Άρθρο
Απεργιακό κύμα για αυξήσεις‑εδώ και τώρα

Ενάμιση ευρώ “φιλοδώρημα” ο Χατζηδάκης, απεργοσπαστικό ντελίριο ο Γεωργιάδης, η κυβέρνηση φοβάται την εργατική οργή για την ακρίβεια.
Ο Τάσος Αναστασιάδης από τον Συντονισμό Εργατικής Αντίστασης δείχνει τον δρόμο για την απεργιακή κλιμάκωση.

 

Στα τέλη Ιούλη, μέσα σε συνθήκες καύσωνα, η ΑΔΕΔΥ προχώρησε σε δυο απεργιακές κινητοποιήσεις, με πανελλαδική στάση εργασίας και συγκεντρώσεις έξω από το Υπουργείο Οικονομικών στην Αθήνα. Αιτία ήταν το νομοσχέδιο Χατζηδάκη που ψηφίστηκε τελικά στις 26 Ιούλη, στο οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη υποτίθεται ότι θα δώσει αυξήσεις στους εργαζόμενους του Δημοσίου, υλοποιώντας την προεκλογική της δέσμευση για αυξήσεις. 

Η κυβέρνηση προσπάθησε με αυτόν τον τρόπο να κλείσει το ζήτημα των αυξήσεων για τους εργαζόμενους του Δημοσίου για την επόμενη τετραετία, και ταυτόχρονα να βάλει και τον άξονα με βάση τον οποίο θα κινηθούν οι μισθοί και στον ιδιωτικό τομέα. Η πραγματικότητα είναι ότι το ζήτημα των αυξήσεων σαν απάντηση στη λιτότητα τώρα ανοίγει. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις της ΑΔΕΔΥ τον Ιούλη ήταν οι πρώτες αψιμαχίες, σε μια μάχη που θα καθορίσει όλη την επόμενη περίοδο το εργατικό κίνημα και τη σύγκρουση του με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Το νομοσχέδιο του Χατζηδάκη προέβλεπε αύξηση 70 ευρώ μικτά, δηλαδή 43 ευρώ καθαρά, 1,5 ευρώ την ημέρα και αυτό η κυβέρνηση και όλος ο φιλοκυβερνητικό τύπος έκαναν προσπάθεια να το παρουσιάσουν σαν μια γενναία αύξηση στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων που καλύπτει τις απώλειες από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό και «ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της οικονομίας». Οι απατεώνες της κυβέρνησης βαφίζουν «αυξήσεις» τη δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων στο δημόσιο και παντού. 

Δεμένο με την επίθεση της κυβέρνησης στα εισοδήματα των εργαζόμενων είναι και το νομοσχέδιο που φέρνει μέσα στον Σεπτέμβρη στη Βουλή ο υπουργός Εργασίας, Αδωνις Γεωργιάδης, που φέρνει νέο χτύπημα στις εργασιακές σχέσεις και στο δικαίωμα στην απεργία. Την ίδια ώρα που μιλάνε για αυξήσεις απο τον Γεναρη του 2024, προσπαθούν να βάλουν φρένο στις απεργίες που ξέρουν ότι έρχονται. Επειδή η κυβέρνηση ξέρει ότι αυτές οι επιθέσεις θα ξεσηκώσουν όλη την εργατική τάξη, προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι οι απεργοί δεν θα μπορούν να περιφρουρούν και να υπερασπίζονται τις απεργί­ες τους ενάντια στις επιθέσεις των εργοδοτών και της κυβέρνησης, γιατί θα διώκονται αν «παρεμποδίζουν» απεργοσπάστες.

Στο νεο του νομοσχέδιο ο Α. Γεωργιάδης, με πρόσχημα οτι δίνεται η δυνατότητα ενας εργαζόμενος να δουλεύει «νόμιμα» σε δυο εργοδότες, η κυβέρνηση προωθεί την δουλειά 13 ώρες την ημέρα. Λέει ο Αδωνις ότι αυτό θα μπορεί να γίνει μονάχα με τη θέληση του εργαζόμενου και με 11 ώρες ξεκούραση ανάμεσα στις δυο δουλειές. Προφανώς, πρόκειται για ένα ακόμη δώρο στους εργοδότες. Ένας εργαζόμενος θα δουλεύει το 8ωρο του στο αφεντικό και μετά ένα ακόμη 5ωρο σε έναν εργολάβο που θα τον «νοικιάζει» στο ίδιο αφεντικό. Έτσι ο εργοδότης δε θα χρειάζεται να πληρώνει ούτε υπερωρίες ούτε τίποτε. 

Αν θέλετε περισσότερα χρήματα για να ζήσετε εσάς και τις οικογένειες σας δουλέψτε περισσότερες ώρες. Αυτή είναι η κυβερνητική φιλοσοφία. Και δεν είναι τωρινή. Και στους γιατρούς των νοσοκομείων το ίδιο πρότεινε η Γκάγκα με το νομοσχέδιο που ψήφισε τον Δεκέμβρη του 2022 και εισέπραξε σαν απάντηση την τριήμερη απεργία των γιατρών. Δε σας δίνω αυξήσεις, μπείτε σαν ιδιώτες σε απογευματινά και βγάλτε περισσότερα χρήματα για να βελτιώσετε το εισόδημά σας. Στο ίδιο νομοσχέδιο η κυβέρνηση φέρνει «συμβάσεις εργασίας μηδενικών ωρών» και η εργασία “κατά παραγγελία”,  που σημαίνουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα ξέρουν πότε και για πόσες ώρες θα δουλέψουν και τι μισθό θα πάρουν στο τέλος του μήνα. Απλα θα περιμένουν μια μέρα πρίν ειδοποίηση απο το αφεντικό. 

Η πραγματικότητα είναι ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο έχουν υποστεί τεράστια μείωση των εισοδημάτων τους όλη την τελευταία δεκαετία με τα μνημόνια. Έχουν χάσει πάνω από το 40% του ονομαστικού τους μισθού, έχουν χάσει τον 13ο και 14ο μισθό. Και πάνω σε αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα ήρθε να προστεθεί η αύξηση του πληθωρισμού, η εκτίναξη των τιμών όλων των βασικών προϊόντων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν το 2022 την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος. Γι’ αυτό η «αύξηση» που υποτίθεται ότι έδωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στους μισθούς στο Δημόσιο, στην πραγματικότητα είναι ουσιαστικά μείωση. 

Δεν είναι όμως έτσι για όλους. Σύμφωνα με πίνακες που έδωσε στη δημοσιότητα η ΠΟΕΔΗΝ, με βάση τον νόμο πλέον του Χατζηδάκη, ενώ οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, οι «ήρωες της Υγείας» που έδωσαν τη μάχη με την πανδημία παίρνουν 1,5 ευρώ την ημέρα, οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές του ΕΣΥ παίρνουν αύξηση του επιδόματος ευθύνης 300 ευρώ μηνιαία. Και στην εκπαίδευση ένας διευθυντής ΠΕ ή ΔΕ παίρνει σχεδόν 200 ευρώ αύξηση. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση του Μητσοτάκη προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο «να εξαγοράσει» μια σειρά από στελέχη στο Δημόσιο, έτσι ώστε να έχει συμμάχους στην προσπάθεια να περάσει την αξιολόγηση των εργαζόμενων του Δημοσίου την επόμενη περίοδο. 

Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική ούτε για τον ιδιωτικό τομέα. Υποτίθεται ότι η «αύξηση» των 43 ευρώ τον μήνα για τους δημόσιους υπαλλήλους είναι το ισοδύναμο της αύξησης στον κατώτατο μισθό που έκανε η κυβέρνηση τον Απρίλιο για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Όμως και εδώ τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Τα πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ έδειξαν ότι πάνω από 1 στους 4 εργαζόμενους παίρνουν λιγότερα από τον κατώτατο μισθό και ότι ο μέσος μισθός για το σύνολο των εργαζομένων μετά βίας φθάνει τα 1.000 ευρώ μεικτά, δηλαδή κάτω από 860 ευρώ καθαρά. 

Το κύμα της ακρίβειας που έχει ροκανίσει τους ήδη χαμηλούς μισθούς είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν μπορούν να την αποφύγουν ούτε η κυβέρνηση, ούτε τα ΜΜΕ που καθημερινά τη λιβανίζουν. Γι αυτό και η λύση για την κυβέρνηση της ΝΔ όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν τα διάφορα επιδόματα, τα διάφορα pass. Επίδομα για το ρεύμα, για το σούπερ μάρκετ, για τη βενζίνη, επίδομα για τους 18αρηδες, επίδομα για τον οδοντίατρο των παιδιών (μέχρι 40 ευρώ). Κοροϊδία ουσιαστικά, μια που αυτά τα επιδόματα δεν έφταναν για τίποτε, και έτσι και αλλιώς μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων, γυρνούσε στις τσέπες των πλουσίων φίλων της κυβέρνησης είτε πρόκειται για των βαρώνους της Ενέργειας, είτε για τους κάθε είδους επιχειρηματίες. Όμως αυτή η πολιτική των διαφόρων pass, έφτασε στο τέλος της. Η επιδείνωση της κρίσης, έχει σημάνει ότι πλέον δεν υπάρχουν ελαστικότητες στην αποπληρωμή των τόκων και των δανείων και άρα τα χρήματα πρέπει να κατευθυνθούν σε αυτήν τη διαδρομή, και όχι στις «ασπιρίνες» των διαφόρων επιδομάτων. 

Συνολικά πρόκειται για μια γενικευμένη επίθεση σε βάρος της εργατικής τάξης από τη μεριά της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης της ΝΔ. Είναι μια προσπάθεια να φορτωθεί στις πλάτες των εργαζόμενων και του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα το βάθεμα της οικονομικής κρίσης στις σημερινές συνθήκες. Δεν το λένε πλέον νέο μνημόνιο, γιατί έχουν πρόσφατες τις μνήμες ότι η σύγκρουση με τα μνημόνια αποσάθρωσε το πολιτικό σκηνικό και δεκατρία χρόνια μετά δεν έχουν καταφέρει να το ξαναστησουν στα ποδάρια του. Πλέον ονομάζεται «επενδυτική βαθμίδα» την οποία πρέπει να πιάσουμε, για να μας εμπιστευτούν οι αγορές.  Επί της ουσίας  είναι  ένα  νέο  μνημόνιο, μια νέα προσπάθεια να πληρώσει η εργατική τάξη με τους μισθούς και τα δικαιώματα της για Υγεία, Παιδεία και ασφάλιση για να καταφέρουν οι εργοδότες να ξεφύγουν από τη μέγγενη της νέας κρίσης χρέους που φαίνεται στον ορίζοντα. 

Η μάχη για αυξήσεις θα είναι κεντρικό μέτωπο σύγκρουσης με την κυβέρνηση  Μητσοτάκη την επόμενη περίοδο και αυτό είναι δεδομένο. Από τη μία γιατί είναι μονόδρομος για τους εργαζόμενους το να κερδίσουν αυξήσεις στους μισθούς τους και συλλογικές συμβάσεις  γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να μπορέσουν να ζήσουν. Όμως δεν είναι μονάχα η ανάγκη. Αυτό που επίσης είναι σίγουρο είναι ότι σε αντίθεση με τις θεωρίες που λένε ότι ο κόσμος έχει κινηθεί δεξιά και γι’ αυτό βγήκε ο Μητσοτάκης ξανά πρωθυπουργός στις εκλογές του Ιούλη, είναι αντιλήψεις μακριά από την πραγματικότητα των ταξικών συσχετισμών στην κοινωνία. Τα 2,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι και νεολαίοι που βγήκαν στους δρόμους και στις απεργίες τον  Μάρτη  ενάντια στο έγκλημα στα Τέμπη δεν έχουν αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη,  δεν νοιώθουν ηττημένοι. Είναι ο κόσμος μέσα στους χώρους δουλειάς που έδωσε όλες τις μάχες όλο το προηγούμενο διάστημα και θα συνεχίσει και την επόμενη περίοδο. Η μάχη για αυξήσεις μπορεί να ενώσει όλη την εργατική τάξη σε ένα κοινό μέτωπο. Τους εργαζόμενους στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, στην κοινή μάχη για να σπάσουμε τη λιτότητα. Και αυτό είναι πολύτιμο. Το να μπορείς να αθροίζεις δυνάμεις στη σύγκρουση με τον Μητσοτάκη και τις επιλογές είναι καθοριστικό για να κερδίσουμε αυτή τη σύγκρουση. 

Οι αντιστάσεις των εργαζόμενων απέναντι στο κύμα της ακρίβειας, και η διεκδίκηση αυξήσεων είναι ήδη ξεκινημένη. Στον ιδιωτικό τομέα είχαμε κινητοποιήσεις όλη την προηγούμενη χρονιά από σωματεία και κλάδους που διεκδικούσαν συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις. Μπορεί η απεργιακή κινητοποίηση στην Κόσκο πριν ένα χρόνο να ήταν η πιο γνωστή, άλλα η μάχη για αυξήσεις είναι ανοιχτή σε όλους σχεδόν τους κλάδους των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα. 

Όμως και στο Δημόσιο η μάχη για αυξήσεις δεν ξεκίνησε αυτόν το Ιούλη. Είχαμε  το παράδειγμα των εργαζόμενων στην ΑΑΔΕ, όπου οι νεοπροσλαμβανόμενοι  εργαζόμενοι  κατάφεραν με τις κινητοποιήσεις τους να σπάσουν τους μισθούς των 700 ευρώ και να κερδίσουν  τη «προσωπική διαφορά». Τα προηγούμενα χρόνια σε διάφορα υπουργεία οι εργαζόμενοι των οποίων οι μισθοί συρρικνώθηκαν με τα μνημόνια, κέρδισαν ότι ένα κομμάτι από τους κομμένους μισθούς επέστρεφε στους ίδιους με τη μορφή της “προσωπικής διαφοράς”.  Αυτά τα  χρήματα κατάφεραν να τα κερδίσουν και οι νεοπροσλαμβανόμενοι εργαζόμενοι στην ΑΑΔΕ.  Ήταν μια μάχη που κινήθηκαν οι εργαζόμενοι από τα κάτω και ανάγκασαν και τις ηγεσίες των σωματείων και των ομοσπονδιών τους να κινηθούν και άνοιξε τη συζήτηση για τις αυξήσεις σε όλο το δημόσιο. 

Το ζήτημα είναι με ποια αιτήματα μπορούμε να δώσουμε αυτήν τη μάχη. Για παράδειγμα η ΑΔΕΔΥ στις απεργιακές κινητοποιήσεις του Ιούλη, πρόβαλε σαν βασικά αιτήματα, «γνήσιο ενιαίο μισθολόγιο με πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς που να καλύπτουν τον πληθωρισμό τουλάχιστον 10% για όλους και επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού». Το αίτημα για την επαναφορά των δώρων είναι απόλυτα σωστό.Όμως η διεκδίκηση της αύξησης των μισθών 10%, είναι δραματικά λίγη. Ακόμη και με τα επιχειρήματα της ΑΔΕΔΥ είναι πολύ λίγο το 10% όταν η ίδια επιχειρηματολογεί ότι η μείωση των μισθών την τελευταία δεκαετία ξεπερνάει το 40%.  

Όμως δεν είναι απλά αριθμητικό το ζήτημα. Έχει δυο επιπλέον στοιχεία που χρειάζεται να πάρουμε υπ’ όψη. Το πρώτο είναι ο «ρεαλισμός» που αποπνέουν τα αιτήματα της ΑΔΕΔΥ. Η άποψη ότι να ξεκινήσουμε διεκδικώντας πράγματα που μπορεί να γίνουν αποδεκτά και δε «προκαλούν» και βλέπουμε για τη συνέχεια, είναι μια λάθος αντίληψη. Η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει ούτε και στα ελάχιστα και το έχει αποδείξει. Βρίσκεται σε πόλεμο με την εργατική τάξη για να εξασφαλίσει όλα όσα χρειάζεται η άρχουσα τάξη, η κερδοφορία της και οι συμμαχίες της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Την ώρα που ξοδεύονται δις για τους εξοπλισμούς, για Ραφάλ, φρεγάτες και για την αποπληρωμή των τραπεζιτών,  είναι απαραίτητο να διεκδικείς ανατροπή αυτών των κεντρικών επιλογών της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης αλλιώς δεν πας πουθενά. Αν οι εργαζόμενοι στην efood ξεκινούσαν με δεδομένο ότι δεν είναι «ρεαλιστικό» να διεκδικείς να γίνουν μόνιμοι 2.100 εργαζόμενοι μεμιάς, ποτέ δε θα είχαν κερδίσει. 

Το δεύτερο στοιχείο είναι το να μπορείς να εμπνεύσεις τον κόσμο στους χώρους δουλειάς για να μπει μπροστά να δώσει τη μάχη με την κυβέρνηση. Το 10% αύξηση δεν εμπνέει κανέναν εργαζόμενο για να μπει στη σύγκρουση. Αντίθετα, η διεκδίκηση για να πάρουμε αυξήσεις 30% και 40%, όλα όσα μας έκοψαν με τα μνημόνια είναι αίτημα που μπορεί να συσπειρώσει για μάχη. Αν γυρίσουμε στο παρελθόν του εργατικού κινήματος θα δούμε ότι οι μεγάλες κατακτήσεις έγιναν διεκδικώντας αυξήσεις που δεν υποτασσόταν στον ρεαλισμό. Το κίνημα των  εργοστάσιων  τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης κέρδιζε αυξήσεις 20-30-40% με απεργίες και καταλήψεις  στα εργοστάσια. Άλλα και στο Δημόσιο. Ήταν αυτό το κίνημα που οδήγησε στην πτώση της ΝΔ το ’81 και στην εκλογή του ΠΑΣΟΚ, το οποίο αναγκάστηκε κάτω από την πίεση όλου αυτού του κόσμου που συγκρούστηκε με τη δεξιά, να δώσει αυξήσεις στο δημόσιο σχεδόν 30%.  

Αφετηρία χρειάζεται να είναι ότι η μάχη για αυξήσεις δεν πρόκειται να κερδίσει με μία 24ωρη απεργία, όσο μαζική και μαχητική και αν είναι. Η απεργία στις 8 Μάρτη φέτος ήταν από τις μεγαλύτερες και μαζικότερες απεργίες των τελευταίων δεκαετιών. Αλλά αποδείχθηκε ότι χρειαζόταν συνέχεια και κλιμάκωση για να τσακίσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη και να τους αναγκάσει να αλλάξουν προτεραιότητες. Το αντίστοιχο και στα νοσοκομεία. Οι εργαζόμενοι στην Υγεία κάνουν συχνά 24ωρες απεργίες και έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης με τις επιθέσεις της κυβέρνησης υπερασπιζόμενοι το ΕΣΥ. Όμως αυτές οι απεργίες δεν έχουν σταματήσει την επίθεση. Δεν έχουν σταματήσει το σταδιακό ξήλωμα, αποψίλωση, και εν τέλει ιδιωτικοποίηση των δημόσιων νοσοκομείων, δεν έχουν αναγκάσει την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μαζικές προσλήψεις. 

Τα διακυβεύματα για την άρχουσα τάξη και την κυβέρνηση Μητσοτάκη που την υπηρετεί με τον πιο εμφατικό τρόπο, είναι πολύ υψηλά και καταλαβαίνει ότι η υποχώρηση της στα αιτήματα του κινήματος θα είναι μια μεγάλη ήττα που θα την οδηγήσει σε περιπέτειες. Γι’ αυτό είναι ανάγκη και το εργατικό κίνημα να κλιμακώσει τις δικές του αντιστάσεις. Χρειάζεται να ξαναβάλουμε στην ημερήσια διάταξη τις απεργίες με διάρκεια σαν το όπλο που μπορεί να αξιοποιήσει το εργατικό κίνημα για να κερδίζει και επιβάλει τις δικές του λύσεις. 

Οι απεργίες διαρκείας δεν είναι μακρινή εμπειρία για το εργατικό κίνημα. Δεν χρειάζεται να γυρίσει κανείς πολλά χρόνια πίσω. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ακόμη και την τελευταία πενταετία που δείχνουν τη δύναμη των απεργιών με διάρκεια. Οι εργαζόμενοι των Δήμων έχουν πρόσφατη την εμπειρία της απεργίας τους τον Ιούνη του 2017 κόντρα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Στα τέλη Μάη, με πρόσχημα απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε την απόλυση 15.000 συμβασιουύχων των ΟΤΑ γιατί τάχα είχαν λήξει οι συμβάσεις τους. Με μπροστά τους συμβασιούχους οργανώθηκε ένα απεργιακό κύμα διαρκείας σε όλες τις πόλεις. Με μαζικές γενικές συνελεύσεις στα γκαράζ και στα Δημαρχεία που ένωσε μόνιμους και συμβασιούχους κέρδισε αποφάσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων στο πλευρό των συμβασιούχων και έτσι ανάγκασε και την ΠΟΕ ΟΤΑ να κινηθεί απεργιακά. 

Με τεράστιες πανελλαδικές απεργίες και συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθηνας που έφταναν και τις δεκαπέντε χιλιάδες διαδηλωτές. Με καταλήψεις όλων των γκαράζ σε όλους τους δήμους και περιφρούρηση καθημερινά της απεργίας τους, οι εργαζόμενοι των ΟΤΑ τελικά νίκησαν. Μέσα σε δέκα μέρες απεργιακών κινητοποιήσεων, αναγκασαν τον Σκουρλέτη και τον Τσίπρα να υποχωρήσουν και να προχωρήσουν στη μονιμοποίηση σχεδόν 9.000 συμβασιούχων στους ΟΤΑ. Πρόκειται για την μαζικότερη μονιμοποίηση συμβασιούχων απο το 2004, εν μέσω μνημονίων τυπικά, παρακάμπτοντας τις «συνταγματικές» δυσκολίες. Οι εργαζόμενοι των Δημων έχουν αυτην την εμπειρία και την αξιοποίησαν και τα επόμενα χρόνια με κυβέρνηση της ΝΔ. Οι συμβασιούχοι κόβιντ οργανώθηκαν ανα δήμο και φτιάχνοντας το δικό τους συντονιστικό προχώρησαν σε κινητοποιήσεις αναγκάζοντας ξανα την ηγεσία της ΠΟΕ ΟΤΑ να τους στηρίξει. 

Ο ξεσηκωμός των εργατών και εργατριών της Τέχνης πρίν απο λίγους μήνες είναι ένα ακόμη πολύ νωπό παράδειγμα. Η υποβάθμιση των πτυχίων των καλλιτεχνών από τη Μενδώνη ήταν η αφορμή για να ξεσπάσει ενα ολόκληρο κίνημα διαρκείας, από τα τέλη Δεκέμβρη του ‘20 μέχρι τις αρχές του Απρίλη. Με αφετηρία τους σπουδαστές των θεατρικών σχολών, μπήκε σε κίνηση ένα ολόκληρο δυναμικό μαχόμενων καλλιτεχνών. Μπορεί η απεργία διαρκείας να μην κέρδισε την πλειοψηφία (για λίγες ψήφους) στις συνελεύσεις του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, αλλα το πρώτο τετράμηνο του 2023 ήταν ουσιαστικά ενα ξέσπασμα διαρκείας. Με τεραστια συλλαλητήρια σχεδόν κάθε βδομάδα στο κέντρο της Αθήνας και όλων των πόλεων. Με καταλήψεις όχι μόνο των θεατρικών σχολών αλλά και πολλών κρατικών θεάτρων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Με συντονισμό των καλλιτεχνών με τους εκπαιδευτικούς, τους υγειονομικούς και κάθε κλάδο που αγωνιζόταν την ίδια περίοδο. Ένα κίνημα που τρομοκράτησε την κυβέρνηση. 

Οι εκπαιδευτικοί επίσης, έχουν μια πολύ πλούσια εμπειρία απεργιακών κινητοποιήσεων με διάρκεια. Δεν είναι ανάγκη να γυρίσουμε στις απεργίες διαρκείας των εκπαιδευτικών τις τελευταίες δεκαετίες που ήταν έτσι και αλλιώς πολλές και νικηφόρες. Ακόμη και πρόσφατα, η απεργία αποχή απο την αξιολόγηση, που ήταν κινητοποίησεις με διάρκεια, έβγαλαν στην επιφάνεια το ξέσπασμα των εκπαιδευτικών τον Οκτώβρη του ’22 και τον Φλεβαρη του ’23, με χιλιάδες επαιδευτικούς στον δρόμο, που τρομοκράτησαν την κυβέρνηση και προσπάθησε με τα δικαστήρια να τους σταματήσει. Τα νοσοκομεία έχοντας μια τεράστια εμπειρία αγώνων όλα τα τελευταία χρόνια είναι από τους κλάδους που και αυτοί βάζουν υποψηφιότητα για να βαδίσουν στον ίδιο δρόμο της απεργίας με διάρκεια. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε να περιμένουμε από τη ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ να προκηρύξουν απεργία διαρκείας. Αντίθετα, σημαίνει την προσπάθεια μέσα σε μια σειρά από κλάδους και χώρους να αρχίσει και κερδίζεται ένα μεγάλο κομμάτι αγωνιστών, πρωτοπόρων εργατών και εργατριών σε αυτήν την προοπτική. Σημάινει δουλειά απο τα κάτω. Οι πρωτοπόροι εργάτες και εργάτριες είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε επιτροπές αγώνα σε κάθε χώρο δουλειάς. 

Οι επιτροπές αγώνα έχουν να συζητήσουν και να οργανώσουν το πώς θα κάνουν τα βήματα για να κερδηθεί αυτη η προοπτική. Να προχωρήσουν και να οργανώσουν μαζικές γενικές συνελεύσεις σε καθε σωματείο και σε κάθε χώρο και να κερδίσουν ότι το σωματείο τους οτι παίρνει τέτοιες αποφάσεις για απεργιακές κινητοποιήσεις διαρκείας. Να ανοίξουν τα μέτωπα δίνοντας μία προς μία τις μάχες μέσα στον χώρο τους, για να δυναμώσουν έτσι τα σωματεία και η αυτοπεποίθηση όλων των εργαζόμενων. Να κάνουμε βήματα συντονισμού σε κάθε κλάδο, όπως έχει γίνει στα νοσοκομεία με τη δράση του Συντονιστικού των Νοσοκομείων. Ανοίγοντας τις μάχες σε κάθε χώρο, οργανωνοντας την αλληλεγγυη και τον Συντονισμό, κερδίζοντας αποφάσεις απο όσο περισσοτερα πρωτοβάθμια σωματεία, έτσι μπορούμε να κερδίσουμε  ολόκληρες ομοσπονδίες να ανοίξουν   αυτήν τη μάχη και να παρασύρουν όλη την εργατική τάξη. 

Η κινητοποίηση στη ΔΕΘ στις 8 και 9 Σεπτέμβρη είναι ένα πρώτος σταθμός στη σύγκρουση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και χρειάζεται να ειναι μαζική, μαχητική και αντικυβερνητική. Άλλα είναι μονάχα η αρχή. Το εργατικό κίνημα βάζει τις μηχανές του στο φούλ απο την πρώτη μέρα. Χρειαζόμαστε άμεσα πανελλαδική πανεργατική απεργία ενάντια στο νομοσχέδιο Γεωργιάδη που είναι άμεσο χτυπημα στο συνολο της εργατικής τάξης. Χεριάζεται να ανοιξουμε την προοπτική για απεργίες διαρκείας σε δυνατούς κλάδους του Δημοσίου, για αυξήσεις τώρα και όχι περιμένοντας τον προυπολογισμό τον Δεκέμβρη, γιατί τότε πλέον θα είναι αργά. Χρειαζόμαστε απεργιακές κινητοποιήσεις και στον ιδιωτικό τομέα για συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις παντού. 

Αυτη η σύγκρουση με τη ΝΔ είναι κομματι της σύγκρουσης που δίνει η τάξη μας σε όλη την Ευρώπη. Η προηγούμενη χρονιά ήταν γεμάτη από εργατικές αντιστάσεις από τη  Γαλλία  και τη Βρετανία, μέχρι τη Γερμανία και την Ισπανία διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς, ενάντια στον πληθωρισμό και το κύμα ακρίβειας.  Αυτό το απεργιακό κύμα ήταν τεράστια πίεση για τις άρχουσες τάξεις. Στη Βρετανία το ονόμασαν  «το καλοκαίρι της δυσαρέσκειας» γιατί έμοιαζε με τον «χειμώνα της δυσαρέσκειας» με το απεργιακό κύμα δηλαδή του ’78-’79 που συντάραξε  τη Βρετανική άρχουσα τάξη. Ηταν τόσο  έντονος ο φόβος τους ότι αυτό το απεργιακό κύμα  μπορεί  να γενικευτεί σε όλη την Ευρώπη που αναγκάστηκαν διάφορες κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς. Η Γερμανία για παράδειγμα  αύξησε τον κατώτατο  μισθό  κατά 22% δηλαδή 360€ το μήνα. 

Χρειάζεται να αξιοποιήσουμε αυτές τις εμπειρίες απο τους αγώνες της τάξης μας γιατί η μάχη για να σπάσουμε  τη λιτότητα, για να κερδίσουμε αυξήσεις είναι  μπροστά  μας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουμε ότι σε αυτή τη νέα σύγκρουση με την άρχουσα τάξη για το ποιος θα πληρώσει την κρίση θα βγει  κερδισμένη η δική μας μεριά.