Άρθρο
Πολυτεχνείο - 50 χρόνια από την εξέγερση: Μια φωτιά που δεν μπορούν να σβήσουν

50 χρόνια μετά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου συνεχίζει να εμπνέει τους αγώνες για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Ο Γιώργος Πίττας θυμίζει τις μεγάλες επιλογές που καθόρισαν την εξέγερση και εξηγεί γιατί επιμένουμε στον δρόμο του Νοέμβρη.

 

Πριν από λίγες εβδομάδες κυλοφόρησε μια εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα την οποία η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν θα περιληφθεί φέτος, για πρώτη φορα μετά από το 1981 οπότε καθιερώθηκε, στις σχολικές δράσεις στα δημοτικά και στα νηπιαγωγεία. Πρόκειται για μια ενέργεια που κύριο στόχο έχει να σβήσει τη μνήμη της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973 που οδήγησε στο γκρέμισμα της επταετούς δικτατορίας. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρά της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 2020, να απαγορέψει την Πορεία του Πολυτεχνείου, τάχα λόγω κορονοϊού.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η δεξιά επιχειρεί να σβήσει το Πολυτεχνείο. Ο Κωνστανίνος Καραμανλής με το που επέστρεψε στην Ελλάδα καλεσμένος από την χούντα που κατέρεε για να «φέρει» την δημοκρατία, είχε ορίσει τις πρώτες εκλογές ακριβώς πάνω στις 17 Νοέμβρη του 1974. Το έκανε «για να αποφύγει τις λαϊκές κινητοποιήσεις της πρώτης επετείου», όπως έγραφε τότε η Αγωνιστική Πορεία, η εφημερίδα της Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση, της ΟΣΕ (από την οποία προήλθε το ΣΕΚ) και είχε πρωτοστατήσει στην εξέγερση έχοντας δύο μέλη στη συντονιστική επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Έλαβε σαν απάντηση δύο πορείες, μιά στις 15/11 και μια στις 24 Νοέμβρη, με την δεύτερη να μένει στην ιστορία σαν η μεγαλύτερη συγκέντρωση της μεταπολίτευσης. 

Η κυβέρνηση Καραμανλή επιχείρησε να απαγορεύσει την Πορεία με διάφορα προσχήματα το 1976 και ξανά το 1977 χωρίς να το πετύχει. Το 1980 η αστυνομία της δεξιάς κυβέρνησης Ράλλη δολοφόνησε τον Ιακώβο Κουμή και την Σταματίνα Κανελοπούλου προκειμένου να εμποδίσει την Πορεία να πάει στην αμερικάνικη πρεσβεία. Η πορεία από τότε κάθε χρόνο πηγαίνει στην πρεσβεία. 

Τις επόμενες δεκαετίες, οι απόπειρες να σβήσει η μνήμη του Πολυτεχνείου δεν σταμάτησαν. Οι κονδυλοφόροι της δεξιάς –και όχι μόνο– άλλοτε μιλάνε για ένα «πανηγυράκι» της Αριστεράς, άλλοτε για μια επέτειο που δεν «έχει πια νόημα γιατί αλλάξαν οι εποχές» και άλλοτε για «επεισόδια και προβοκάτορες». Αλλά αντί να φθίνουν και να μαραζώνουν, οι πορείες του Πολυτεχνείου κάθε χρόνο γίνονται το κέντρο για να διαδηλώσουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι.

Εφιάλτης 

Όμως οι Μητσοτάκηδες και η τάξη τους επιμένουν. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι γι’ αυτό. 

Πολυτεχνείο σημαίνει μαζικό κίνημα. Όλα αυτά τα 50 χρόνια η επέτειος του Πολυτεχνείου συνδέεται και γίνεται σημείο αναφοράς και δράσης για κάθε νέο γύρο μαθητικών και φοιτητικών καταλήψεων που ακολουθούν με συνέπεια το παράδειγμα της κατάληψης του 1973. Γίνεται σημείο αναφοράς του αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στις επεμβάσεις και τον ιμπεριαλισμό. Σημείο αναφοράς για τη σύγκρουση με το ρατσισμό και τους χρυσαυγίτες, τους πολιτικούς απογόνους της χούντας. Σημείο αναφοράς για κάθε απεργιακό γύρο της εργατικής τάξης και ξεσηκωμό ενάντια στην εκάστοτε κυβέρνηση. Είτε σαν αφετηρία, είτε σαν αφορμή, κάθε χρόνο η 17η Νοέμβρη τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τις μάχες που δίνει το κίνημα μέσα σε ένα περιβάλλον που κανένα από τα αιτήματα που έθεσε –με εξαίρεση την αποκατάσταση μιας αστικής δημοκρατίας που γίνεται ολοένα και πιο αυταρχική– δεν έχει δικαιωθεί. Αυτή η σύνδεση είναι ένας μόνιμος πονοκέφαλος για τη δεξιά και τα αφεντικά.

Πολυτεχνείο σημαίνει δικαιώματα. Η έφοδος του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης που ακολούθησε έγινε η αφετηρία για να κερδηθούν μια σειρά από δικαιώματα, δημοκρατικά, πολιτικά κοινωνικά, οικονομικά, συνδικαλιστικά που άλλαξαν τη ζωή της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των γυναικών, προς το καλύτερο. Όλα αυτά δηλαδή που διακαώς εδώ και δεκαετίες με νομοσχέδια επί νομοσχεδίων η τάξη των μητσοτάκηδων παλεύει με λύσσα να μας τα πάρει πίσω. 

Πολυτεχνείο σημαίνει Αριστερά. Η δεξιά όταν δεν συνεργαζόταν ανοιχτά με τους χουντικούς, τους παρακολουθούσε ατάραχη να εφαρμόζουν τις πολιτικές τους προς όφελος της ελληνικής άρχουσας τάξης που βρήκε στην επταετία την «χρυσή» της εποχή. Ξεμπερδεύοντας με τη μνήμη του Πολυτεχνείου η ΝΔ και η άρχουσα τάξη παλεύουν να ξεμπερδέψουν με την Αριστερά, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, μετά τον τρόμο που τους προκάλεσε το τεράστιο κίνημα που κορυφώθηκε το 2015 με το δημοψήφισμα και το 63% του ΟΧΙ ανατρέποντας το πολιτικό σκηνικό δεκαετιών, ξυπνώντας τον «εφιάλτη» του Πολυτεχνείου. 

Τέταρτος και πιο βασικός λόγος. Πολυτεχνείο σημαίνει επαναστατικός δρόμος. Μετωπική σύγκρουση με την κυρίαρχη τάξη: κατάληψη, φοιτητική εξέγερση, εργατική εξέγερση, γενική απεργία, εργατική εξουσία. Γιατί αυτά ήταν τα συνθήματα και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι εξεγερμένοι το 1973, ανοίγοντας το δρόμο με τις θυσίες τους για την πτώση της χούντας ένα χρόνο αργότερα. Δεν υπάρχει κάτι που να φοβίζει την άρχουσα τάξη περισσότερο από την επανάληψη μιας τέτοιας προοπτικής.

Γι’ αυτούς τους λόγους, μέσα στη σημερινή περίοδο της δεξιάς στροφής και κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς χιλιάδες αγωνιστές/τριες αναζητούν πυξίδα για να βρουν ξανά δρόμο για τους ίδιους και για την Αριστερά, σε συνθήκες που η πολυκρίση του συστήματος βαθαίνει, το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση έχουν να δώσουν πολλά σε αυτή τη συζήτηση. Μπορούμε να ξαναέχουμε σήμερα ένα Πολυτεχνείο; Μπορούμε να κάνουμε τους χειρότερους εφιάλτες τους πραγματικότητα; 

Μια «ομαλή μετάβαση»

Ο δρόμος για να φτάσουμε στην εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 δεν ήταν εύκολος. Η επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλη του 1967 είχε σημάνει κρίση και διάσπαση στην Αριστερά από την οποία το 1968 προέκυψαν δύο κόμματα το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Και τα δύο κόμματα μοιράζονταν όμως μια κοινή πεποίθηση. Ότι δεν υπάρχει άμεση προοπτική ανατροπής της χούντας και ότι αυτό που χρειάζεται είναι ένα σχέδιο συντεταγμένης διαδοχής. Η ευκαιρία για τη συγκεκριμενοποίηση αυτής της γραμμής παρουσιάστηκε το 1973 όταν η Χούντα υποσχέθηκε εκλογές στις αρχές του 1974 διορίζοντας ταυτόχρονα έναν αστό πολιτικό, τον Μαρκεζίνη, σαν πρωθυπουργό.

Η αντιμετώπιση και των δύο ΚΚΕ ήταν να αξιοποιήσουν αυτό το άνοιγμα αναζητώντας συμμαχίες με κόμματα και αστούς πολιτικούς που έπαιζαν τον ρολο των «γεφυροποιών» με τη χούντα, προετοιμάζοντας μια ελεγχόμενη μετάβαση. Τι θα σήμανε μια «ελεγχόμενη μετάβαση» μπορούμε να αντιληφθούμε από τις αντίστοιχες εμπειρίες στην Ισπανία και αργότερα στην Χιλή, όπου οι αιμοσταγείς δικτάτορες και οι μηχανισμοί τους όταν έγιναν οι «μεταβάσεις» παρέμειναν ατιμώρητοι και αλώβητοι, να επηρεάζουν τις εξελίξεις ακόμη και σήμερα. 

Το 1973, λίγο πριν το Πολυτεχνείο, το ΚΚΕ εσ. υποστηρίζει τη συμμετοχή στις χουντοεκλογές. «Όσο λάθος θα ήταν μια βιαστική απόφαση τώρα για συμμετοχή στις εκλογές, ανεξάρτητα από τις συνθήκες διεξαγωγής τους, άλλο τόσο λάθος θα ήταν ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της συμμετοχής σε αυτές» έγραφε ο Μπάμπης Δρακόπουλος, γγ ΚΚΕ εσ. στο Βήμα στις 19/10/1973. Τον ίδιο χρόνο στο 9ο συνέδριο του ΚΚΕ, όπου ο Χ. Φλωράκης αντικαθιστά τον Κολιγιάννη στη θέση του γ.γ., το ΚΚΕ περνάει από τη γραμμή της «Παλλαϊκής Αντίστασης» στη δικτατορία, σ’ αυτή της «Προχωρημένης Δημοκρατίας». Πρώτο στάδιο, η αποκατάσταση της δημοκρατίας που στην πορεία θα γίνει πιο «προχωρημένη». Με άλλα λόγια, κινήσεις, πιέσεις και επαφές που θα διευκόλυναν το δρόμο κάποια στιγμή η άρχουσα τάξη να κάνει εκλογές.

Σε τι μεταφραζόταν στην πράξη η γραμμή και των δυο; Στα πανεπιστήμια, στο ραγδαία αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα που μάχονταν την χούντα και τους ασφαλίτες μέσα στις σχολές, σήμανε ενέργειες και αιτήματα που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την ομαλή μετάβαση φοβίζοντας τη χούντα και οδηγώντας την σε αναδίπλωση. Τη γραμμή για μη-σύγκρουση ήρθε να ενισχύσει η θέση του ηγέτη του ιταλικού ΚΚ Μπερλινγκουέρ για τον «Ιστορικό Συμβιβασμό» που θεωρούσε ότι το αιματηρό πραξικόπημα του Πινοσέτ που είχε μόλις προηγηθεί, ήταν αποτέλεσμα της «υπερεπαναστατικής» πολιτικής της Αριστεράς στην Χιλή. 

Ένας νέος παράγοντας

Στον αντίποδα αυτής της θέσης το 1973 ένας νέος παράγοντας είχε κάνει την εμφάνιση του σε διεθνές επίπεδο: Η επαναστατική αριστερά, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες κυριαρχίας της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού, επέστρεφε παίζοντας ρόλο καταλύτη στις εξελίξεις. 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η περίοδος της ευφορίας του καπιταλιστικού μπουμ που ακολούθησε το τέλος του Β’ΠΠ έπαιρνε τέλος –έχοντας όμως δημιουργήσει πρώτα μια νέα τεράστια εργατική τάξη και έχοντας μαζικοποιήσει τα πανεπιστήμια. Νέοι εργάτες και φοιτητές ξεσηκώνονταν ενάντια σε έναν «ιδανικό» κόσμο που εκτίναζε τα κέρδη των καπιταλιστών αλλά στους από κάτω έδινε ψίχουλα, αυταρχισμό, ρατσισμό και πόλεμο. 

Το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ στις ΗΠΑ και η έκρηξη του γαλλικού Μάη του 1968 έπαιξαν ρόλο καταλύτη οδηγώντας σε μαζικά κινήματα σε όλο τον πλανήτη. Σε αυτά τα κινήματα πρωτοστάτησαν –και μεγάλωσαν– επαναστατικές οργανώσεις, άλλες παλιές που είχαν κρατηθεί ζωντανές τα πέτρινα χρόνια της κυριαρχίας της σοδιαλδημκρατίας και του σταλινισμού, αλλά και ένα πλήθος από καινούργιες που δημιουργήθηκαν μέσα στη νέα ριζοσπαστικοποίηση. Κοινά τους χαρακτηριστικά, η σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, το σπάσιμο των αυταπατών για την ΕΣΣΔ και τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η προοπτική της επανάστασης στο εδώ και τώρα: Κόντρα στη σταδιακή μεταρρύθμιση του συστήματος που υποσχόταν η σοσιαλδημοκρατία και κόντρα στη σταλινική θεωρία των «σταδίων» που τοποθετούσε την επανάσταση στην Δευτέρα Παρουσία. 

Το παράδειγμα του γαλλικού Μάη του ’68 ήταν πρόσφατο, απτό και φώτιζε τον δρόμο: Μια φοιτητική εξέγερση που ξεκινάει με την πρωτοβουλία επαναστατικών μειοψηφιών στα πανεπιστήμια οδηγεί στη μεγαλύτερη γενική απεργία με τους εργάτες να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς παραλύοντας την οικονομία, κόντρα στις ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς. Και δεν ήταν το μόνο. Το μήνυμα της κατάληψης πρώτοι είχαν στείλει οι φοιτητές του Μπέρκλεϊ και των πανεπιστημίων στις ΗΠΑ που καταλάμβαναν τις σχολές τους με αίτημα να σταματήσει ο πόλεμος. Το μήνυμα έφτανε πια και από τα κατειλημμένα εργοστάσια της Ιταλίας που συνέδεαν τα μέτωπα με το σύνθημα «Ανιέλι, η Ινδοκίνα είναι στο εργοστασιό σου». 

Αν αυτά μπορούσαν να γίνουν στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και την Ιταλία, μπορούν να γίνουν και στην Ελλάδα ήταν το άμεσο μήνυμα που έφτανε στους αγωνιστές/τριες που βρίσκονταν στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες της Ευρώπης ως φοιτητές, μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες. Μέσα κι έξω, η πολιτικοποίηση από τις μάχες του προηγούμενου κινήματος που είχε κορυφωθεί με τα «Ιουλιανά» το 1965 συναντιόταν με ένα νέο κύμα αγωνιστών/τριών που είχε γεννήσει ο Μάης.

Έτσι, το 1973 στα ελληνικά πανεπιστήμια αλλά και σε χώρους εργασίας υπήρχαν πλεον οργανωμένες ομάδες και ανένταχτοι που προσδιόριζαν τον εαυτό τους στην επαναστατική αριστερά – μια αριστερά που σε όλες της τις εκδοχές, δεν έτρεφε αυταπάτες για τα σχέδια «ομαλοποίησης» της Χούντας. Ο τίτλος στο “έκτακτο” φύλλο της Μαμής (έντυπο τότε της ΟΣΕ) είναι χαρακτηριστικός: «Χουντο-‘δημοκρατία’: πιο άγρια επίθεση του κράτους της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης». Όπως και η θέση της για το τι έπρεπε να γίνει: «Η μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει τη χούντα είναι το μαχητικό μαζικό κίνημα. Να παλέψουμε για το δυνάμωμά του, την οργάνωσή του… Χωρίς καμιά αναγνώριση για ‘λύσεις’ έξω από το μαζικό κίνημα, χωρίς καμιά παραχώρηση στους αστούς μανουβραδόρους…» (Μαμή, Απρίλης 1973, αμέσως μετά την κατάληψη στη Νομική της Αθήνας).

Δύο γραμμές

Υπήρχαν, λοιπόν, δύο γραμμές μέσα στην Αριστερά τον Νοέμβρη του 1973. Αυτή που ήταν με την κλιμάκωση από τα κάτω ενάντια στην χούντα και ακόμη παρά πέρα. Και αυτή της αναμονής εξελίξεων από τα πάνω με το κίνημα σε ρόλο μοχλού πίεσης που υποστήριζαν οι ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού. Μέσα από μια συνεχή διαπάλη μέσα στο Πολυτεχνείο τελικά κυριάρχησε η γραμμή της επαναστατικής αριστεράς, σφραγίζοντας τις εξελίξεις. 

Στις 14 Νοέμβρη του 1973 με πρόταση αυτής της Αριστεράς ξεκίνησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι ηγεσίες των φοιτητικών παρατάξειων του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. προσπάθησαν από την πρώτη κιόλας μέρα να οργανώσουν την «απαγκίστρωση» ή «συντεταγμένη αποχώρηση» από το Πολυτεχνείο, αλλά απέτυχαν να πείσουν ακόμη και τα ίδια τους τα μέλη, με αποτέλεσμα να επιστρέψουν το ίδιο βράδυ.

Τη δεύτερη μέρα προσπάθησαν να ελέγξουν πολιτικά την κατάληψη προτείνοντας να υιοθετηθούν μόνο «φοιτητικά αιτήματα». Μια κίνηση που καλούσε την πρυτανεία να «δεσμευθεί», όπως είχε συμβεί στην κατάληψη της Νομικής νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, θα διευκόλυνε μια «νικηφόρα απαγκίστρωση». 

Η επαναστατική αριστερά λειτουργούσε στην αντίθετη κατεύθυνση, της κλιμάκωσης, προβάλλοντας τα πολιτικά ζητήματα ότι ήταν η ώρα της ανατροπής με «κάτω η χούντα», «γενική απεργία», «κάτω το κεφάλαιο», «επανάσταση λαέ». Προσπάθησε να κάνει το Πολυτεχνείο κέντρο ξεσηκωμού βγάζοντας υλικό και πηγαίνοντας στις γειτονιές. Πήρε την πρωτοβουλία για να βάλει στον αγώνα την εργατική τάξη οργανώνοντας Εργατική Συνέλευση μέσα στο Πολυτεχνείο με στόχο μια γενική απεργία που θα παρέλυε το καθεστώς. Οι ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς, όχι μόνο δεν συμμετείχαν, αλλά στάθηκαν εχθρικοί στην Εργατική Συνέλευση μην αναγνωρίζοντας τους εκπροσώπους της. Όμως στις συνελεύσεις που πραγματοποιούνται στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο μειοψηφούν και η κατάληψη συνεχίζεται.

Την Παρασκευή 16/11 την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, μαθητές συγκεντρώνονταν γύρω από το Πολυτεχνείο και στο κέντρο της Αθήνας, δηλώνοντας παρών στη σύγκρουση για την ανατροπή της χούντας, αντί για γενική απεργία, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. έφερναν στις συνελεύσεις μια πρόταση διακήρυξης για σχηματισμό κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας»! 

Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι εργάτες/τριες έδωσαν τη μάχη, και αρκετοί την ίδια τους τη ζωή, όλη τη νύχτα του Πολυτεχνείου, κόντρα στην αστυνομία, μπουκάροντας ακόμη και σε υπουργεία, συνέχισαν και την επομενη μέρα να μάχονται με πέτρες ενάντια στα τανκς. Αυτοί δείχνουν τη δυναμική που είχε αυτό το κάλεσμα για γενική απεργία καθως το Πολυτεχνείο, από μια φοιτητική κατάληψη είχε ήδη εξελιχθεί σε μια εργατική εξέγερση. Μια εξέγερση που η χούντα κατάφερε να καταστείλει μόνο με τα τανκς και τον στρατό.

Ποια ήταν τα συμπεράσματα που έβγαλαν μετά το ματοκύλισμα της εξέγερσης οι ηγεσίες της Αριστεράς; Η εφημερίδα της αντι-ΕΦΕΕ (ΚΝΕ), η Πανσπουδαστική Νο 8, κατήγγειλλε την κατάληψη σαν έργο «350 προβοκατόρων του Ρουφογάλη της ΚΥΠ» δηλώνοντας ότι «το φοιτητικό κίνημα δεν ήθελε με κανένα τρόπο η εκδήλωσή μας αυτή να συντελέσει ώστε να συγκρουστούν κατά μέτωπο στη συγκεκριμένη στιγμή οι λαϊκές δυνάμεις με την σιδερόφρακτη δικτατορία». Το ΚΚΕ εσ. εκτιμούσε ότι με το «λάθος» του Πολυτεχνείου η κατάσταση «γύρισε πίσω στις 21 Απριλίου 1967». 

Η εκτίμηση της ΟΣΕ, ενώ μαινόταν η καταστολή του Ιωαννίδη που διαδέχτηκε τον Παπαδόπουλο στην ηγεσία της χούντας, ήταν στον αντίποδα αυτών των εκτιμήσεων: «Ο λαϊκός αγώνας του Πολυτεχνείου άνοιξε καινούργια ανώτερη φάση για το κίνημα. Παρ’ όλες τις θυσίες, παρ’ όλο το δολοφονικό όργιο της χούντας, το Πολυτεχνείο ήταν τεράστια πολιτική νίκη του λαϊκού μας κινήματος και των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων σ’ αυτό…». 

Η καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αποδείχτηκε μια πύρρειος νίκη για τη χούντα. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου βάθυνε την κρίση και το μίσος ενάντια της. Τραυματισμένη θανάσιμα μπόρεσε να κρατήσει μόνο μέχρι το καλοκαίρι του 1974 –όταν η αποτυχημένη «φυγή προς τα μπρος» μέσα από το πραξικόπημα του Σαμψών στην Κύπρο θα οδηγήσει στον πόλεμο, στην αποτυχημένη «επιστράτευση της Σαγιονάρας», στην ήττα από την Τουρκία και την πτώση της.

Το Πολυτεχνείο νίκησε, γκρέμισε τη χούντα, κέρδισε κατακτήσεις αλλά δεν κατάφερε να γκρεμίσει το σύστημα που γέννησε τη χούντα και απειλεί σήμερα ξανά να πάρει πίσω αυτές τις κατακτήσεις. Σταμάτησε στα μισά του δρόμου, γιατί η επαναστατική αριστερά ήταν ακόμη πολύ μικρή και αδύναμη για να επηρεάσει τον μεγάλο όγκο της εργατικής τάξης και γιατί οι ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν είχαν την στρατηγική της ανατροπής. 

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν τις βρήκε απροετοίμαστες, όπως συνηθίζουν να δηλώνουν εκ των υστέρων. Τουναντίον, τις βρήκε προετοιμασμένες σε μια στρατηγική που απόρριπτε την είσοδο των μαζών και της εργατικής τάξης στο προσκήνιο για να καθορίσουν τις εξελίξεις. Αυτή είχε διαμορφωθεί ήδη δεκαετίες πριν.

Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν εδώ και δεκαετίες εγκαταλείψει τη στρατηγική της επανάστασης και της ανατροπής του καπιταλισμού. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μετά, η γραμμή των ΚΚ απέβλεπε όχι στη σύγκρουση με τους καπιταλιστές αλλά στο προσεταιρισμό των «προοδευτικών» κομματιών της άρχουσας τάξης σε «λαϊκά μέτωπα» σε μια προοπτική διαχείρισης του καπιταλισμού. Στον Β’ ΠΠ η γραμμή «ταίριαξε» με τη συμμαχία της ΕΣΣΔ με τις «δημοκρατικές» ΗΠΑ και Βρετανία. Το 1944, όταν ο βρετανικός στρατός έφτανε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ υποδέχονταν τους ιμπεριαλιστές σαν «συμμάχους» με τις σημαίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Η ιστορία απέδειξε ότι ήταν ένα ολέθριο λάθος. 

Η γραμμή συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Β’ ΠΠ. Το κοινοβούλιο αναδείχτηκε σαν ο βασικός στόχος των ΚΚ στην Ιταλία, στη Γαλλία και άλλες χώρες της Ευρώπης. Η προοπτική της επανάστασης και του Σοσιαλισμού παρέμενε θαμμένη σε κάποια σελίδα των προγραμμάτων τους και όποια κριτική από τ’ αριστερά που έθιγε το ζήτημα καταγγέλονταν σαν «αριστερισμός». Στην Ελλάδα οι ηγεσίες της ρεφορμιστικής Αριστεράς χαράμισαν όλες τις ευκαιρίες για ανατροπές που δόθηκαν με αποκορύφωμα τα Ιουλιανά το 1965 αναζητώντας συμμαχίες με την Ένωση Κέντρου. Το πραξικόπημα βρήκε το ΚΚΕ και την ΕΔΑ να ετοιμάζονται για ένα ακόμη γύρο εκλογών στις 28 Μαΐου του 1967 που δεν έγιναν ποτέ. Στις 21 Απρίλη του 1967, η Αυγή ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει με κύριο άρθρο «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία»… Η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. 

Μεταπολίτευση 

Μετά το Πολυτεχνείο, τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς βάλθηκαν να σβήσουν το γεγονός ότι γι’ αυτά η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ένα «λάθος», διεκδικώντας μάλιστα τα «πρωτεία» της εξέγερσης. Αλλά η γραμμή τους παρέμεινε σταθερά η ίδια. Το 1974, το «Καραμανλής ή τανκς» του Μίκη Θεοδωράκη ήταν η ακραία έκφραση της γραμμής και των δύο ΚΚ που ζητούσε αυτοσυγκράτηση για τη «σταθεροποίηση» της δημοκρατίας. 

Στα εκρηκτικά χρόνια της Μεταπολίτευσης που ακολούθησαν με τη φόρα του Πολυτεχνείου και σημαδεύτηκαν από τεράστιους νικηφόρους εργατικούς αγώνες, ήταν το ΠΑΣΟΚ που κέρδισε το μεγαλύτερο μέρος της αγανάκτησης και της Αριστεράς υποσχόμενο την πραγματική «Αλλαγή». Το ΚΚΕ ξανά σιγόνταρε αυτές τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες με τη γραμμή «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ».

Και όταν μετά το 1985 η «αλλαγή» του Α. Παπανδρέου μετατράπηκε σε λιτότητα, σκάνδαλα και πολιτική υπέρ του κεφαλαίου, το ΚΚΕ και το ΚΚΕεσ. φτιάχνοντας τον «Συνασπισμό», πέρασαν το 1989 από τη γραμμή συνεργασίας με τα «προοδευτικά» κομμάτια στη συνεργασία και την συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία, τάχα για να φέρουν την «κάθαρση» από το ΠΑΣΟΚ. Αυτό που ακολούθησε ήταν η ήττα της Αριστεράς και η διάσπαση ανάμεσα στον Συνασπισμό και το ΚΚΕ.

Οι φοβεροί αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας το διάστημα 2010-15 έφεραν στα όρια της κατάρρευσης το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα με το ΠΑΣΟΚ σχεδόν να εξαφανίζεται και τη ΝΔ να πέφτει στο 18%. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε. Αλλά η γραμμή και το αποτέλεσμα του νέου εγχειρήματος ήταν μια από τα ίδια. Η συνεργασία με τον Ολάντ και τις «προοδευτικές» δυνάμεις της Ευρώπης από τη μια και η συνεργασία με τον Καμμένο από την άλλη, όχι μόνο τα μνημόνια δεν «έσκισαν», αλλά ήρθαν να εφαρμόσουν νέα, ποδοπατώντας τις ελπίδες του κόσμου και εξασφαλίζοντας τη «συνέχεια του κράτους» σε όλα τα επίπεδα. Μια στρατηγική που παρέμεινε σταθερή καθ’ όλο το διάστημα που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αντιπολίτευση για να καταλήξει τελικά στον Κασσελάκη.

Μέσα στο σημερινό εκρηκτικό μείγμα της διενθούς πολυκρίσης –πολέμου, φτώχειας, ακρίβειας, κλιματικής αλλαγής– το μήνυμα που έχει να δώσει το Πολυτεχνείο μισό αιώνα μετά, είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Η απαλλαγή από τους μητσοτάκηδες και την τάξη τους δεν θα έρθει περιμένοντας που θα καταλήξει το επόμενο παζάρι για τη δημιουργία μιας ακόμη «ρεαλιστικής εναλλακτικής» από τα πάνω. Θα έρθει ακολουθώντας το παράδειγμα του Πολυτεχνείου, τη στρατηγική της ανατροπής από τα κάτω με υποκείμενο την εργατική τάξη.

Δεν υπάρχει δρόμος κοινοβουλευτικός, ο δρόμος του Νοέμβρη επαναστατικός.

Χρονικό

Το 1972 τα Πανεπιστήμια είναι σε αναβρασμό. Την άνοιξη του 1972 πραγματοποιούνται οι πρώτες φοιτητικές διαδηλώσεις. Τον Νοέμβρη οργανώνονται εκλογές νοθείας στις σχολές όπου η χούντα εκλέγει τους δικούς της. Οι φοιτητές συγκροτούν και εκλέγουν Επιτροπές Αγώνα που οργανώνουν τη μάχη ενάντια στους διορισμένους «φοιτητικούς συλλόγους» της χούντας. Οι Επιτροπές Αγώνα γίνονται κέντρο δράσης και φυτώριο των ομάδων της επαναστατικής αριστεράς. 

Στις 21 Φλεβάρη του 1973 γίνεται η κατάληψη της Νομικής ενάντια στην επιστράτευση αγωνιστών από τις σχολές. Την επόμενη μέρα οι φοιτητές αποχωρούν μετά απο συμφωνία με τη Σύγκλητο. Ακολουθεί δεύτερη κατάληψη της Νομικής στις 20 Μάρτη. Η ταράτσα της Νομικής αντηχεί «κάτω η χούντα». Η αστυνομία εισβάλλει στη σχολή και ακολουθεί άγρια καταστολή. 

Ακολουθούν μια σειρά εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες το καλοκαίρι του 1973. Ανάμεσά τους οι εργάτες στον Τύπο, οι μεταλλωρύχοι στην Κασσάνδρα, οι οδηγοί στα τρόλεϊ, οι εμποροϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, οι αγρότες στα Μέγαρα. Στις 4 Νοέμβρη το μνημόσυνο του Γ.  Παπανδρέου συνοδεύεται από εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας.  

Την Τετάρτη 14 Νοέμβρη και ενώ εξελισσόταν συνέλευση στη Νομική μετά από μια πληροφορία ότι η αστυνομία χτυπάει φοιτητές στο Πολυτεχνείο., ένας συνδικαλιστής της Επαναστατικής Αριστεράς από τη Φυσικομαθηματική προτείνει να σταματήσει η συνέλευση και να γίνει πορεία προς το Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομία έξω από το κτίριο αλλά οι περισσότεροι καταφέρνουν να μπουν μέσα. 

Η κατάληψη ξεκινάει. Συγκροτείται προσωρινή Συντονιστική Επιτροπή. Φοιτητές αρχίζουν να συρρέουν στο Πολυτεχνείο ενώ η πρόταση που μπαίνει από ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού για «συντεταγμένη αποχώρηση» αποτυγχάνει. Οι καταλήψεις απλώνονται και στα πανεπιστήμια εκτός της Αθήνας. Η κατάληψη καλεί τον κόσμο σε ξεσηκωμό. Τα συνθήματα είναι «Κάτω η Χούντα», «έξω οι ΗΠΑ», «Κάτω το Κεφάλαιο», «Επανάσταση Λαέ», «Γενική Απεργία». Την επόμενη μέρα, 15 Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο φτάνουν εργαζόμενοι και νεολαία από όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Μέσα στο Πολυτεχνείο οργανώνεται Εργατική Συνέλευση που καλεί σε γενική απεργία. Η κατάληψη μαζικοποιείται κι άλλο. 

Στις 16 Νοέμβρη η περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο κατακλύζεται όλη τη μέρα από πολλές χιλιάδες κόσμο. Οικοδόμοι μπαίνουν οργανωμένα στην κατάληψη. Αγρότες από τα Μέγαρα φτάνουν με το πανό τους. Το Πολυτεχνείο έχει μετατραπεί σε κέντρο αγώνα. Η Χούντα φτάνει στα όριά της. Από το μεσημέρι ελεύθεροι σκοπευτές αρχίζουν να πυροβολούν κόσμο. Η αυτοσχέδια κλινική που έχει στηθεί μέσα στο κτίριο γεμίζει τραυματίες.

Μέχρι τη νύχτα, οι συγκεντρώσεις και τα οδοφράγματα έχουν απλωθεί σε όλη την Αθήνα, από την Αχαρνών ως τους Αμπελόκηπους. Η Χούντα πρέπει να πνίξει το Πολυτεχνείο για να σταματήσει την εξέγερση που συνοδεύεται από επιθέσεις σε υπουργεία και δημόσια κτίρια. Η αστυνομία δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους διαδηλωτές. Ειδικές δυνάμεις και τεθωρακισμένα κατευθύνονται προς το Πολυτεχνείο στις 12 τη νύχτα. Στις 3 το πρωί στις 17 Νοέμβρη ένα τανκ εισβάλει στην κεντρική πύλη. Η Χούντα έχει αποφασίσει να βάψει την εξέγερση στο αίμα. 

Το Πολυτεχνείο εκκενώνεται από τον στρατό. Αλλά οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με την αστυνομία και τα τανκς θα συνεχιστούν μέχρι και το βράδυ της 17ης Νοέμβρη. Οι νεκροί θα συνεχίσουν να πέφτουν όλη τη μέρα στους δρόμους της Αθήνας, οι περισσότεροι από αυτούς, όχι φοιτητές. Η φοιτητική διαμαρτυρία που έγινε εργατική εξέγερση καταστέλλεται βίαια. Αλλά έχει ήδη ανοίξει το δρόμο για την πτώση της χούντας.