Άρθρο
Πέρα απ΄ το νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια

29 Ιούνη 2023. Το Pride στα Χανιά τσακίζει τους φασίστες.

Η πραγματική ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπων (όπως και των γυναικών) αποτελεί πεδίο όχι συναίνεσης αλλά σύγκρουσης με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, υποστηρίζει ο Κώστας Τορπουζίδης.
Και δείχνει τον δρόμο για να το κάνουμε πράξη.

 

Η ψήφιση του νόμου για την ισότητα στον γάμο και την τεκνοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί κατάκτηση όχι μόνο για το κίνημα ενάντια στην καταπίεση και τις σεξιστικές διακρίσεις, αλλά για όλους τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου μετά την εμβληματική αλλαγή του το 1983.

Η μεταρρύθμιση του 1983 εκδημοκράτισε την ετερόφυλη πυρηνική οικογένεια αναγνωρίζοντας ίσα νομικά, οικονομικά και κληρονομικά δικαιώματα στις γυναίκες. Ενάντιά της στάθηκε σύσσωμη τότε η δεξιά πολυκατοικία. ΝΔ, ακροδεξιά και εκκλησία αφόριζαν τον πολιτικό γάμο, χαρακτήριζαν παρακμή και έκλυση των ηθών την αποκαθήλωση του άνδρα από αρχηγό και επίσημο εκπρόσωπο της οικογένειας, την καθιέρωση του συναινετικού διαζυγίου και την κατάργηση της διάκρισης των «νόθων» –δηλαδή των εκτός γάμου– παιδιών και υμνούσαν τη μητρότητα και τα δικαιώματα του «αγέννητου παιδιού» ζητώντας την απαγόρευση των εκτρώσεων. 

Η μεταρρύθμιση του 1983 δεν έφερε αυτό που ευαγγελιζόταν, δηλαδή την «πλήρη εξίσωση της γυναίκας με τον άνδρα». Σαράντα χρόνια μετά, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ εργαζόμενων γυναικών και ανδρών και η παρενόχληση στους χώρους εργασίας αποτελούν δομικό φαινόμενο σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες που κατοχύρωσαν τη νομική ισότητα των γυναικών. Τα βάρη της ανατροφής των παιδιών παραμένουν κυρίως γένους θηλυκού και οι διάφορες μορφές ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών και των παιδιών και οι γυναικοκτονίες συνεχίζονται με κλιμακούμενη ένταση. Η θεολογική εξύμνηση των αξιών της παραδοσιακής οικογένειας και οι αβάσιμες θεωρίες περί «συμπληρωματικότητας» των δύο φύλων προσπερνάνε αυτήν την πραγματικότητα και αντικειμενικά συμβάλλουν στη συσκότιση των αιτιών της και στην δικαιολόγηση της. 

Όμως, η ισότιμη νομική θέση της γυναίκας στο γάμο και την οικογένεια και η εξίσωση όλων –και των εξώγαμων– παιδιών διαμόρφωσε τις κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες ώστε να κερδηθεί σήμερα η νομική αναγνώριση και της ομόφυλης μορφής της πυρηνικής οικογένειας σαν ένα περαιτέρω βήμα εκδημοκρατισμού της. Η Ελλάδα προστίθεται σήμερα στις σχεδόν 40 χώρες που έχουν αναγνωρίσει νομικά την ισότητα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αρχής γενομένης από την Ολλανδία, ήδη από το 2000. 

Το πραγματικό υπόβαθρο της σημερινής κατάκτησης είναι τα κινήματα που μετά το ’60 συγκρούστηκαν με την καταπίεση και το σεξισμό βάζοντας στο στόχαστρο της κριτικής τους τον θεσμό και την ιδεολογία της πυρηνικής ετερόφυλης οικογένειας, την κοινωνική και πολιτική ανισότητα των γυναικών, τον στιγματισμό της γυναικείας και ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας και τις διαδικασίες κοινωνικής κατασκευής των φύλων και των «συμπληρωματικών» ρόλων που καλούνται να επιτελέσουν. Αυτή η σύγκρουση επανήλθε με νέα ένταση και ιδεολογική αυτοπεποίθηση μέσα από τα αντικαπιταλιστικά και αντιπολεμικά κινήματα των αρχών του 2000 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η διεκδίκηση της κατοχύρωσης του γάμου ομόφυλων ζευγαριών μπήκε στην ατζέντα του ομοφυλοφιλικού κινήματος ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Διεκδικήθηκε σαν συνέχεια της από-ψυχιατρικοποίησης και της από-ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας, που κατακτήθηκαν στις δεκαετίες του ’70 και του ΄80. Μετά από έναν αιώνα στιγματισμού και σκληρών διώξεων, η ομοφυλοφιλία έπαψε να θεωρείται ψυχιατρικό νόσημα ή ποινικό αδίκημα σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και για πρώτη φορά διεκδικήθηκε σαν δικαίωμα/δυνατότητα όλων των ανθρώπων. 

Το αίτημα του ομόφυλου πολιτικού γάμου δεν προωθήθηκε από τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΕΕ, ΗΠΑ, Μεγ. Βρετανία). Το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήταν αυτά που για πρώτη φορά έθεσαν προς τα κράτη-μέλη του το ζήτημα νομικής κατοχύρωσης της συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών, με τις αποφάσεις του στα τέλη του ’90. Το αίτημα αυτό συνεχίζει να διχάζει τις κυρίαρχες τάξεις τους, παρά την τυπική του υιοθέτηση από τους νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 επιχειρούν να ενσωματώσουν τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος στην εξυπηρέτηση του συστήματος. Όπως εξηγεί ο Ένγκελς: «Για τη σύναψη συμβολαίων χρειάζονται άνθρωποι που να μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα τα άτομά τους, τις πράξεις τους και την ιδιοκτησία τους, που είναι ισότιμοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Και μια από τις κύριες δουλειές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι ακριβώς να δημιουργεί τους ‘ελεύθερους’ και ‘ίσους’ ανθρώπους».1 Επιχειρούν παράλληλα να εργαλειοποιήσουν τα όποια ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα έχουν αναγκαστεί να αναγνωρίσουν (όπως ακριβώς και τα δικαιώματα που με αγώνες κέρδισαν οι γυναίκες) σαν απόδειξη της δήθεν ανωτερότητας του «δυτικού πολιτισμού», ώστε να δικαιολογήσουν και να ενισχύσουν τον ισλαμοφοβικό ρατσισμό και τις ιμπεριαλιστικές τους εξορμήσεις. 

Ο εκδημοκρατισμός και η νέα –μη ετερόφυλη– μορφή της, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η πυρηνική οικογένεια αποτελεί οικονομική μονάδα αναπαραγωγής και συντήρησης των μελών της. Απ’ αυτήν την άποψη, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η παραδοσιακή ετερόφυλη οικογένεια θα συνεχίσει να είναι ηγεμονική κοινωνικά και ιδεολογικά, ως κατεξοχήν μονάδα τεκνοποίησης και ανατροφής των παιδιών με την απλήρωτη εργασία κατά κύριο λόγω των γυναικών. 

Όπως έγραφε η Μαρία Στύλλου σ’ αυτό το περιοδικό: «Η αντίληψη ότι ο προορισμός των γυναικών είναι να είναι μητέρες και να φροντίζουν τα παιδιά και την οικογένεια είναι βαθιά ριζωμένη στους θεσμούς, στην παράδοση και την κυρίαρχη ιδεολογία. Καθορίζει (και καθορίζεται από) όχι μόνο τις ιδέες και τις απόψεις που επικρατούν, αλλά τον ίδιο τον τρόπο που είναι οργανωμένη η κοινωνία. 

Είναι μια συστηματική προσπάθεια να πείθουν και τις ίδιες τις γυναίκες ότι αυτός είναι ο ρόλος τους, αλλά και όλους, γυναίκες και άνδρες ότι πρέπει να είναι αντίθετοι με τις εκτρώσεις, αντίθετοι με τις ελεύθερες σεξουαλικές επιλογές, εχθρικοί στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα και τους τρανς. Εκεί στηρίχθηκε η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, η αθώωση των αστυνομικών που συμμετείχαν στη δολοφονία, ο υπολογισμός ότι η πλειοψηφία θα δικαιολογήσει αυτή τη στάση».2

Ο νόμος της ΝΔ

Η ψήφιση του νόμου προκάλεσε δικαιολογημένη χαρά και αυτοπεποίθηση σε όλα τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα που για χρόνια είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την κακοποίηση και τις διακρίσεις. Δεν αφήνει όμως περιθώρια για ψευδαισθήσεις ότι η μάχη της ισότητας έχει κιόλας κερδηθεί. Και πολύ περισσότερο, ότι έχει κερδηθεί η μάχη ενάντια στη σεξιστική καταπίεση και τις διακρίσεις συνολικά.

Η ηγεσία της ΝΔ, μετά από τρία χρόνια κωλυσιεργίας –από το 2021 που συστήθηκε η επιτροπή για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα–, πρότεινε έναν νόμο, ο οποίος αν και περιλαμβάνει το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στην τεκνοθεσία, περιορίστηκε κατά τα άλλα στα όρια που έβαζε η ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος και υπήρξε εξαρχής απολογητική προς την εκκλησία, χωρίς καμιά διάθεση να υπερασπιστεί τις νέες μορφές συμβίωσης και οικογένειας. Αντιμετώπισε εντελώς φοβικά και απέφυγε να ρυθμίσει ζητήματα, όπως του τεκμήριου γονεϊκότητας στους ομόφυλους γάμους και της αλλαγής της ταυτότητας φύλου των γονέων. Αγνοήθηκαν αιτήματα, όπως η ισότητα στο γάμο και για τα μη-δυαδικά άτομα, που αρνούνται να ταυτιστούν με ένα από τα δύο φύλα. Η δε πυρηνική μορφή της οικογένειας με το ζευγάρι και τα παιδιά του θεωρήθηκε ως αυτονόητη, αποκλείοντας κάθε συζήτηση για την αναγνώριση της πολυπρόσωπης οικογενειακής συμβίωσης (πολυσυντροφικότητα).3

Ακόμη κι έτσι όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να στηριχθεί στη συναίνεση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης για να αποφύγει μια ανοιχτή πολιτική ήττα και προνόησε έγκαιρα να μην εξαρτήσει την κυβερνητική σταθερότητα από την ψήφιση του νομοσχεδίου, προτείνοντας στην ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος του διάφορες μορφές καταψήφισης… Ο νόμος ψηφίστηκε τελικά με πλειοψηφία 176 βουλευτών των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέας Αριστεράς και Πλεύσης Ελευθερίας, αλλά το 1/3 των κυβερνητικών βουλευτών, που ακολούθησε τη γραμμή και την επιχειρηματολογία της Εκκλησίας και της φασίζουσας και ναζιστικής δεξιάς, τσαλάκωσε το προφίλ της ΝΔ ως φιλελεύθερου κεντρώου κόμματος και υπερασπιστή των δικαιωμάτων. 

Από τη μεριά τους, η ακροδεξιά και οι φασίστες στη Βουλή μαζί με την Εκκλησία επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα, από το αίτημα δημοψηφίσματος και την επίκληση αντισυνταγματικότητας του νόμου μέχρι και το αίτημα για ονομαστική ψηφοφορία στη Βουλή με απειλές προς τους βουλευτές, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να περιοριστούν σε άμαζες «λαοσυνάξεις» και σε ολονυχτίες στις εκκλησιές, με επίκληση των ιερών γραφών και καταγγελία διεθνών σχεδίων για «κατά παραγγελία παιδιά που θα εκπαιδεύονται στην ομοφυλοφιλία». Δεν τους ενδιαφέρουν πραγματικά η ζωή και τα δικαιώματα των παιδιών, αλλά να διατηρήσουν τον ιδεολογικό έλεγχο πάνω στη νέα γενιά με θεολογικές (ή και ψυχαναλυτικού τύπου) δοξασίες για το αναντικατάστατο –δοσμένο από τον Θεό και τη φύση– δίδυμο ετεροφυλόφιλων γονέων και πάντα με διακριτούς τους ρόλους της γυναίκας-τροφού και του άνδρα κουβαλητή και προστάτη του σπιτιού. Οι ισχυρισμοί περί «διπολικότητας και φυσικής συμπληρωματικότητας των δύο φύλων» στην ουσία τους επιμένουν αστήριχτα να θεωρούν τις γυναίκες κατώτερες βιολογικά και κοινωνικά και την ομοφυλοφιλία ως αρρώστια και διαφθορά επικίνδυνη για τα παιδιά και όχι ως ποικιλία της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.

Η στάση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης από τα αριστερά της ΝΔ υπήρξε για άλλη μια φορά θλιβερή και εξοργιστική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τον πρώτο ανοιχτά και παντρεμένο ομοφυλόφιλο αρχηγό ξέχασε εντελώς την δική του πρόταση νόμου που υπόσχονταν ότι θα αντιμετώπιζε τα όρια της κυβερνητικής πρότασης. Περιορίστηκαν όλοι να πράξουν το ελάχιστο, να στηρίξουν δηλαδή –και μάλιστα με απώλειες– το κυβερνητικό νομοσχέδιο, αντί να απαιτήσουν και να επιβάλουν όλα τα αιτήματα του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος. Ήταν εφικτή και ρεαλιστική η σύνδεση της μάχης για την πλήρη ισότητα στον γάμο και την οικογένεια με τις καταλήψεις των φοιτητών για δημόσια δωρεάν Παιδεία για τη νέα γενιά, με τις απεργίες των νοσοκομείων για δημόσια Υγεία και φροντίδα για όλους, με τη μάχη των αγροτών για καλύτερο εισόδημα και φτηνά τρόφιμα, βάζοντας ανοιχτά ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης. Πολύ περισσότερο, δεν ανέδειξαν απέναντι στην ακροδεξιά και την Εκκλησία ότι η σύγκρουση με την σεξιστική ανισότητα και τις διακρίσεις αποτελεί στην ουσία του ταξικό ζήτημα δεμένο με το ρόλο της πυρηνικής οικογένειας στον καπιταλισμό, τον ρόλο της σαν οικονομική μονάδα αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και της νέας γενιάς με την απλήρωτη οικιακή εργασία των γυναικών. Η πραγματική ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπων (όπως και των γυναικών) αποτελεί πεδίο όχι συναίνεσης, αλλά σύγκρουσης με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά που καταστρέφει το κοινωνικό κράτος, ιδιωτικοποιεί όλα τα δημόσια αγαθά και εντείνει την καταστολή. 

Η καταψήφιση από τη μεριά του ΚΚΕ υπήρξε ακόμη χειρότερη, καθώς παρά την προσπάθεια του να διαχωριστεί από τις αντιδραστικές δυνάμεις του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», με την δεκασέλιδη απόφαση της ΚΕ του στις 26/1/2024 τους έδωσε επιχειρήματα με ακραία κοινωνιοβιολογικές αναλύσεις περί «αντικειμενικής αμφίπλευρης σχέσης μητρότητας-πατρότητας, που προκύπτει από τη συμπληρωματική λειτουργία άνδρα–γυναίκας στη διαδικασία της τεκνοποίησης», επιμένοντας στην «αντικειμενική βιολογική διαφορά ανδρών και γυναικών» ενάντια στις θεωρίες κοινωνικής κατασκευής του φύλου, εξαπολύοντας επίθεση στο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα και συνδέοντας τα αιτήματα του με τις επιδιώξεις των δυτικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και του κεφαλαίου να αποδομήσουν την κοινωνική ταξική συνείδηση και να χειραγωγήσουν τους ανθρώπους…

Η σύγκρουση με τη σεξιστική ανισότητα και τις διακρίσεις δεν περιορίζεται σε ζήτημα αναγνώρισης ατομικών δικαιωμάτων και φυσικά δεν αποτελεί ικανοποίηση κάποιων εγωϊστικών αντικοινωνικών επιθυμιών. Όπως και για τις γυναίκες, η αλληλεγγύη και η υποστήριξη της πλήρους ισότητας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, που η κυρίαρχη σεξιστική ιδεολογία καταδικάζει στον κοινωνικό αποκλεισμό, αποτελεί ζήτημα δημοκρατίας και ταυτόχρονα ζήτημα υπεράσπισης της ενότητας των κινημάτων ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση στον καπιταλισμό.

Για να χτίσουμε αυτήν την ενότητα και να παλέψουμε για πραγματική δημοκρατία όλων των καταπιεσμένων χωρίς αποκλεισμούς, χρειάζεται να απορρίψουμε επί της ουσίας τα επιχειρήματα που κυριάρχησαν ενάντια στην ισότητα στο γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών.

Οι αντιρρήσεις

Καταρχάς, χρειάζεται να απορρίψουμε ως απαράδεκτη και υποκριτική την προσπάθεια να συνδεθεί η αναγνώριση ισότιμων οικογενειακών δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών με την πλήρη εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος μέσω της παρένθετης μητρότητας. 

Το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας δεν αφορά ειδικά τους ομοφυλόφιλους άνδρες. Σε παγκόσμιο επίπεδο αναπτύσσεται μια ολόκληρη βιομηχανία με την «επιστράτευση» φτωχών γυναικών, τις οποίες μάλιστα κρατούν έγκλειστες ώστε να εξασφαλίσουν τη δόση του βρέφους στους υποψήφιους γονείς. Υπολογίζεται ότι η όλη διαδικασία κοστίζει στους τελευταίους περίπου 100.000 δολάρια. Η Ελλάδα έχει εισαγάγει ήδη από το 2002 τη δυνατότητα του «δανεισμού μήτρας» όπως λέγεται, αλλά πάντα με το γενετικό υλικό των δύο ετεροφυλόφιλων γονιών. Ακόμα πιο εξοργιστική είναι η υποκρισία όσων ξεχνάνε, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ότι ήταν αυτός που ως πρωθυπουργός πέρασε το ν.4272/2014. Με το νόμο αυτό επιτράπηκε ο αναπαραγωγικός τουρισμός δίνοντας το δικαίωμα και σε κατοίκους του εξωτερικού να έρθουν στη χώρα για «ενοικίαση μήτρας», κάνοντας την Ελλάδα μια από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης, μαζί με την Ουκρανία, που επιτρέπει κάτι τέτοιο!

Το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα δεν έχει κανένα λόγο να εναποθέσει στους μηχανισμούς της αγοράς το δικαίωμα των ανθρώπων του στη γονεϊκότητα. Χρειάζεται να οραματιστούμε τη δυνατότητα της παρένθετης μητρότητας, σαν συνειδητή πράξη αλτρουισμού στο πλαίσιο φιλικών ή συγγενικών σχέσεων εμπιστοσύνης και οικειότητας. Σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο η διεκδίκηση και προώθηση πιο συλλογικών-πολυπρόσωπων μορφών οργάνωσης της οικογενειακής ζωής πέρα από τα στενά όρια της πυρηνικής οικογένειας και το ξεπέρασμα της ιδιοκτησιακής αντίληψης πάνω στους απογόνους μας, θα καθιστούσε δυνατή μια μορφή παρένθετης μητρότητας κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των ανθρώπων με ιδιωτικές τεκνοθεσίες έξω από τα γρανάζια της αγοράς και τους κράτους.

Σίγουρα, αυτό που έχουμε άμεσα να εξασφαλίσουμε είναι η κοινωνική κατοχύρωση και αποδοχή της ισότητας στο δικαίωμα της τεκνοθεσίας ανεξάρτητα από σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου των γονέων, χωρίς έμμεσες διακρίσεις και γραφειοκρατικά προσκόμματα καθώς οι αιτήσεις τεκνοθεσίας από ετερόφυλα ζευγάρια για το 2023 ξεπέρασαν τις 2.500 με μόλις το ¼ από αυτές να ολοκληρώνεται.

Δεύτερη και πιο σοβαρή αντίρρηση αποτελεί η άποψη για τη «φυσική-βιολογική συμπληρωματικότητα των δύο βιολογικών φύλων αρσενικού-θηλυκού στην τεκνοποίηση», που καθορίζει την κοινωνική σχέση μητέρας-πατέρα και αποτελεί εντέλει κατάκτηση του ανθρώπινου είδους και κοινωνικό δικαίωμα των παιδιών. 

Πρόκειται για την «…διαδεδομένη αντίληψη ότι οι άνδρες και οι γυναίκες “αλληλοσυμπληρώνονται” στις διαφορές τους, ότι ο γάμος και η αναζήτηση του τέλειου συντρόφου απορρέουν από την εξελικτική μας ιστορία, και ότι η επιθετικότητα των ανδρών και η ανατροφή των παιδιών από τις γυναίκες είναι μέρος της όλης εξελικτικής μας σκευής»…, για «…την αντίληψη που μοιράζονται πολλοί εξελικτικοί ψυχολόγοι, όπως και η ιουδαϊκή, η χριστιανική και η μουσουλμανική θρησκεία και οι περισσότεροι άνθρωποι…, ότι ο δεσμός του ζεύγους άνδρα-γυναίκας (με τα παιδιά τους) είναι η φυσική, ή εξελικτικά διαμορφωμένη, μονάδα της ανθρώπινης οικογένειας, ότι ο γάμος είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, και ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας/μία σύντροφος για δεσμό για τον καθένα».4 

Οι υποστηριχτές της άποψης περί «αντικειμενικής συμπληρωματικότητας των δύο βιολογικών φύλων», πέρα από την πράξη της συνουσίας απέφυγαν κατά τα άλλα να προσδιορίσουν σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η συμπληρωματικότητα στην κοινωνική ζωή. Στην πραγματικότητα, πίσω από την θεωρία κρύβεται η άποψη της κατωτερότητας των γυναικών. Η κοινωνική κατασκευή της βιολογικής κατωτερότητας του γυναικείου φύλου, πέραν των «ευαγγελικών αποδείξεων» των διαφόρων θρησκειών, απέκτησε το 19ο αιώνα και «επιστημονική τεκμηρίωση». Όπως, σημειώνει η Γαβριέλλα Ευαγγελία Ασπράκη, στην ιστορική της μελέτη «Ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα»: «Ο άνδρας και η γυναίκα διαφοροποιούνται όχι μόνο από τη βιολογική τους δομή –ο άνδρας διαθέτει όρχεις, η γυναίκα ωοθήκες–, αλλά και από τη συναισθηματική τους συγκρότηση, τον τρόπο σκέψης, τις ιδιότητες του χαρακτήρα, τα διαφορετικά τους ενδιαφέροντα, το σύνολο της συμπεριφοράς τους. Η σεξολογική βιβλιογραφία αναπαράγει το βικτωριανό δίπολο, βασική αρχή του οποίου είναι η ταύτιση της γυναίκας με την παθητικότητα, του άνδρα με την ενεργητικότητα».5

Πάνω σ’ αυτή τη βασική αρχή στηρίχθηκαν και την αναπαρήγαγαν και οι κυρίαρχες ψυχαναλυτικές και ψυχιατρικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν τον 20ο αιώνα με κέντρο την ανάλυση του «οιδιπόδειου συμπλέγματος». Οι θεωρίες αυτές αποτέλεσαν αντανάκλαση και ταυτόχρονα ιδεολογική επένδυση των άνισων και καταπιεστικών σχέσεων των φύλων στα πλαίσια του μοντέλου της ετερόφυλης –πυρηνικής και μονογαμικής– οικογένειας. Του μοντέλου που κυριάρχησε τον τελευταίο 1,5 αιώνα σαν θεσμός φτηνής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης για τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό.

Η αλήθεια για την οικογένεια

Για να εξετάσουμε τη βασιμότητα του ισχυρισμού περί «αντικειμενικής συμπληρωματικότητας των φύλων» έχουμε να αξιοποιήσουμε τη θεωρία και την ιστορική εμπειρία του κινήματος ενάντια στον σεξισμό και της διακρίσεις. 

Πίσω στο μακρινό 1884, ο Ένγκελς στη μελέτη του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», αναλύει με ποιο τρόπο γεννήθηκε πριν 10.000 χρόνια, μαζί με την ατομική ιδιοκτησία και το κράτος, ο θεσμός της οικογένειας φτάνοντας μέχρι την πυρηνική μονογαμική οικογένεια του 19ου αιώνα. Και καταλήγει σε μια βασική διαπίστωση για να καταρρίψουμε τον ισχυρισμό περί αντικειμενικής βιολογικής διαφοράς και συμπληρωματικότητας των δύο φύλων, όπου δήθεν βασίστηκε ο θεσμός της πυρηνικής ετερόφυλης οικογένειας: «Η ανατροπή της μητριαρχίας (σημ. του «μητρικού δικαίου» σχετικά με την καταγωγή των παιδιών) ήταν η κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου. Ο άνδρας πήρε το πηδάλιο και στο σπίτι, η γυναίκα ταπεινώθηκε, υποδουλώθηκε, έγινε σκλάβα των ορέξεων του και απλό εργαλείο για την παραγωγή παιδιών. Την ταπεινωμένη αυτή θέση της γυναίκας, όπως προβάλλει ανοιχτά ιδίως στους έλληνες της ηρωικής και ακόμα περισσότερο της κλασικής εποχής, σιγά-σιγά την ωραιοποίησαν υποκριτικά και ακόμα πού και πού της δώσανε πιο απαλή μορφή, καθόλου όμως δεν την κατάργησαν». 

Ο Έγκελς συνδέει, έτσι, τη γέννηση και εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας, όχι με κάποια βιολογικά (συμπληρωματικά) χαρακτηριστικά των φύλων, αλλά με τον ταξικό διαχωρισμό των ανθρωπίνων κοινωνιών και την εμφάνιση των κρατών σαν μηχανισμών ελέγχου των κατώτερων τάξεων: «Γράψαμε μαζί με τον Μαρξ το 1846, ότι ‘ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα για τη παραγωγή των παιδιών’. Και σήμερα μπορώ να προσθέσω: η πρώτη ταξική αντίθεση που εμφανίζεται στην ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού του άνδρα και της γυναίκας στη μονογαμία, και η πρώτη ταξική καταπίεση με την καταπίεση του γυναικείου φύλου». 

Η σύγκριση αυτού που προηγήθηκε και αυτού που ακολούθησε την εμφάνιση και ανάπτυξη των ταξικών κοινωνιών, ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο ότι η ετερόφυλη, πυρηνική και μονογαμική οικογένεια στηρίχθηκε για αιώνες στην καταπίεση, τον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό των γυναικών και όχι στη δήθεν συμπληρωματικότητα των δύο φύλων: «Στο παλιό κομμουνιστικό νοικοκυριό, που περιλάμβανε πολλά ανδρόγυνα με τα παιδιά τους, η διεύθυνση του νοικοκυριού, που είχε ανατεθεί στις γυναίκες, ήταν εξίσου δημόσιο, κοινωνικά αναγκαίο λειτούργημα όπως κι η εξεύρεση μέσων διατροφής από τους άνδρες. Με την πατριαρχική οικογένεια, και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια άλλαξαν τα πράγματα. Η διοίκηση του νοικοκυριού έχασε το δημόσιο χαρακτήρας της. Έπαψε να ενδιαφέρει την κοινωνία. Έγινε ιδιωτική υπηρεσία. Η γυναίκα, παραμερισμένη από τη συμμετοχή της στην κοινωνική παραγωγή, έγινε η πρώτη υπηρέτρια. Μονάχα η μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας της άνοιξε ξανά το δρόμο προς την κοινωνική παραγωγή –και πάλι μόνο στην προλετάρισσα. Ωστόσο, όσο είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει τα καθήκοντα της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας, μένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγή και δεν μπορεί να κερδίζει τίποτα. Αν θέλει να πάρει μέρος στην κοινωνική εργασία και να βγάλει το ψωμί της ανεξάρτητα, δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τα οικογενειακά της καθήκοντα. Κι όπως στο εργοστάσιο, το ίδιο συμβαίνει στη γυναίκα σε όλους τους κλάδους δουλειάς ως την ιατρική και τη δικηγορική. Η νεότερη ξεχωριστή οικογένεια στηρίζεται πάνω στην ανοιχτή ή σκεπασμένη σπιτική σκλαβιά της γυναίκας, και η νεότερη κοινωνία είναι μια μάζα που τα μόρια της αποτελούνται μονάχα από ατομικές οικογένειες. Ο άνδρας, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρέπει σήμερα να είναι ο βιοπαλαιστής, ο τροφοδότης της οικογένειας, τουλάχιστον στις ιδιοκτήτριες τάξεις, και αυτό του δίνει μια κυριαρχική θέση, που δεν έχει ανάγκη από κανένα έκτακτο νομικό προνόμιο. Μέσα στην οικογένεια ο άνδρας είναι ο αστός, η γυναίκα εκπροσωπεί το προλεταριάτο».6 

Δίκαια, το κίνημα ενάντια στη σεξιστική καταπίεση, από τις απαρχές ακόμη των αγώνων των γυναικών, αμφισβήτησε ευθέως την «αλήθεια» της τάχα δοσμένης από τη φύση και τη βιολογία διαφοράς των δύο φύλων και ανέδειξε τις κοινωνικές αιτίες και τις πολιτισμικές διαδικασίες κατασκευής «της συμπληρωματικότητας των ρόλων τους»: «Το κοινωνικό φύλο δεν είναι απλώς ένα σύστημα κατηγοριοποίησης που βασίζεται στην αντιπαραβολή δύο ισότιμων αλλά αντίθετων όρων: συνιστά συγχρόνως και μια ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία η αρρενωπότητα υπερέχει της θηλυκότητας… συνδέονται άμεσα με το ισχύον κοινωνικό σύστημα, στο οποίο αναμένεται οι άνδρες να ασκούν εξουσία και οι γυναίκες παίζουν δευτερεύοντα, υποστηρικτικό ρόλο. Η αρρενωπότητα είναι ενεργητική, αποφασιστική, ορθολογική, ισχυρή και τολμηρή. Η θηλυκότητα είναι παθητική, υποτακτική, συναισθηματική, αδύναμη και χρήζει προστασίας. Τα χαρακτηριστικά που οι γυναίκες ενθαρρύνονται να αναπτύξουν είναι ακριβώς εκείνα που χρησιμοποιούνται για να δικαιολογηθεί η υποδεέστερη κοινωνικής τους θέση».7 

Και οι μύθοι για τα φύλα

Η θεωρία της «συμπληρωματικότητας των φύλων» και της βιολογικής κατωτερότητας των γυναικών γνωρίζουμε σήμερα, όχι μόνο ότι είναι κατασκεύασμα αιώνων ταξικού πολιτισμού, αλλά ότι δεν διαθέτει ούτε σοβαρή βιολογική βάση. Ο αμερικανός ανθρωπολόγος Agustin Fuentes αξιοποιώντας τις σύγχρονες ανθρωπολογικές, βιολογικές και γενετικές μελέτες μας δίνει στοιχεία και επιχειρήματα: «Διαφορετικοί πολιτισμοί διαφοροποιούν τα φύλα με διαφορετικούς τρόπους, αλλά ορισμένα πρότυπα είναι σχετικώς σταθερά. Οι άνδρες τείνουν να ελέγχουν τους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους, όχι διότι εξελίχτηκαν για αυτό ή διότι οι γυναίκες είναι λιγότερο ικανές σε αυτό, αλλά εξαιτίας των κοινωνικών και ιστορικών διαδρομών που ευνόησαν την πατριαρχία. Οι γυναίκες συνδέονται με την οικιακή σφαίρα και τα παιδιά εξαιτίας του γεγονότος ότι γεννούν και θηλάζουν, και όχι λόγω της ανικανότητας των ανδρών να φροντίζουν τα παιδιά. Δεν υπάρχει βιολογική επιταγή ότι μόνο οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά και μόνο οι άνδρες φροντίζουν για την πολιτική και την οικονομία. Στην πραγματικότητα, η συνεργασία μεταξύ των γονέων κι άλλων ατόμων στην ανατροφή των παιδιών είναι αυτή που επέτρεψε στους ανθρώπους να επιτύχουν ως είδος μέχρι σήμερα». 

Και συνεχίζει: «Ο μύθος της ανισογαμίας, ο μύθος ότι έχει εναποτεθεί ένα τεράστιο και ανυπέρβλητο φορτίο στους ώμους των γυναικών εξαιτίας του αναπαραγωγικού τους συστήματος και ότι αυτό το φορτίο δεν είναι ίδιο για τους άνδρες, είναι ισχυρός και οδηγεί πολλούς να πιστέψουν ότι η φύση των ανδρών και των γυναικών είναι διαφορετική εξαιτίας αυτού. Ο μύθος αυτός είναι ισχυρός διότι φαίνεται να ταιριάζει σε πολλές μορφές ζωής στον πλανήτη μας (πχ στα έντομα και σε μερικά θηλαστικά). Ωστόσο, σε πολλούς οργανισμούς, και ειδικά στους ανθρώπους, εξελίχθηκε ένα σύστημα που απαιτεί την εντατική συνεργασία μεταξύ αρσενικών και θηλυκών μελών –η κυοφορία, η γέννηση και ο θηλασμός αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της όλης αναπαραγωγικής και γονεϊκής προσπάθειας που μοιράζονται και τα δύο φύλα». 

«…..Πρόσφατη μελέτη της βιολογικής ανθρωπολόγου Sarah Hrdy και άλλων έδειξε επίσης ότι οι άνθρωποι υπήρξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεργατικοί αναπαραγωγείς. Σε μια πρώτη φάση της εξελικτικής μας ιστορίας, πολλά άτομα, (γυναίκες και άνδρες) συμμετείχαν στην ανατροφή και τη φροντίδα των παιδιών. Η ιδέα ότι είναι φυσικό μια γυναίκα να ανατρέφει τα παιδιά της μόνη της, ή μαζί με ένα μόνο άνδρα, είναι πράγματι πολύ πρόσφατη και δεν στηρίζεται βιολογικά». Και τέλος, «…..Σε πρόσφατη έρευνα, εξετάστηκαν τα επίπεδα προλακτίνης (σημ. ορμόνη ιδιαίτερα σημαντική για τη φροντίδα των βρεφών) και τεστοστερόνης μιας ομάδας ανδρών κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης τους με βρέφη. Παρότι υπήρχαν διακυμάνσεις στα αποτελέσματα, η τεστοστερόνη έτεινε να μειώνεται και η προλακτίνη να παραμένει σταθερή ή να αυξάνεται σε όσους άνδρες αλληλεπιδρούσαν με τα βρέφη τους, σε σχέση με εκείνους που δεν αλληλεπιδρούσαν».8 

Και εντέλει, στο ερώτημα εάν τα ομοφυλόφιλα άτομα και ειδικά οι άνδρες (αλλά και τα τρανς και τα μη δυαδικά άτομα) μπορούν να αναλάβουν γονεϊκές ευθύνες και να συμμετέχουν ισότιμα στην αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, η απάντηση είναι ξεκάθαρα θετική. Αρκεί, βέβαια, να θέλει κανείς να δει και να προχωρήσει πέρα από τα θέσφατα της παραδοσιακής οικογένειας και του σεξισμού, που αποτελούν θερμοκήπιο της έμφυλης βίας, των γυναικοκτονιών και της κακοποίησης των ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπων. 

Η Ρωσική Επανάσταση 

Δεν είναι απλά θεωρητική η κριτική στη σεξιστική ιδεολογία. Αποτελεί μέρος της ζωντανής εμπειρίας των μεγάλων κινημάτων απελευθέρωσης, από την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 μέχρι και τα κινήματα του Μάη του 1968. Η εργατική επανάσταση του 1917 στη Ρωσία έφτασε πιο βαθειά το νυστέρι για να κόψει τις ρίζες της καταπίεσης. «Ανέτρεψε όλο το νομοθετικό πλαίσιο σε σχέση και με τις γυναίκες, καταργώντας την πατριαρχική εξουσία που ίσχυε μέσα στην οικογένεια. Καθιέρωσε το αυτόματο διαζύγιο με τη θέληση οποιουδήποτε από τους συζύγους, αναγνώρισε το δικαίωμα των γυναικών να ελέγχουν το σώμα τους νομιμοποιώντας την ελεύθερη και δωρεάν έκτρωση, επέβαλε πλήρη εκπαιδευτική και εργασιακή ισότητα των δύο φύλων, κατάργησε όλες τις διακρίσεις σε βάρος των χωρίς γάμο μητέρων και των παιδιών τους. Αντιμετώπισε την πορνεία όχι σαν αδίκημα αλλά ζήτημα δημόσιας υγιεινής και ξεκίνησε πολιτικές για εναλλακτική επαγγελματική αποκατάσταση των γυναικών και των νεαρών ανδρών που εκδίδονταν. 

Απάλειψε στον νέο Ποινικό Κώδικα του 1922 όλες τις διατάξεις για το σοδομισμό, την αιμομιξία και την ηλικία συγκατάθεσης σε μια σεξουαλική πράξη. Η ηλικία σεξουαλικής ωριμότητας καθοριζόταν με εξέταση της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και με σύμφωνη ιατρική γνωμάτευση. Επίσης, αποποινικοποίησε άμεσα την ομοφυλοφιλία, η οποία μέχρι τότε διώκονταν με εξορία και καταναγκαστική εργασία στη Σιβηρία. Αναγνώρισε τους πρώτους γάμους ατόμων του ίδιου φύλου και μέσα στη δεκαετία του 1920 υπήρξαν εγχειρήματα αλλαγής φύλου καθώς είχαν προχωρήσει οι επαφές και η συνεργασία με το Ινστιτούτο Σεξουαλικής Έρευνας του Μάγκνους Χίρσφελντ (Magnus Hirschfeld) στο Βερολίνο, το οποίο ζούσε κι αυτό τη δική του “άνοιξη σεξουαλικής ελευθερίας” μετά την επανάσταση του 1918 και την ανατροπή του Κάιζερ.

Ταυτόχρονα, προώθησε όλες τις πρωτοβουλίες και προσπάθειες για μια ριζοσπαστική κοινωνικοποίηση του ατομικού νοικοκυριού: από τα κοινόβια μέχρι την οργάνωση κοινωνικών υπηρεσιών σχετικά με τις οικιακές εργασίες (δημόσια εστιατόρια και πλυντήρια), δημόσιας περίθαλψης και φροντίδας των ηλικιωμένων, παιδικών σταθμών και νηπιαγωγείων για τη φροντίδα των παιδιών. Ο στόχος ήταν να απαλλαγεί η γυναίκα από τα βάρη και την απομόνωση του νοικοκυριού και να κατακτήσει μια ανεξάρτητη και ισότιμη θέση στην εκπαίδευση, την εργασία και την κοινωνία, την πολιτική».9 

Αυτή είναι η προοπτική που μπορεί να ενώνει την εργατική τάξη και τη νεολαία πέρα από τις σεξιστικές διακρίσεις, ώστε να μπορέσουμε να τσακίσουμε την ακροδεξιά αντίδραση και τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στη ζωή μας και να μοιραστούμε ισότιμα τη χαρά του μεγαλώματος και της ανατροφής των παιδιών ανεξάρτητα από σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου των γονιών. 

 

Σημειώσεις

1. Φρίντριχ Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και τους κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2022, σελ. 96

2. Μαρία Στύλλου, Γυναίκες - Η διαλεκτική της απελευθέρωσης, Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Νο 153, Ιούλης-Αύγουστος 2022

3. Βλ. αναλυτική κριτική του νομοσχεδίου σε, Λένα Βερδέ, Καθήκον της αντιπολίτευσης δεν είναι να «δένει τα κορδόνια της ΝΔ» στη Βουλή, εφ. Εργατική Αλληλεγγύη, Νο1609, 14/2/2024

4. Agustin Fuentes, Φυλή, μονογαμία και άλλα ψέματα που σας λένε, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2019, σελ. 228 και σελ. 266

5. Γαβριέλλα Ευαγγελία Ασπράκη, Ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 123

6. Φρίντριχ Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, σελ. 59, 68, 76-77

7. Ντέπορα Κάμερον, «Φεμινισμός, παρελθόν και παρόν ενός κινήματος», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020, σελ. 106

8. Agustin Fuentes, Φυλή, μονογαμία και άλλα ψέματα που σας λένε, σελ. 289, 288, 242, 248

9. Κώστας Τορπουζίδης, Ομοφυλοφιλία, σεξουαλικότητα και η πάλη για την απελευθέρωση, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2023, σελ. 98-99