Άρθρο
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η γέννηση της επαναστατικής Αριστεράς

Στα χαρακώματα του Βερντέν.

Ο Α΄ Π.Π. έσπασε την Αριστερά σε δύο κομμάτια: στους υποστηρικτές του πολέμου με επικεφαλής την ηγεσία του SPD και στους επαναστάτες, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τη Ρόζα, τον Λίμπκνεχτ, όπως εξιστορεί ο Λέανδρος Μπόλαρης.

«Μπροστά στην απειλή ενός πολέμου, το καθήκον των εργατικών τάξεων και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων τους σε όσες χώρες εμπλέκονται είναι να κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια, συντονισμένα με το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο, για την αποτροπή του… Σε περίπτωση που θα ξεσπάσει ο πόλεμος, είναι καθήκον τους να παρέμβουν για το τερματισμό του το ταχύτερο δυνατόν, και με όλες τις δυνάμεις τους να αξιοποιήσουν την πολιτική και οικονομική κρίση που θα δημιουργήσει ο πόλεμος για να ξεσηκώσουν τους λαούς και να επισπεύσουν την πτώση από την εξουσία της τάξης των καπιταλιστών».

Αυτό ήταν το βασικό σημείο της απόφασης σχετικά με τον μιλιταρισμό του συνεδρίου της Σοσιαλιστικής (Δεύτερης) Διεθνούς το 1907 στην Στουτγάρδη της Γερμανίας.1 Ήταν μια θαυμάσια απόφαση, στην οποία ενσωματώθηκαν ομόφωνα οι προσθήκες του Λένιν και της Λούξεμπουργκ – δηλαδή της αριστερής, επαναστατικής πτέρυγας της Διεθνούς. Ίδιες ή παρόμοιες διατυπώσεις υιοθέτησαν και τα συνέδρια του 1910 στη Κοπεγχάγη και του 1912 στη Βασιλεία.

Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς

Όμως, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, αυτές και πάμπολλες παρόμοιες αποφάσεις και διακηρύξεις κατέληξαν στο καλάθι των αχρήστων. Στις 4 Αυγούστου η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD ψήφισε τις έκτακτες πολεμικές πιστώσεις. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπός του, ο μοναδικός ομιλητής στην συνεδρίαση, δήλωσε ότι «δεν θα αφήσουμε την πατρίδα στη μοίρα της σε μια τέτοια στιγμή» μέσα σε μια θύελλα χειροκροτημάτων από τους αστούς βουλευτές.

To κόμμα ήταν το διαμάντι της Δεύτερης Διεθνούς. Είχε περισσότερα από ένα εκατομμύριο μέλη, στη μεγάλη τους πλειοψηφία εργάτες, ένα τεράστιο δίκτυο μαζικών οργανώσεων, εκατοντάδες εφημερίδες και περιοδικά. Ήταν το κόμμα που περηφανευόταν για τα μαρξιστικά διαπιστευτήρια του: ο Καρλ Κάουτσκι, μαθητής του Μαρξ και του Ένγκελς, θεωρούταν διεθνώς ο «πάπας του μαρξισμού». Το κόμμα πρόβαλε τη διεθνιστική στάση του σε δύσκολες στιγμές: το 1870 οι ηγέτες του, ο Α. Μπέμπελ και ο Β. Λήμπνεχκτ είχαν απέχει από την ψηφοφορία για τις πολεμικές πιστώσεις στο Ράιχσταγκ, τη βουλή της Πρωσίας, όταν η Γαλλία είχε κηρύξει τον πόλεμο. Η φράση «Ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια δεκάρα γι’ αυτό το βρώμικο σύστημα» που είπε ο Μπέμπελ στη βουλή είχε χαραχτεί στη συλλογική μνήμη του κινήματος διεθνώς.

Την ίδια μέρα, οι Γάλλοι σοσιαλιστές βουλευτές ψήφιζαν τις πολεμικές πιστώσεις στο δικό τους κοινοβούλιο, εκεί δεν χρειάστηκε καν συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Δυο βδομάδες μετά, ηγετικά στελέχη τους έπαιρναν τη θέση τους στην κυβέρνηση του πολέμου. Το ίδιο έκαναν οι σοσιαλιστές στο Βέλγιο.

Η κάθε ηγεσία που τάχτηκε με τον πόλεμο πρόβαλε τις δικές της δικαιολογίες. Μια πρώτη κατηγορία ήταν αυτές που προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ο πόλεμος ήταν δίκαιος και προοδευτικός. Οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί υποστήριζαν ότι πρόκειται για ένα πόλεμο αμυντικό, ένα πόλεμο εθνικής αντίστασης ενάντια στην Τσαρική απολυταρχία. Τυχόν νίκη της Ρωσίας, έλεγαν, θα σήμαινε καταστροφή για όλες τις κατακτήσεις του γερμανικού προλεταριάτου. Ακόμα και αποσπάσματα από άρθρα του Ένγκελς είκοσι χρόνων πριν επιστρατεύονταν σε αυτή την προσπάθεια.

Οι Γάλλοι σοσιαλιστές ηγέτες πρόβαλαν κι αυτοί τον αμυντικό χαρακτήρα της πολεμικής προσπάθειας. Είναι ένας πόλεμος ενάντια στον γερμανικό μιλιταρισμό, έλεγαν, κι η απόδειξη είναι ότι ο γερμανικός στρατός επιτέθηκε πρώτος, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου. Στην Γαλλία οι αναφορές ήταν λιγότερο στον Μαρξ και περισσότερο στην παράδοση των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης, ενάμιση αιώνα πριν: η πατρίδα κι η δημοκρατία κινδυνεύουν κι οι πολίτες πρέπει να πάρουν τα όπλα και να σχηματίσουν τα τάγματα, όπως έλεγε κι ο εθνικός ύμνος.

Η πιο διαδεδομένη εικόνα για την έναρξη του πολέμου είναι τα ενθουσιώδη πλήθη που έβγαιναν στους δρόμους υπέρ του πολέμου και της πατρίδας – σε κάμποσες περιπτώσεις για να κυνηγήσουν Γερμανούς, Ρώσους ή άλλους «εχθρούς». Αυτή η εικόνα είναι μισή, δεν λέει όλη την αλήθεια. Το αίσθημα που κυριαρχούσε στους από κάτω ήτανε περισσότερο της στωικής αποδοχής του τετελεσμένου, ανάμικτο με αυτό που ένας ιστορικός έχει αποκαλέσει «αμυντικό πατριωτισμό».

Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το μήνα Ιούλη, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «υπνοβατούσαν» προς τον πόλεμο, στην Γερμανία, την Γαλλία, το Βέλγιο έγιναν μαζικότατες αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Στην Ρωσία ένα κύμα μαζικών απεργιών έφτασε στο σημείο οι εργάτες να υψώνουν ξανά οδοφράγματα στην Πετρούπολη και τη Μόσχα για πρώτη φορά από το 1905.

Όμως, η παράλυση και κατόπιν η προδοσία των σοσιαλιστικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών σήμαινε ότι η εργατική τάξη βρέθηκε δεμένη χειροπόδαρα για το σφαγείο. Όπως αναφέρει ο Πιέρ Μπρουέ, στο βιβλίο του για την Γερμανική Επανάσταση, οι εργάτες: «Πιέζονταν από δυο μεριές – από τα πάνω, από τις ηγεσίες τους που βρίσκονταν υπό την απειλή της κατάστασης πολιορκίας, και από τα κάτω, στη βάση, όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι σε ατομική βάση με το φύλλο πορείας της επιστράτευσης και την απειλή του στρατοδικείου, με οποιαδήποτε απεργία ή διαδήλωση να έχει απαγορευτεί τόσο από την κυβέρνηση όσο κι από το κόμμα και τα συνδικάτα».2

Το αντιπολεμικό στρατόπεδο

Τη μέρα που η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD ψήφιζε τις πολεμικές πιστώσεις, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έστειλε τηλεγραφήματα σε μερικές εκατοντάδες συντρόφους της καλώντας τους σε μια σύσκεψη για την οργάνωση της αντίστασης ενάντια στον πόλεμο και το ξεπούλημα της ηγεσίας. Μόνο η Κλάρα Τσέτκιν απάντησε αμέσως και θετικά. Ο Καρλ Λήμπνεχκτ είχε παλέψει στην κοινοβουλευτική ομάδα για την καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων. Όμως τελικά υπάκουσε στην πειθαρχία της («απουσίασε» την ώρα της ψηφοφορίας).3 Τον Δεκέμβρη του 1914 θα ψήφιζε ανοιχτά ενάντια στο νέο γύρο πολεμικών πιστώσεων και θα γινόταν το σύμβολο της αντιπολεμικής διεθνιστικής στάσης σε όλη την Ευρώπη.

Υπήρχαν κι άλλες τιμητικές εξαιρέσεις, όπως οι Σέρβοι σοσιαλιστές που ψήφισαν ενάντια στον πόλεμο με τον αυστριακό στρατό να βρίσκεται ουσιαστικά έξω από το Βελιγράδι. Στη σύγκρουση ανάμεσα στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων και τη Σερβία, το δίκιο το είχε η δεύτερη. Όμως οι Σέρβοι σοσιαλιστές επέμεναν ότι η εθνική απελευθέρωση δεν θα έρθει μέσα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τις εθνικιστικές εξορμήσεις και τις μηχανορραφίες των βαλκανικών κυβερνήσεων, αλλά από την ενωμένη πάλη των εργατών όλης της Βαλκανικής.

Οι Βούλγαροι σοσιαλιστές ήταν ένα άλλο κόμμα που κράτησε τέτοια στάση, μερικούς μήνες μετά όταν η Βουλγαρία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Στην Ρωσία, οι ομάδες των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων ψήφισαν κατά στη συνεδρίαση της Δούμα.

Μετά το αρχικό σοκ, το αντιπολεμικό στρατόπεδο στο σοσιαλιστικό κίνημα άρχισε να διαμορφώνεται και να αναζητάει πολιτική γραμμή και οργανωτική έκφραση. Εξακολουθούσε να είναι μια μικρή σχετικά μειοψηφία. Όμως, όσο ο πόλεμος συνεχιζόταν, διαψεύδοντας προβλέψεις για σύντομο τερματισμό του, τόσο άρχισε να δυναμώνει. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός: «Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο, υπό τις επικρατούσες συνθήκες, ήταν η ταχύτητα με την οποία επανεμφανίστηκε η σοσιαλιστική αριστερά».4

Τα ζητήματα που καλούταν να απαντήσει αυτό το στρατόπεδο ήταν μεγάλα και πιεστικά. Γιατί ξέσπασε ο πόλεμος; Ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του καπιταλισμού; Με ποια συνθήματα θα έπρεπε να πορευτούν οι σοσιαλιστές στην πάλη ενάντια στον πόλεμο; Τι οδήγησε το κόσμημα της Διεθνούς, το γερμανικό κόμμα, σε αυτή την άθλια συνθηκολόγηση και ποιο είναι το μέλλον για τη Σοσιαλιστική Διεθνή;

Τον Σεπτέμβρη του 1915, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, αυτά τα ζητήματα θα συζητιόταν λεπτομερώς στην Συνδιάσκεψη που έγινε στο Τσίμερβαλντ μια μικρή πόλη της ουδέτερης Ελβετίας. Την πρωτοβουλία γι’ αυτή την συνάντηση την πήραν τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Ελβετίας: οι χώρες τους δεν είχαν μπει στο πόλεμο και οι ηγεσίες τους στήριζαν αυτή την επιλογή.

Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ

Δυο δεκαετίες αργότερα ο Τρότσκι, που συμμετείχε στη συνδιάσκεψη, θυμόταν ότι: «Οι αντιπρόσωποι αστειεύονταν μεταξύ τους για το γεγονός ότι μισό αιώνα μετά την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς, όλοι οι διεθνιστές γέμιζαν το πολύ τέσσερις άμαξες». Πράγματι, στην Συνδιάσκεψη συμμετείχαν σαράντα περίπου αντιπρόσωποι και παρατηρητές από όλη την Ευρώπη.

Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων ανήκε σε αυτό που ονομάστηκε «Δεξιά του Τσίμερβαλντ». Οι θέσεις που υποστήριζαν δεν πήγαιναν πιο μακριά από εκκλήσεις για μια «δίκαιη ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις». Όσο για το μέλλον της Διεθνούς και των κομμάτων της, απέρριπταν κάθε είδους οργανωτική ρήξη. Ο κορμός αυτής της πλειοψηφίας ήταν οι αντιπρόσωποι που είχαν καταφτάσει από την Γερμανία και εκφράζανε τις απόψεις του «κέντρου» γύρω από τον Κάουτσκι.

Για τον «πάπα του μαρξισμού», ο πόλεμος ήταν μια παρέκβαση, ένα λοξοδρόμισμα από την «κανονική» πορεία του καπιταλισμού: τα τραστ και τα καρτέλ που είχαν αναπτυχθεί στην κάθε χώρα, υποστήριζε, δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο συμφέρον από τον πόλεμο. Αντίθετα, είχαν κάθε συμφέρον στο ειρηνικό μοίρασμα των αποικιών και των αγορών μεταξύ τους. «Το σύνθημα κάθε διορατικού καπιταλιστή πρέπει να είναι: Καπιταλιστές όλων των χωρών ενωθείτε!» υποστήριζε σε ένα άρθρο που έγραψε λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου.5 Συνεπώς, οι αντιπολεμικοί σοσιαλιστές θα έπρεπε να λειτουργήσουν σαν ομάδα πίεσης στα κόμματά τους για να υιοθετήσουν μια πολιτική που θα φέρει τη «δίκαιη ειρήνη».

Μια μικρότερη ομάδα δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει έτσι εύκολα άφεση αμαρτιών ούτε στον καπιταλισμό, ούτε στις ηγεσίες των σοσιαλιστικών κομμάτων. Ο Τρότσκι, που έγραψε το σχέδιο διακήρυξης της Συνδιάσκεψης ήταν ο πιο γνωστός εκπρόσωπος αυτής της ομάδας και στο κείμενό του υποστήριζε ότι βασικά καθήκοντα μιας πραγματικά αντιπολεμικής στάσης θα έπρεπε να είναι το σπάσιμο της κοινωνικής ειρήνης που είχαν συμπήξει παντού οι ηγεσίες, η καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων στα διάφορα κοινοβούλια. Η Δεύτερη Διεθνής είχε χρεοκοπήσει, υποστήριζε, αλλά το τι θα τη διαδεχόταν θα το καθόριζε η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος με σημαία το σύνθημα της ειρήνης.

Οι θέσεις του Λένιν

Όμως, το «σκάνδαλο» της Συνδιάσκεψης ήταν ο Λένιν κι η ομάδα γύρω από αυτόν, η «Αριστερά του Τσίμερβαλντ». Ήταν μια μικροσκοπική ομάδα: ο Λένιν κι ο Ζινόβιεφ εκ μέρους των μπολσεβίκων της Ρωσίας, ο Καρλ Ράντεκ, Πολωνοεβραίος με δράση στο σοσιαλιστικό κίνημα της Γερμανίας, ένας Λιθουανός, δυο σύντροφοι από την Σουηδία και ο Τζούλιους Μπόρχαρντ που εκπροσωπούσε μια μικρή ομάδα από την Γερμανία, τους Διεθνείς Σοσιαλιστές.6

Το «σκάνδαλο» ήταν οι θέσεις αυτού του ρεύματος, που είχαν διατυπώσει και γραπτά ο Λένιν κι ο Ζινόβιεφ σε μια μπροσούρα που μοιράστηκε στους αντιπροσώπους με τίτλο «Σοσιαλισμός και Πόλεμος». Σε αυτήν, οι δυο μπολσεβίκοι επαναλάμβαναν τις θέσεις που είχαν διατυπώσει με το ξέσπασμα του πολέμου σε μια σειρά άρθρα.

Η απάντηση στον πόλεμο δεν μπορεί να είναι οι εκκλήσεις για «δίκαιη ειρήνη» και «αφοπλισμό». Η απάντηση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι η προλεταριακή επανάσταση, και αυτό σημαίνει μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. Έχει σημασία να επισημάνουμε ότι ο Λένιν επιχειρηματολογούσε ότι η δυνατότητα για αυτή την προοπτική ενυπάρχει στις συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος:

«Τα αισθήματα των μαζών υπέρ της ειρήνης συχνά είναι έκφραση της διαμαρτυρίας που αρχίζει να εκδηλώνεται, του θυμού τους και της συνειδητοποίησης του αντιδραστικού χαρακτήρα του πολέμου. Το καθήκον των σοσιαλδημοκρατών είναι να αξιοποιήσουν αυτά τα αισθήματα. Θα συμμετέχουν σε κάθε κίνημα, σε κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας σ’ αυτή τη βάση. Όμως, δεν θα εξαπατήσουν τον κόσμο αποδεχόμενοι την ιδέα ότι η ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, χωρίς την εθνική καταπίεση, χωρίς λεηλασία, χωρίς τα σπέρματα νέων πολέμων ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τις μεγάλες δυνάμεις, είναι δυνατή χωρίς ένα επαναστατικό κίνημα… Όποιος επιθυμεί μια διαρκή και δημοκρατική ειρήνη, πρέπει να είναι υπέρ του εμφυλίου πολέμου ενάντια στις κυβερνήσεις και την αστική τάξη».

Κι ο Λένιν δεν μασούσε τα λόγια του. Όποιος έπαιρνε στα σοβαρά το σύνθημα της επαναστατικής ανατροπής της «δικιάς του» άρχουσας τάξης, πρέπει να είναι έτοιμος να καλωσορίσει την ήττα της «δικιάς του» κυβέρνησης στον πόλεμο. Αυτή η στάση, που ονομάστηκε «επαναστατικός ντεφαιτισμός» θα διαπερνούσε όλες τις πολεμικές του Λένιν στη διάρκεια του πολέμου. Γράφει στην συγκεκριμένη μπροσούρα:

«Μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της δικής της κυβέρνησης σε ένα αντιδραστικό πόλεμο, δεν μπορεί παρά να καταλαβαίνει ότι οι πολεμικές αναποδιές της διευκολύνουν την ανατροπή της».7

Για τον Λένιν αυτή η πολιτική γραμμή κατέληγε και σε συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με τη Δεύτερη Διεθνή και τα κόμματά της. Η προδοτική τους στάση απέναντι στον πόλεμο ήταν το αποκορύφωμα των οπορτουνιστικών τάσεων που δυνάμωναν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η χρεοκοπία τους ήταν οριστική. Οι επαναστάτες διεθνιστές έπρεπε να έρθουν σε οργανωτική ρήξη με αυτά τα κόμματα, να οικοδομήσουν τα δικά τους και μια «νέα, μαρξιστική Διεθνή», χωρίς να φοβηθούν να δουλέψουν στην παρανομία.

Η γραμμή του επαναστατικού ντεφετισμού και της οργανωτικής ρήξης με τα ρεφορμιστικά, «σοσιαλπατριωτικά» κόμματα, ήταν οι θέσεις που διαχώριζαν τον Λένιν και τους συντρόφους του από όλους τους υπόλοιπους επαναστάτες που ήταν αντίθετοι στον πόλεμο. Επιφανειακά, ήταν θέσεις «εξτρεμιστικές», που έμοιαζε να οδηγούν σε απομόνωση. Όμως, όπως επισημαίνει ο Τ. Κλιφ:

«Το πλεονέκτημα της θέσης του Λένιν ήταν ακριβώς ο ‘εξτρεμισμός’ που του καταλόγιζαν, η χαρακτηριστική του ικανότητα να ‘λυγίζει το ραβδί’ απ’ την πλευρά που χρειαζόταν κάθε φορά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναπτύσσοντας τη θέση ότι για κάθε σοσιαλιστή η ήττα της χώρας ‘του’ είναι το μικρότερο κακό, κατά κύριο λόγο στόχευε στη δημιουργία μιας καθαρής διάκρισης των επαναστατών από τους σοσιαλπατριώτες. Η τοποθέτησή του ήταν ξεκάθαρη, η γλώσσα του απλή. Δεν άφηνε καμιά δυνατότητα για παρερμηνείες και αμφιβολίες».8

Το μπολσεβίκικο κόμμα

Μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου το 1914 ο Λένιν είχε ως πρότυπο μαρξιστικής συνέπειας τον Καρλ Κάουτσκι. Το SPD εξακολουθούσε να είναι το «μοντέλο» πετυχημένου μαρξιστικού κόμματος, παρά τις κριτικές που μπορεί να έκανε, για παράδειγμα στις ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων. Άλλοι επαναστάτες είχαν διαπιστώσει πολύ νωρίτερα τον ρεφορμιστικό εκφυλισμό του γερμανικού κόμματος. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε κάνει αυτές τις διαπιστώσεις από το 1906 στο βιβλίο της για τη Μαζική Απεργία και είχε συγκρουστεί από το 1910 με τον Κάουτσκι για μια σειρά ζητήματα.9 Σε όλες αυτές τις κόντρες ο Λένιν είχε πάρει το μέρος του Κάουτσκι.

Αυτό που έδωσε στον Λένιν τη δυνατότητα να χαράξει την πιο ξεκάθαρη και συνεπή διεθνιστική γραμμή και να την κάνει πράξη, δηλαδή την οργανωτική ρήξη και διαχωρισμό από το ρεφορμισμό, ήταν η εμπειρία μιας δεκαετίας χτισίματος ενός επαναστατικού κόμματος στην Ρωσία. Αυτή η προσπάθεια πέρασε πολλές στροφές. Με το ξέσπασμα του πολέμου η καταστολή κατέστρεψε τα οργανωτικά δίκτυα των μπολσεβίκων και πισωγύρισε το κίνημα που είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Όμως, την στιγμή που κατέρρεε η Διεθνής και οι επαναστάτες σε όλη την Ευρώπη έπρεπε να ξεκινήσουν σχεδόν από την αρχή, ο Λένιν ήταν ο μόνος που μπορούσε να αναφερθεί σε ένα κόμμα με εμπειρία ανεξάρτητης παρέμβασης στους αγώνες.

Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου ο Λένιν έγραφε ότι οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες: «κηρύσσουν τον αστικό σοβινισμό με τον μανδύα του πατριωτισμού και της υπεράσπισης της πατρίδας, αγνοώντας ή απορρίπτοντας τη θεμελιώδη αλήθεια του σοσιαλισμού, που από καιρό έχει διακηρύξει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι οι εργάτες δεν έχουνε πατρίδα».10 Όταν έγραφε αυτές τις γραμμές βρισκόταν στην Βέρνη της Ελβετίας, προς το παρόν πλήρως αποκομμένος από την Ρωσία. Όμως, χιλιάδες εργάτες είχαν μπολιαστεί με τις επαναστατικές ιδέες, με το πνεύμα του ασυμβίβαστου διεθνισμού.

Αυτό ήταν το κλειδί για να ξεπεραστούν οι ταλαντεύσεις στην ηγεσία του κόμματος στο εσωτερικό της Ρωσίας απέναντι στη γραμμή του «επαναστατικού ντεφαιτισμού». Άλλωστε ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό οι μπολσεβίκοι ζούσαν σε μια αεροστεγή γυάλα απρόσβλητοι από τις πιέσεις που κομμάτιαζαν τη Διεθνή. Όμως, ήταν οι καλύτεροι προετοιμασμένοι να τις αντιμετωπίσουν. Από τις αρχές του 1915 η Επιτροπή Πετρούπολης αναδιοργανώθηκε και παρά τις αλλεπάλληλες εξαρθρώσεις συνέχισε να είναι το κέντρο της κομματικής δουλειάς, παρά τη τραγική έλλειψη οικονομικών πόρων και «διανοούμενων» – ακόμα και το γράψιμο μιας προκήρυξης ήταν Γολγοθάς. Κι όμως:

«Μεταξύ του τέλους του 1914 και της επανάστασης του Φλεβάρη 1917, κυκλοφόρησαν πάνω από 160 προκηρύξεις συνολικού τιράζ περίπου 500 χιλιάδων αντιτύπων. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο έβγαζαν πέντε προκηρύξεις το μήνα, σε ποσότητα πάνω από 16 χιλιάδες αντίτυπα τη φορά. Αυτό ήταν πραγματικό επίτευγμα».11

Κλειδί στην αναζωογόνηση του μπολσεβίκικου κόμματος ήταν η αναζωογόνηση του κινήματος στα εργοστάσια. Οι μπολσεβίκοι επηρεάζονταν από αυτό και το επηρέαζαν με την σειρά τους. Το 1916 ήταν η χρονιά που το εργατικό κίνημα πήρε φόρα και άρχισε να επηρεάζει τους φαντάρους που είχαν σιχαθεί τον πόλεμο. Εκείνη τη χρονιά απέργησαν συνολικά 280.943 εργάτες για πολιτικά αιτήματα και 221.136 για οικονομικά.12 Όσο ισχυρότερη παρουσία είχαν οι μπολσεβίκοι σε ένα εργοστάσιο, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα οι εργάτες/τριες του να κατέβουν σε απεργίες συμπαράστασης ή/και με πολιτικά αιτήματα.

Αριστερή στροφή

Τον Απρίλη του 1916 πραγματοποιήθηκε μια δεύτερη συνδιάσκεψη των αντιπολεμικών σοσιαλιστών, αυτή τη φορά στη κωμόπολη Κίενταλ, πάλι στην Ελβετία. Ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη στο Τσίμερβαλντ. Εκπροσωπούνταν πάνω-κάτω οι ίδιες ομάδες και κόμματα, και διαμορφώθηκαν τα ίδια ρεύματα. Αυτή τη φορά, όμως, το ρεύμα γύρω από τον Λένιν ήταν μεγαλύτερο κι η τελική απόφαση της Συνδιάσκεψης βρισκόταν πολύ κοντύτερα στις απόψεις της «Αριστεράς του Τσίμερβαλντ».

Το υπόβαθρο αυτής της μετατόπισης ήταν η εμφάνιση του αντιπολεμικού κινήματος στην εργατική τάξη. Την Πρωτομαγιά του 1916 έγιναν διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις της Ευρώπης ενάντια στις αυξανόμενες στερήσεις και βάσανα που φόρτωνε η «εθνική πολεμική προσπάθεια» στις πλάτες των εργατών και των εργατριών. Δέκα χιλιάδες συμμετείχαν στο Βερολίνο. Ο επιστρατευμένος Λήμπνεχκτ με τη στολή του φαντάρου μίλησε στην συγκέντρωση προβάλλοντας το σύνθημα «Κάτω ο Πόλεμος! Κάτω η Κυβέρνηση!». Διαδηλώσεις και μικρές απεργίες έγιναν σε πολλές πόλεις της Γερμανίας εκείνο το καλοκαίρι.

Η πίεση από τα κάτω έκανε πιο τολμηρό το «κέντρο» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με θεωρητικό εκπρόσωπο τον Κάουτσκι. Τον Δεκέμβρη του 1914 μόνο ο Λήμπνεχκτ είχε τολμήσει να καταψηφίσει τις πολεμικές δαπάνες στη βουλή. Ένα χρόνο μετά, 22 βουλευτές του SPD τις καταψήφισαν (και άλλοι τόσοι απείχαν). Τον Απρίλη του 1916 σχημάτισαν τη δικιά τους κοινοβουλευτική ομάδα και λίγους μήνες μετά το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Στην συγκρότηση του νέου κόμματος συμμετείχε κι η Ενωση του Σπάρτακου, με ηγέτες την Ρ. Λούξεμπουργκ και τον Κ. Λήμπνεχκτ, που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση των αντιπολεμικών διαδηλώσεων. Η οργάνωση είχε συγκροτηθεί το 1915. Το Μάη εκείνης της χρονιάς ο Κ. Λήμπνεχκτ είχε γράψει την προκήρυξη που πρόβαλε το σύνθημα «Ο κύριος εχθρός είναι στη δική μας χώρα» – το σύνθημα που επαινούσε ο Λένιν στην μπροσούρα «Σοσιαλισμός και Πόλεμος».

Η πρώτη διάσπαση της προπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας προς τα αριστερά σε μαζική κλίμακα ήταν πλέον γεγονός. Θα ακολουθούσαν και άλλες τέτοιες διασπάσεις: στη Σουηδία σχηματίστηκε ένα «αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα» με κέντρο τις οργανώσεις της νεολαίας που αντιπολιτεύονταν την ηγεσία. Στην Ολλανδία σχηματίστηκε ένα κόμμα από την συνένωση της διεθνιστικής αντιπολίτευσης του «επίσημου» SDAP και της πλειοψηφίας των «Τριμπουνιστών», μιας επαναστατικής οργάνωσης που είχε συγκροτηθεί σε κόμμα ήδη από το 1910.

Στη Γαλλία η επαναστατική αντιπολίτευση συνένωνε τα καλύτερα στοιχεία του σοσιαλιστικού κόμματος και των «αναρχοσυνδικαλιστών» της CGT, ενώ η επίσημη αντιπολίτευση γύρω από τον Λονγκέ (οι απόψεις της ήταν κοντά σε αυτές των Γερμανών του USPD) ήταν στο κατώφλι να πάρει την πλειοψηφία. Στην Ιταλία το PSI ήταν επίσημα με την «γραμμή του Τσίμερβαλντ» – και εκείνο το διάστημα η «αδιάλλακτη αριστερή φράξια» γύρω από τον Αμαντέο Μπορντίγκα δυνάμωνε σε όλα τις οργανώσεις του κόμματος.

Οι επαναστάτες

Η Αριστερά του Τσίμερβαλντ είχε δυναμώσει κι αυτή στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο συνδιασκέψεις. Ήταν μια διαδικασία με πολιτικά, θεωρητικά και οργανωτικά αποκρυσταλλώματα αλλά και αντιπαραθέσεις.

«Το κάλεσμα του Λένιν για την ‘μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο για τον σοσιαλισμό’ δεν έμεινε φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Βρήκε ανταπόκριση σε επαναστάτες μαρξιστές σε όλη την Ευρώπη, εκφράστηκε σε διάφορα φόρουμ, με διαφορετικές εμφάσεις αλλά δείχνοντας προς την ίδια κατεύθυνση. Η αριστερή αντιπολίτευση ήταν μικρή αλλά πολύ ζωντανή, με ευρεία διεθνή εκπροσώπηση και τα βασικά μια συγκροτημένης πολιτικής ανάλυσης. Οι μικροσκοπικές αριστερές ομάδες που γεννήθηκαν ανεξάρτητα η μια από την άλλη κατά την περίοδο της σύγχυσης, τελικά θα γίνονταν τα δομικά στοιχεία μιας σημαντικής διεθνιστικής εναλλακτικής».13

Οι θεωρητικές κατακτήσεις αυτής της διαδικασίας ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της επαναστατικής αριστεράς. Τα βιβλία του Μπουχάριν Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία (1915) και του Λένιν Ιμπεριαλισμός, Το ανώτερο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916) ήταν συνεισφορές σε αυτό το διάλογο και στον εξοπλισμό των αγωνιστών που επιχειρηματολογούσαν ότι ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος είναι δημιουργήματα του καπιταλισμού.

Τέτοια θεωρητικά ξεκαθαρίσματα είχαν άμεση και κρίσιμη πολιτική σημασία: στα τέλη του 1916 ο πρόεδρος Ουίλσον των ΗΠΑ είχε προσφερθεί να μεσολαβήσει ανάμεσα στους αντιμαχόμενους της Ευρώπης με βάση ένα «πρόγραμμα ειρήνης» γεμάτο με ωραία λόγια για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των εθνών. Λίγους μήνες μετά οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Όσοι από το αντιπολεμικό στρατόπεδο φλέρταραν με την «ρεαλιστική» προοπτική μιας ειρήνης που θα ερχόταν από τα πάνω, βρέθηκαν να είναι έμμεση προέκταση του ενός ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Η συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό οδηγούσε αναπόφευκτα στη συζήτηση για το κράτος. Το καλοκαίρι του 1916 ο Λένιν απέρριπτε τις απόψεις του Μπουχάριν για το σύγχρονο ιμπεριαλιστικό κράτος και την ανάγκη τσακίσματός του – όχι απλής κατάληψής του όπως έλεγε η προπολεμική σοσιαλδημοκρατία του Κάουτσκι. Μέχρι τις αρχές του 1917 είχε αλλάξει άποψη και είχε καταλήξει στα συμπεράσματα που θα έπαιρναν μορφή στο Κράτος και Επανάσταση που γράφτηκε τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1917.14

Το διεθνιστικό, επαναστατικό ρεύμα δεν ήταν «μονολιθικό» (όπως άλλωστε δεν ήταν το κόμμα των μπολσεβίκων). Το διέτρεχαν αντιπαραθέσεις, όπως πχ για το εθνικό ζήτημα ή για το αίτημα του «αφοπλισμού», που διεξάγονταν σε περιοδικά όπως το Vorbote (Προάγγελος) – το θεωρητικό περιοδικό της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ που κατάφερε να κυκλοφορήσει μόνο δυο τεύχη.

Ο Λένιν μπορεί να μην είχε ανακηρυχτεί «Πάπας του μαρξισμού» αλλά τα πολεμικά του κείμενα μεταφραζόταν, αντιγράφονταν και κυκλοφορούσαν –πολλές φορές με τεράστιους κόπους και κινδύνους – από την Γαλλία μέχρι τη Ρωσία. Το ίδιο ίσχυε για τις εφημερίδες, τα έντυπα και τα προγραμματικά κείμενα των Γερμανών επαναστατών – το 1916 το κείμενο της ομάδας του Σπάρτακου που έμεινε γνωστό σαν η «μπροσούρα του Γιούνιους» (συγγραφέας ήταν η Ρ. Λούξεμπουργκ) κυκλοφόρησε ευρέως και προκάλεσε μια έντονη συζήτηση και την αιχμηρή αλλά συντροφική κριτική του Λένιν.

Οι ιδέες δεν υπάρχουν ξέχωρα από τους ανθρώπους που τις εκφράζουν και παλεύουν γι’ αυτές. Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι είναι περισσότερο γνωστή σήμερα για τις πρωτοποριακές αναλύσεις της για την γυναικεία απελευθέρωση. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ανήκε ακόμα στο χώρο των μενσεβίκων, αλλά σύντομα πέρασε στη τροχιά των μπολσεβίκων και του Λένιν. Στα ημερολόγιά της έχει καταγράψει πόσο δύσκολο ήταν για την ίδια και πολλούς συντρόφους να αποδεχτούν τη θέση του Λένιν για την ανάγκη «μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο». Όμως, ήταν η Κολλοντάι που μετέφρασε τις «Θέσεις» που έγραψε ο Λένιν για τα «καθήκοντα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στον ευρωπαϊκό πόλεμο» (Αύγουστος 1914) και που οργάνωσε, μαζί με τον Α. Σλιάπνικοφ, τα δίκτυα που μετέφεραν τις μπολσεβίκικες προκηρύξεις και εφημερίδες στη Ρωσία, μέσω των ουδέτερων σκανδιναβικών χωρών. Οι «ταχυδρόμοι» ήταν μέλη της αριστεράς των σοσιαλιστικών κομμάτων της Σουηδίας και της Νορβηγίας – «ανώνυμοι» νεολαίοι, ψαράδες, εργάτες.15

Η Κολλοντάι είχε παίξει προπολεμικά σημαντικό ρόλο στο ρώσικο και διεθνές γυναικείο σοσιαλιστικό κίνημα. Από αυτή τη μεριά ήρθε η πρώτη διεθνής αντιπολεμική πρωτοβουλία, τον Μάρτη του 1915 – η 3η διεθνής συνάντηση των σοσιαλιστριών. Την πρωτοβουλία την είχαν πάρει οι συντρόφισσες της μπολσεβίκικης γυναικείας εφημερίδας Rabotnitsa (Εργάτρια). Από την Γερμανία συμμετείχε μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής την Κλάρα Τσέτκιν, τη στενή φίλη και συνεργάτιδα της Ρόζας. Η εφημερίδα που διεύθυνε ακόμα, η Gleichheit (Ισότητα) ήταν μέχρι το τέλος του 1915 η πιο γνωστή νόμιμη φωνή της αντιπολεμικής αριστεράς στη Γερμανία. Όπως θα γινόταν αργότερα στο Τσίμερβαλντ, οι μπολσεβίκες παρόλο που έπαιξαν ρόλο στην υλοποίηση της ιδέας, κράτησαν μια «εξτρεμιστική» στάση επιμένοντας να μπει σε ψηφοφορία το σχέδιο απόφασης που πρότειναν για «μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο».

Ο Καρλ Ράντεκ ανήκε στο πολωνικό κόμμα και μετά στην αριστερά της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας πριν τον πόλεμο. Η διαγραφή του το 1912 είχε προκαλέσει ένα διεθνές σκάνδαλο – ο Κ. Λήμπνεχκτ τον είχε υπερασπιστεί γιατί καταλάβαινε ότι η ηγεσία χτυπούσε τον Ράντεκ για να «βάλει στη θέση τους» τα αριστερά ρεύματα.

Παρόλο που θα ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με τον Λένιν, ο Ράντεκ ήταν ο δίαυλος επικοινωνίας του με την γερμανική επαναστατική αριστερά στη διάρκεια του πολέμου και ένας από τους πιο γνωστούς και ικανούς εκπροσώπους της «Αριστεράς του Τσίμερβαλντ». Το 1915, λίγο μετά την Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ ο Ράντεκ έγραφε εκ μέρους της αριστεράς: «Είμαστε οι εκπρόσωποι του τμήματος του διεθνούς προλεταριάτου που αρχίζει να αφυπνίζεται… κάθε μέρα που περνάει ο κύκλος μας θα μεγαλώνει, μέχρι που θα γίνει ένα μεγάλος, μάχιμος στρατός».16

Τον Μάη του 1919 ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής. Το ξεκίνημά της δεν ήταν εντυπωσιακό, αλλά μέσα σε ένα χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες εργάτριες και εργάτες σε όλον τον κόσμο θα συνέρρεαν κάτω από τα λάβαρά της, στα νέα επαναστατικά κόμματα που οργανώνονταν. Η ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης έπαιξε τεράστιο ρόλο σε αυτό. Χωρίς τους μπολσεβίκους του Λένιν (και του Τρότσκι πλέον) δεν θα υπήρχε ο νικηφόρος Οκτώβρης. Όμως, η Τρίτη Διεθνής δεν χρωστούσε τις επιτυχίες της απλά στη διάθεση «να το κάνουμε όπως οι Ρώσοι» που είχε απλωθεί σε όλη τη αιματοβαμμένη και εξαντλημένη Ευρώπη. Τα θεμέλιά της μπήκαν στις πολιτικές και θεωρητικές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις του 1914-1916 και τα οργανωτικά αποκρυσταλλώματά τους.

Σημειώσεις

1. Το κείμενο της απόφασης στ’ αγγλικά: https://www.marxists.org/history/international/social-democracy/1907/militarism.htm

2. Pierre Broué, The German Revolution 1917-1923, Haymarket Books 2006, σελ. 48.

3. Αντιρρήσεις εκφράσανε συνολικά 14 από τους 110 βουλευτές της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.

4. Nation, R. Craig (1989-10-12), War on War: Lenin, the Zimmerwald Left, and the Origins of Communist Internationalism, (Kindle Locations 626-627), Duke University Press, Kindle Edition.

5. Karl Kautsky, Imperialism and the War (September 1914): https://www.marxists.org/archive/kautsky/1914/09/war.htm

6. Τόνι Κλιφ, Λένιν, Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ 1914-1917, Τόμος Δεύτερος, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 32.

7. Τα αποσπάσματα από τη μπροσούρα προέρχονται από το αγγλικό κείμενο: http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1915/s+w/index.htm#ch01

8. Τ.Κλιφ, σελ.41-42.

9. Εκτός από την Ρ. Λούξεμπουργκ, τέτοιες μάχες είχαν δώσει κι άλλοι επαναστάτες, όπως ο Α. Πάνεκουκ, ο πρώτος που συγκρούστηκε με τον Κάουτσκι πάνω στο ζήτημα του κράτους και του κοινοβουλευτισμού. Ο Τρότσκι, με ενεργό δράση στο αυστριακό κόμμα είχε διατυπώσει ήδη από το 1906 την προφητική πρόβλεψη ότι η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να μετατραπεί σε

τροχοπέδη του εργατικού κινήματος.

10. The Tasks of Revolutionary Social-Democracy in the European War, http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1914/aug/x01.htm

11. Τ. Κλιφ, σελ. 57.

12. Τ. Κλιφ, σελ. 49.

13. Nation, R. Craig (Kindle Locations 1157-1162).

14. Για την πορεία που οδήγησε στο Κράτος και Επανάσταση βλέπε: Marian Sawer, “The Genesis of State and Revolution”, Socialist Register, 1977, http://socialistregister.com/index.php/srv/article/view/5415/2314#.U5DWmHL1xe8

15. Μια εικόνα γι’ αυτή τη δράση της Κολλοντάι στο βιβλίο: Cathy Porter, Alexandra Kollontai - A Biography, Merlin 2013, από το έβδομο μέχρι και το δέκατο κεφάλαιο.

16. Nation, R. Craig (Kindle Location 1845).