Ρήξη και επαναστατική στρατηγική είναι η διέξοδος, τονίζει η Μαρία Στύλλου και θυμίζει τις επιλογές που οδήγησαν στην κρίση.
Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των τοπικών εκλογών επιβεβαίωσαν τη μαζική οργή ενάντια στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Εκατό μέρες μετά την επικράτησή της στις βουλευτικές εκλογές, καταγράφεται όχι μόνο η αποτυχία της να κερδίσει μεγάλους δήμους και περιφέρειες, αλλά πόσο ψεύτικη είναι η εικόνα περί «παντοδυναμίας» του Μητσοτάκη.
Χάνει τον έλεγχο στους δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, χάνει τον έλεγχο στην περιφέρεια της Θεσσαλίας όπου είχε τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά, εμφανίζονται ρήγματα μέσα στο κυβερνητικό μπλοκ, στη συντηρητική παράταξη, στην ίδια τη Νέα Δημοκρατία. Το ποσοστό 6% που κατέγραψε η Ανατρεπτική Συμμαχία στην Αθήνα είναι χαρακτηριστικό για τις αναζητήσεις της μαζικής οργής προς τα αριστερά.
Ο Μητσοτάκης είχε κερδίσει τις εκλογές το 2019 με στόχο να αποκαταστήσει η δεξιά και η κυρίαρχη τάξη τον πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο που είχε χάσει μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση τα προηγούμενα χρόνια. Τι κατάφερε μέσα στην τετραετία 2019-2023; Η κυβέρνησή του βρέθηκε αντιμέτωπη με τεράστιες αντιστάσεις, εργατικές απεργίες, φοιτητικές μάχες, ένα αντιφασιστικό κίνημα που έστειλε στη φυλακή τη Χρυσή Αυγή.
Μέσα σε εκείνο το διάστημα, κλονίστηκαν θεσμοί και στηρίγματα της άρχουσας τάξης. Το σκάνδαλο των υποκλοπών έφερε την κυβέρνηση σε σύγκρουση με τον χώρο του κέντρου, που αποτελούσε καθοριστική συμμαχία για τη ΝΔ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2019 εμφανιζόταν ως κεντροδεξιά με μεταγραφές από το ΠΑΣΟΚ.
Ακόμα και στην πορεία προς τις κάλπες του 2023, η κυβέρνηση της ΝΔ είχε να αντιμετωπίσει τεράστιες αντιστάσεις. Το έγκλημα στα Τέμπη και η πρωτοφανής απεργιακή κινητοποίηση που ξεσήκωσε, ανάγκασε τον Μητσοτάκη να αναβάλλει τις εκλογές για αργότερα. Κι όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να μπει μπροστά (και η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να δώσει τέλος στις κινητοποιήσεις ενόψει των εκλογών).
Μετά τις βουλευτικές εκλογές, οι αλλεπάλληλες καταστροφές έφεραν ξανά στο προσκήνιο την αγανάκτηση του κόσμου. Ουσιαστικά, η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να είναι κυβέρνηση όχι γιατί κέρδισε τη στήριξη ή έστω την ανοχή, αλλά γιατί η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση έχει παραιτηθεί από τον στόχο της ανατροπής. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκλονίζεται από την κρίση που πυροδότησε η δεξιά προσαρμογή του όλο το προηγούμενο διάστημα και η οποία κορυφώνεται με την εκλογή Κασσελάκη. Το ΠΑΣΟΚ θέλει χρόνο για να ξεπεράσει, όπως υπολογίζει, τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν βιάζεται για αναμέτρηση με την κυβέρνηση. Η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρητικοποιεί την κατάσταση ως «αρνητικό συσχετισμό» και προσαρμόζεται αντίστοιχα. Η γραμμή για «άκυρο ή λευκό» στον δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών ήταν η επιβεβαίωση αυτής της στάσης αναμονής που αφήνει την ανατροπή για αργότερα. Ξανά και ξανά, το βάρος πέφτει στην αντικαπιταλιστική αριστερά να στηρίξει τις μάχες που ανοίγονται.
Χαμένες ευκαιρίες
Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάποιο μεμονωμένο ελληνικό επεισόδιο. Εντάσσεται σε ένα ολόκληρο κύκλο τον οποίο μοιράζεται με άλλα αντίστοιχα κόμματα όπως το Ποδέμος και το Die Linke. Κόμματα που εκτινάχτηκαν μετά την κρίση των τραπεζών το 2008, αλλά δεν μπόρεσαν να την αξιοποιήσουν.
Η μαχητικότητα του εργατικού κινήματος και της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης που αναδείχθηκε εκείνη την περίοδο ήταν η κοινή τους αφετηρία, αλλά η κοινοβουλευτική στρατηγική τους ήταν επίσης ο κοινός παρονομαστής της αποτυχίας τους. Το 2012 οι αγώνες ενάντια στα Μνημόνια έφεραν την εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ να δεκαπλασιάζεται και το 2015 τον ανάδειξαν στην κυβέρνηση. Όμως οι εμπειρίες της εργατικής τάξης από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έφεραν την ήττα το 2019 και οι εμπειρίες από την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ ως άσφαιρη αξιωματική αντιπολίτευση έφεραν τη σημερινή κρίση του. Η ανάδειξη του Κασσελάκη ως διάδοχου του Τσίπρα είναι η σταγόνα που κάνει αυτό το κόμμα να πνίγεται.
Η καπιταλιστική κρίση του 2008 είχε δώσει την ευκαιρία στην Αριστερά να αναγεννηθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης, σε σύγκρουση με τις πολιτικές της λιτότητας και των Μνημονίων, που υπηρετούσαν τη διάσωση των τραπεζών και των επιχειρήσεων μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς.
Το κίνημα των Πλατειών δημιούργησε το Ποδέμος στο ισπανικό κράτος, η αντίσταση στη λιτότητα μεγάλωσε το Die linke στη Γερμανία. Πάνω σε εκείνη τη φουσκοθαλασσιά αναδείχθηκε το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς σαν κοινή στέγη. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε όλα αυτά τα κόμματα σε τροχιά προσαρμογής για να γίνουν «κυβερνώσα αριστερά».
Οι αρχικές προσδοκίες ήταν τεράστιες: «Το 2014 στην Ισπανία ήταν αναμφισβήτητα η χρονιά του Ποδέμος (στα ισπανικά «Μπορούμε»). Ένα κόμμα που τους πρώτους μήνες της χρονιάς δεν υπήρχε ούτε σαν πρόπλασμα, κατάφερε να συγκροτηθεί, να κερδίσει 1,2 εκατομμύρια ψήφους στις Ευρωεκλογές (8%), να εκλέξει πέντε Ευρωβουλευτές, και αντί αυτή η επιτυχία να είναι η κορύφωση, συνέχισε σταθεροποιώντας στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό ανάμεσα στο 20 και στο 25% που το φέρνει στην 1η ή 2η θέση, ενώ παράλληλα έχει συγκροτηθεί μια κομματική δομή με τοπικούς κύκλους στην οποία συμμετέχουν ενεργά περίπου 15 χιλιάδες ακτιβιστές, ενώ μέσω ίντερνετ έχουν εγγραφεί περισσότερα από 120 χιλιάδες μέλη. Το Ποδέμος έχει μετατραπεί σε κοινωνικό φαινόμενο».1
Στην πραγματικότητα, το Ποδέμος εξελίχθηκε ταχύτατα σε ένα κανονικότατο ρεφορμιστικό κόμμα, ενσωματώνοντας όλες τις παραδόσεις του ισπανικού ευρωκομμουνισμού. Γι’ αυτό και φάνηκε εντελώς απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει μια σειρά από πολιτικές προκλήσεις.
Επικράτησε η λογική ότι η αλλαγή περνάει από την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας επικέντρωσε την προεκλογική του καμπάνια ζητώντας για το Ποδέμος μία ψήφο παραπάνω από το PSOE (Σοσιαλιστικό Κόμμα). Το επιχείρημα ήταν ότι αντικειμενικά θα πρέπει να υπάρξει συγκυβέρνηση (ή κυβέρνηση ανοχής) και το καλύτερο σενάριο θα ήταν το παζάρι να γίνει με τον Ιγκλέσιας από θέση υποψήφιου πρωθυπουργού. Τελικά το μετεκλογικό σκηνικό ήταν αντίστροφο.
Σαν κυβερνητικός εταίρος το Ποδέμος υπερασπίστηκε την ενότητα του ισπανικού κράτους απέναντι στο κίνημα της Καταλωνίας. Μίλησε για «ακραίους και των δυο πλευρών» βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τον κόσμο που αγωνίζεται με τους μπάτσους που σπάζουν κεφάλια.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, η κρίση στο Die Linke ξεδιπλώνεται χρονικά παράλληλα με τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς αυτή τη στιγμή πηγαίνει για διάσπαση με πρωτοβουλία της Σάρα Βάγκενεχτ. Δεν είναι μια εξέλιξη που πέφτει από τον ουρανό καθώς το συγκεκριμένο ηγετικό στέλεχος έχει πίσω του μια ολόκληρη πορεία.
Όπως παρατηρούσαμε ήδη από το 2018, ο συνδυασμός της κατάρρευσης του “πολιτικού κέντρου” από τη μια και της ανόδου της φασιστικής ακροδεξιάς από την άλλη έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις μέσα στα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας: «Το κόμμα της Αριστεράς συμμετέχει μέχρι τώρα ενεργά σε όλες τις αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις που γίνονται στη Γερμανία. Ένα τμήμα της ηγεσίας, όμως, διαφωνεί ανοιχτά με αυτή τη γραμμή. Η Σάρα Βάγκενεχτ, ίσως το πιο διάσημο στέλεχος της Die Linke, κόντραρε στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο την γραμμή των “ανοιχτών συνόρων” και τάχθηκε υπέρ μιας πιο σκληρής αντιμετώπισης απέναντι στους “οικονομικούς μετανάστες”. Αυτό που χρειάζεται η κοινωνία, λέει η Βάγκενεχτ, είναι μια αριστερά που θα εστιάζει στα δικά της προβλήματα και δεν θα ασχολείται με την “διασπαστική” μάχη ενάντια στον ρατσισμό ή το AfD».2
Αλλά και η άλλη πτέρυγα της ηγεσίας του Die Linke ακολούθησε ένα δικό της δρόμο προσαρμογής προς τα δεξιά. Το 2021 η μεγάλη ηττημένη των εκλογών του Σεπτέμβρη ήταν η Die Linke, το Κόμμα της Αριστεράς. Από το 9,2% του 2017 έπεσε στο 4,9% και κατάφερε να παραμείνει στη Βουλή μόνο χάρη στο περίπλοκο εκλογικό σύστημα της Γερμανίας.
«Το κέντρο της προεκλογικής τους καμπάνιας ήταν το σενάριο μιας Κόκκινης-Πράσινης-Κόκκινης συγκυβέρνησης –η δημιουργία μιας κυβέρνησης SPD, Πράσινων, Die Linke. Για να μην υπονομεύσει αυτή την προοπτική η Die Linke “ξέχασε” σε όλη την προεκλογική περίοδο να ασκήσει την παραμικρή κριτική στα δυο αυτά κόμματα –παρόλο που το SPD συμμετείχε στην κυβέρνηση της Μέρκελ και οι Πράσινοι έχουν πάρει τη δεξιά κατηφόρα. Αυτή η ταχτική αποδείχτηκε καταστροφική: ο κυβερνητισμός απογοήτευσε το αριστερό ακροατήριο».3
Υπάρχει κοινό νήμα σε αυτές τις εξελίξεις που αφορούν και σε άλλα κόμματα όπως το Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία και το Σιν Φέιν στην Ιρλανδία. Σε επίπεδο στρατηγικής, τόσο το Ποδέμος όσο και το Σιν Φέιν και το Μπλόκο της Αριστεράς κατατάσσονται στον αριστερό ρεφορμισμό. Έχει σημασία αυτή η κατηγοριοποίηση για να μπορούμε να δούμε και τις δυο όψεις αυτών των κομμάτων. Είναι δυνάμεις που τροφοδοτούνται από την άνοδο του κινήματος, είναι προϊόντα της αριστερής στροφής στην κοινωνία και της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει το πιο προχωρημένο τμήμα της εργατικής τάξης και της νεολαίας τα προηγούμενα χρόνια. Τοποθετούνται πιο αριστερά από την σοσιαλδημοκρατία, γιατί ακριβώς τα κινήματα των τελευταίων χρόνων έχουν πάρει ιδεολογική και οργανωτική απόσταση από τη σοσιαλδημοκρατία. Όμως η στρατηγική τους σε σχέση με το κράτος είναι εξίσου ρεφορμιστική όπως της σοσιαλδημοκρατίας. Τα κινήματα θεωρούνται μοχλός πίεσης που ανοίγει εκλογικό δρόμο, όχι το αντίστροφο.
Αυτή η στρατηγική επιλογή ήταν και είναι ο συνδετικός κρίκος για όλα αυτά τα κόμματα και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο ή πρωτότυπο σε αυτό. Δεν είναι μόνο κάποια «καινούργια κόμματα» που πάσχουν αυτή τη στρατηγική αδυναμία. Αρκεί να θυμηθούμε την πορεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η κληρονομιά του Ευρωκομμουνισμού
Στην Ιταλία, ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ έγινε γραμματέας του ΙΚΚ το 1972, αλλά αναδείχθηκε ως ο πραγματικός διάδοχος μετά το θάνατο του Τολιάτι, στο 11ο συνέδριο που έγινε το 1966. Τον ανέδειξε η νίκη της δεξιάς πτέρυγας με το δίδυμο Αμέντολα-Ναπολιτάνο. Η πρώτη πρόταση που έκαναν ήταν να συνεννοηθεί το ΚΚ με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και έτσι να ξεπεραστεί το ρήγμα του 1921, τότε που ο Γκράμσι και οι σύντροφοι του έφυγαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, για να δημιουργήσουν το νέο επαναστατικό κόμμα.
Ο Μπερλιγκουέρ το 1973 προχώρησε αυτή τη θέση ακόμα περισσότερο, προτείνοντας τον «Ιστορικό Συμβιβασμό». Τη συνεργασία του Κομμουνιστικού Κόμματος με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Από το 1966 στο 1973 είχε μεσολαβήσει το «Καυτό φθινόπωρο» του 1969, πρώτα με τις φοιτητικές καταλήψεις και ύστερα με τις μεγάλες εργατικές απεργίες που συγκλόνισαν τα μεγάλα ονόματα του ιταλικού καπιταλισμού, τους Ανιέλι και τους Πιρέλι.
Η θέση της ηγεσίας του ΙΚΚ ήταν εχθρική προς εκείνο το κίνημα. Ο Αμέντολα μιλούσε για ανεύθυνους φοιτητές και ο Μπερλιγκουέρ για επικίνδυνους εργάτες. Χιλιάδες εγκατέλειπαν το ΚΚ για να ενταχθούν σε επαναστατικές οργανώσεις. Ήταν η εποχή που ξεκίνησε το «Μανιφέστο». Όπως θυμίζει η Ροσάνα Ροσάντα:
«Η ιδέα ήταν πρώτα απ’ όλα του Λούτσιο Μάγκρι, κι αυτός ήταν που έδωσε τη μεγαλύτερη ώθηση, έβαλε την ψυχή και το σώμα του σ’ αυτό. Αρχικά δεν ήταν όλοι πεπεισμένοι γι’ αυτό. Σίγουρα όμως ο Πιντόρ, ο Νάτολι, η Καστελίνα, ο Μιλάνι κι εγώ. Προστέθηκαν κι άλλοι μόλις κυκλοφόρησε…
…Χάσαμε πολλές ώρες για να βρούμε το όνομα που θα δίναμε στο μηνιαίο έντυπο… και καταλήξαμε στο «Μανιφέστο». Αυτό του 1848. Θέλαμε την αναφορά στον Μαρξ, μολονότι γνωρίζαμε ότι κάθε τίτλος εντύπου, αν δεν αποτύχει αμέσως, γίνεται ένα σύμβολο που για το νόημα του δεν αναρωτιέται κανείς. Στο πρώτο τεύχος γράψαμε όλοι».4
Αυτή την ομάδα διέγραψε η ηγεσία του ΚΚ το φθινόπωρο του 1969. Η κυκλοφορία του Μανιφέστο όταν ξεκίνησε έφτανε τα 60 χιλιάδες τεύχη, στη συνέχεια κυκλοφόρησε και σαν καθημερινή εφημερίδα με το ίδιο όνομα. Η ιστορία, όμως, δεν τελειώνει εδώ.
Σήμερα δεν υπάρχει πια το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Τη σφραγίδα της διάλυσης την έβαλε ο Ματέο Ρέντζι, πρωθυπουργός για δυο χρόνια το 2014-16. Ο Ρέντζι δεν ήταν μέλος του ΚΚ, αλλά ενός δεξιού κόμματος στη Φλωρεντία. Ωστόσο η άνοδός του ήταν ραγδαία μέσα σε μια περίοδο δεξιάς προσαρμογής και αντίστοιχων συνεργασιών του κόμματος. Κατάφερε να εκλεγεί δήμαρχος της Φλωρεντίας και να γίνει γραμματέας του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς, όταν το ΙΚΚ μετονομάστηκε έτσι.
Το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς τον έκανε πρωθυπουργό το 2014 και από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να αφαιρέσει το Α της Αριστεράς από το όνομα. Το παλιό ΚΚ έγινε απλά Δημοκρατικό Κόμμα, όπως το αμερικανικό. Η κυβέρνηση Ρέντζι εφάρμοσε σκληρά προγράμματα λιτότητας και προχώρησε σε δημοψήφισμα για αλλαγή του συντάγματος. Έχασε το δημοψήφισμα και αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Στο κενό που δημιουργήθηκε εμφανίστηκαν κόμματα όπως των «Πέντε αστέρων», σχηματίστηκε συγκυβέρνηση με τη ρατσιστική Λέγκα του Σαλβίνι, σύγχυση και απογοήτευση που έφτασε ακόμη και να ανοίξει το δρόμο για τη Μελόνι και το φασιστικό κόμμα της που είναι κληρονόμος του Μουσολίνι.
Εκεί απειλεί να καταλήξει η κατρακύλα της δεξιάς προσαρμογής της αριστεράς του κοινοβουλευτικού δρόμου. Για να μην φτάσουμε σε τέτοιες εξελίξεις, είναι απαραίτητο να οργανώσουμε και τις εργατικές αντιστάσεις, αλλά και την Αριστερά που δεν θα αφήσει την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και τους Κασσελάκηδες να διαλύσουν την Αριστερά.
Η αντιμετώπιση
Η επικράτηση του Κασσελάκη έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και στα μέλη του, αλλά και σε όλο τον κόσμο της Αριστεράς. Ποια μπορεί να είναι η αντιμετώπιση;
Κομμάτια της ηγεσίας που συγκρούστηκαν με τον Κασσελάκη θεωρούν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον συμβιβασμό. Η συλλογιστική είναι ότι χρειάζεται να κρατηθεί η ενότητα το κόμματος, στο συνέδριο μπορούν να συζητηθούν και να ξεκαθαρίσουν οι επιλογές, άρα χρειάζεται «να τα βρούμε».
Οι πιο πολλοί στη βάση, όμως, καταλαβαίνουν την αναγκαιότητα της ρήξης. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Κύρκου Δοξιάδη που έγραφε στην Εφημερίδα των Συντακτών:
«Είναι το τέταρτο άρθρο στη σειρά στο οποίο ασχολούμαι με το φαινόμενο Στέφανου Κασσελάκη. Χαλάλι του. Το εντυπωσιακό επίτευγμά του, σε έναν μήνα περίπου, έχοντας μόλις καταφθάσει ως κομήτης εξ Αμερικής, να καταλάβει την ηγεσία του αριστερού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί ιστορική ήττα της Αριστεράς, συγκρίσιμη με τη συμφωνία της Βάρκιζας.(…)
Στην Ελλάδα των μνημονίων και της συνεχιζόμενης κρίσης, αν η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ μας έχει διδάξει ένα πράγμα, είναι ότι εκτινάχτηκε εκλογικά το 2012 όταν εμφανίστηκε ως αντι-νεοφιλελεύθερη δύναμη και έπαθε μόνιμη εκλογική καθίζηση το 2016 όταν άρχισε να εφαρμόζει (νεοφιλελεύθερο) μνημόνιο. Από ρεαλιστική σκοπιά λοιπόν, η πλήρης νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του δεν είναι απλώς ατυχής επιλογή, ισοδυναμεί με πρωτοφανή στα χρονικά της Αριστεράς πολιτική αυτοκτονία. Στο τέλος του προηγούμενου άρθρου μου («Μετά την άλωση» – «Εφ.Συν.», 3.10.2023), είχα απευθύνει έκκληση προς τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβουν δραστική πρωτοβουλία για να περισώσουν κάπως την εναπομείνασα Αριστερά. Απευθύνω εκ νέου την έκκληση – πιο δραματικά αυτή τη φορά».5
Ασφαλώς χρειάζεται ρήξη με τη στροφή που θέλει την Αριστερά να είναι δύναμη νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Αλλά χρειάζεται ξεκαθάρισμα για το τι σημαίνει η αντινεοφιλελεύθερη επιλογή. Ένα κόμμα της Αριστεράς που συγκρούεται με τον νεοφιλελευθερισμό χρειάζεται στρατηγική ρήξης με τον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός μέσα στην κρίση του δεν έχει παραιτηθεί από τη χρησιμοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού για πολιτικές διάσωσης τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων. Κάθε άλλο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κάποιο ξεχωριστό «στάδιο» που χαρακτηρίζεται από ιδεολογική εμμονή. Ποτέ δεν ήταν. Όπως έγραφε ο Κρις Χάρμαν ήδη το 1991:
«Ο κρατικός παρεμβατισμός –ιδιαίτερα στις ΗΠΑ όπου το κράτος διέθεσε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για το χρηματοπιστωτικό σύστημα– ήταν καθοριστικός για την πρόληψη ώστε η κρίση του τραπεζικού συστήματος να μην μετατραπεί σε συνολική κρίση του συστήματος τον Οκτώβρη του 1987. Επιπλέον, επιμέρους καπιταλιστές αυτού του τομέα έτρεξαν μέσα στην κρίση να αναζητήσουν τη σχετική ασφάλεια κάτω από την ομπρέλα του εθνικού κράτους τους».6
Από τότε, πολλές φορές οι νεοφιλελεύθεροι διαχειριστές του καπιταλισμού χρειάστηκε να καταφύγουν στην παρέμβαση του κράτους. Και βέβαια αυτό συμβαίνει ξανά τα τελευταία χρόνια και με την πανδημία και με τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που φέρνουν εμπορικούς και θερμούς πολέμους. Ο Άλεξ Καλλίνικος θυμίζει τις επισημάνσεις του Κρις Χάρμαν στο νέο του βιβλίο τονίζοντας ότι «υπάρχει δομική αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο κράτος και το κεφάλαιο που καθρεφτίζεται στο ενδιαφέρον των διαχειριστών του κράτους να ενισχύσουν τις δυνατότητες του δικού τους κράτους προωθώντας τη συσσώρευση του κεφάλαιου».7
Στην περίοδο της πολυκρίσης του συστήματος ο κόσμος αντιστέκεται και ξεπηδάνε κινήματα ενάντια στις καταστροφές, ενάντια στον ρατσισμό και την καταπίεση, ενάντια στον πόλεμο. Σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη σύγκρουση με τους πολιτικούς οργανωτές αυτών των επιθέσεων για να ανατρέψουμε το σύστημα που τις γεννάει.
Η δύναμη που παλεύει, που μπορεί να οργανώνει τις πολιτικές μάχες και να συσπειρώνει τον κόσμο των κινημάτων, είναι η εργατική τάξη. Εκεί βρίσκεται το υποκείμενο που δίνει σάρκα και οστά στην ανατρεπτική στρατηγική και αυτό το βλέπουμε σε όλες τις μαζικές εκρήξεις οργής ενάντια σε κάθε καταστροφή και κάθε επίθεση.
Το είδαμε στην πανδημία, όχι μόνο με το ρόλο των τμημάτων της τάξης μας που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση μέσα στην καραντίνα, από τους ντελιβεράδες μέχρι τις νοσοκόμες, αλλά και στις απεργίες όπου ξανά οι «ήρωες της Υγείας» ήταν μπροστά.
Το είδαμε στις πανεργατικές ενάντια στον νόμο Χατζηδάκη που έδειξαν ανάγλυφα ποια είναι η δύναμη που υπερασπίζεται δημοκρατικές ελευθερίες και μπορεί να τις διευρύνει πέρα από τα σημερινά τους όρια.
Το είδαμε όταν οι ιδιωτικοποιήσεις έφεραν την τραγωδία των Τεμπών και η εργατική τάξη συσπείρωσε την οργή όλων των γονιών για τους δολοφόνους που έκαναν ανέφικτο το «πάρε με όταν φτάσεις». Το είδαμε εκείνη την 8 Μάρτη όταν η απεργία ενάντια στην καταπίεση των γυναικών συνδυάστηκε με την πανεργατική των Τεμπών.
Το είδαμε μετά το έγκλημα στα ανοιχτά της Πύλου και ξανά όταν η ΝΔ προσπάθησε να ρίξει την ευθύνη για την πυρκαγιά στη Δαδιά πάνω στους πρόσφυγες. Η εργατική τάξη είναι η δύναμη ενάντια στη δική της εκμετάλλευση αλλά και για την απελευθέρωση κάθε καταπιεσμένου.
Οι θεωρίες περί «αρνητικών συσχετισμών» όχι μόνο αδικούν όλο τον κόσμο που βγήκε και βγαίνει στους δρόμους ξανά και ξανά, αλλά και λειτουργούν σαν συστηματική υποκατάσταση της εργατικής τάξης ως υποκείμενο της κοινωνικής ανατροπής, από μια αναζήτηση της κοινοβουλευτικής ενίσχυσης του κόμματος, που ποτέ δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ρόλο της τάξης.
Όπως προειδοποιούσαμε από τις σελίδες αυτού του περιοδικού:
«Ο ρεφορμισμός υποτάσσει την πολιτική προοπτική του εργατικού κινήματος στη διαμεσολάβηση μιας κοινοβουλευτικής ανάδειξης της Αριστεράς στην κυβέρνηση. Όλη η δυναμική της σχέσης του κοινωνικού με το πολιτικό κατακερματίζεται στο βωμό μιας προσπάθειας διαχείρισης που μόνο σε αδιέξοδα οδηγεί.
Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, η επαναστατική αντιμετώπιση του Λένιν, που στηριζόταν στην ανάλυση του “Κράτος και Επανάσταση” για τον χαρακτήρα και τη φύση των μηχανισμών που μπορεί να αναλάβει να διαχειριστεί μια κυβέρνηση της Aριστεράς, ξέφευγε από τα αδιέξοδα μιας τέτοιας διαχείρισης προτείνοντας την υλοποίηση των πολιτικών στόχων με τις δυνάμεις του ίδιου του κοινωνικού κινήματος.
Στους φαντάρους που πάλευαν για τον τερματισμό του πολέμου δεν πρότεινε να ελπίζουν στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες μιας προοδευτικής κυβέρνησης, αλλά να παίρνουν τον έλεγχο των μονάδων στα χέρια τους με ανταρσίες κατά των στρατηγών. Στους αγρότες που ήθελαν την αγροτική μεταρρύθμιση δεν πρότεινε την αναμονή για να ψηφιστεί ο σχετικός νόμος από μια αριστερή πλειοψηφία, αλλά την κατάληψη των κτημάτων πετώντας έξω τους τσιφλικάδες. Στους εργάτες που διεκδικούσαν το οχτάωρο και συναντούσαν τα λοκάουτ της εργοδοσίας δεν είχε να προτείνει την ανάδειξη ενός επαναστάτη στη θέση του υπουργού Εργασίας, αλλά την επιβολή του εργατικού ελέγχου από τους ίδιους σε κάθε εργοστάσιο και στην οικονομία συνολικά.
Με αυτή τη στρατηγική οι Μπολσεβίκοι έφτασαν να μπουν στα υπουργεία μόνο “πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους”, όπως έλεγε η Ρόζα».8
Με αυτή τη στρατηγική χρειάζεται να οπλιστούμε για να δυναμώσουμε την επαναστατική Αριστερά, την ελπίδα για να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα όπου βουλιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σημειώσεις
1. Νίκος Λούντος, Η πρόκληση του Ποδέμος, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 108, Γενάρης-Φλεβάρης 2015, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=735&issue=108#gsc.tab=0
2. Σωτήρης Κοντογιάννης, Η Γερμανία σε κρίση, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 131, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2018, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1095&issue=131#gsc.tab=0
3. Σωτήρης Κοντογιάννης, Η Γερμανία μετά τις εκλογές- Κρίση στην καρδιά της ΕΕ, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 149, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2021, https://socialismfrombelow.gr/article.php?
id=1335&issue=149#gsc.tab=0
4. Μαρία Στύλλου, Η πιο επίκαιρη ιστορία, παρουσίαση του βιβλίου της Ροσάνα Ροσάντα, Το κορίτσι του περασμένου αιώνα, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 97, Μάρτης-Απρίλης 2013, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=201&issue=97#gsc.tab=0
5. Κύρκος Δοξιάδης, Ιδεολογική ταυτότητα και ρεαλισμός, Εφημερίδα των συντακτών, 17/10/2023 https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/408236_ideologiki-taytotita-kai-realismos
6. Chris Harman, State and capital, International socialism journal No 51, Summer 1991.
7. Alex Callinicos, The new age of catastrophe, Polity press, London 2023, p.174
8. Πάνος Γκαργκάνας, Γιατί απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ;, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο112, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2015, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=791&issue=112#gsc.tab=0