Εδώ Πολυτεχνείο! Ο δρόμος του Νοέμβρη επαναστατικός
Μαρία Στύλλου, Πάνος Γκαργκάνας, Νίκος Λούντος, Λέανδρος Μπόλαρης
114 σελίδες, 8€
Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο -
Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973
Λεωνίδας Καλλιβρετάκης
312 σελίδες, 21€
Μαρξιστικό Θεμέλιο
Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε
Δημήτρης Παπαχρήστος
120 σελίδες, 11€
Εκδόσεις Τόπος
Πέρσι τον Ιούλη ο Συρίγος, τότε υφυπουργός Παιδείας της Ν∆, έβγαλε τη χολή της ∆εξιάς για το Πολυτεχνείο µιλώντας από το βήµα της βουλής περί «πολιτικής λειτουργίας του Πολυτεχνείου ως µύθου στα µεταπολιτευτικά χρόνια». ∆εν έριξε η εξέγερση τη χούντα, είπε, αλλά η «τραγωδία της Κύπρου». Οσο για τη «µυθολογία» εξαντλείται σε «εθιµικές πορείες» που καταλήγουν σε ταβέρνες µε παϊδάκια και αντάρτικα. Ένα χρόνο µετά, όµως, τον Νοέµβρη φέτος έσπευσε σε ένα άρθρο στην Καθηµερινή να µας ενηµερώσει ότι τον «εορτασµό του Πολυτεχνείου» τον καθιέρωσε πρώτη και καλύτερη η κυβέρνηση της Ν∆ το 1976.
Οσο κι αν λέει η άρχουσα τάξη ότι έχει ξεµπερδέψει µε την Αριστερά και τις «µυθολογίες» της, δεν τα καταφέρνει. Όπως υπογραµµίζει ο Π. Γκαργκάνας στον πρόλογο της έκδοσης του ΜΒ «Το Πολυτεχνείο είναι εδώ! Ο ∆ρόµος του Νοέµβρη επαναστατικός»: «Αυτοί που διαχειρίζονται δολοφονικά την πιο µεγάλη πολυκρίση του συστήµατος που σπέρνει φτώχεια, ρατσισµό και πόλεµο, προσπαθούν να µας πείσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Όµως, το Πολυτεχνείο µας θυµίζει ότι η κοινωνία αλλάζει µε εξεγέρσεις και επαναστάσεις, και στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσµο».
Τι έκανε την κατάληψη του Πολυτεχνείου, το µεσηµέρι της Τετάρτης 14 Νοέµβρη, µια εξέγερση που µας «µιλάει» πενήντα χρόνια µετά; Ένας βασικός λόγος είναι µαζική συµµετοχή των «έξω», λέει ο Λ. Καλλιβρετάκης στο βιβλίο «Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο-Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Νοέµβρη» (εκδ. Θεµέλιο). Όπως αναφέρει στο προλογικό του σηµείωµα:
«∆εκάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αρχικά γύρω από το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια ξεχύθηκαν στους δρόµους της Αθήνας, συγκρότησαν διαδηλώσεις απ’ άκρου σ’ άκρο της πόλης, ανηφόρισαν τη Σταδίου κατευθυνόµενοι στα ‘άγια των αγίων’ του καθεστώτος, την πλατεία Συντάγµατος, απέκλεισαν και πανικοβάλαν τη φρουρά του Υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως, έστησαν οδοφράγµατα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας για να εµποδίσουν τη διέλευση των τεθωρακισµένων, πνίγηκαν στα δακρυγόνα και ξυλοφορτώθηκαν αγρίως από την Αστυνοµία, στάθηκαν µπροστά στις κάνες, γιατί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα ‘παιδιά του Πολυτεχνείου’ µόνα µέσα στη νύχτα, και δεν έκαναν πίσω παρά µόνο όταν µετρούσαν πλέον στις τάξεις τους εκατοντάδες τραυµατίες και τους πρώτους νεκρούς. Πρόκειται γι’ αυτούς που τις επόµενες ηµέρες, και ενώ η εστία του Πολυτεχνείου έχει πλέον συντριβεί, εγκατέλειψαν τα σχολεία τους και τις δουλειές τους και διαδήλωναν ανάµεσα στα πυρά των αστυνοµικών, των ακροβολιστών και των τεθωρακισµένων, µετρώντας νέα –και περισσότερα– θύµατα».
Ο Λ. Καλλιβρετάκης ζωντανεύει αυτή την δράση των «έξω» σχεδόν ώρα την ώρα συνθέτοντας µε µαεστρία µαρτυρίες των «αφανών», ρεπορτάζ εφηµερίδων, αναφορές µπάτσων και στρατιωτικών. Είναι εντυπωσιακό, για παράδειγµα, να διαβάζει κανείς ότι και µόνο «η µόνιµη φρουρά του υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως», τότε στην οδό Μάρνη «κατανάλωσε τουλάχιστον 2.192 φυσίγγια από τα οποία 972 ήταν φυσίγγια τυφεκίων, 320 φυσίγγια υποπολυβόλων Thomson 500 φυσίγγια περιστρόφων διαµετρήµατος 32’’ και 400 φυσίγγια διαµετρήµατος 38’’» .
Ο ∆. Παπαχρήστος, εκφωνητής του ρ/σ της κατάληψης του Πολυτεχνείου στο «∆εν Αδειάζουµε να πεθάνουµε» (εκδ. Τόπος), καταθέτει βιωµατικές µαρτυρίες ενός από τους χαρακτήρες του βιβλίου για τη διάσταση της εξέγερσης:
«Εκείνη τη µέρα, την Κόκκινη Παρασκευή ήµουνα στην Πατησίων, απ’ έξω απ’ το Πολυτεχνείο. Μας κυνήγησαν οι µπάτσοι µέχρι την Οµόνοια. ∆εν µπορέσαµε να γυρίσουµε πίσω, κάποιοι τρέξανε στη Νοµαρχία που ήταν υπό κατάληψη. Είχαν έρθει κι οι αγρότες από τα Μέγαρα µε τα τρακτέρ. Άγνωστοι µεταξύ µας, γίναµε γνωστοί, κρατώντας µια πέτρα στο χέρι κι ένα σύνθηµα στο στόµα Ψωµί Παιδεία Ελευθερία. Κάτω η Χούντα. ∆εν περνάει ο φασισµός. Εργάτες, αγρότες και φοιτητές, κυρίαρχος λαός, Λαοκρατία, φωνάζαµε.. Οι σφαίρες δεν ήταν πλαστικές. Σκοτώνανε πυροβολούσαν οι ελεύθεροι σκοπευτές από το Ακροπόλ».
Οι φοιτητές και η νεολαία άναψαν την σπίθα της εξέγερσης που αγκάλιασε χιλιάδες εργάτες/τριες, άνοιξε το δρόµο για να βγει στο προσκήνιο η εργατική τάξη και να γκρεµίσουν τη χούντα. Αυτή η διαδικασία δεν ήταν µια «ελληνική ιδιαιτερότητα», αντίθετα ήταν το σήµα κατατεθέν του «παγκόσµιου Μάη του ‘68», του κύµατος των µαζικών κινηµάτων, των εξεγέρσεων και της αµφισβήτησης του καπιταλισµού σε ∆ύση και Ανατολή. Κι όπως αναφέρει ο Ν. Λούντος στο κείµενό του στην έκδοση του ΜΒ: «Το Πολυτεχνείο δεν ήταν ένα αποµονωµένο ελληνικό γεγονός. Βρέθηκε στην καρδιά ενός κύκλου αποσταθεροποίησης του παγκόσµιου καπιταλισµού και ριζοσπαστικοποίησης των εργατών και της νεολαίας».
Ο Λ. Καλλιβρετάκης θυµίζει για παράδειγµα το φθινόπωρο του 1970 τη «δυναµική εµφάνιση της νεολαίας» µε αφορµή την προβολή δυο κινηµατογραφικών ταινιών. «Η πρώτη προβλήθηκε στην Ελλάδα µε τον τίτλο Φράουλες και Αίµα και αναφέρεται στις φοιτητικές αναταραχές και διαδηλώσεις στα αµερικανικά πανεπιστήµια το 1968». Η χούντα την απαγόρευσε όταν χιλιάδες µαθητές και φοιτητές έσπευδαν να τη δουν. Πέντε µέρες µετά χιλιάδες συνέρρευσαν για να δουν ντοκιµαντέρ Γούντστοκ όπου στο άκουσµα του τραγουδιού Freedom από τον Richie Havens «όλη η αίθουσα σειόταν».
Το πλακάτ µε τη λέξη Ταϋλάνδη και τον αγκυλωτό σταυρό στην κρεµάλα στην πύλη του Πολυτεχνείου έχει απαθανατιστεί σε µια από τις γνωστές φωτογραφίες της εξέγερσης. Ο Λ. Καλλιβρετάκης µας θυµίζει ότι το σύνθηµα «Ταϋλάνδη» ακούστηκε πρώτη φορά στις συγκρούσεις των διαδηλωτών µε την αστυνοµία στο µνηµόσυνο του Γ. Παπανδρέου στις 8 Νοέµβρη, µια βδοµάδα πριν την εξέγερση. Ο Giles Ji Ungpakorn, µέλος της αδελφής οργάνωσης του ΣΕΚ στην Ταϋλάνδη, θυµίζει από τις σελίδες της έκδοσης του ΜΒ εκείνη την εξέγερση των φοιτητών και των εργατών που είχε ανατρέψει τη δικτατορία στη Ταϋλάνδη ένα µήνα πριν το Πολυτεχνείο:
«Η επιτυχία της µαζικής εξέγερσης ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία στις 14 Οκτώβρη 1973 συντάραξε την άρχουσα τάξη της Ταϋλάνδης συθέµελα. ∆εν ήταν προγραµµατισµένη και αυτοί που συµµετείχαν εµπνέονταν από πολλά και διαφορετικά ιδανικά για τη δηµοκρατία και την κοινωνία που διεκδικούσαν. Αλλά η άρχουσα τάξη δεν µπορούσε να σκοτώσει όλους αυτούς τους διαδηλωτές για να σώσει το καθεστώς της. ∆εν ήταν απλά µια φοιτητική εξέγερση µε αίτηµα ένα δηµοκρατικό σύνταγµα. Συµµετείχαν χιλιάδες απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης και ξέσπασε την ώρα που κορυφωνόταν ένα ανερχόµενο απεργιακό κύµα. Η επιτυχία του κινήµατος που ανάτρεψε τη χούντα έφερε µεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες. Εργάτες, αγρότες και φοιτητές άρχισαν να παλεύουν πέρα από τα όρια µιας κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. Μέσα στους δυο µήνες µετά την εξέγερση, η νέα κυβέρνηση των πολιτικών βρέθηκε αντιµέτωπη µε πάνω από 300 εργατικές απεργίες».
Το Πολυτεχνείο δεν θα υπήρχε χωρίς την αυθόρµητη κίνηση των φοιτητών και του κόσµου που το υπεράσπισε ουσιαστικά άοπλος. ∆εν θα υπήρχε χωρίς τη ριζοσπαστικοποίηση που είχε αρχίσει να τροφοδοτεί τις αναζητήσεις προς τα αριστερά και αναζωογονούσε το µαζικό κίνηµα. Τόσο ο Λ. Καλλιβρετάκης όσο και ο Ολ. ∆αφέρµος στο βιβλίο του «Μιλώ στα Παιδιά µου για τη Χούντα και το Πολυτεχνείο», δίνουν περιγραφές του µαζικού φοιτητικού κινήµατος που άρχισε να παίρνει φόρα το 1972, να φτάνει στις καταλήψεις της Νοµικής τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του ’73 και µετά στις µάχες που οδήγησαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Και δεν ήταν µόνο οι φοιτητές όπως εξηγεί η έκδοση του ΜΒ: «Υπήρχαν και άλλες δονήσεις που προειδοποιούσαν για τον σεισµό που πλησίαζε. Μια σειρά εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, µε οικονοµικά αιτήµατα, που για τη χούντα όµως αποτελούν πολιτική πρόκληση».
Όµως, για να γίνει το Πολυτεχνείο σηµείο συσπείρωσης και έκφρασης αυτής της δυναµικής χρειάστηκε οι δυνάµεις της επαναστατικής Αριστεράς που διαµορφωνόταν εκείνη την περίοδο να δώσουν µάχη για να κρατηθεί η κατάληψη και µάχη για τον πολιτικό προσανατολισµό της.
Τόσο το βιβλίο του Λ. Καλλιβρετάκη όσο και του ∆. Παπαχρήστου έχουν νύξεις για αυτή την αντιπαράθεση. Τα κείµενα που περιλαµβάνονται στην έκδοση του ΜΒ «Το Πολυτεχνείο είναι εδώ! Ο ∆ρόµος του Νοέµβρη Επαναστατικός!» είναι πράγµατι πολύτιµα από αυτή την άποψη. Γιατί εξηγούν τις διεργασίες που οδήγησαν στην χούντα του ’67, την κρίση της «επίσηµης» Αριστεράς που είχε χαραµίσει τη δυναµική του κινήµατος του ’60 και στάθηκε ανήµπορη µπροστά στο πραξικόπηµα και το πως αυτή η κρίση πυροδότησε τις διεργασίες για την εµφάνιση των οµάδων και οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτή η Αριστερά -κοµµάτι της και η ΟΣΕ η οργάνωση απ’ την οποία προέρχεται το ΣΕΚ- µπήκε µπροστά στο Πολυτεχνείο για κατά µέτωπο σύγκρουση µε τη χούντα ενώ τα κόµµατα της ρεφορµιστικής Αριστεράς (το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτ) το καθένα µε τον τρόπο του θεωρούσε την εξέγερση «παρέκκλιση» από την προσπάθειά τους να πλασαριστούν στις διαδικασίες για την οµαλή µετάβαση στο κοινοβουλευτική δηµοκρατία.
Όπως αναφέρει το κείµενο που περιγράφει την εξέγερση στην έκδοση του ΜΒ: «Η εξέγερση του Νοέµβρη ήταν αυθόρµητη –στην κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 14 Νοέµβρη οδήγησε η πρωτοβουλία της στιγµής φοιτητών της επαναστατικής αριστεράς σε σχολές που βρίσκονταν σε συνέλευση. Όµως, όπως έλεγε κι ο Λένιν, καθαρό αυθόρµητο δεν υπάρχει. Η κατάληψη που έγινε το κέντρο της εξέγερσης ήταν καταστάλαγµα των εµπειριών του µαχητικού φοιτητικού κινήµατος που είχε αναπτυχθεί τα δυο προηγούµενα χρόνια.
Χρειάστηκαν πολύ συνειδητές πολιτικές µάχες µέσα στο Πολυτεχνείο για να κρατηθεί η κατάληψη κι οι πλευρές που συγκρούστηκαν οργανωτικά και πολιτικά σε αυτές δεν έπεσαν από τον ουρανό στην Αθήνα εκείνου του Νοέµβρη».
Για παράδειγµα η εργατική συνέλευση που πραγµατοποιήθηκε µε πρωτοβουλία αγωνιστών της επαναστατικής Αριστεράς µέσα στο Πολυτεχνείο διακήρυσσε ότι: «Είναι αγώνας για το πέρασµα της εξουσίας στον εργαζόµενο λαό και όχι στους δηµαγωγούς που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται µε τα απατηλά περί ‘δηµοκρατίας’ συνθήµατά τους». Η συνέλευση πρότεινε τη συνέχιση της κατάληψης και τη δηµιουργία µικτών επιτροπών φοιτητών-εργατών για να «µεταφέρουν το µήνυµα του αγώνα» και «να προπαγανδίζουν το σύνθηµα της δηµιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς, µε σκοπό τη δηµιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασµα των εργαζόµενων σε οικονοµική και πολιτική απεργία». (Οι δυο διακηρύξεις της Εργατικής Συνέλευσης περιλαµβάνονται στο παράρτηµα της έκδοσης του ΜΒ)
«Η επιλογή Μεταρρύθµιση ή Επανάσταση µπήκε ζωντανά µέσα στο κίνηµα και στην πολιτική ζωή µε χειροπιαστούς όρους» όπως αναφέρει σε ένα σηµείο ο πρόλογος της έκδοσης του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου. Μπήκε χειροπιαστά στις µέρες του Νοέµβρη, στους θυελλώδεις αγώνες της Μεταπολίτευσης όταν η ρεφορµιστική Αριστερά έβαζε το δίληµµα «Καραµανλής ή τανκς» και η επαναστατική Αριστερά έλεγε ότι «δεν θα χαρίσουµε τις νίκες του κινήµατος στους Καραµανλήδες».
Γιατί όπως επισηµαίνει ένα κείµενο που περιλαµβάνεται στην έκδοση: «Η διαφορά ανάµεσα στην επαναστατική και την ρεφορµιστική αριστερά δεν έχει να κάνει µε διαφορά ταχύτητας, δηλαδή δεν είναι µια διάκριση ανάµεσα σε ‘ανυπόµονους’ ή ‘υπεραισιόδοξους’ από τη µια µεριά και “αργούς αλλά σταθερούς” από την άλλη. Είναι η διαφορά ανάµεσα σ’ αυτούς που έχουν εµπιστοσύνη στη δύναµη της εργατικής τάξης και του κινήµατος, και σ’ αυτούς που πάντα το υποβαθµίζουν σε δεύτερο ρόλο».
Σήµερα χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς αναζητούν το δρόµο για να πάµε τους αγώνες µας µπροστά. Χιλιάδες έχουν τις εµπειρίες για το πού οδηγεί µια στρατηγική η οποία µας λέει ότι δεν έχουµε τη δύναµη να φτάσουµε στη νικηφόρα σύγκρουση µε το σύστηµα της καταστροφής. Είναι καιρός να δυναµώσουµε την Αριστερά που έλεγε και λέει ότι «δεν υπάρχει δρόµος κοινοβουλευτικός ο δρόµος του Νοέµβρη επαναστατικός». Όπως αναφέρει η Μ. Στύλλου στο κείµενο µε τίτλο Η Κληρονοµιά της Αντίστασης στη Χούντα που περιλαµβάνεται στην έκδοση του ΜΒ: «Η κληρονοµιά που µας άφησε η αντίσταση στη Χούντα δεν είναι µόνο τα πολύτιµα πολιτικά διδάγµατα για τη φύση του αστικού κράτους και τα όρια του ρεφορµιστικού δρόµου. Είναι η αφετηρία για την επανεµφάνιση µιας αριστεράς επαναστατικής που παλεύει για την ανατροπή αυτού του συστήµατος. Αυτή η επαναστατική αριστερά που ξεκίνησε πριν από µισό αιώνα µπορεί να παίξει σηµαντικό ρόλο στις εξελίξεις σήµερα».