Άρθρο
Πενήντα χρόνια από την τραγωδία της Χιλής

Ο Αλιέντε ομιλητής σε εργατική συγκέντρωση στα ορυχεία χαλκού

Ο Γιώργος Πίττας θυμίζει τους αγώνες που έφεραν τη “Λαϊκή Ενότητα” του Αλιέντε στην εξουσία και αναλύει τις επιλογές που άφησαν τον δρόμο ανοιχτό στους Πινοσέτ να ματοκυλίσουν εκείνο το κίνημα.

 

Πριν από μισό ακριβώς αιώνα, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 έγινε το αιματηρό πραξικόπημα του στρατηγού Πινοτσέτ στη Χιλή που γκρέμισε την κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε. Η χιλιάνικη τραγωδία συγκλόνισε την εργατική τάξη και την Αριστερά σε όλο τον κόσμο. Αλλά η Χιλή δεν ξεκίνησε σαν τραγωδία, ξεκίνησε σαν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για την εργατική τάξη και τον λαό της Χιλής, τρία χρόνια νωρίτερα, στο 1970. 

Στις 4 Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς τις προεδρικές εκλογές κέρδισε με ένα ποσοστό 36%, η Λαϊκή Ενότητα, ένας συνασπισμός 6 κομμάτων, με πιο μεγάλα το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, δύο κόμματα με ιστορία δεκαετιών, βαθιά ριζωμένα στην εργατική τάξη της χώρας, ξεπερνώντας τα δύο μεγάλα κόμματα της δεξιάς, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το Εθνικό Κόμμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κατέβαιναν μαζί στις εκλογές. Ο Αλιέντε, ο πρόεδρος της Λαϊκής Ενότητας και ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έγινε πρόεδρος της χώρας, είχε συμμετέχει άλλες έξι φορές σε εκλογές με αντίστοιχους συνασπισμούς με κέντρο τα δύο μεγάλα κόμματα της Αριστεράς. Ήταν η πρώτη φορά που στην Χιλή και συνολικά στη Λατινική Αμερική, η Αριστερά ερχόταν στην κυβέρνηση. 

Η νίκη αυτή δεν ήρθε σαν αποτέλεσμα της διάσπασης της δεξιάς αλλά μιας κινηματικής ανόδου των αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας τα δύο προηγούμενα χρόνια. Με αφετηρία μια γενική απεργία που κάλεσε η CUT, η χιλιάνικη ΓΣΕΕ το 1968 ξεκίνησε ένα μεγάλο απεργιακό κύμα. Το 1969 έγιναν 1.930 απεργίες και το 1970 ο αριθμός τους εκτινάχτηκε στις 5.300, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε και ένα μεγάλο φοιτητικό κίνημα που απαιτούσε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η προηγούμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση Φρέι του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, είχε υποσχεθεί μια σειρά από μεταρρυθμίσεις. Όμως ο Φρέι δεν υλοποιούσε τις υποσχέσεις του γιατί συναντούσαν την άρνηση των γαιοκτημόνων και των αφεντικών, τα συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούσε. 

Ήταν αυτό το κύμα που έφερε στην κυβέρνηση τη Λαϊκή Ενότητα. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν ανέλαβε την κυβέρνηση τον Δεκέμβρη του 1970 ήταν να βάλει μπρος την εφαρμογή του προγράμματος Φρέι. Προχώρησε σε αυξήσεις μισθών 38%-120% και διαμοίρασε τη γη στους μικρούς αγρότες εξαιρώντας όμως τους ακτήμονες και αφήνοντας τα καλύτερα κομμάτια γης στους γαιοκτήμονες στους οποίους κατέβαλε και γενναίες αποζημιώσεις. Αλλά προχώρησε και ένα μεγάλο βήμα παραπάνω: Έβαλε μπρος να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων τραπεζών και επιχειρήσεων. Από τις 3.500 βιομηχανίες που υπήρχαν στη Χιλή, το πρόγραμμα προέβλεπε εθνικοποίηση 150 - ένα μικρό αριθμό που όμως αντιστοιχούσε σχεδόν στο 40% της βιομηχανικής παραγωγής. Το πρόγραμμα ξεκινούσε με εθνικοποιήσεις κάποιων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών, και το πιο βασικό απ’ όλα, των ορυχείων χαλκού που κατείχαν αμερικάνικες πολυεθνικές. Η Χιλή ήταν και είναι η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής και εξαγωγής χαλκού στον κόσμο. 

Αμέσως μπήκε στο στόχαστρο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αφενός γιατί θίγονταν τα συμφέροντα αμερικάνικων πολυεθνικών αφετέρου γιατί οι ΗΠΑ είδαν τον κίνδυνο το παράδειγμα της Χιλής να απλωθεί σε όλη τη Λατινική Αμερική, που θεωρούσαν την «πίσω αυλή» τους. Επέβαλαν αμέσως μια σειρά από κυρώσεις στη Χιλή. 

Στις ομιλίες του Αλιέντε και στις διακηρύξεις της Λαϊκής Ενότητας δεν έλειπαν οι συχνές αναφορές στη «Λαϊκή Εξουσία» αλλά το πρόγραμμα που έβαζε να εφαρμόσει ήταν ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα. Ένα μήνα πριν αναλάβει, υπέγραψε μυστικά ένα «Σύμφωνο Εγγυήσεων» που διαβεβαίωνε τα αφεντικά ότι δεν πρόκειται να θιγούν καθόλου οι βασικοί θεσμοί του κράτους, ανάμεσά τους, ο στρατός, η εκκλησία, η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ. Δεσμεύτηκε δηλαδή για «συνέχεια του κράτους». Επιπλέον έδωσε μια σειρά από «κίνητρα» για ανάπτυξη στους βιομήχανους. 

Για την άρχουσα τάξη της Χιλής η «πρώτη φορά Αριστερά» στην κυβέρνηση αρχικά ήταν ένα σάστισμα. Αλλά πριν προλαβει να κλείσει ο πρώτος χρόνος διακυβέρνησης, οι καπιταλιστές της Χιλής άρχισαν να ασκούν ασφυκτική πίεση κάνοντας τρία πράγματα: Μαζική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Σταμάτημα των επενδύσεων μπλοκάροντας τα σχέδια της κυβέρνησης για αναθέρμανση της οικονομίας. Και συνειδητή απόκρυψη αγαθών προκειμένου να δημιουργηθούν ελλείψεις σε βασικά είδη ανάγκης, μηχανές, ανταλλακτικά κλπ που έσπρωχνε τις τιμές προς τα πάνω. Όλα αυτά είχαν την έγκριση των ΗΠΑ που ήδη έθεταν σαν στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε.

Για τους εργάτες, τη νεολαία και τους αγρότες σήμανε μια τεράστια ενίσχυση της αυτοπεποίθησής τους, ότι ήρθε η σειρά μας. Το ξεκίνημα έκαναν οι ακτήμονες που επειδή δεν προβλεπόταν να πάρουν γη ξεκίνησαν καταλήψεις σε τσιφλίκια των μεγάλων γαιοκτημόνων. Στους ακτήμονες μεγάλη δύναμη είχε ένα κόμμα που δεν συμμετείχε στη Λαϊκή Ενότητα, το Μέτωπο Επαναστατικής Αριστεράς, το MIR. To MIR, γκεβαριστές, επηρεασμένοι από την Κουβανέζικη Επανάσταση, είχε δύναμη στους φοιτητές αλλά και στους ανειδείκευτους, ασυνδικάλιστους νέους εργάτες και άνεργους που ζούσαν στις παραγκουπόλεις γύρω από τις μεγάλες πόλεις της Χιλής. 

Από τον Γενάρη μέχρι τον Δεκέμβρη του 1971, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας, έγιναν 1280 καταλήψεις γης αλλά και 1750 απεργίες καθώς και τα οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης έμπαιναν πλέον σε κίνηση. 

Το Νοέμβρη του 1971 με αφορμή την επίσκεψη του Φιντέλ Κάστρο στην Χιλή, μπήκε σε κίνηση και η άρχουσα τάξη. Οργανώθηκε μια διαμαρτυρία που έγινε γνωστή σαν «διαδήλωση της κατσαρόλας», όπου λίγες εκατοντάδες πλούσιες κυρίες κατέβηκαν στο δρόμο, φέρνοντας μαζί μάλιστα και τις υπηρέτριές τους να βαράνε τα κατσαρολικά. Η εικόνα της πρώτης αυτής «διαδήλωσης» της άρχουσας τάξης ήταν κάτι παραπάνω απο γελοία αλλά ήταν η αφετηρία μια αντεπίθεσης της αστικής τάξης. 

Τον Μάη του 1972 στη βιομηχανική πόλη Κονσεπσιόν γίνεται μια μεγάλη σύγκρουση όταν ενάντια σε μια διαδήλωση που κάλεσαν φοιτητές του ακροδεξιού κόμματος «Πατρίδα και Ελευθερία», καλέστηκε μεγάλη αντιφαισιστική συγκέντρωση. Η αστυνομία χτύπησε τους αντιφασίστες δολοφονώντας έναν φοιτητή του MIR. 

Σε δύο απανωτές συνδιασκέψεις το 1972 της Λαϊκής Ενότητας για να αντιμετωπίσει τις ταυτόχρονες πιέσεις των αφεντικών και του κινήματος από τα κάτω, η βασική διαπάλη έγινε πάνω στο δίλημμα «εδραίωση ή προχώρημα». Δηλαδή να «ρίξουμε τους τόνους» για να μην οξύνουμε την κατάσταση ή εκμεταλλευόμαστε το μομέντουμ για να επιβάλουμε τις διεκδικήσεις. Κατέληξαν τελικά στο πρώτο. «Εδραίωση» σήμανε ότι από τις 93 εθνικοποιήσεις που είχαν εξαγγελθεί, ο αριθμός έπεσε στις 40. Αλλά δεν μπόρεσε να βάλει φρένο στην πόλωση. 

Τον Ιούνη, στη Μελιπίλια, μια περιοχή έξω από το Σαντιάγο, την πρωτεύουσα της Χιλής, ένας δικαστής εμπόδιζε συστηματικά τη διανομή της γης, οπότε οι αγρότες απάντησαν με μπλόκα που έκλειναν τη δίοδο προς την πόλη. Οι διαμαρτυρίες τους ενώθηκαν με απεργίες που ήταν σε εξέλιξη στην παρακείμενη βιομηχανική ζώνη Σερίγιος σε τρια εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, αλουμινίου και πουλερικών. Σε αυτή τη μάχη αναδεικνύεται για πρώτη φορά μια νέα μορφή οργάνωσης και συντονισμού από τα κάτω, τα «cordones industrials». Τα κορντόνες ήταν επιτροπές που έφτιαξαν οι εργάτες για να συντονίσουν τις απεργίες τους, παράλληλα με τα συνδικάτα, αλλά ταυτόχρονα άνοιγαν και το ζήτημα της προοπτικής. Ότι απέναντι στις μεθοδεύσεις των αφεντικών η απάντηση είναι να πάρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τον έλεγχο των εργοστασίων. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνταν και συνδικάτα όπως των κλωστοϋφαντουργών που είχαν πάρει σχετική απόφαση. Οι προτάσεις της κυβέρνησης έφταναν μέχρι το να υπάρχει ένας αντιπρόσωπος των συνδικάτων στη διοίκηση κάθε εργασιακού χώρου. 

Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το πετυχημένο παράδειγμα των κορντόνες άρχισε να απλώνεται σε μια σειρά από χώρους εργασίας σε όλη τη χώρα. Ακολούθησε τον Ιούλη μια «Λαϊκή Συνέλευση» των κορντόνες στην Κονσεπσιόν με τη συμμετοχή 3.000 αντιπροσώπων, συνδικάτων, οργανώσεων αγροτών και όλων των κόμματων της Αριστεράς, και του MIR, εκτός από το ΚΚ και την δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος που κατήγγειλαν τη συνέλυση ως «διασπαστική ενέργεια» και διέταξαν τα μέλη τους να διακόψουν κάθε επαφή μαζί τους. Έχοντας απέναντι του την αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος που ήταν και το πιο δυνατό κομμάτι μέσα στα κορντόνες, ο Αλιέντε δήλωσε ότι στην Χιλή η διαμόρφωση δυαδικής εξουσίας, να αναπτυχθούν δηλαδή εναλλακτικές μορφές αυτοοργάνωσης των εργατών και του λαού, ήταν μια «πράξη πλήρους ανευθυνότητας». 

Το μήνυμα ήταν καθήστε στην άκρη και αφήστε την κυβέρνηση να κάνει τη δουλειά της. Και δεν έμεινε στα λόγια. Αστυνομία και στρατός ξεκινησαν επιχειρήσεις στις παραγκουπόλεις ενάντια στο MIR και άλλες ακροαριστερές οργανώσεις με αποτέλσμα 2 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες και συλληφθέντες. Στο Μπίο Μπίο η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο για να καταστείλει τις διαδηλώσεις που υπερασπίζονταν ένα φιλοκυβερνητικό ραδιόφωνο από τις επιθέσεις της δεξιάς. 

Τον Σεπτέμβρη του 1972 η πόλωση στη χιλιάνικη κοινωνία είχε φτάσει σε σημείο βρασμού, με την αστική τάξη, φοβισμένη από το κίνημα αλλά ενθαρυμμένη από την υποχωρητική στάση της κυβέρνησης, να θεωρήσει έτοιμη να περάσει στην αντεπίθεση. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας στην απόφαση της κυβέρνησης να βάλει πλαφόν στις τιμές διαφόρων προϊόντων στα σουπερμάρκετ οι μαγαζάτορες κήρυξαν λοκ άουτ και έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Τον Οκτώβρη ακολούθησαν σε «απεργία» οι ιδιοκτήτες φορτηγών με αφορμή την εθνικοποίηση μιας μικρής εταιρίας μεταφορών. Για μια χώρα με το τεράστιο μήκος της Χιλής και πειριορισμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, σήμανε παράλυση της τροφοδοσίας τροφίμων, αγαθών, πρώτων υλών, μηχανών. Ένοπλες ομάδες του ακροδεξιού κόμματος «Γη και Πατρίδα», το οποίο είχε μεγάλη δύναμη στους ιδιοκτήτες φορτηγών, προχώρησαν σε ένοπλα μπλόκα που έκοβαν τη χώρα στη μέση.

Στο συλλαλητήριο που κάλεσαν όλοι αυτοί στο Σαντιάγο με την υποστήριξη των κομμάτων της δεξιάς, τέθηκε ο στόχος της ανατροπής της κυβέρνησης και τότε στο λοκ άουτ μπήκαν και οι βιομήχανοι. Έκλεισαν τα εργοστάσια. Και όπου οι εργάτες έμπαιναν και τα άνοιγαν απαντούσαν με μποϊκοτάζ ή επιχειρούσαν να πάρουν μηχανήματα. Στόχος ήταν να σταματήσει η παραγωγή και η διανομή αγαθών για να ρίξουν την κυβέρνηση. 

Αλλά δεν τα κατάφεραν! Την ίδια στιγμή που η Λαϊκή Ενότητα καλούσε σε διάλογο τους φορτηγατζήδες και την άρχουσα τάξη και η CUT δεν έπαιρνε καμιά απολύτως πρωτοβουλία, η πραγματική απάντηση ήρθε από την αυτενέργεια της εργατικής τάξης, με κέντρο τα κορντόνες: Οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια για να συνεχίσει η παραγωγή. Έβαλαν σαν στόχο και πέτυχαν να μείνει ανοιχτός ο εφοδιασμός σε τρόφιμα και αγαθά προχωρώντας σε κατασχέσεις φορτηγών και οχημάτων. Έστησαν δίκτυα διανομής ανάμεσα στα εργοστάσια για να καλύψουν τις ανάγκες σε πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και να μεταφέρουν τα προϊόντα. Αγαθά που δεν μπορούσαν να φτάσουν στον κόσμο λόγω του λοκ άουτ μεταφέρονταν από τους ίδιους από τα εργοστάσια κατευθείαν στις γειτονιές. Σε αυτές, παράλληλα και σε σύνδεση με τα κορντόνες, δημιουργούνται δίκτυα τοπικών επιτροπών που οργανώνουν συσσίτια, συγκεντρώσεις έξω από τα σούπερ μάρκετ απαιτώντας από τους ιδιοκτήτες να τ΄ ανοίξουν και αν αυτοί αρνιόνταν, μπουκάραν μέσα και μοίραζαν στον κόσμο τα τρόφιμα. Δημιουργούνται επιτροπές αυτοάμυνας προκειμένου να αποκρούουν τις συνεχιζομενες επιθέσεις των ακροδεξιών και των φασιστικών οργανώσεων. Όταν ο Ιατρικός Σύλλογος καλεί και αυτός σε λοκ άουτ, οι νοσηλευτές παίρνουν τον έλεγχο στα νοσοκομεία. Δύο εφημερίδες καταλαμβάνονται από τους εργαζόμενούς τους σπάζοντας τη «Συμφωνία εγγυήσεων». 

Στο τέλος του Οκτώβρη, η κυβέρνηση Αλιέντε κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κάλεσε να μπούν στην κυβέρνηση στρατηγοί προτρέποντας τους εργάτες να συνεργαστούν με τον στρατό για να επιβάλει την «τάξη»! Οι φορτηγατζήδες σταμάτησαν την «απεργία», κηρύχτηκε απαγόρευση κυκλοφορίας και κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στο στόχαστρο της οποίας παρέμενε η εργατική τάξη που σταμάτησε τα αφεντικά. Ο στρατός ανέλαβε το καθήκον να σταματήσει τις καταλήψεις στα εργοστάσια και να διαλύσει το δίκτυο διανομής που είχαν οργανώσει οι εργάτες. Το ΚΚ χαρακτήρισε την «παρουσία των ενόπλων δυνάμεων στην κυβέρνηση χαριστική βολή στα αφεντικά». Σε κάθε περιπτωση, τα γεγονότα του Οκτώβρη ήταν μια μεγάλη νίκη για τους εργάτες που έδειξαν στην πράξη πως τα κορντόνες και οι εργατικός έλεγχος είναι η μόνη αποτελεσματική απάντηση στο λοκ άουτ των αφεντικών. 

Ο Γενάρης του 1973 μπήκε με τον υπουργό Προϋπολογισμού Μίλας, που προερχόταν από το ΚΚ, να ανακοινώνει την επιστροφή 123 εργοστασίων που ήταν υπό κατάληψη στους ιδιοκτήτες τους και ταυτόχρονα τη διατήρηση μόνο 49 βιομηχανιών στο δημόσιο. Ακολούθησε θύελλα αγανάκτησης με τους εργάτες να απαντάνε «έλα να τα πάρεις» και τα κορντόνες να αναζωογονούνται εκ νέου. Στις 5 Φλεβάρη πραγματοποιούν μαζί με τις τοπικές επιτροπές μια τεράστια συγκέντρωση στο Εθνικό Στάδιο της Χιλής. Ένα από τα πανό προειδοποιεί: «Ένας άοπλος λαός είναι ένας ηττημένος λαός». Στις εκλογές που γίνονται τον Μάρτη του ΄73 για το Κογκρέσο, η Λαϊκή Ενότητα παίρνει 44%. Σε αντίθεση με την πεποίθηση του Αλιέντε και του ΚΚ ότι οι απεργίες και οι διαδηλώσεις θα απομονώσουν την κυβέρνηση, αυτές μαζικοποιούν ακόμη περισσότερο τη Λαϊκή Ενότητα. 

Για την αστική τάξη είναι ώρα αποφάσεων. Η αποτυχία να ρίξουν την κυβέρνηση μετά από όλο αυτό το σχέδιο αποσταθεροποίησης και η ορμητική είσοδος των μαζών στο προσκήνιο τούς έχει τρομοκρατήσει. Οι στρατηγοί φεύγουν από την κυβέρνηση. Για την κυρίαρχη τάξη και τις ΗΠΑ το στρατιωτικό πραξικόπημα είναι πλέον η μόνη λύση.

Η κυβέρνηση επιχειρεί να μαζέψει την κατάσταση όσον αφορά το κίνημα εγκαταλείποντας το σχέδιο Μίλας για επιστροφή των εργοστασίων. Ο Αλιέντε ανήγγειλε 46 νέες εθνικοποιήσεις από τα πάνω αλλά ταυτόχρονα επιμένει καλώντας τους εργάτες να βγουν από τα κατειλημμένα εργοστάσια. Το σχέδιο δεν δουλεύει. Αντίθετα, δημιουργείται Πανεθνική Συντονιστική Επιτροπή των κορντόνες. Η εμπειρία του Οκτώβρη είχε αναδείξει στους ίδιους τους εργάτες τη δύναμη που έχει η αυτοοργάνωση των εργατών.

Αλλά δεν έβλεπαν τα κορντόνες σαν όργανα εναλλακτικής εξουσίας. Έβλεπαν τον εργατικό έλεγχο σαν ένα όπλο που μπορεί να απαντήσει στις επιθέσεις των αφεντικών, που μπορεί να καλύπτει τα κενά της κυβέρνησης λειτουργώντας σαν μοχλός πίεσης στην κυβέρνηση. Αυτό ίσχυε για την Αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος που είχε την πλειοψηφία στα κορντόνες αλλά και για το MIR. Το τελευταίο έδινε έμφαση να ελέγξει τα «κομάντος κομουνάλες» (τις κοινές οργανωτικές επιτροπές που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορα σημεία από τα κορντόνες) υποτιμώντας τα κορντόνες στα οποία δεν είχε την πλειοψηφία αλλά τα οποία ήταν η κινητήριος δύναμη κάθε εξέλιξης. Μια μεγάλη ευκαιρία για ενίσχυση της δύναμης της εργατικής τάξης χάνεται όταν όλα τα κόμματα της Αριστεράς αρνήθηκαν να στηρίξουν μια μεγάλη απεργία των συνδικάτων στα ορυχεία χαλκού που απαιτούσε περαιτέρω αυξήσεις, υποκύπτοντας στην πίεση της κυβέρνησης που τους κατήγγειλε σαν «προνομιούχους» που κοιτάνε τη συντεχνία τους.

Κανένα από τα κόμματα δεν έβαζε σαν άμεσο οργανωτικό στόχο απέναντι στο κακό που πλησίαζε με δρασκελιές, να πάρει η ίδια η εργατική τάξη την εξουσία και να το σταματήσει. Αλλά μέσα στη βάση τους όλο και περισσότερο, από τα ίδια τα πράγματα, αναδεικνυόταν η ανάγκη πάει σε αυτήν την κατεύθυνση. Την άνοιξη του ’73 σε μια μικρή πόλη χωρίς παράδοση αγώνων, την Κονστιτουισιόν, ενάντια σε έναν νομάρχη που κόντραρε την κατάληψη μιας έκτασης από αστέγους στην πόλη, πραγματοποιήθηκε μαζική «Συνέλευση του Λαού», που κατέλαβε όλη την πόλη, απαιτώντας την παραίτηση του νομάρχη και την αντικατάστασή του από εκλεγμένη επιτροπή. Η κυβέρνηση υποχώρησε στο αίτημα τους. 

Η σύγκρουση πολωνόταν. Από τη μία οι εργάτες που έφταναν να διεκδικούν τον έλεγχο μιας ολόκληρης πόλης από την άλλη η άρχουσα τάξη και ο στρατός που ετοίμαζαν πραξικόπημα και κάπου στη μέση η κυβέρνηση. Στις 29 Ιούνη του 1973 ο ακροδεξιός στρατηγός Σουπέρ, παίρνοντας μια άτσαλη πρωτοβουλία, κατέβασε τανκς στους δρόμους. Η απάντηση που έδωσαν τα κορντόνες και τα κομάντος σε όλη τη χώρα ήταν καταλάβετε τα εργοστάσια, εξοπλιστείτε και συντονιστείτε. Ο Αλιέντε, πάλι, έσπευσε να συναντηθεί με το ΓΕΣ της Χιλής. Τρεις μέρες μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος η κυβέρνηση κηρύσσει νέα κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δίνει την άδεια στο στρατό να επιβάλει την τάξη. 

Όλοι έβλεπαν ότι ένα νέο πραξικόπημα είναι προ των πυλών. Αλλά η πολιτική του Αλιέντε ήταν να καταγγείλει την άκρα αριστερά ότι «οδηγεί τη χώρα σε εμφύλιο» υποστηρίζοντας οτι ο στρατός θα είναι με τον λαό απέναντι σε μια απόπειρα πραξικοπήματος. 

Στις αρχές του Αυγούστου ξανακάλεσε τους στρατηγούς να συμμετέχουν στο υπουργικό συμβούλιο. Ανάμεσα τους και ο στρατηγός Πινοσέτ. Αμέσως μετά επικύρωσε τον «Νόμο για Έλεγχο των όπλων» που σήμανε άμεσο αφοπλισμό της εργατικής τάξης. Τις επόμενες εβδομάδες ο στρατός μπήκε σε διάφορες περιοχές σε όλη τη χώρα κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο και επιβάλλοντας τον αφοπλισμό των εργατών, με τις διαταγές να φέρουν την υπογραφή της κυβέρνησης. 

Στις 11 Σεπτέμβρη το πραξικόπημα έγινε υπό την ηγεσία του Πινοσέτ. Ακολούθησε μια τεράστια σφαγή. Μέσα σε μια εβδομάδα εκτελέστηκαν 3.000-3.500 αγωνιστές-τριες. Ο συνολικός αριθμός των εκτελεσμένων-εξαφανισμένων τα επόμενα χρόνια κυμαίνεται ανάμεσα στις 30.000-40.000. Το Εθνικό Στάδιο που πραγματοποιούσαν οι εργάτες τις συγκεντρώσεις τους έγινε ο χώρος που τους μάζευαν πριν τους εκτελέσουν. Τα ποτάμια ξεβράζανε για εβδομάδες πτώματα, άλλους τους άδειαζαν μέσα σε τσουβάλια από τα αεροπλάνα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ήταν μια ανηλεής σφαγή που είχε σαν στόχο να εξοντώσει φυσικά, έναν προς έναν και μια προς μια, την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και της Αριστεράς που τράβηξε μπροστά αυτον τον αγώνα. Και βέβαια να τρομοκρατήσει τους υπόλοιπους. 

Η δικτατορία που εγκαθίδρυσε ο Πινοσέτ κράτησε 15 χρόνια. Πέρα από την αγριοτητά της έμεινε στην ιστορία και για ένα ακομη λόγο. Μετέτρεψε τη Χιλή σε πειραματόζωο για την επιβολή του πιο άγριου νεοφιλελευθερισμού -με τον ίδιο τον Μίλτον Φρίντμαν να πηγαίνει δύο χρόνια μετά το πραξικόπημα να μιλήσει στους φοιτητές- που μετατράπηκε σε τεράστια φτώχεια για την εργατική τάξη και τον λαό συνολικά. 

Πρώτο συμπέρασμα που έχουμε να κρατήσουμε απο την εμπειρία της Χιλής είναι ότι Αριστερά στην κυβέρνηση δεν σημαίνει Αριστερά στην εξουσία. Οι αστοί έχουν την οικονομική εξουσία και την χρησιμοποιούν. Όπως έχουν και το βαθύ κράτος, τον στρατό και την αστυνομία όταν η οικονομική δύναμη δεν αρκεί. Όταν αισθανθούν ότι κινδυνεύουν, θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα χωρίς δισταγμό. 

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η εργατική τάξη, όταν αυτοοργανώνεται και παίρνει συλλογικά στα χέρια της τον έλεγχο των χώρων δουλειάς, μπορεί να στερήσει από τα αφεντικά ένα βασικό τους όπλο, την οικονομική τους δύναμη. Γιατί «χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά». 

Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι στο τέλος όλα κρίνονται πάνω στο ζήτημα της αντιμετώπισης του κράτους. Το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός, είναι ο μηχανισμός καταπίεσης της άρχουσας τάξης απέναντι στις μάζες, θα χρησιμοποιήσει όλους τους μηχανισμούς όταν βρεθεί κολλημένη στα σχοινιά. Η ιστορία έχει δείξει ότι μια τρομοκρατημένη άρχουσα τάξη δεν θα διστάσει να προχωρήσει στα χειρότερα εγκλήματα.

Ένα τέτοια συνέβη στην Χιλή. Η ρεφορμιστική στρατηγική του Αλιέντε και του ΚΚ, ότι μπορούμε να διαχειριστούμε το αστικό κράτος προς όφελος του λαού μεταρρυθμίζοντάς το σιγά-σιγά, απέτυχε δραματικά. 

Είναι παράδοξο αλλά το άμεσο συμπέρασμα της ρεφορμιστικής αριστεράς για την τραγωδία της Χιλής ήταν στροφή πιο δεξιά. Ο ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας Μπερλινγκουέρ διατύπωσε την θέση του «Ιστορικού Συμβιβασμού» που σημάδεψε τη γραμμή των περισσοτέρων κομμάτων της Αριστεράς τα χρόνια που ακολούθησαν: Ότι το πρόγραμμα του Αλιέντε ήταν αρκετά τολμηρό, ότι χρειάζονταν περισσότερες υποχωρήσεις στην άρχουσα τάξη και περισσότερα ανοίγματα στη μεσαία τάξη. 

Ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν από τους βασικούς θεωρητικούς εκείνης της περιόδου. Απέρριπτε τη στρατηγική της συντριβής του αστικού κράτους και τασσόταν υπέρ του «δημοκρατικού δρομου προς τον Σοσιαλισμό» που θα συνάρθρωνε έναν «ριζικό μετασχηματισμό του κράτους» με την «ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας» σαν και αυτές που αναπτύχθηκαν στην Χιλή. Μόνο που η Ιστορία έχει δείξει ότι οι περίοδοι συνύπαρξης δυαδικών μορφών εξουσίας, συμβαίνουν πάντα στην κορύφωση της ταξικής πόλωσης και από τη φύση τους έχουν ένα σύντομο πεπερασμένο χρονικό όριο. Είναι θέμα χρόνου το πότε η κυρίαρχη τάξη θα χρησιμοποιήσει το κράτος της για να διαλύσει την προσπάθεια των εκματαλλευόμενων τάξεων να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. 

Υπήρχε όμως ρεαλιστική εναλλακτική στην Χιλή; Τα κορντόνες, οι επιτροπές εργατικού ελέγχου στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς -που βρίσκονταν στο κέντρο των επιτροπών αυτοάμυνας, των επιτροπών τροφοδοσίας και ολων των υπολοίπων μορφών αυτοοργάνωσης του λαού- να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα επιχειρώντας να εγκαθιδρύσουν τη δική τους εργατική εξουσία. Να υπερπηδήσουν το εμπόδιο της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας που στουθοκαμήλιζε ενόψει της επερχόμενης σύγκρουσης, μετατρέποντας το υπαρκτό και αποτελεσματικό, όπως φάνηκε, δίκτυο των κορντόνες σε ένα δίκτυο εξουσίας, με δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους. Μπαίνοντας αυτοί πρώτοι στο προεδρικό μέγαρο αντί να περιμένουν να μπει ο στρατός. Οργανώνοντας ένοπλη εξέγερση και καλώντας τους φαντάρους να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στους στρατηγούς. 

Η επανάσταση στη Ρωσία το 1917 είναι ένα παράδειγμα για το τι θα μπορούσε να είχε προχωρήσει διαφορετικά στην Χιλή. Η πρώτη εργατική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, στην οποία κεντρικό ρόλο έπαιξαν τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, είχε καταφέρει να γκρεμίσει τον Τσάρο και να φέρει στην εξουσία μια κυβέρνηση που αδυνατούσε να υλοποιήσει τα αιτήματα για ειρήνη, ψωμί στους εργάτες και γη στους αγρότες. Για μερικούς μήνες στη Ρωσία υπήρξε ένα εύθραυστο καθεστώς δυαδικής εξουσίας με τα σοβιέτ από τη μια και από την άλλη την κυβέρνηση που απειλούνταν από τις απόπειρες πραξικοπημάτων πίσω από τις οποίες κρύβονταν όχι μόνο οι τσαρικοί αλλά και οι τρομοκρατημένοι αστοί. Η αντίθεση λύθηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση που γκρέμισε την αστική δημοκρατία και εγκαθίδρυσε την εργατική δημοκρατία των σοβιέτ, παίρνοντας την εξουσία υπο την καθοδήγηση των Μπολσεβίκων που είχαν πάρει την πλειοψηφία σε αυτά.

Αλλά στη Χιλή του 1970-73, η προοπτική μιας οργανωμένης δουλειάς και κατεύθυνσης να μετασχηματιστούν τα συμβούλια σε όργανα εργατικής εξουσίας, δεν ήταν στη γραμμή -προφανώς του ΚΚ και της δεξιάς πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος- αλλά ούτε των αριστερών σοσιαλιστών και του MIR. Η έλλειψη ενός επαναστατικού κόμματος που να μπει στην ηγεσία της εργατικής τάξης και να οδηγήσει αποφασιστικά τα πράγματα σε αυτήν την κατεύθυνση αποδείχτηκε τραγική.