Μισθός, τιμή και κέρδος
Καρλ Μαρξ
96 σελίδες, 8€
Σύγχρονη Εποχή
Τι φταίει για τη συνεχή αύξηση των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων, των ειδών πρώτης ανάγκης; Ποιος ευθύνεται για τη δραματική συρρίκνωση του μεροκάματου; Τι προκαλεί τις οικονομικές κρίσεις; Οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να βρουν επιχειρήματα όχι για να αιτιολογήσουν την κρίση και τον πληθωρισμό, αλλά αντίθετα να μακιγιάρουν τις πραγματικές αιτίες τους. Φταίνε οι ίδιοι οι εργάτες, τα συνδικάτα, οι άνεργοι και οι φτωχοί, που υπερασπίζονται τα “προνόμια” τους, που διεκδικούν μισθολογικές αυξήσεις σε βάρος του κοινωνικού συνόλου απαντάνε με μία φωνή οι απολογητές του συστήματος.
Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση που έγινε ανάμεσα σε ακαδημαϊκούς οικονομολόγους και δημοσίευσαν οι Financial Times σε συνεργασία με την Επιχειρηματική Σχολή του Πανεπιστήμιου του Σικάγο (Booth School of Business) το 48% των οικονομολόγων δήλωσε ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες που θα οδηγήσουν σε μείωση του ρυθμού του πληθωρισμού θα είναι η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των μισθολογικών αυξήσεων.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 15 Ιουνίου επικαλέστηκε το κόστος της εργασίας πέντε φορές. Ερωτώμενη γιατί η τράπεζα αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό, η Λαγκάρντ δήλωσε ότι «ως επί το πλείστον οφείλεται στο κόστος της μονάδας εργασίας». Ομοίως και ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ έγραψε πως τελικά μια επίμονη άνοδος στο κόστος της μονάδας εργασίας «θα ασκήσει ανοδικές πιέσεις στις τιμές».
Αυτή η αντιδραστική ιδεολογική επίθεση δεν είναι κάτι καινούργιο. Και δυστυχώς εκτείνεται πέρα από τα στενά όρια της αστικής τάξης. Ο Μάρξ τον Ιούνη του 1865 αναμετρήθηκε με μια σειρά από αντίστοιχες ιδέες μέσα στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς. Η διάλεξη του Μάρξ δημοσιεύτηκε αρχικά σαν ξεχωριστή μπροσούρα με τον τίτλο «Αξία, Τιμή και Κέρδος», στο Λονδίνο το 1889. Σ' αυτή τη διάλεξη ο Κ. Μαρξ παίρνει αφορμή από τα επιχειρήματα του Τζον Ουέστον, ενός εργάτη και γνωστού στελέχους της αριστεράς που είχε ισχυριστεί στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης ότι μια αύξηση των μισθών δεν μπορεί να καλυτερεύσει την κατάσταση των εργατών και ότι πρέπει να χαρακτηριστεί σαν επιζήμια η δράση των συνδικάτων.
O Ουέστον υποστήριζε ότι η διεκδίκηση αυξήσεων από τα συνδικάτα ήταν λάθος. Έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα στηριγμένος σε δύο βασικά επιχειρήματα. Αρχικά ότι το ποσό της εθνικής παραγωγής αποτελεί ένα σταθερό και αμετάβλητο μέγεθος και έπειτα ότι ο πραγματικός μισθός, δηλαδή η αγοραστική δύναμη είναι επίσης ένα αμετάβλητο μέγεθος. Το βιβλίο “Μισθός, Τιμή και Κέρδος” είναι η απάντηση του Μαρξ σε αυτές τις θεωρίες.
Στο πρώτο επιχείρημα ο Μάρξ απαντάει ότι «Αν το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι μια γαβάθα με σούπα, το μόνο που εμποδίζει τον εργάτη από το να πάρει αυτά που δικαιούται είναι πως του δίνουν μικρότερα κουτάλια».
Οι αυξήσεις των μισθών έλεγε ο Ουέστον θα αύξαναν τα κόστη παραγωγής με δυο, αρνητικές, συνέπειες: πρώτον οι εργοδότες θα μετακυλούσαν αυτόματα την αύξηση στις τιμές πώλησης των προϊόντων τους. Δεύτερον θα είχαν καταστροφικές συνέπειες για τη βιομηχανία, πάνω στην οποία στηριζόταν η οικονομία της Αγγλίας: θα ανέβαζαν τον πληθωρισμό και θα έφερναν την κρίση.
Αρχικά ο Μαρξ αποδέχτηκε την θέση του Ουέστον ότι οι καπιταλιστές που παράγουν καταναλωτικά προϊόντα -μέσα συντήρησης όπως τα αποκαλεί- θα προσπαθήσουν πράγματι να μετακυλήσουν τις αυξήσεις των μισθών στις τιμές των προϊόντων. Όπως σημειώνει “είναι πέρα για πέρα σωστό πως η εργατική τάξη στο σύνολό της ξοδεύει το εισόδημά της σε μέσα συντήρησης. Μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα προκαλούσε, λοιπόν, μία αύξηση της ζήτησης μέσων συντήρησης και, κατά επομένως, μία αύξηση των τιμών τους στην αγορά”.
Οι καπιταλιστές, όμως, δεν παράγουν μόνο καταναλωτικά αγαθά. Παράγουν και μηχανήματα, όπλα και είδη πολυτελείας για την ίδια την άρχουσα τάξη. Αυτοί οι καπιταλιστές “δεν θα μπορούσαν να αποζημιωθούν για την πτώση του ποσοστού κέρδους που είναι συνέπεια της γενικής αύξησης των μισθών αυξάνοντας τις τιμές των εμπορευμάτων τους, γιατί δεν θα μεγάλωνε η ζήτηση στα εμπορεύματα αυτά”.
Το αντίθετο θα συνέβαινε: η αύξηση των μισθών θα άφηνε τους καπιταλιστές με λιγότερα κέρδη, μικρότερα εισοδήματα και λιγότερα χρήματα για να ξοδέψουν πχ σε είδη πολυτελείας. “Η συνέπεια από την ελαττωμένη ζήτηση θα ήταν να πέσουν οι τιμές των εμπορευμάτων τους. Σε αυτούς, λοιπόν, τους βιομηχανικούς κλάδους θα έπεφτε το ποσοστό του κέρδους...”.
Το χαρακτηριστικό που διαπερνάει την “οικονομίας της αγοράς” είναι ότι “το κεφάλαιο και η εργασία μεταφέρονται από τους κλάδους παραγωγής που αποφέρουν λιγότερο κέρδος στους κλάδους που αποφέρουν περισσότερο κέρδος”. Η παραγωγή μέσων συντήρησης θα αύξανε και οι τιμές τους θα έπεφταν, σε βάρος της υπόλοιπης παραγωγής που θα ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία. Στο τέλος, ύστερα από μια παροδική διαταραχή, η γενική άνοδος των μισθών θα είχε σαν μοναδικό αποτέλεσμα την γενική πτώση του ποσοστού κέρδους. Οι εργατικές διεκδικήσεις, με άλλα λόγια, δεν υπονομεύουν την σταθερότητα των τιμών. Το μόνο που υπονομεύουν είναι τα κέρδη των αφεντικών.
Θα μπορούσε να αντέξει η οικονομία την αύξηση στα μεροκάματα ή το σύνολο της οικονομίας θα βυθιζόταν στην άβυσσο όπως έλεγε ο Ουέστον -και επαναλαμβάνουν σήμερα όλοι αυτοί που ρίχνουν το φταίξιμο για την οικονομική κρίση στις “συντεχνίες”;
Για να απαντήσει ο Μαρξ, γύρισε πίσω στο 1848 στη Βρετανία και τον νόμο για το “δεκάωρο” -τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας στις 10 από τις 12 ώρες. “Ο νόμος αυτός ήταν μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν μπροστά στα μάτια μας. Ήταν μια ξαφνική και υποχρεωτική αύξηση των μισθών όχι σε μερικούς τοπικούς κλάδους, αλλά στους βασικούς βιομηχανικούς κλάδους, που χάρη σε αυτούς η Αγγλία κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά.... Οι επίσημοι οικονομικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης...Ισχυρίζονταν πως η δωδέκατη ώρα που θέλατε να αφαιρέσετε από τον καπιταλιστή είναι ίσα-ίσα η μοναδική ώρα που έβγαζε το κέρδος του. Απειλούσαν με τρομερή καταστροφή”.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ακριβώς το αντίθετο. Η αύξηση του μισθού παρά τη μείωση της εργάσιμης μέρας, η αύξηση της απασχόλησης, μία συνεχής πτώση των τιμών των προϊόντων, μία θαυμαστή ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και μία πρωτάκουστη επέκταση των αγορών για τα εμπορεύματά τους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που ο Μαρξ απευθύνεται στον Ουέστον “Τώρα τον ρωτάω, τι είναι υψηλός και τι χαμηλός μισθός; Γιατί λ.χ. τα πέντε σελίνια σημαίνουν χαμηλό και τα είκοσι σελίνια υψηλό βδομαδιάτικο μισθό;”. Η θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης δεν μπορεί να απαντήσει επαρκώς στο ερώτημα. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσει τις έννοιες του μισθού, της αξίας, της υπεραξίας και του κέρδους.
Ο Μαρξ συμπυκνώνει ως εξής την σκέψη του. Για να αποτελεί ένα προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να καλύπτει κάποιες κοινωνικές ανάγκες και η εργασία να αποτελεί συστατικό του μέρος. Ποια είναι η κοινωνική ουσία όλων των εμπορευμάτων; Η εργασία. Άρα τα διάφορα εμπορεύματα διαφέρουν, γιατί αντιπροσωπεύουν διαφορετικά ποσά εργασίας. Το μέγεθος λοιπόν της αξίας καθορίζεται από το ποσό εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή του εκάστοτε εμπορεύματος.
Αυτό που πουλάει ο εργάτης δεν είναι η εργασία του αλλά η εργατική του δύναμη, η οποία, για όση ώρα δουλεύει, είναι στη διάθεση του κεφαλαιοκράτη. Η αξία λοιπόν της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το ποσό εργασίας, που είναι απαραίτητο για την παραγωγή της. Η εργατική δύναμη ενός ανθρώπου όμως υπάρχει μοναχά μέσα στην ζωντανή του προσωπικότητα. Επομένως καθορίζεται από τις αξίες των μέσων συντήρησης.
Συνεπώς, ο καπιταλιστής αγοράζει την εργατική δύναμη του εργάτη και την καταναλώνει βάζοντάς τον να δουλεύει. Τον αναγκάζει για παράδειγμα να δουλεύει 12 ώρες, 6 ώρες παραπάνω απ'αυτές που χρειάζονται για την αναπλήρωση της αξίας της εργατικής του δύναμης. Εδώ αποκαλύπτεται ότι υπάρχει μια αξία, που δεν πληρώνεται σε αυτές τις έξι επιπλέον ώρες δουλειάς. Αυτή είναι η υπεραξία. Στην πραγματικότητα μόνο ένα μέρος από την καθημερινή εργασία του εργάτη πληρώνεται, ενώ το μισό αυτής της εργασίας παραμένει απλήρωτο. Aυτή η απλήρωτη εργασία αποτελεί το ποσό από το οποίο σχηματίζεται το κέρδος. Αυτός είναι ο τρόπος μέσα από τον οποίο ο καπιταλισμός καταφέρνει να κλέβει τους εργάτες πάντα μέσα από μια “ισότιμη και τίμια”, υποτίθεται, ανταλλαγή.
Στο “Μισθός, Τιμή και Κέρδος” ο Μαρξ έβαλε τα θεμέλια πάνω στα οποία μπόρεσε να αναπτύξει εκτενέστερα την οπτική του στο “Κεφάλαιο” και παραμένει μέχρι σήμερα μια σπουδαία εισαγωγή στις βασικές έννοιες της μαρξιστικής οικονομίας.