Ο Γιώργος Ράγκος εξηγεί γιατί τα τρία ακροδεξιά κόμματα συγκέντρωσαν 13% στις εκλογές και πως η απάντησή μας χρειάζεται να είναι η μάχη ενάντια στον ρατσισμό και το τσάκισμα των φασιστών.
Στις εκλογές του Ιούνη η ακροδεξιά και οι φασίστες πήραν, συνολικά, 725.505 ψήφους και ποσοστό 13,92%. Τρία κόμματα μπήκαν στην Βουλή. Οι Σπαρτιάτες με 4,63% και 12 βουλευτές, η Ελληνική Λύση με 4,44% και 12 βουλευτές και η Νίκη με 3,69% και 10 βουλευτές. Αυτά τα αποτελέσματα είναι μία ηχηρή προειδοποίηση για τα καθήκοντα και τα μέτωπα της αριστεράς και του κινήματος.
Χρειάζεται να ξεκινήσουμε με το ότι δεν πρέπει να «τσουβαλιάζουμε» μαζί τα τρία αυτά κόμματα. Ναι μεν «μοιράζονται τις ίδιες αξίες» του ρατσισμού, του εθνικισμού, του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», του μίσους για την αριστερά και τα συνδικάτα αλλά είναι άλλο η Ελληνική Λύση και Νίκη και άλλο οι Σπαρτιάτες.
Οι Σπαρτιάτες είναι φασίστες και όχι, απλά, ακροδεξιοί. Αποτελούν το εκλογικό κάλυμμα του φασιστικού μορφώματος «Έλληνες» που έφτιαξε ο Κασιδιάρης μετά την κρίση της Χρυσής Αυγής. Οι 10 από τους 12 βουλευτές των Σπαρτιατών ανήκουν στους Έλληνες του Κασιδιάρη και, ουσιαστικά, αυτοί κάνουν κουμάντο με εντολές από τον ίδιο τον Κασιδιάρη. Είναι χαρακτηριστικό το «άδειασμα» στον ακροδεξιό γυρολόγο και «πρόεδρο» των Σπαρτιατών, Στίγκα, από τους 10 βουλευτές που τάχθηκαν υπέρ της υποψηφιότητας Κασιδιάρη για το δήμο της Αθήνας. Ο Κασιδιάρης φιλοδοξεί, μέσα από τους Σπαρτιάτες, να ξαναστήσει μία νέα Χρυσή Αυγή με παρουσία όχι μόνο στη Βουλή αλλά κυρίως στους δρόμους με τα δολοφονικά Τάγματα Εφόδου.
Το ότι η Ελληνική Λύση και η Νίκη δεν είναι φασιστικά κόμματα δεν σημαίνει ότι δεν είναι και επικίνδυνα. Όχι μόνο γιατί «χύνουν δηλητήριο», όπως στη περίπτωση των πυρκαγιών του Αυγούστου που στοχοποιούσαν στους πρόσφυγες και τους Ρομά, ως «εμπρηστές», με τον βουλευτή Παπαδάκη, της Ελληνικής Λύσης, να καλεί ανοικτά σε ρατσιστικά πογκρόμ στον Έβρο, αλλά γιατί ένα διευρυμένο, έστω και εκλογικά, ακροατήριο για την ακροδεξιά αποτελεί την καλύτερη δεξαμενή για να μεγαλώνουν οι φασίστες. Το είδαμε και το 2012 μεταξύ του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής.
Η άνοδος της ακροδεξιάς και των φασιστών δεν αποτελεί «ελληνικό φαινόμενο». Το βλέπουμε σε μία σειρά χώρες της Ευρώπης και με μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά από ότι στην Ελλάδα. Στην Ιταλία, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η «μεταφασίστρια» Μελόνι είναι πρωθυπουργός, ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν ήρθε δεύτερο κόμμα στις περσινές βουλευτικές εκλογές, στη Γερμανία, το AfD έχει εκλέξει τον πρώτο ακροδεξιό διοικητή Περιφέρειας (στο Ζόνενμπεργκ της Θουριγγίας) και οι δημοσκοπήσεις το δίνουν νικητή στις εκλογές του 2024 στα κρατίδια της Θουριγγίας, της Σαξονίας και του Βρανδεμβούργου. Στη Σουηδία, στη Φιλανδία και στην Αυστρία η δεξιά συγκυβερνάει με την ακροδεξιά. Στην Ισπανία το ακροδεξιό Vox πήρε στις πρόσφατες εκλογές 12,4%.
Η συζήτηση για την άνοδο της ακροδεξιάς και των φασιστών είναι κρίσιμη για όλη την αριστερά και για το κίνημα.
Η πιο διαδεδομένη άποψη, με διάφορες παραλλαγές, συνοψίζεται στο εξής: «Υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο για όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες σημειώνεται η αύξηση των ποσοστών στα ακροδεξιά κόμματα, πρόκειται για μία σταδιακή συντηρητικοποίηση η οποία εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές αφορμές σε κάθε χώρα. Σε ορισμένες χώρες τα ταυτοτικά θέματα παίζουν πολύ βασικό ρόλο, η συνύπαρξη με το διαφορετικό, ο φόβος μιας πολιτισμικής αλλοίωσης κυρίως αναφορικά με το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, σε άλλες χώρες αυτή η αιτία σχετίζεται και με άλλους παράγοντες που έχουν να κάνουν με την ύφεση και την ανεργία. Λόγου χάριν, στην Ελλάδα έχουμε περάσει μία δεκαετία σκληρών μέτρων λιτότητας και κρίσης των θεσμών, ο συνδυασμός αυτός ευνοεί αντικοινοβουλευτικές και αντισυμβατικές φωνές... το προφίλ των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς σήμερα, αποτελείται από ανθρώπους που κυριαρχεί ο φόβος για την αλλαγή, ο φόβος για το μέλλον και η μη κατανόηση των εξελίξεων που είναι πλέον καταιγιστικές... ο ακροδεξιός λόγος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου πολιτικού marketing και είναι επιφανειακά λογικός, ενώ ο πολιτικός λόγος που επιλέγουν όλα τα υπόλοιπα κόμματα αδυνατεί να προσφέρει μια πειστική απάντηση».1 Αυτή η προσέγγιση, που βλέπει την άνοδο της ακροδεξιάς ως μία «αντισυμβατική» ή/και «αντισυστημική» εκλογική επιλογή απέναντι στο πολιτικό σύστημα και στα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα εξαιτίας της «συντηρητικοποίησης της κοινωνίας», είναι και λαθεμένη και καταλήγει να «ρίχνει την ευθύνη» στον ίδιο τον κόσμο και στις «επιλογές» του στις κάλπες.
Χρειάζεται να δούμε την άνοδο της ακροδεξιάς και των φασιστών ως το αποτέλεσμα της πολλαπλής κρίσης του καπιταλισμού.2 Στην εποχή του «καπιταλισμού της καταστροφής», είναι οι κυβερνήσεις των «κυρίαρχων κομμάτων» που υιοθετούν και εφαρμόζουν, όλο και πιο ανοικτά, την ακροδεξιά ρητορική και ατζέντα. Είναι οι ιδεολογικές επιθέσεις της άρχουσας τάξης και η πολιτική των κυβερνήσεων που, για να ρίξουν τα βάρη της κρίσης του καπιταλισμού «στων εργατών την πλάτη», βρίσκουν στο «διαφορετικό» (στους πρόσφυγες και μετανάστες, στους Ρομά, στις εθνικές μειονότητες, στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα), αλλά και στους λαούς των άλλων χωρών, τους «αποδιοπομπαίους τράγους» για να διασπάσουν και να αποδυναμώσουν την εργατική τάξη και τους αγώνες της, για να διοχετεύσουν προς τα εκεί την οργή για τη χειροτέρευση της ζωής της, για να τσακίσουν την αλληλεγγύη και τα δικαιώματα όλων των καταπιεσμένων, για να «καλύψουν» τις καταστροφικές επιλογές τους.
Η ακροδεξιά ρητορική μοιάζει «επιφανειακά λογική» όχι γιατί έχει «συντηριτικοποιηθεί η κοινωνία» αλλά γιατί έχει γίνει η κυρίαρχη ρητορική και πολιτική του καπιταλισμού και των κυβερνήσεων που τον διαχειρίζονται. Ο ρατσισμός μεγαλώνει την ακροδεξιά και όχι το αντίθετο. Αυτή η πολιτική είναι που έχει βγάλει την ακροδεξιά από το περιθώριο, την μεγαλώνει εκλογικά και την καθιστά, τελικά, και «κυβερνητικό εταίρο» σε μία σειρά δεξιές κυβερνήσεις στην Ευρώπη.
Η συμμετοχή της ακροδεξιάς στις κυβερνήσεις όχι μόνο δεν την κάνει «πιο υπεύθυνη και λιγότερο ακραία» αλλά, αντίθετα, μεγαλώνει τις κυβερνητικές επιθέσεις πάνω στη ζωή και στα δικαιώματα της εργατική τάξης, των προσφύγων και μεταναστών και σε όλα τα ευάλωτα κομμάτια της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει και την υποκρισία της «πολιτισμένης» ΕΕ που από την μία «ανησυχεί» για την αύξηση της επιρροής του «αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού» της ακροδεξιάς αλλά από την άλλη συνεργάζεται αρμονικά μαζί της για τη σκλήρυνση της πολιτικής της λιτότητας και του ρατσισμού.
Η κυβέρνηση της ΝΔ εφαρμόζει «κατά γράμμα» όλη την «ακροδεξιά ατζέντα»…
Στην Ελλάδα, η αύξηση της ακροδεξιάς και των φασιστών είναι «χορηγία» της κυβέρνησης της ΝΔ που εφαρμόζει «κατά γράμμα» όλη την «ακροδεξιά ρητορική και ατζέντα» από την πρώτη μέρα που ήρθε στην εξουσία.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει μετατρέψει τον πιο χυδαίο και δολοφονικό ρατσισμό σε επίσημη κυβερνητική πολιτική. Η πολιτική των κλειστών συνόρων, των επαναπροωθήσεων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι η πολιτική των χιλιάδων νεκρών προσφύγων, από τον Έβρο και το Αιγαίο μέχρι την Πύλο.
Είναι η κυβέρνηση που «κανονικοποιεί» τον ρατσισμό, που στοχοποιεί τους μετανάστες για να κρύψει τις δικές της καταστροφικές επιλογές, που εκδικείται λυσσαλέα την αλληλεγγύη, και, όταν δεν δολοφονεί η ίδια, λειτουργεί ως «ηθικός αυτουργός» στις επιθέσεις και δολοφονίες απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες από φασιστικές ομάδες. Η ανακοίνωση της ΚΕΕΡΦΑ, μετά τις ρατσιστικές περιπολίες και απαγωγές μεταναστών στον Έβρο στη περίοδο των πυρκαγιών, είναι αποκαλυπτική: «Με ακάλυπτο πρόσωπο αλλά με πολιτική κάλυψη από τις ρατσιστικές αθλιότητες των υπουργών της κυβέρνησης που έχουν στα χέρια τους βαμμένα στο αίμα και τη καμένη σάρκα των μεταναστών στη Δαδιά οργανώνονται πλέον ανοικτά απαγωγές και φυλακίσεις σε καρότσες-κλουβιά των παρακρατικών πολιτοφυλάκων που ανέλαβαν δράση…Είναι καιρός να βάλουμε τέρμα στις ρατσιστικές πολιτικές των κλειστών συνόρων και των φραχτών που υπερασπίζονται οι υπουργοί του Μητσοτάκη την ίδια μέρα που διαπράττουν το φρικτό έγκλημα της απανθράκωσης δεκάδων μεταναστών στη Δαδιά. Αυτές οι πολιτικές στρώνουν τον δρόμο στους δολοφόνους φασίστες που προχωράνε ανοιχτά να κάνουν πράξη τον κυβερνητικό ρατσισμό…».
Χέρι-χέρι με τον ρατσισμό είναι και ο εθνικισμός, με αιχμή το «Μακεδονικό» και την Τουρκία. Ας περιοριστούμε στο Μακεδονικό που αποτελεί «προνομιακό» ζήτημα για την ακροδεξιά. Η, δήθεν, «προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών» και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια του 2018 έδωσαν την δυνατότητα σε όλο το ακροδεξιό και φασιστικό κατακάθι να ξαναεμφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο για να «χύσει δηλητήριο» απέναντι στην αριστερά και στους εργάτες των Βαλκανίων. Χωρίς, όμως, τη μαζική εμπλοκή και παρουσία της ΝΔ σε αυτή την εθνικιστική υστερία, αυτή δεν θα μπορούσε να «περπατήσει» μέσα στη κοινωνία. Η ΝΔ έπαιξε το «χαρτί του εθνικισμού», στη κυριολεξία, «αγκαλιά» με τους υπόδικους χρυσαυγίτες και όλα τα, παλιά και νέα, ακροδεξιά μορφώματα, ανεξάρτητα αν η ίδια, όταν έγινε κυβέρνηση, έκανε «κωλοτούμπα» αποδεχόμενη αυτό που πραγματικά ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, μία ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Ελλάδας πάνω στη Βόρεια Μακεδονία με αντάλλαγμα την είσοδό της στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Οι οργανωτικές και οικονομικές σχέσεις της ακροδεξιάς με την Εκκλησία είναι γνωστές και κρατάνε δεκαετίες. Από τις Μονές στο «άβατο» του Αγίου Όρους και τις ενορίες στις γειτονιές μέχρι τις παραθρησκευτικές οργανώσεις. Η Νίκη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τις ίδιες σχέσεις έχει, όμως, και ο Βελόπουλος αλλά και ο Κασιδιάρης ως «κληρονομιά» από τη Χρυσή Αυγή. Και εδώ, ήταν η κυβέρνηση της ΝΔ που αναβάθμισε τον ρόλο της Εκκλησίας σε προνομιακό συνομιλητή της κυβέρνησης ικανοποιώντας όλα τα αιτήματά της. Από την αξιοποίηση της (παράνομης) εκκλησιαστικής περιουσίας και τη δημιουργία εκκλησιαστικών Αναπτυξιακών Εταιριών μέχρι την πρόσληψη χιλιάδων νέων παπάδων, την αναβάθμιση των θρησκευτικών στα σχολεία, τις «εξαιρέσεις» των εκκλησιών στην καραντίνα και τη συμμετοχή της Εκκλησίας σε κυβερνητικές Ημερίδες για το «αγέννητο παιδί». Τα ΜΜΕ μάς γεμίζουν με ειδήσεις «πιστών» που τρέχουν να βγάλουν ταυτότητες πριν βγουν «οι νέες με το τσιπάκι» αλλά ήταν ο πρώην υπουργός ΠΡΟ.ΠΟ, Μηταράκης, που έτρεξε να συναντήσει τον Μητροπολίτη Πειραιώς για να πάρει την «έγκριση της Εκκλησίας» για τις νέες ταυτότητες.
…«ξεπλένει» και καλύπτει τους φασίστες
Πίσω από την υπεράσπιση της ακροδεξιάς στην «παραδοσιακή ελληνική οικογένεια του μπαμπά, μαμά και παιδιά» και στο «αγέννητο παιδί» βρίσκεται μία ολομέτωπη επίθεση απέναντι στις εργατικές οικογένειες, στα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει πρωταγωνιστήσει και σ' αυτή την επίθεση. Είναι η κυβέρνηση των Λιγνάδηδων και των Μίχων, μία σεξιστική κυβέρνηση «ως το μεδούλι». Η σταυροφορία για το «δικαίωμα στη ζωή του αγέννητου παιδιού», και άρα η επίθεση απέναντι στο δικαίωμα των γυναικών στην έκτρωση, είχαν τη στήριξη της κυβέρνησης «αγκαλιά» με την Εκκλησία και ακροδεξιές οργανώσεις. Από την διοργάνωση «επιστημονικών ημερίδων» υπό την αιγίδα κυβερνητικών οργανισμών και τις «ενημερώσεις» στα σχολεία μέχρι την δυσκολία μίας γυναίκας να κάνει ασφαλή και δωρεάν έκτρωση εξαιτίας της διάλυσης της δημόσιας Υγείας. Ο Νόμος του Τσιάρα για την «συνεπιμέλεια των παιδιών» ήταν ένα ακόμα δώρο στην ακροδεξιά που τον στήριξαν λυσσαλέα. Το ίδιο και οι κυβερνητικές επιθέσεις απέναντι στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην ορατότητα, στην εργασία, στην εκπαίδευση, στον αυτοπροσδιορισμό, στη φυλομετάβαση, στο γάμο, στην παιδοθεσία.
Στη διάρκεια της πανδημίας, η ακροδεξιά ταυτίστηκε, διέδιδε και μεγάλωσε με όλες τις ανορθολογικές απόψεις που ξεκινούσαν από την «άρνηση του κορωνοϊού» μέχρι τον «αντιεμβολιασμό». Μπορεί η κυβέρνηση της ΝΔ να μιλούσε για «ψεκασμένους» αλλά όλο το αντιεπιστημονικό και ανορθολογικό οπλοστάσιο της ακροδεξιάς «αμφισβήτησης» ήταν η κυβέρνηση που το πρόσφερε απλόχερα εξαιτίας της δολοφονικής διαχείρισης της πανδημίας. Από τον Τσιόρδα που μας έλεγε, στην αρχή της πανδημίας, ότι οι μάσκες προσφέρουν «απατηλή προστασία» και για «κάποιο ένζυμο που υπάρχει στη μύτη των παιδιών που τα προστατεύει» και τα «διαγράμματα» του Μαγιορκίνη για να δικαιολογήσει τα 25 παιδιά σε κάθε σχολική τάξη μέχρι τον εμβολιασμό, που τον παρουσίασε ως «επιστροφή στην κανονικότητα», αρνούμενη να ενημερώσει τον κόσμο για τα όρια και τις δυνατότητες του εμβολιασμού, που αντί να ενισχύσει το ΕΣΥ και να επιτάξει το ιδιωτικό τομέα Υγείας μείωνε τις δαπάνες για την δημόσια Υγεία και έθετε σε αναστολή χιλιάδες ανεμβολίαστους υγειονομικούς.
Δεν είναι «μόνο» η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ που «έβαλε» τους φασίστες στη Βουλή, είναι και οι μεθοδεύσεις της.
Οι τρεις διαδοχικές «τροπολογίες Βορίδη» που, δήθεν, θα λειτουργούσαν ως «φραγμό για να μην μπει ο Κασιδιάρης στη Βουλή» είχαν περισσότερες τρύπες και από ένα σουρωτήρι. Ακόμα και ο «αποκλεισμένος» Κασιδιάρης δήλωνε ότι: «Ακόμα και ο τρίτος κατά σειρά νόμος αφήνει και αυτός ανοιχτά παράθυρα για να τον ξεπεράσουμε. Επέλεξα να μην ενεργοποιήσω αυτή την δυνατότητα στις πρώτες εκλογές για να μπορέσουμε να είμαστε παρόντες στην δεύτερη και απείρως κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση».3 Και ήταν παρόντες γιατί ο Άρειος Πάγος «γνωμοδότησε» ότι οι τροπολογίες Βορίδη δεν αποκλείουν τους «Σπαρτιάτες» από τις εκλογές παρά το γεγονός ότι τα ψηφοδέλτια τους ήταν γεμάτα με γνωστά στελέχη των «Ελλήνων», του κόμματος του Κασιδιάρη. Μέσα σε λίγα λεπτά από την ανακοίνωση ότι ο Άρειος Πάγος έδωσε το «πράσινο φως» στους Σπαρτιάτες για να συμμετέχουν στις εκλογές, ο Κασιδιάρης έδωσε το σύνθημα για ψήφο στους Σπαρτιάτες κινητοποιώντας έναν μηχανισμό που οργάνωνε, ανενόχλητος και με την βοήθεια της κυβέρνησης, μέσα από τις φυλακές του Δομοκού. Οι «τροπολογίες Βορίδη» δεν υπάρχουν ούτε «για τα μάτια του κόσμου» για τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτώβρη και ο Κασιδιάρης μπορεί να κατέβει ανενόχλητος, από οποιοδήποτε θεσμικό «φραγμό», ως υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα.
Αλλά, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, για την «κάλυψη» και το «ξέπλυμα» των φασιστών από την κυβέρνηση και τους μηχανισμούς του κράτους, είναι οι πρόσφατες δολοφονίες, από φασιστικά τάγματα εφόδου, του Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια και του Σιράζ Σαφτάρ στη Ριζούπολη, που μας γυρνάνε πίσω στις δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Σαχτάρ Λουκμάν.
Η ΕΛΑΣ, ενώ γνώριζε, άφησε ανενόχλητο ένα Τάγμα Εφόδου ελλήνων και κροατών ναζί να φτάσει στη Νέα Φιλαδέλφεια και να μαχαιρώσει τον Μιχάλη. Στη συνέχεια, έδωσε εντολή για να καθαρίσουν το χώρο για να μην υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη σύλληψη του δολοφόνου. Στη δολοφονία του Σιράζ, η ΕΛΑΣ έκανε μία βδομάδα για να βρει τους δράστες και μόνο όταν, με πρωτοβουλία της ΚΕΕΡΦΑ και της Πακιστανικής Κοινότητας, γνωστοποιήθηκε η δολοφονία στα ΜΜΕ και στα social media. Για την κυβέρνηση, η δολοφονία του Μιχάλη δεν έγινε από οργανωμένη ομάδα ναζί δολοφόνων αλλά είχε κίνητρο την "οπαδική βία", θυμίζοντας την γραμμή της τότε κυβέρνησης της ΝΔ, αμέσως μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον Ρουπακιά, ότι «τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο». Και η δολοφονία του Σιράζ δεν έγινε από τους 4 «ημεδαπούς» φασίστες επειδή ο Σιράζ ήταν Πακιστανός αλλά για να τον «ληστέψουν», θυμίζοντας το πόρισμα της ΕΛΑΣ μετά τη δολοφονία του Λουκμάν ότι τον σκότωσαν ύστερα από «διαπληκτισμό για ασήμαντη αφορμή».
Η κυβέρνηση επιχειρεί το «ξέπλυμα» και τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς και των φασιστών γιατί χρειάζεται αυτά τρία χρήσιμα δεκανίκια στην Βουλή, γι’ αυτό, ο Βορίδης, που «βγήκε από τα σπλάχνα» της ακροδεξιάς και των φασιστικών συμμοριών, έγινε υπουργός Επικρατείας, αρμόδιος για την «κοινοβουλευτική εκπροσώπηση», για να γίνει η γέφυρα της κυβέρνησης με την ακροδεξιά και τους φασίστες αλλά και ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία όταν θα βρεθεί στριμωγμένη από την οργή του κόσμου από τις επιθέσεις που έχει «στα σκαριά». Μία μελλοντική «σοβαρή Χρυσή Αυγή» που θα μπορέσει να συνεργαστεί με τη ΝΔ είναι ένα σενάριο που κανένας δεν μπορεί να το αποκλείσει.
Για ένα μαζικό και ενωτικό αντιφασιστικό κίνημα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αντιφασιστικό μέτωπο είναι ένα από τα βασικά μέτωπα της περιόδου για να τσακίσουμε την ακροδεξιά και τους φασίστες και μαζί και την κυβέρνηση που τους πριμοδοτεί και τους καλύπτει. Είναι μία μάχη που πρέπει να την κερδίσουμε.
Το πρώτο ερώτημα που μπαίνει είναι αν μπορούμε να κερδίσουμε. Η απάντηση είναι ναι. Για να δικαιολογήσουμε αυτή την απάντηση χρειάζεται να ξεκινήσουμε από τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης.
Σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι φασίστες είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Μέσα από μία σκληρή προηγούμενη δεκαετία αγώνων χτίσαμε ένα μαζικό και πλατύ αντιφασιστικό κίνημα που κατάφερε να τσακίσει και να βάλει στη φυλακή την ηγεσία της Χρυσής Αυγής, κόντρα και σε μεγαλύτερες «εκλογικές επιτυχίες», με Γραφεία - ορμητήρια σε μία σειρά από γειτονιές και πόλεις, με οργανωμένα παρακλάδια στο «βαθύ κράτος», με άφθονο χρήμα από την κρατική επιχορήγηση, από τις βουλευτικές αποζημιώσεις και από πολλούς εφοπλιστές και επιχειρηματίες. Από τότε, οι φασίστες δεν έχουν καταφέρει να ανασυνταχθούν. Σήμερα, λειτουργούν περισσότερο ως «δίκτυα» παρά ως οργανωμένο φασιστικό κόμμα. Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν ξανά την εκλογική επιτυχία τους σε οργανωτική ανασυγκρότηση και σε τάγματα εφόδου στις γειτονιές, όπως ήδη το κάνουν διάφορα ναζιστικά παρακλάδια και ομάδες φασιστών που «πήραν θάρρος» από τα αποτελέσματα των εκλογών και την «κάλυψη» της κυβέρνησης, και οργανώνουν ρατσιστικά πογκρόμ και επιθέσεις από τον Έβρο μέχρι την Αθήνα.
Δεν είναι μόνο ότι οι φασίστες είναι σε χειρότερη κατάσταση, είναι και ότι ο κόσμος είναι πιο προχωρημένος πολιτικά. Σ' αυτό χρειάζεται να σταθούμε, γιατί η αμφισβήτηση σ' αυτό το επιχείρημα, έρχεται από τα ίδια τα αποτελέσματα των εκλογών: το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών ΝΔ, ακροδεξιάς και φασιστών είναι σχεδόν 55% και άρα η κοινωνία «πάει προς τα δεξιά» και επικροτεί, ενεργά ή παθητικά, τις πολιτικές επιλογές του ρατσισμού, του εθνικισμού, σεξισμού ενώ την ίδια στιγμή η αριστερά χάνει. Αυτή η εικόνα, όμως, δεν είναι πραγματική. Είναι εκλογικά αποτελέσματα που προήλθαν με την αποχή σχεδόν στο 50%, χωρίς το δικαίωμα να ψηφίσουν οι, σχεδόν 750.000, καταγεγραμμένοι μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, με μία σοσιαλδημοκρατία και μία κοινοβουλευτική αριστερά που δεν έχουν συγκρουστεί με την «ακροδεξιά ατζέντα» της ΝΔ, από τον φράκτη στον Έβρο μέχρι τους πολεμικούς εξοπλισμούς, και κυρίως γιατί οι νίκες και οι ήττες στην κοινωνία δεν κρίθηκαν ποτέ στις εκλογές αλλά στην ίδια τη ταξική σύγκρουση στους χώρους δουλειάς και στο δρόμο.
Για να καταλάβουμε στο προς τα πού κινείται ο κόσμος θα πρέπει να κοιτάξουμε τις απεργίες, τους αγώνες, τις διαδηλώσεις τις πολιτικές μάχες που δίνει ο κόσμος και όχι, μόνο, τα εκλογικά αποτελέσματα. Ο μεγαλειώδης απεργιακός Μάρτης με τα εκατομμύρια απεργούς και διαδηλωτές, σε όλη την Ελλάδα, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις που δολοφονούν, η απεργιακή 8 Μάρτη ενάντια στην γυναικεία καταπίεση, οι οργισμένες και μαζικές διαδηλώσεις την επομένη του πνιγμού των μεταναστών, από το Λιμενικό, στην Πύλο, η τεράστια συμμετοχή σε όλα τα φετινά Pride και σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο δεν «κουμπώνουν» με μία, δήθεν, «ορμπανοποίηση» αλλά αντίθετα, δείχνουν ότι ο κόσμος θέλει να βγει μπροστά και να παλέψει.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πώς μπορούμε να κερδίσουμε. Η εμπειρία, τα προχωρήματα και οι νίκες του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος, με τον πρωτοπόρο ρόλο της ΚΕΕΡΦΑ, αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη. Σήμερα, το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα είναι πιο μαζικό, πιο έμπειρο και πιο πολιτικοποιημένο από τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα δοκιμάστηκαν και απαντήθηκαν, με τον σωστό τρόπο, μέσα από τη δράση του.
Έχουμε την εμπειρία ότι χρειάζεται ένα μαζικό και ενωτικό αντιφασιστικό κίνημα που να ενώνει όλο τον κόσμο που θέλει να παλέψει ενάντια στην ακροδεξιά και τη φασιστική απειλή. Από την αριστερά, σε όλες τις μορφές της, τα εργατικά συνδικάτα και τους φοιτητικούς και τους μαθητικούς συλλόγους μέχρι κεντρικές και τοπικές «θεματικές» συλλογικότητες και πρωτοβουλίες. Αυτή η ενότητα δουλεύτηκε με μία σειρά από εκδηλώσεις, διαδηλώσεις, συνελεύσεις, πρωτοβουλίες σε εργατικούς χώρους, σχολές, γειτονιές και κορυφώθηκε στο γιγαντιαίο απεργιακό αντιφασιστικό συλλαλητήριο μπροστά από το Εφετείο, στις 7 Οκτώβρη του 2020, που σφράγισε την καταδίκη της Χρυσής Αυγής.4
Το αντιφασιστικό κίνημα μπορεί να ενώσει, σήμερα, όλη την αριστερά και τα κινήματα ενάντια στην απόπειρα των φασιστών για οργανωτική ανασυγκρότηση γιατί αυτή αποτελεί θανάσιμη απειλή για τις ζωές και τα δικαιώματα μας. Για να μην δώσουμε χώρο και λόγο στους φασίστες και στην ακροδεξιά σε καμία γειτονιά, κανέναν εργατικό χώρο, καμία σχολή και σχολείο. Για να τσακίσουμε κάθε ρατσιστική, σεξιστική και εθνικιστική επίθεση ενάντια στη ζωή και τα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων, των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, των εθνικών μειονοτήτων. Για να μην αφήσουμε τον Κασιδιάρη να αξιοποιήσει την κοινοβουλευτική παρουσία των Σπαρτιατών για να «πέσουν στα μαλακά» οι καταδικασμένοι νεοναζί στη δίκη σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο που εξελίσσεται. Ξέρουμε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ και οι «θεσμοί» μεθοδεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να «επαναλάβουμε τα βήματα» που κάναμε, μέσα και έξω από το δικαστήριο, στη προηγούμενη δίκη για να κερδίσουμε και πάλι αυτή τη μάχη, για να μείνουν οι φασίστες στη φυλακή.
Εκτός από την ενότητα, το αντιφασιστικό κίνημα, για να νικήσει, θέλει σύγκρουση και καθαρές απαντήσεις απέναντι στην πολιτική του ρατσισμού, του εθνικισμού, του σεξισμού που θρέφει την ακροδεξιά και τους φασίστες.
Η υποχώρηση της ρεφορμιστικής αριστεράς σε αυτά τα μέτωπα, οι «μισές» ή/και λάθος απαντήσεις γιατί, δήθεν, είναι «πραγματικές ανησυχίες του κόσμου» ή/και «αυτά αποτελούν προνομιακό πεδίο της ΝΔ», δεν βάζουν εμπόδιο στην άνοδο της ακροδεξιάς, αδυνατίζουν το αντιφασιστικό και εργατικό κίνημα και, φυσικά, την ίδια την αριστερά που το πλήρωσε και στις εκλογές. Στο ζήτημα του ρατσισμού, ακόμη και μετά τα εγκλήματα της Πύλου και του Έβρου, δεν τολμάνε να ζητήσουν να ανοίξουν τα σύνορα, να πέσει ο φράχτης, να είναι καλοδεχούμενοι όλοι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Στο ζήτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, κάνουν κριτική από τα δεξιά στη ΝΔ, ότι, δήθεν, ξεπουλάει τα «κυριαρχικά δικαιώματα» στο Αιγαίο και στις ΑΟΖ.
Η ΚΕΕΡΦΑ, το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βοηθάνε το αντιφασιστικό κίνημα να έχει το σωστό προσανατολισμό σ’ αυτά τα μέτωπα:
• Για τη φτώχεια και την ανεργία φταίνε τα κέρδη των καπιταλιστών και όχι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Είναι καλοδεχούμενοι, είναι δύναμη για την τάξη μας και τους αγώνες. Ρίξτε τον φράχτη - ανοίξτε τα σύνορα - όχι στην ΕΕ - φρούριο.
• Για τα δισεκατομμύρια που σπαταλάμε για τους εξοπλισμούς δεν φταίει η «τούρκικη επιθετικότητα» αλλά ο ιμπεριαλιστικός ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός για τα κέρδη των καπιταλιστών και στις δύο μεριές του Αιγαίου. Οι Τούρκοι εργάτες είναι αδέλφια μας - όχι στον πόλεμο. Δώστε τα λεφτά των εξοπλισμών σε υγεία, παιδεία, κοινωνική πολιτική.
• Κάτω τα χέρια από τις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα.
Για να ξεμπερδεύουμε «μία και καλή» με τη βαρβαρότητα του φασισμού, και των πολιτικών που τον θρέφουν, πρέπει να δυναμώσουμε την αντικαπιταλιστική εναλλακτική για την ανατροπή του συστήματος που το γεννά. Η πάλη ενάντια στο ρατσισμό και τη φασιστική απειλή συνειδητοποιεί όλο και περισσότερες/ους αγωνίστριες και αγωνιστές να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Σημειώσεις
1. https://parallaximag.gr/epikairotita/o-mayros-efialtis-tis-akrodexias-aplonetai-pano-apo-tin-eyropi
2. Alex Callinicos, Neoliberal capitalism implodes: global catastrophe and the far right today, ISJ, 170, http://isj.org.uk/implodes-catastrophe
3. https://www.ertnews.gr/roi-idiseon/ekloges-2023-anakoinosi-tou-ilia-kasidiari-gia-ton-apokleismo-tou-kommatos-tou
4. Γιώργος Πίττας, Εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή-Επιτέλους Καταδίκη!, ΣΑΚ, 143, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=
1269&issue=143#gsc.tab=0