλεσε το ΚΚΕ. Ο Καλύβας σήµερα είναι σύµβουλος του Μητσοτάκη. Ο Μαραντζίδης από την άλλη µετά τη θητεία του στο Ποτάµι -και το «Ναι» στο δηµοψήφισµα του 2015- κατέληξε στο ΣΥΡΙΖΑ. Στο βιβλίο αναπαράγει την ουσία της θέσης του «νέου κύµατος» διανθισµένη µε αναφορές στους «συναισθηµατικούς λογαριασµούς» του µε τον «κοµµουνισµό» και τη «γοητεία» που του ασκεί.
Θέµα του βιβλίου είναι η διερεύνηση της ιστορίας του ΚΚΕ από το 1918 µέχρι το 1956 µέσα από τις σχέσεις του και την ένταξή του στους «διεθνείς θεσµούς» του κοµµουνιστικού κινήµατος µε κέντρο τη Μόσχα. Το πρώτο µέρος του βιβλίου καλύπτει την περίοδο του Μεσοπολέµου µέχρι το 1939 και το δεύτερο την περίοδο του ∆εύτερου Παγκοσµίου Πολέµου και τα πρώτα «ψυχροπολεµικά χρόνια» µέχρι το 1956. Το 1956 είναι η χρονιά της «µυστικής έκθεσης» του Χρουστσόφ για τα εγκλήµατα του Στάλιν στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και της καθαίρεσης του Νίκου Ζαχαριάδη από γραµµατέα του ΚΚΕ µετά την επέµβαση της Μόσχας. Το 1931 είχε γίνει γραµµατέας από µια άλλη τέτοια επέµβαση.
Το πρόβληµα είναι ακριβώς αυτή η ενιαία περιοδολόγηση, από το 1918-1956. Για τον Ν. Μαραντζίδη υπάρχει µια αδιάσπαστη συνέχεια ανάµεσα στον Λένιν και τον Στάλιν, έστω κι αν αναγνωρίζει ότι υπάρχουν αλλαγές σε αυτήν την περίοδο που αντανακλάστηκαν και στα Κοµµουνιστικά Κόµµατα όπως στο ΚΚΕ. Πρόκειται για το κλασσικό σχήµα των αντικοµουνιστών φιλελεύθερων εδώ και δεκαετίες, δεν έχει τίποτα «νέο».
Αυτό το σχήµα αγνοεί τα γεγονότα. Μια θάλασσα αίµατος χωρίζει το µπολσεβικισµό από τον σταλινισµό όπως έγραφε ο Τρότσκι στα µέσα της δεκαετίας του ’30. Είναι, για παράδειγµα, διαστρέβλωση της ιστορίας να ισχυρίζεται ο Μαραντζίδης ότι ο Στάλιν: «συνέχισε την πολιτική υποστήριξης των ‘δικαιωµάτων των εθνοτήτων’ ίσως και επειδή, σε τελική ανάλυση, στην περίπτωση του Στάλιν η σύνδεση της τάξης µε την εθνότητα να αποκτούσε βαθιά ταυτοτικό χαρακτήρα καθώς συνέδεε τον Γεωργιανό µε τον προλετάριο». Στην πραγµατικότητα η δεκαετία του ’30 ήταν µια δεκαετία αντεπανάστασης κατά την οποία ξηλώθηκαν όλες οι κατακτήσεις του Οκτώβρη απ’ τα στοιχειώδη δικαιώµατα στο χώρο δουλειάς µέχρι τα δικαιώµατα των γυναικών -και στο «εθνικό ζήτηµα».
Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία του ΚΚΕ. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η «σταλινοποίηση» του ΚΚΕ ήταν απλά η κορύφωση της «ρωσοποίησής» του η οποία είχε ξεκινήσει σχεδόν µε την ίδρυσή του. Κι όµως µια τεράστια, ποιοτική, απόσταση χωρίζει το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ του Πουλιόπουλου που έλεγε ότι ο εχθρός είναι στην ίδια µας τη χώρα µε το ΚΚΕ του Ζαχαριάδη που έλεγε ότι στον «πόλεµο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά» δίνουµε όλες µας τις δυνάµεις. Ανάµεσα στο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ που οργάνωνε απεργίες στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και το ΚΚΕ που θυσίασε τον ηρωικό Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη γιατί επεδίωκε την συνεργασία µε τους Φιλελεύθερους.
Το παράδοξο αποτέλεσµα αυτής της ισοπεδωτικής οπτικής είναι ένα βιβλίο στο οποίο συνυπάρχουν ο θαυµασµός στον Ζαχαριάδη και το σταλινικό ΚΚΕ µε την αναπαραγωγή των εξοργιστικών κλισέ του «νέου κύµατος». Από τη µια αναφορές στην «τόλµη» και τις «υπερβάσεις» του Ζαχαριάδη που δυστυχώς λόγω «ταµπεραµέντου» δεν διέθετε «ταλέντο σχοινοβάτη» ώστε να οδηγήσει το ΚΚΕ στο δρόµο του Γαλλικού ή του Ιταλικού κόµµατος.
Απ’ την άλλη, διαβάζουµε, στις πρώτες κιόλας σελίδες, για τις «αµφιλεγόµενες πρακτικές του µετεµφυλιακού καθεστώτος». Το κράτος της ∆εξιάς, του χωροφύλακα και των πιστοποιητικών «κοινωνικών φρονηµάτων», των εκτελεσµένων και των πολιτικών κρατούµενων και εξόριστων εξαφανίζεται. Όταν φτάνουµε στο 1944, η πλευρά της άρχουσας τάξης και του βρετανικού ιµπεριαλισµού εξαφανίζεται και αυτό που µένει είναι οι «επαναστατικές ορµές» ενός µέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ που έψαχνε, αλλά τελικά δεν βρήκε, στήριγµα στους Βαλκάνιους και Ρώσους συντρόφους.
Αυτό που απουσιάζει εκκωφαντικά από το βιβλίο και την οπτική του Μαραντζίδη είναι η εργατική τάξη, οι αγώνες και οι πολιτικές της εµπειρίες. Τα επαναστατικά κόµµατα που άρχισαν να διαµορφώνονται από το 1919 µε πρωτοβουλία της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς (Κοµιντέρν) και των µπολσεβίκων δεν έπεσαν από τον ουρανό. Ο Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος είχε φέρει τη µεγάλη ρήξη στην Αριστερά της εποχής. Οι ρεφορµιστές, οι υποστηρικτές του κοινοβουλευτικού δρόµου κατέληξαν να στηρίζουν τις άρχουσες τάξεις στο σφαγείο. Οι επαναστάτες αντιτάχτηκαν στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο. Οι µπολσεβίκοι οδήγησαν τα εργατικά συµβούλια στη νίκη τον Οκτώβρη του 1917. Και πίστευαν ακράδαντα ότι το µέλλον της Ρώσικης Επανάστασης θα καθοριζόταν από τη νίκη της εργατικής επανάστασης στις άλλες χώρες, για την ακρίβεια ότι ήταν η πρώτη τους πράξη.
Από το Βερολίνο µέχρι τη Σαγκάη εκατοντάδες χιλιάδες πρωτοπόροι εργάτριες και εργάτες στρέφονταν στο παράδειγµα του Οκτώβρη και των µπολσεβίκων για να παλέψουν νικηφόρα ενάντια στο σύστηµα. Αυτό έκανε τη «Μόσχα του Λένιν» (για να θυµηθούµε το βιβλίο του Α. Ροσµέρ) κέντρο της επαναστατικής Αριστεράς, όχι µιας «κοσµικής θρησκείας» όπως αρέσκεται να επαναλαµβάνει ο Μαραντζίδης. Ήταν η σταλινική αντεπανάσταση εκείνη που µετέτρεψε την Κοµιντέρν και τα κόµµατά της σε «συνοριακές περιπόλους του υπουργείου Εξωτερικών» όπως επεσήµαινε καυστικά ο Τρότσκι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20.
Το κίνηµα, όµως, απουσιάζει εξίσου εκκωφαντικά όταν το βιβλίο καταπιάνεται µε τη δεκαετία του ’40 και την Αντίσταση. Η ηγεσία του ΚΚΕ, και µετά την επιστροφή του Ζαχαριάδη την άνοιξη του 1945, ήταν σταθερά προσανατολισµένη στο κοινοβουλευτικό δρόµο όπως οι ηγεσίες των ΚΚ της ∆ύσης που θυσίαζαν την επαναστατική δυναµική της Αντίστασης για να συµµετέχουν στις αστικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας». Όµως, το κίνηµα που είχε κάνει την Γενική Απεργία που ακύρωσε την επιστράτευση το 1943, το κίνηµα που είχε απελευθερώσει τα 2/3 της χώρας, ασφυκτιούσε σε αυτό το πλαίσιο. ∆εν µπορούµε να κατανοήσουµε τις παλινωδίες και τα ζιγκ-ζαγκ της ηγεσίας του ΚΚΕ σε όλη αυτή την περίοδο αγνοώντας τον κόσµο που πάλευε και έλπιζε ότι η κοινωνία θα αλλάξει συθέµελα.
Το βιβλίο του Ν. Μαραντζίδη προσπαθεί να στριµώξει την ιστορία της Αριστεράς στα καλούπια ενός αντιδραστικού «αναθεωρητισµού» που έχει χρεωκοπήσει εδώ και χρόνια. Πάνε οι εποχές όπου µεσουρανούσαν οι θεωρίες για το «τέλος της ιστορίας». Η πάλη για να αλλάξουµε τον κόσµο συνεχίζεται και τις απαντήσεις, για το τι πήγε στραβά στο παρελθόν πρέπει να τις ψάξουµε στην κληρονοµιά του Τρότσκι και του Πουλιόπουλου, όχι σε θεωρίες που προσπαθούν να υποβιβάσουν τον κόσµο της Αριστεράς σε οπαδούς µιας κόκκινης «θρησκείας».