Άρθρο
Paul Mason: Ο κόσμος σε εξέγερση

Εξώφυλλο του βιβλίου

Επαναστατημένος πλανήτης

 

Λίγα είναι τα θετικά αφιερώματα για τις επαναστάσεις στο σύγχρονο κόσμο. Το βιβλίο του Πολ Μέισον «Ο κόσμος σε εξέγερση» είναι ένα από αυτά. Γεμάτο περιγραφές και ζωντανές εικόνες από τις επαναστάσεις στην Αίγυπτο και τη Λιβύη που γκρέμισαν τον Μουμπάρακ και τον Καντάφι το 2011, τις πλατείες της αντίστασης στην Ελλάδα και την Ισπανία, έως το κίνημα «Καταλάβετε την Wall Street», τις καταλήψεις στο Ουισκόνσιν στις ΗΠΑ, τον ξεσηκωμό των φοιτητών στη Βρετανία.

Μεταφέρει τον άνεμο των εξεγέρσεων όχι μόνο σε κάποιες «εξωτικές -απολίτιστες» χώρες, όπως έλεγαν υποτιμητικά τα κυρίαρχα media, αλλά και στην καρδιά του δυτικού «πολιτισμένου» κόσμου μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης το 2008.

«Η οικονομική κρίση κάνει τους δυνατούς να δείχνουν αδύναμοι και τους αδύναμους να υιοθετούν αναγκαστικά στρατηγικές, που κάποτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο των περιθωριοποιημένων ομάδων διαμαρτυρίας», γράφει. «Τα γεγονότα του 2011 έδειξαν ότι οι απλοί άνθρωποι – το 99% – έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τις συνθήκες τους. Να επιτύχουν σε μια ημέρα ό,τι χρειάζεται χρόνια κανονικής εξέλιξης».

Ως βετεράνος δημοσιογράφος του οικονομικού ρεπορτάζ στο BBC, o Πολ Μέισον κατάφερε να είναι παντού σε αποστολές από τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη έως την Αμερική και την Ασία. Το βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό μια συλλογή ανέκδοτων περιγραφών και γεγονότων από αναρτήσεις στο προσωπικό του blog.

Ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) στην «Αραβική Άνοιξη» ήταν το αγαπημένο θέμα σχολιασμού και θαυμασμού στα κυρίαρχα MME. O Μέισον προσφέρει μια πιο εκλεπτυσμένη ανάλυση, που καταλήγει όμως στο συμπέρασμα πως «ένα δίκτυο μπορεί να κερδίσει μια ιεραρχία».

Υιοθετεί μια κοινωνιολογική προσέγγιση για την επανάσταση και τα υποκείμενα, εστιάζοντας σε «νέα» υποκατάστατα: από τον «απόφοιτο χωρίς μέλλον» και τον «ύψιστο» ρόλο της νέας τεχνολογίας των social media (facebook, twitter κλπ) μέχρι τους φτωχούς στις παραγκουπόλεις με τα sms.

Η ειρωνεία είναι πως η επίκλησή του στο «νέο διαδικτυωμένο κίνημα», έχει παλιομοδίτικη ιστορία. Ο ίδιος ο Μέισον σε ένα σημείο αναφέρεται στον Γάλλο κοινωνιολόγο Αντρέ Γκορζ και στο βιβλίο του «Αντίο στο Προλεταριάτο» (1980) που αποχαιρετούσε την εργατική τάξη, υποστηρίζοντας ότι η μείωση της «παραδοσιακής εργατικής τάξης» έχει κάνει την επανάσταση αδύνατη. Ο Μέισον εδώ τσιμπά, λέγοντας πως η «νέα συλλογική πρακτική» μπορεί να «παραγκωνίσει το μηχανισμό της εξουσίας» μέσω ενός «εναλλακτικού δικτύου σχέσεων, όπως προέβλεψε ο Γκορζ».

Όλοι οι έξυπνοι και οργισμένοι νέοι άνθρωποι που συναντά στις διεθνείς αποστολές του, στα κέντρα των εξεγέρσεων, αρέσουν στον Μέισον. Αλλά τα iPhone τους, του αρέσουν ακόμα περισσότερο. Η προσέγγιση της «αυτονομίας» βγαίνει από αρκετές διόδους.

Κυριαρχεί στο βιβλίο η ιδέα ότι η νέα τεχνολογία μπορεί να αφήσει στην άκρη τις δυσκολίες να χτίζεις πολιτική, αντικαπιταλιστική οργάνωση και κινήματα που απαντούν συνολικά στο σύστημα. Και υποστηρίζει πως η νέα τεχνολογία θα μπορούσε να εξελιχθεί αυθόρμητα σε μια «νέα μορφή χειραφέτησης της ανθρωπότητας» μέσα στον καπιταλισμό, με την «καθοριστική εμφάνιση του δικτυομένου ατόμου», όπως αυτή περιγράφεται στις αναλύσεις μιας παλιάς σχολής κοινωνιολόγων και ψυχαναλυτών.

Έτσι, υπάρχουν πολλές περιγραφές για νεαρές γυναίκες που πάνε στα Starbucks και χρησιμοποιούν τα social media για να οργανώνουν εξεγέρσεις. Την ίδια ώρα που βλέπει, για παράδειγμα, στο Σύνταγμα τους απεργούς στις εφορίες, στα τελωνεία, στις τράπεζες, με προσεγμένο ντύσιμο και θεωρεί ότι είναι μεσαία τάξη πτυχιούχων που δεν χωράει στην εργατική τάξη.

Στην περίπτωση της Ελλάδας η στεγνή κοινωνιολογική προσέγγιση αναδύεται έντονα, αδικώντας ξανά τον Μέισον, σε δυο ακόμα μέτωπα, στα οποία εστιάζει στον πρόλογο για την ελληνική έκδοση (2 Οκτωβρίου 2013) που έγραψε 15 ημέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα (δυο χρόνια μετά την αγγλική έκδοση).

Το πρώτο μέτωπο αφορά στο ζήτημα του κινήματος, το οποίο ταυτίζει με τον ξεσηκωμό στις πλατείες, που δεν υπάρχει πια. «Η στιγμή της ελπίδας μεταξύ των κατασκηνώσεων του 2011 και του δεύτερου εκλογικού γύρου τον Ιούνιο του 2012, έδωσε τη θέση της σε ένα έτος απελπισίας», γράφει ο Μέισον. «Ένας συνάδελφός μου δημοσιογράφος, περιγράφει το νεκρό βλέμμα του κόσμου, στο μετρό της Αθήνας, ενώ διαβάζουν τα γεγονότα στις εφημερίδες: “Τίποτε δεν θα αλλάξει”».

Σε αυτό το σημείο ο Μέισον αδυνατεί να δει την αλληλεπίδραση: ότι δηλαδή το ξέσπασμα στις πλατείες ήρθε να συμπληρώσει και να κλιμακώσει μια αλυσίδα αγώνων που ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη. Εργατικές αντιστάσεις και μάχες που συνεχίζουν να ξεδιπλώνονται έως σήμερα, χωρίς να αφήνουν κυβερνήσεις να σταθούν σε χλωρό κλαρί, μέσα στα οικονομικά αδιέξοδα, γκρεμίζοντας κάθε «νέα φάση σταθεροποίησης» πριν καν εξαγγελθεί: έως τον τελευταίο ανασχηματισμό του Σαμαρά.

«Αντί του ενθουσιασμού κυριαρχεί η κούραση και η ανησυχία, ακόμα και μεταξύ των ακτιβιστών που συνάντησα στο Σύνταγμα το καλοκαίρι του 2011», γράφει. Όμως, ακόμα και οι εκθέσεις του ΔΝΤ ανησυχούν για την κυβερνητική «κόπωση», περισσότερο από τον Μέισον. Το ίδιο το ΔΝΤ, με τον τρόπο του, ομολογεί πως κομμένα πόδια έχουν οι Σαμαροβενιζέλοι, όχι η αδιάκοπη εργατική αντίσταση: από τους «διαθέσιμους», στα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία, έως τις μαχητικές καθαρίστριες, τους ήρωες της ΕΡΤ και σειράς κομματιών του ιδιωτικού τομέα και των ΔΕΚΟ των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων, που δεν σταματούν να παλεύουν προκαλώντας συνεχώς ρωγμές.

«Η πλατεία Συντάγματος είχε γίνει η γραμμή κρούσης για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα», γράφει ο Μέισον. «Γιατί όμως η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τώρα διαφορετική; [από την Ταξίμ, το Κάιρο, το Ριο;] Με μια λέξη, τα οικονομικά… οι θεσμοί τους και η ψυχή τους σφυροκοπούνται από τη λιτότητα», είναι η εξήγηση του Μέισον. Όμως, δεν βλέπει τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ρυάκια των αγώνων που αλληλεπιδρούν και συνδυαστικά τροφοδοτούν τα ποτάμια της αντίστασης, παντού, εντείνοντας την κρίση στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης διεθνώς. Αν ήταν κριτήριο η ένταση στο «σφυροκόπημα» των επιθέσεων, τότε στην Κατοχή το ’40 δεν θα υπήρχε η Αντίσταση και το ΕΑΜ, ούτε η νικηφόρα επανάσταση του 1917 στην κατεστραμμένη από την πείνα και τον πόλεμο Ρωσία.

Το δεύτερο μέτωπο αδυναμίας είναι η προσέγγιση της ανόδου της Χρυσής Αυγής, που οδηγεί τον Μέισον σε απογοητευτικά συμπεράσματα εμφανίζοντας λανθασμένη εικόνα. Θεωρεί πως υπάρχει «προφανέστατα τεράστιο πρόβλημα με την παράνομη μετανάστευση» και «τρομακτική αδράνεια» στους ανθρώπους, που μαζί με το ρατσιστικό «Ξένιο Δία», ενισχύει τη Χρυσή Αυγή στην κρίση, κριτικάροντας τις ηγεσίες της Αριστεράς που «παραμένουν διασπασμένες». Εστιάζει «στην απέχθεια και πίεση από το εξωτερικό» που γέννησε η δολοφονία του Π. Φύσσα και έτσι «η υπόγεια πολιτική της αστυνομικής συγκάλυψης και δικαστικής ανοχής της Χρυσής Αυγής τερματίστηκε».

Ο Μέισον χάνει εντελώς από τα μάτια του τις μάχες διαρκείας του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος, που έφτασε να οδηγήσει ακόμα και την κυβέρνηση των Μπαλτάκων σε αναδίπλωση και τους νεοναζί να λουφάζουν στους δρόμους αναζητώντας άλλους «γραβατωμένους» τρόπους αναβίωσης των ταγμάτων εφόδου.

Ενδεικτικό είναι πως δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά στην τεράστια διαδήλωση χιλιάδων οργισμένων μεταναστών και της ΚΕΕΡΦΑ στο κέντρο της Αθήνας τον Αύγουστο του 2012, όταν ξεκινούσαν τα μαζικά πογκρόμ της αστυνομίας του Δένδια και της Χρυσής Αυγής. Μάχες που άλλαξαν τις ισορροπίες της ρατσιστικής ατζέντας, την οποία επιχειρούσε να εδραιώσει ο Σαμαράς.

Η αντιφασιστική και αντιρατσιστική μάχη του εργατικού κινήματος παραμένει ανοιχτή και είναι δεμένη με τις υπόλοιπες αντιστάσεις, που έχουν διαμορφώσει συσσωρευμένες εμπειρίες και συνειδήσεις. Το επαναστατικό «sms» της πλατείας Ταχρίρ, της Ταξίμ, της Τραφάλγκαρ, φτάνει στην Ελλάδα και δεν πέφτει σε ξερό έδαφος – και το ανάποδο. Ο κόσμος που παλεύει γίνεται φορέας του.

Ο Πολ Μέισον συγκρούεται αρκετές φορές με τον εαυτό του. Ωστόσο, το ζωντανό ρεπορτάζ στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου του, βοηθά να καταλάβουμε την αφετηρία των μεταβολών που συντελούνται με τη δράση των απλών ανθρώπων για να αλλάξουν την κοινωνία και το εαυτό τους.

Η «παλιομοδίτικη απειλή» της επανάστασης, η ανατροπή του συστήματος από τις δυνάμεις της εργατικής τάξης, που φέρνει τρέμουλο στις άρχουσες τάξεις διαχρονικά, αλλά χάνει στην ανάλυσή του ο Μέισον, καθρεφτίζεται ανάγλυφα μέσα από τις δικές του εικόνες στις διεθνείς αποστολές – και κάνουν το βιβλίο του σίγουρα συναρπαστικό.

Κώστας Σαρρής

Τιμή 13,80€, 198 σελίδες

Εκδόσεις Νεφέλη, 2014