Από το 1912 μέχρι το 1922 η ελληνική άρχουσα τάξη συμμετείχε σε όλες τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια όπως εξηγεί ο Κώστας Βλασόπουλος.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε από τα Βαλκάνια: η αφορμή του ήταν η δολοφονία του αυστριακού αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου από έξι Σερβο-Βόσνιους τον Ιούνιο του 1914 στο Σεράγεβο. Το ότι η ανάφλεξη ξεκίνησε από τα Βαλκάνια δεν ήταν καθόλου τυχαίο: η σύρραξη που ξεκίνησε το 1914 στην υπόλοιπη Ευρώπη, εδώ ήταν μέρος μιας ολόκληρης δεκαετίας πολέμων και συγκρούσεων που ξεκίνησε το 1912 με τους Βαλκανικούς Πολέμους και ολοκληρώθηκε μόλις το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στις αρχές του 20ού αιώνα το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, που είχε μπει σε μια βαθειά κρίση, καθώς ήταν ανίκανη πια οικονομικά και στρατιωτικά να αντιμετώπισει στα ίσα τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις, που εποφθαλμιούσαν τα εδάφη, τους πόρους και τη γεωστρατηγική της θέση. Για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα επιβίωνε σχετικά ανέπαφη, επειδή η διατήρηση της συντηρούσε τις ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στις αρχές του 20ού αιώνα απειλούσε να τινάξει στον αέρα αυτές τις εύθραυστες ισορροπίες.
Μια δεύτερη πηγή αστάθειας αποτελούσε το πολυεθνικό μωσαϊκό της αυτοκρατορίας. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μέσα από επαναστάσεις και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, μια σειρά από έθνη-κράτη είχαν αναδυθεί από τα Βαλκανικά εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: η Ελλάδα ήταν ανεξάρτητη από το 1830, ενώ σαν αποτέλεσμα του ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1877-8 είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων ήταν ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό γλωσσών, θρησκειών και εθνοτήτων. Το 1912 στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας κατοικούσαν 2.500.000 άνθρωποι: 900.000 μουσουλμάνοι, 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί, 360.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, 100.000 Βλάχοι και 70-90.000 Εβραίοι. Στην ανατολική και δυτική Θράκη οι μουσουλμάνοι έφταναν το 50%, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί πλησίαζαν το 40%, ενώ οι Βούλγαροι πλησίαζαν το 10%· στην Ήπειρο και την Αλβανία συνυπήρχαν ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι χριστιανοί, αλβανόφωνοι και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, καθολικοί αλλά και Εβραίοι.1
Αυτοί οι πληθυσμοί ζούσαν ανάμεικτοι για αιώνες, και προσδιορίζονταν κυρίως με βάση τη θρησκευτική ομάδα στην οποία ανήκαν. Από τα τέλη του 19ου αιώνα τα βαλκανικά κράτη συναγωνίζονταν για να προσεταιριστούν αυτούς τους πληθυσμούς: η Ελλάδα διεκδικούσε όσους ανήκαν στο Πατριαρχείο, είτε ήταν ελληνόφωνοι είτε σλαβόφωνοι, ενώ η Βουλγαρία διεκδικούσε όλους όσους ανήκαν στην Εξαρχία, είτε αυτοπροσδιορίζονταν ως Βούλγαροι είτε ως Μακεδόνες. Αυτοί οι ανταγωνισμοί δημιουργούσαν συγκρούσεις για τον προσεταιρισμό των πληθυσμών και την τρομοκράτηση ή και εκδίωξη των εθνικών αντιπάλων στις οθωμανικές επαρχίες· ταυτόχρονα, άνοιγαν την πόρτα στις πολεμικές συγκρούσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία για την κατάκτηση εδαφών.
Τράπεζες και εφοπλιστικό κεφάλαιο
Τέλος, η καπιταλιστική ανάπτυξη στα Βαλκάνια προκαλούσε μια τρίτη πηγή αστάθειας. Παρά τους μύθους περί Ψωροκώσταινας, η Ελλάδα του 1910 διέφερε ριζικά από την Ελλάδα του 1830. Δεν ήταν μόνο η ανάπτυξη της βιομηχανίας, που σημαδοτούσε η ίδρυση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων το 1907· χέρι-χέρι πήγαινε η επέκταση του εμπορικού κεφαλαίου, η μεγάλη αύξηση της εμπορικής ναυτιλίας, και η δημιουργία ισχυρών τραπεζικών ομίλων. Ταυτόχρονες εξελίξεις συνέβαιναν και μέσα στην τεράστια Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου οι έμποροι, τραπεζίτες και εφοπλιστές των Ελληνικών παροικιών αποκόμιζαν τεράστια κέρδη σε συνεργασία με κεφάλαια από την Ελλάδα και τη Δύση. Το 1904 η γαλλική BUP ανέθετε στην Τράπεζα Αθηνών την αντιπροσώπευσή της σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ ταυτόχρονα η Εθνική ίδρυε την Τράπεζα της Ανατολής σε συνεργασία με γαλλικά κεφάλαια. Για τους καπιταλιστές της Ελλάδας, και τους Έλληνες καπιταλιστές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως ο Ζάππας, ο Μπενάκης και ο Αβέρωφ, το ελληνικό κράτος, αλλά και η συμμαχία με διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν απαραίτητα για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα τους απέναντι στους ανταγωνιστές τους: το θωρηκτό Αβέρωφ, που επέτρεψε στην Ελλάδα να κερδίσει τους Βαλκανικούς πολέμους, ήταν έμπρακτη απόδειξη.2
Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, που ανέτρεψε το απολυταρχικό σουλτανικό καθεστώς και προσπάθησε να προχωρήσει σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για να ξεσπάσουν όλες αυτές οι συγκρούσεις. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρήκαν την αφορμή για να αρχίσουν να αποσπούν εδάφη από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ήδη το 1908 η Αυστρουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία, ενώ ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος του 1911-2 οδήγησε στην προσάρτηση της Λιβύης. Αυτό έδωσε το έναυσμα στα Βαλκανικά κράτη να συμμαχήσουν μεταξύ τους και να κηρύξουν τον Οκτώβριο του 1912 τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Α’΄Βαλκανικός πόλεμος έληξε τον Μάιο του 1913 με ολοκληρωτική ήττα των Οθωμανών, που έχαναν το σύνολο των Βαλκανικών επαρχιών, εκτός από ένα μικρό μέρος της ανατολικής Θράκης. Η επιτυχία οδηγούσε αναπόφευκτα στη σύγκρουση μεταξύ των βαλκανικών κρατών για τη μοιρασιά της πίτας: τον Ιούνιο του 1913 ξέσπαγε ο Β’΄Βαλκανικός πόλεμος ανάμεσα στη συμμαχία Ελλάδας και Σερβίας αφενός και στη Βουλγαρία αφετέρου, στην οποία επίσης επιτέθηκαν Ρουμανία και Τουρκία. Το αποτέλεσμα ήταν μια βαριά ήττα της Βουλγαρίας.
Η επίσημη ιστορία μας παρουσιάζει τους Βαλκανικούς πολέμους ως μια ένδοξη σελίδα εθνικής απελευθέρωσης· η πραγματικότητα ήταν ένα λουτρό αίματος, εθνικών εκκαθαρίσεων και κυνικών παζαριών. Οι απώλειες στα πεδία των μαχών ήταν μεγάλες: η τριήμερη μάχη του Κιλκίς μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας άφησε 15.000 νεκρούς και τραυματίες, σχεδόν το 15% των δυνάμεων των δύο πλευρών. Όταν οι στρατοί έμπαιναν στα κατεκτημένα εδάφη, το κάψιμο χωριών, οι βιασμοί και οι εκτέλεσεις ήταν καθημερινές πρακτικές, είτε ως αντίποινα, είτε για να εκκαθαριστεί μια περιοχή από μια ανεπιθύμητη εθνότητα. Γράφει ένας Έλληνας πεζικάριος μετά την κατάληψη μιας κωμόπολης στην Κορυτσά: «Σήμερον αντελήφθην όλη την αγριότηταν του πολέμου. Χανούμισσες και παιδιά έκλαιγαν. Κάτοικοι ετυφεκίζοντο σαν τρυγόνια. Τα σπίτια απ’ άκρον εις άκρον εκαίγοντο. Φρίκη!».3 Η «εθνική απελευθέρωση» δεν ήταν τίποτα άλλο από κυνικά παζάρια στις πλάτες εκατομμυρίων ανθρώπων: ενδεικτική είναι η αποδοχή από τη μεριά του Βενιζέλου της πρότασης της Αντάντ να παραχωρήσει στη Βουλγαρία την Καβάλα και τη δυτική Θράκη με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις σε βάρος της Τουρκίας στη Μικρασία.4 Οι ιμπεριαλιστές μοιράζανε εδάφη σαν καραμέλες για να κερδίσουν συμμάχους· για τους έλληνες καπιταλιστές, η απόκτηση της πλούσιας Σμύρνης ήταν κομβική, και η «προαιώνια ελληνικότητα της Μακεδονίας» πήγαινε περίπατο με ένα καλό παζάρι.
Η έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου τον Αύγουστο του 1914 άνοιξε τη δυνάτοτητα σε νικητές και χαμένους να ξαναμοιράσουν την πίτα. Εάν σήμερα οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσία προκάλεσαν μια ανελέητη σύγκρουση μεταξύ τμημάτων της άρχουσας τάξης στην Ουκρανία με τραγικές συνέπειες για τον ουκρανικό λαό, το 1914-1917 αποτέλεσε για την Ελλάδα μια αντίστοιχη περίπτωση, που είναι γνωστή ως Εθνικός Διχασμός. Η μια πλευρά της άρχουσας τάξης, που είχε επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, πίστευε ότι η συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διατηρήσει τα κέρδη των Βαλκανικών και να τα επαυξήσει. Η άλλη πλευρά, με επικεφαλής το βασιλιά Κωνσταντίνο, υποστήριζε ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Kαι οι δυο πλευρές ήταν αρπακτικές και πολεμοκάπηλες, αλλά διαφωνούσαν στη μέθοδο και τους χειρισμούς.
Ο “διχασμός”
Η σφοδρότητα της σύγκρουσης μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών οδήγησε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1916: για σχεδόν ένα χρόνο μέχρι την παραίτηση του Κωνσταντίνου τον Ιούνη του 1917 η χώρα είχε δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, με τους αντιβενιζελικούς να ελέγχουν τη νότια Ελλάδα, και τους βενιζελικούς να ελέγχουν τη βόρεια Ελλάδα και τα νησιά. Καμία πλευρά δεν είχε ενδοιασμούς να χρησιμοποιήσει τα πιο βάναυσα μέσα. Ο βασιλιάς υποχρέωσε σε παραίτηση τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Βενιζέλο δύο φορές μέσα στο 1915, ενώ το Νοέμβρη του 1916 αντιβενιζελικές παραστρατιωτικές ομάδες οργάνωσαν ένα λουτρό αίματος εναντίον των βενιζελικών στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Αντίστοιχα, οι βενιζελικοί χρησιμοποίησαν τις γαλλικές ξιφολόγχες για να καταλάβουν την εξουσία στη Θεσσαλονίκη, και υποστήριξαν το συμμαχικό ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας, που σήμαινε τεράστιες ελλείψεις τροφίμων και φρικτές κακουχίες για τον απλό λαό· και φυσικά αντίστοιχα πογκρόμ ακολούθησαν την κατάληψη της εξουσίας από τους βενιζελικούς τον Ιούνη του 1917.
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 οδήγησε στο διαμελισμό των ασιατικών επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε μια σειρά από προτεκτοράτα, που θα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και των συμμάχων τους για πρόσβαση σε σημαντικούς πόρους και έλεγχο σε εύρωστες οικονομικές περιοχές και γεωπολιτικά ισχυρές θέσεις. Η στρατηγική του Βενιζέλου ήταν ότι η συμμαχία με τους αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές θα επέτρεπε στους Έλληνες αστούς να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους· όπως παρατήρουσε ο Μεταξάς, «υπό τον μανδύα των βυζαντινών ηρώων, κρύπτομεν μπράβους της Αγγλίας».5 Στο πλαίσιο αυτής της συμμαχίας ο Βενιζέλος έστειλε το Φλεβάρη του 1919 δυο μεραρχίες του ελληνικού στρατού στην Ουκρανία για να συνδράμουν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση ενάντια στη Ρωσική επανάσταση.
Μικρασιατική εκστρατεία
Το αντάλλαγμα ήταν η περιοχή της Σμύρνης στα παράλια της Μικρασίας, η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά περιοχή της Τουρκίας. Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη το Μάιο του 1919 μετά από συμμαχική πρόσκληση, ενώ η συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 προέβλεπε την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα μετά από δημοψήφισμα. Σύμφωνα με τα επίσημα ελληνικά στοιχεία, στην περιοχή κατοικούσαν 468.909 Έλληνες, 473.984 Τούρκοι, και 69.204 άτομα άλλων εθνικοτήτων· οι Έλληνες δηλαδή ήταν μειοψηφία στην περιοχή, και μόνο η εθνοκάθαρση και η στρατιωτική κατοχή θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ελληνική κυριαρχία.6 Η ιμπεριαλιστική μοιρασιά των Οθωμανικών εδαφών και η εισβολή του ελληνικού στρατού οδήγησαν στη δημιουργία ενός τουρκικού αντισταστιακού κινήματος υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την τουρκική αντίσταση, ο ελληνικός στρατός δεν είχε άλλη επιλογή από την ολοένα μεγαλύτερη διείσδυση στα βάθη της Μικρασίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η συνέχιση ενός πολέμου χωρίς τελειωμό. Η αδιάκοπη πολεμική επιχείρηση που κρατούσε για χρόνια είχε φέρει εδαφικά κέρδη για τις κυβερνήσεις και οικονομικά κέρδη για τους αστούς, αλλά μόνο αμέτρητους νεκρούς και τραυματίες, πείνα και εξαθλίωση για τις κατώτερες τάξεις. Μετά τη συνθήκη των Σεβρών ο Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές, θεωρώντας ότι η νίκη του είναι σίγουρη. Έχει υπολογίσει όμως χωρίς τον ξενοδόχο, που είναι η μαζική αντιπολεμική διάθεση του κόσμου. Η αντιβενιζελική παράταξη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτή τη διάθεση, και κάνει την παύση του πολέμου κεντρικό προεκλογικό της σύνθημα. Το αποτέλεσμα είναι η συντριπτική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920. Το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου είχε πιστέψει ότι θα μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο ψηφίζοντας τους αντιβενιζελικούς: αλλά οι αυταπάτες θα διαψεύδονταν τραγικά από την νέα αντιβενιζελική κυβέρνηση, που όχι μόνο δεν σταμάτησε τον πόλεμο, αλλά αποφάσισε την περαιτέρω επέκταση του στα βάθη της Μικρασίας.
Οι εκλογές του 1920 σηματοδοτούσαν ωστόσο ότι για πρώτη φορά τα αστικά κόμματα βρίσκονταν αντιμέτωπα με μια οργανωμένη μαζική δύναμη στα αριστερά τους: το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) πήρε δεκάδες χιλιάδες ψήφους και συσπείρωνε στις τάξεις του τα πιο μαχητικά κομμάτια του εργατικού και αντιπολεμικού κινήματος. Αυτό το κίνημα δεν προέκυψε με παρθενογένεση, αλλά είχε τις ρίζες του στους αγώνες των προηγούμενων χρόνων. Το εργατικό κίνημα και οι σοσιαλιστικές ομάδες είχαν κάνει ορμητική εμφάνιση στις αρχές του 20ου αιώνα στα Βαλκάνια. Στη Βουλγαρία, τη Σερβία και τη Ρουμανία υπήρχαν ήδη πριν τους Βαλκανικούς πολέμους σοσιαλιστικά κόμματα που ήταν μέλη της Β΄Διεθνούς· στις Βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην Ελλάδα υπήρχαν σοσιαλιστικές ομάδες που ανέπτυσσαν κυρίως τοπική δράση, όπως η περίφημη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης.7 Η ένταση των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και των εθνικιστικών ανταγωνισμών έκανε καθαρό στους Βαλκάνιους σοσιαλιστές την ανάγκη κοινής δράσης ενάντια στον πόλεμο.
Όλες οι σοσιαλιστικές ομάδες συμφωνούσαν ότι η μόνη λύση για να αποφευχθεί η αιματοχυσία στο πολυεθνικό μωσαϊκό των Βαλκανίων ήταν μια Βαλκανική Ομοσπονδία. Το 1910 έγινε στο Βελιγράδι η Α’ Βαλκανική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, που τάχθηκε κατά των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και καλούσε υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και υπέρ μιας βαλκανικής ομοσπονδίας. Αυτό όμως άφηνε ανοικτό το πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος και με ποια μέσα. Μπορούσε να μετατραπεί η πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία σε Βαλκανική Ομοσπονδία με την οποία θα ενώνονταν τα ήδη υπάρχοντα Βαλκανικά κράτη; Ή έπρεπε οι σοσιαλιστές να στηρίξουν τα «δικά τους» βαλκανικά κράτη, βλέποντας τη σύγκρουση τους με την Οθωμανική αυτοκρατορία ως εθνικο-απελευθερωτικούς πολέμους; Μπορούσε να δημιουργηθεί Βαλκανική ομοσπονδία χωρίς σύγκρουση με τις επιμέρους αστικές τάξεις;
Ο Α’΄Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε ένα τρομερό χάσμα μέσα στα κόμματα της Β’΄Διεθνούς. Από τη μία υπήρχαν σοσιαλιστές που υποστήριζαν την εθνική προσπάθεια της δικής τους άρχουσας τάξης απέναντι στον «αντιδραστικό» αντίπαλο. Στην Ελλάδα οι σοσιαλιστικές ομάδες του Δρακούλη και του Γιαννιού, από τους πρωτεργάτες του σοσιαλιστικού κινήματος, τάχθηκαν στο πλευρό της Αντάντ ενάντια στον «απολυταρχικό μιλιταρισμό» του Γερμανού Κάιζερ· ο Γιαννιός μάλιστα έφτασε να συμμετάσχει στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας της Θεσσαλονίκης. Για τους σοσιαλιστές που ήταν κατά του πολέμου τα πράγματα ήταν δύσκολα. Η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης τάχθηκε κατά του πολέμου και υιοθέτησε το αντιπολεμικό πρόγραμμα της διεθνούς Διάσκεψης του Τσίμερβαλντ. Η γενική στάση ενάντια στον πόλεμο ήταν σημαντική, αλλά δεν έφτανε, ειδικά σε μια χώρα όπως στην Ελλάδα, όπου οι αντιβενιζελικοί είχαν επίσης ταχθεί υπέρ της ελληνικής ουδετερότητας. Η απόφαση της Φεντερασιόν να συμμετάσχει στις εκλογές του 1915 ως μέρος του ουδετερόφιλου αντιβενιζελικού συνασπισμού οδήγησε στην εκλογή δύο σοσιαλιστών βουλευτών, αλλά ταυτόχρονα υπότασσε την αριστερά στη σύγκρουση μεταξύ των δύο μερίδων της άρχουσας τάξης.8
Αντιπολεμικό κίνημα
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά ως συνέπεια τριών παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η αυθόρμητη αντίσταση στη συνεχιζόμενη πολεμική εκστρατεία. Για χιλιάδες φαντάρους που είχαν ζήσει χρόνια στα χαρακώματα, ή για τους νέους που έβλεπαν τα φέρετρα και τους ανάπηρους που επέστρεφαν στις πόλεις και τα χωρία τους από το μέτωπο, η λιποταξία πρόβαλλε ως μαζική λύση. Το 1922 υπήρχαν γύρω στις 90.000 λιποτάκτες, που κρύβονταν στα βουνά ή στις μεγάλες πόλεις. Η πολεμική μηχανή κατέρεε από τα μέσα· η φρίκη του πολέμου αποκάλυπτε τα παραμύθια της εθνικιστικής ιδεολογίας. Όπως παρατηρούσε ένας Έλληνας φαντάρος το Σεπτέμβρη του 1921, καθώς ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε το Σαγγάριο: «όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ (τον ελληνικό στρατό) το οποίο μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεως του, τα πραγματικά φώτα...του πολιτισμού».9
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η εμφάνιση ενός νέου εργατικού κινήματος. Οι κακουχίες του πολέμου, με τον τεράστιο πληθωρισμό και την έλλειψη αγαθών, έδιναν ώθηση σε δυναμικές διεκδικητικές απεργίες. Ταυτόχρονα, η χρόνια μαζική επιστράτευση είχε δημιουργήσει μεγάλες ανάγκες για εργατικά χέρια, κάτι που έδινε στους εργάτες αυτοπεποίθηση ότι μπορούσαν να κερδίσουν τα αιτήματα τους. Οι απεργίες έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με την «ανάγκη εθνικής ενότητας και θυσιών» που απαιτούσε η άρχουσα τάξη σε καιρό πολέμου. Ο τρίτος παράγοντας ήταν η έκρηξη της Ρωσικής επανάστασης το 1917, που ανέτρεψε τον Τσάρο και επέβαλλε την ειρήνη τερματίζοντας τον πόλεμο με τη Γερμανία. Η Ρωσική επάνασταση ήταν η ζωτική απόδειξη ότι οι εργάτες μπορούσαν να σταματήσουν τον πόλεμο. Οι ιδέες του διεθνισμού και της επαναστατικής ηττοπάθειας, που είχαν υποστηρίξει οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια του πολέμου, αποκτούσαν τώρα μαζικό ακροατήριο και διεθνή αίγλη και στην Ελλάδα: ομάδες όπως η Φεντερασιόν μετακινούνταν πιο αριστερά υιοθετώντας αυτές τις ιδέες.
Η ίδρυση του ΣΕΚΕ το Νοέμβρη του 1918 ήταν αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων, και ταυτόχρονα μια τεράστια ώθηση για το εργατικό και αντιπολεμικό κίνημα.10 Η ανακοίνωση του ΣΕΚΕ για τη συνθήκη των Σεβρών απεικονίζει ανάγλυφα τις διεθνιστικές και αντιπολεμικές ιδέες που έκανε σημαία του: «Η πατρίς...για την οποία μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμετάλλευσις των. Το μεγάλωμα της δια το οποίον πανηγυρίζουν είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεως των και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των...Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέρα αυτών».11 Χωρίς αυτές τις αρχές το ΣΕΚΕ δεν θα μπορούσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στις απεργίες όσο και στο αντιπολεμικό κίνημα. Για τους εργάτες που απεργούσαν σε συνθήκες πολέμου ενάντια στην ακρίβεια και την εξαθλίωση και τους φαντάρους στο μέτωπο η διαπίστωση ότι ο εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα ήταν ένα πολύτιμο πολιτικό εργαλείο.
Η κρατική καταστολή και η επιστράτευση των απεργών συνέδεαν την ταξική εκμετάλλευση με τη φρίκη του πολέμου. Τον Φλεβάρη του 1921 ξεσπάει η απεργία των σιδηροδρομικών με αιτήματα για αυξήσεις και τη διεκδίκηση του οχτάωρου. Η απάντηση της κυβέρνησης είναι η επιστράτευση των σιδηροδρομικών: εκατοντάδες απεργοί φορτώθηκαν στα καράβια και κατέληξαν στο μέτωπο της Μικρασίας. Το Νοέμβρη ξεσπά η απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκίνησης. Παρά το στρατιωτικό νόμο, η απεργία ξεκινά με καθολική επιτυχία, διακόπτοντας τις συγκοινωνίες και κόβοντας το φως ακόμα και στη Βουλή την ώρα που μίλαγε ο πρωθυπουργός. Η κατάληξη είναι η σύλληψη της ηγεσίας του σωματείου και δεκάδων άλλων απεργών, που παραπέμπονται στο στρατοδικείο και καταδικάζονται σε εξοντωτικές ποινές φυλάκισης.
Αλλά η καταστολή και η επιστράτευση των απεργών φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που περίμενε η κυβέρνηση: τη ριζοσπαστικοποίηση των φαντάρων στο μέτωπο. Οι φαντάροι οργάνωναν αντιπολεμικές ομάδες, έγραφαν χειρόγραφες εφημερίδες για αντιπολεμική προπαγάνδα, και διακινούσαν κομμουνιστικό υλικό. Μια σύγχρονη πηγή περιγράφει: «οι 300 σιδηροδρομικοί εις το μέτωπον, όχι μόνο έγιναν άριστοι σύνδεσμοι μεταξύ των ομάδων των κομμουνιστών εις το μέτωπον, όχι μόνο μετέφερον παντού προπαγανδιστικόν υλικόν, εφημερίδας, «μπροσούρες», αλλά και λιποτάκτας εβοήθουν πολλούς, και ταξίδια κομμουνιστικών στελεχών μεταξύ των μονάδων ή και της Σμύρνης, κρύπτοντες αυτά μέσα εις τα βαγόνια ή υπό στολάς σιδηροδρομικών υπαλλήλων, δια να εκφεύγουν τον έλεγχον των κατά τόπους φρουραρχείων. Έφθασε το πράγμα εις το σημείον, ώστε η Στρατιά Μικράς Ασίας να έχη εις τα χαρτιά της 60 χιλ. λιποτάκτας! Οι πλείστοι εξ αυτών είχαν σταλή ήδη εις την Ελλάδα με τα επίτακτα πλοία, όπου υπήρχον ναύται κομμουνισταί. Αλλά μεγάλας υπηρεσίας προσέφερεν εις τον Κομμουνισμόν ιδίως δια τη μεταφοράν του «Ριζοσπάστη», της «Κομμουνιστικής Επιθεωρήσεως» και των «μπροσουρών» το νοσοκομειακόν πλοίον «Έλση» μέσα εις το οπoίον υπηρέτουν εις ιατρός κομμουνιστής και μερικαί νοσοκόμαι κομμουνίστριαι. Τα στρώματα των κρεβατιών πάντοτε κάτι έκρυπτον».12
Το εκρηκτικό μείγμα της αδυναμίας του ελληνικού στρατού να επικρατήσει επί της τουρκικής αντίστασης στα βάθη της Μικρασίας, των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του διχασμού της άρχουσας τάξης, της αγανάκτησης με τον πόλεμο και του αντιπολεμικού κινήματος, των απεργιών και της κρίσης έσκασε τελικά τον Αύγουστο του 1922: το μέτωπο καταρρέει, και ο ελληνικός στρατός υποχωρεί άτακτα μπροστά στην αντεπίθεση των κεμαλικών δυνάμεων. Εκατοντάδες χιλιάδες έγιναν πρόσφυγες για να γλυτώσουν τη σφαγή. Η κατάρρευση του μετώπου ταρακούνησε συθέμελα το πολιτικό κατεστημένο: απέναντι στο χάος και τη λαϊκή κατακραυγή, χρειάστηκε ένα κίνημα από τους βενιζελικούς στρατιωτικούς το Σεπτέμβρη του 1922 για να ανατρέψει τη μοναρχία και να διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο για την άρχουσα τάξη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία αντικατέστησαν την εθνοκάθαρση μέσω του πολέμου με την πολιτική της μαζικής ανταλλαγής πληθυσμών, προκειμένου να αποκτήσουν την «επιθυμητή» εθνική ομοιογένεια. Εκατομμύρια πρόσφυγες ξεριζώθηκαν και αντιμετώπισαν τη φτώχεια και την ξενοφοβία στις νέες τους πατρίδες. Δεκάδες χιλιάδες νεκροί και ανάπηροι πλήρωσαν τους ιμπεριαλιστικούς και εθνικιστικούς ανταγωνισμούς με το αίμα τους. Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ένα τεράστιο μάθημα για το που οδηγούν οι κρατικοί ανταγωνισμοί και οι λυκοφιλίες με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο βωμό της υπεράσπισης των «εθνικών συμφερόντων». Αλλά η τραγική κατάληξη της δεκαετούς εξόρμησης του ελληνικού καπιταλισμού άφησε και μια άλλη διαφορετική παρακαταθήκη. Ο πόλεμος, η κρίση και η αντίσταση δημιούργησαν ένα νέο εργατικό κίνημα και μια νέα αριστερά, που η άρχουσα τάξη θα έβρισκε από εδώ και πέρα πάντα μπροστά της. Οι διεθνιστικές και αντιπολεμικές ιδέες μπόλιασαν από τότε αυτό το κίνημα και αποτελούν μια πολύτιμη κληρονομιά για τους αγώνες του σήμερα.
Σημειώσεις
1. Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση: η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922, Αθήνα, 2007, 25-30.
2. Χ. Χατζηιωσήφ, «Η μπελ επόκ του κεφαλαίου», στο: Ιστορία της Ελλάδος του 20ου αιώνα: όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Αθήνα, 2009, 223-57.
3. Παρατίθεται στο: Κωστόπουλος, ο.π., 42.
4. Γ. Γιαννουλόπουλος, Η ευγενής μας τύφλωσις, Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Mικρασιατική Kαταστροφή, Αθήνα, 1999, 240.
5. Παρατίθεται στο: Κωστόπουλος, ο.π., 95.
6. Κωστόπουλος, ο.π., 91-2.
7. Η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918: ζητήματα γύρω από τη δράση της, Αθήνα, 1989.
8. Γ. Β. Λεονταρίτης, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα, 1978, 69-83.
9. Παρατίθεται στο: Κωστόπουλος, ο.π., 112.
10. Λ. Μπόλαρης, Σ.Ε.Κ.Ε.: οι επαναστατικές ρίζες
της Αριστεράς στην Ελλάδα, Αθήνα, 2008.
11. Παρατίθεται στο Μπόλαρης, ο.π., 45-6.
12. Παρατίθεται στο Μπόλαρης, ο.π., 50-1.