Η αλλαγή της κοινωνίας με νικηφόρες εργατικές επαναστάσεις δεν είναι ουτoπία.
Αυτό μας δείχνει η ζωή, η δράση και η σκέψη του Λένιν, τονίζει ο Πάνος Γκαργκάνας.
Η επέτειος των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Λένιν τιμήθηκε μέσα σε συνθήκες αναβρασμού στην Αριστερά. Την ώρα που μαζικά κινήματα εργατών, φοιτητών και αγροτών βγαίνουν στους δρόμους, ο ΣΥΡΙΖΑ βυθίζεται στην κρίση και η συζήτηση και αναζήτηση για εναλλακτική προς τα αριστερά αγκαλιάζει μαζικά ακροατήρια. Επόμενο ήταν να υπάρξουν άρθρα και αφιερώματα σε όλο το φάσμα της Αριστεράς και όχι μόνο. Η συγκυρία είναι τέτοια που ακόμα και η Καθημερινή πρόσφερε έναν τόμο με κείμενα για τον Λένιν μαζί με την κυριακάτικη έκδοσή της.
Επανέρχονται μέσα από όλη αυτή την «επετειακή» δραστηριότητα όλα τα ζητήματα που δεν είναι καθόλου επετειακά. Τι έχει να διδαχτεί η Αριστερά σήμερα από τη ζωή και τη δράση του Λένιν; Πώς απαντάμε στις επιθέσεις εναντίον του, που αρχίζουν από τον ισχυρισμό ότι μετέτρεψε την επανάσταση του 1917 σε πραξικόπημα και φτάνουν να του χρεώνουν την επικράτηση του σταλινισμού, ακόμα και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ;
Είναι αναγκαίο να αναδείξουμε τις επαναστατικές ιδέες του Λένιν τινάζοντας τη λάσπη που προσπαθούν να του φορτώσουν και προβάλλοντας την επικαιρότητα της πολύτιμης κληρονομιάς του. Ένα πρώτο στοιχείο είναι η συμβολή του Λένιν στην κατανόηση του σύγχρονου κόσμου, στην τάση του καπιταλισμού να προκαλεί καταστροφές, κρίσεις και πολέμους αλλά και επαναστάσεις. Δεύτερο στοιχείο είναι η ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ηγετική δύναμη για την αλλαγή της κοινωνίας, την ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Τρίτο, η συγκρότηση της επαναστατικής αριστεράς σαν κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας που αξιοποιεί τη δύναμη της τάξης ώστε να φτάσει να παίξει τον ιστορικό ρόλο της. Και τέλος, η διεθνής διάσταση όλων αυτών των προσπαθειών, καθώς η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν μπορεί να γίνει σε μια μόνο χώρα.
Η επικαιρότητα της επανάστασης
Οι απολογητές του καπιταλισμού καταγγέλλουν τον Λένιν ως «βολονταριστή» που ήθελε να αλλάξει με τη βία έναν κόσμο που εξελίσσεται ομαλά με τις δικές του διαδικασίες. Ακόμα και όταν δεν φτάνουν σε αντιλήψεις σαν του Φουκουγιάμα που βάφτισε τον καπιταλισμό ως το σύστημα που σηματοδοτεί το «Τέλος της Ιστορίας», επιμένουν στην ανωτερότητα του υπαρκτού καπιταλισμού που εξασφαλίζει βήματα προόδου με καλύτερο τρόπο από τις βίαιες αναταράξεις που θέλουν οι επαναστάτες.
Τέτοιες απόψεις θέλουν να ξεχνούν ότι αντίστοιχες αντιλήψεις υπήρχαν στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο οποίος τελικά αποδείχθηκε αιώνας πολέμων και επαναστάσεων. Δεν φταίει ο Λένιν για το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έζησε δυο παγκόσμιους πόλεμους με εκατομμύρια νεκρούς και τη βαρβαρότητα του Ολοκαυτώματος. Και αντίστοιχα, δεν φταίει σήμερα η επαναστατική αριστερά για το γεγονός ότι ο πόλεμος ξαναγύρισε στα εδάφη της Ευρώπης με τη σύγκρουση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία στην Ουκρανία, ούτε για το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι απειλούνται με εθνοκάθαρση από το κράτος του Ισραήλ με τις πλάτες ΗΠΑ και ΕΕ.
Ο Λένιν έδωσε μάχη ενάντια στις αντίστοιχες απόψεις της εποχής του. Φέτος, εκτός από την επέτειο του θανάτου του Λένιν έχουμε και την επέτειο των 110 χρόνων από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου. Πηγαίνοντας προς εκείνο το ξέσπασμα, κυρίαρχες ήταν οι ιδέες πώς κάτι τέτοιο δεν είναι στην ημερήσια διάταξη. Ο Λένιν, αντίθετα, είναι αυτός που όπλισε το αντιπολεμικό κίνημα με την ανάλυση για τον Ιμπεριαλισμό ως ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού. Πριν ακόμα γράψει το δικό του σχετικό βιβλίο, ξεκαθαρίζει τα ζητήματα προλογίζοντας το βιβλίο του Μπουχάριν για τον Ιμπεριαλισμό:
«Είχε προηγηθεί μια εποχή συγκριτικά ‘ειρηνικού καπιταλισμού’, όταν ο καπιταλισμός είχε υπερισχύσει της φεουδαρχίας στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και ήταν σε θέση να αναπτυχθεί σχετικά ήρεμα και αρμονικά και να εξαπλωθεί ‘ειρηνικά’ σε τρομερά τεράστιες εκτάσεις που δεν είχαν καταληφθεί ακόμη και σε χώρες που δεν είχαν ακόμη τελικά περιέλθει στην καπιταλιστική δίνη. Φυσικά, ακόμη και κατά την εποχή εκείνη, που οριοθετείται κατά προσέγγιση μεταξύ των ετών 1871 και 1914, ο ‘ειρηνικός’ καπιταλισμός δημιούργησε συνθήκες ζωής που απείχαν πολύ από το να είναι πραγματικά ειρηνικές, τόσο από στρατιωτικής πλευράς όσο και με τη γενική ταξική έννοια. Για τα εννέα δέκατα του πληθυσμού των προηγμένων χωρών, για εκατοντάδες εκατομμύρια των λαών στις αποικίες και στις καθυστερημένες χώρες, η εποχή αυτή δεν ήταν μια εποχή ειρήνης αλλά καταπίεσης, βασανιστηρίων και φρίκης που φαινόταν ακόμη πιο τρομακτική, εφόσον όλα αυτά εμφανίζονταν να μην έχουν τέλος. Αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Την έχει διαδεχθεί μια νέα εποχή συγκριτικά πιο βίαιη, γεμάτη απότομες αλλαγές, καταστροφές, συγκρούσεις, μια εποχή που δεν παρουσιάζεται πια στις σκληρά εργαζόμενες μάζες ως φρίκη χωρίς τέλος, αλλά ένα τέλος γεμάτο φρίκη».1
Εκείνη η ανάλυση του Λένιν είναι η αφετηρία για την αυτονόμηση της επαναστατικής αριστεράς από τη βαριά σκιά της αστικής ιδεολογίας πάνω στη ρεφορμιστική αριστερά, τόσο βαριά ώστε οδηγούσε θεωρητικούς σαν τον Κάουτσκι να φαντάζεται επιστροφή σε ένα «ειρηνικό» καπιταλισμό με τη μορφή «υπεριμπεριαλισμού» και τον Μπερνστάιν να ισχυρίζεται ότι οι κρίσεις ανήκουν στο παρελθόν.
Χωρίς αυτό το υπόβαθρο, θα ήταν αδύνατο για την Αριστερά μέσα στη φρίκη των χαρακωμάτων του Α΄Π.Π. να προετοιμάζεται για τις επαναστάσεις που ξέσπασαν αμέσως μετά. Δίπλα, όμως, στην ανάλυση για την πραγματική κατάσταση του καπιταλισμού, στεκόταν για τον Λένιν η ακλόνητη εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη σαν κοινωνικό υποκείμενο της ανατροπής.
Ο Λένιν δεν ήταν ο θεωρητικός της στιγμής της επανάστασης. Ήταν ο μαρξιστής που ανέδειξε πώς η ιστορική επικαιρότητα της εργατικής επανάστασης καθορίζει τη δράση της Αριστεράς ακόμη και έξω από επαναστατικές καταστάσεις. Ο Λούκατς υπογραμμίζει αυτή τη διάσταση:
«Η επικαιρότητα της επανάστασης δίνει τον τόνο μιας ολόκληρης εποχής. Οι επιμέρους δράσεις μπορούν να κρίνονται ως επαναστατικές ή αντεπαναστατικές όταν συνδέονται με το κεντρικό ζήτημα της επανάστασης, το οποίο μπορεί να εντοπιστεί μόνο με μια ανάλυση ακριβείας του κοινωνικο-ιστορικού συνόλου. …
Έτσι, η εξέλιξη που γνώρισε ο Μαρξισμός χάρη στον Λένιν έγκειται απλά –απλά!– στην αυξανόμενη κατανόησή του για τις στενές, ορατές και συνταρακτικές συνδέσεις ανάμεσα στις επιμέρους δράσεις και τον γενικό προορισμό –τον επαναστατικό προορισμό ολόκληρης της εργατικής τάξης».2
Η κεντρικότητα της εργατικής τάξης
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που από την ίδια του τη φύση προκαλεί ανακατατάξεις στην παραγωγή και κατά προέκταση στην ίδια την εργατική τάξη. Η πιο εύκολη διαπίστωση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι ότι «η εργατική τάξη σήμερα δεν είναι ίδια όπως στον καιρό του Μαρξ». Ασφαλώς και δεν είναι. Ούτε στον καιρό του Λένιν ήταν. Ίσως μάλιστα οι αλλαγές από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου να ήταν πιο ριζικές από αυτές που ακολούθησαν.
Αυτό ισχύει σίγουρα αριθμητικά. Η εργατική τάξη είχε μεγαλώσει και απλωθεί γεωγραφικά καθώς το πρώτο κύμα «παγκοσμιοποίησης» είχε συνδέσει όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη: σιδηρόδρομοι, τηλέγραφος, ναυτιλία, χρηματιστήρια, τράπεζες ένωναν αχανείς αυτοκρατορίες.
Παράλληλα, η εργατική τάξη αποκτούσε εργάτες και εργάτριες δεύτερης και τρίτης γενιάς. Έπαυε να αποτελείται από εσωτερικούς μετανάστες παρατημένους όπως-όπως στις παρυφές των πόλεων και εντασσόταν σε δομές που αφορούσαν τη ζωή της σε κάθε βήμα: συνδικάτα και πολιτικά κόμματα αλλά και αθλητικούς όμιλους και σχολές μαθητείας που φρόντιζαν για τον ελεύθερο χρόνο της και την αναπαραγωγή της πέρα από τα εκκλησιαστικά και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Η μαρξιστική θέση ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας» και ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτε να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους» απαιτούσε νέους προσδιορισμούς για το περιεχόμενό της μέσα στις νέες συνθήκες.
Η εργατική τάξη στη Ρωσία ήταν μια μικρή μειοψηφία μέσα σε μια θάλασσα αγροτικού πληθυσμού. Χωρίς ακλόνητο προσανατολισμό στον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης θα ήταν πολύ εύκολο να αναζητηθούν υποκατάστατα σε κάθε κατεύθυνση (όπως άλλωστε προσπάθησαν να κάνουν κάθε απόχρωσης ρεφορμιστικές ή σεχταριστικές τάσεις). Ο Λένιν φρόντισε να παραμείνει στο κέντρο ο προσανατολισμός στην εργατική τάξη σε όλη την πορεία από την ηττημένη επανάσταση του 1905 μέχρι τις «Θέσεις του Απρίλη» και το «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» του 1917.
Ένα παράδειγμα για το πόσο η λενινιστική επιμονή στον εργατικό έλεγχο δεν ξεπετάχτηκε ξαφνικά όταν οι συνθήκες έγιναν επαναστατικές μπορούμε να δούμε στην καμπάνια των Μπολσεβίκων για τα ασφαλιστικά ταμεία το 1912. Τότε, η αστυνομία του Τσάρου είχε σκεφτεί ότι μέτρα πρόνοιας για τους εργάτες μπορεί να τους αποσπάσουν από την επιρροή των επαναστατικών ιδεών. Και η τσαρική κυβέρνηση προχώρησε στην ίδρυση ασφαλιστικών ταμείων που κάλυπταν ένα τμήμα των εργατών σε περιπτώσεις ατυχημάτων ή ασθένειας.
«Η αντίδραση του Λένιν ήταν μια καμπάνια για τον έλεγχο αυτών των ταμείων από τους ίδιους τους εργάτες, προωθώντας αιτήματα για τη διεύρυνση της κάλυψης σε όλους τους εργάτες, για την κατάργηση των εργατικών εισφορών και κάλυψη του κόστους από τους εργοδότες και το κράτος και βέβαια για την αυτοδιοίκηση των ταμείων από τους ασφαλισμένους. Αυτή η εκστρατεία έχτισε ένα ολόκληρο δίκτυο των Μπολσεβίκων μέσα στους εργατικούς χώρους».3
Ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί, βέβαια, η στάση του Λένιν και των Μπολσεβίκων όταν η επανάσταση το 1917 έφερε τις εργατικές επιτροπές στο προσκήνιο. Ήταν ένα κίνημα εργοστασιακών επιτροπών που άρχισε να αμφισβητεί ότι το άλφα εργοστάσιο «έπρεπε» να κλείσει γιατί «δεν υπήρχαν πρώτες ύλες» ή το βήτα εργοστάσιο «έπρεπε» να απολύσει γιατί «δεν βγαίνει». Από τέτοιες κινήσεις ξεκίνησε το κίνημα του εργατικού ελέγχου, από τα κάτω.4
Είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναφέρονται από τον Ντέιβιντ Μαντέλ στο βιβλίο «Δικά μας να τα κατέχουμε και να τα ελέγχουμε – ο εργατικός έλεγχος από την Κομμούνα μέχρι σήμερα» στο κεφάλαιο «Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών στη Ρώσικη επανάσταση»:
«Όταν δημιουργήθηκε η εργοστασιακή μας επιτροπή», έγραφε η επιτροπή στο θρυλικό εργοστάσιο Πουτίλοφ, «δεν μας δόθηκε κανένα πρόγραμμα δράσης ή καταστατικό σαν οδηγός για τις δραστηριότητές μας. Καθώς αναπτύσσονταν οι λειτουργίες της επιτροπής, τα ίδια τα πρακτικά της μέτρα έγιναν η βάση για τις καθοδηγητικές αρχές της. Με αυτόν τον τρόπο η εργοστασιακή επιτροπή είχε τον καλύτερο δάσκαλο –την ίδια τη ζωή».
Με τέτοιες διαδικασίες άρχισαν να εμφανίζονται εργοστάσια-κάστρα των εργατών όπου εκλεγμένες επιτροπές ήταν αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα λειτουργίας της επιχείρησης σε αντιπαράθεση με τις επιλογές των ιδιοκτητών. Αυτό το αναδυόμενο κίνημα υποχρέωσε όλη την Αριστερά της εποχής να δώσει απαντήσεις για τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε να προχωρήσει. Η ίδια η Προσωρινή Κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν οι ρεφορμιστικές πτέρυγες της Αριστεράς έβγαλε διάταγμα που καθιέρωνε την ύπαρξη εργοστασιακών επιτροπών και προσπαθούσε να θεσμοθετήσει έναν ρόλο συνεργασίας με τη διεύθυνση του εργοστασίου ήδη από τον Απρίλη του 1917. Όμως οι Μπολσεβίκοι αντέταξαν τον προσανατολισμό του εργατικού ελέγχου διακηρύσσοντας σε κείμενο του Λένιν στις 17 Μάη, όπως αναφέρει ο Κλιφ, ότι «οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν την άμεση εγκαθίδρυση πραγματικού ελέγχου που να ασκείται από τους ίδιους τους εργάτες».5
Ανατρέχοντας σε αυτές τις εμπειρίες, καταλαβαίνουμε πόσο σαθρή είναι η συκοφαντία ότι ο Λένιν οδήγησε την επανάσταση του 1917 σε ένα «πραξικόπημα των Μπολσεβίκων». Οι «Θέσεις του Απρίλη» με τις οποίες ο Λένιν πρότεινε και κέρδισε τη στρατηγική για το πέρασμα από την ανατροπή του Τσάρου στη σοσιαλιστική επανάσταση, δεν ήταν προετοιμασία για κάποιο πραξικόπημα. Ήταν σύνδεση με τον αγώνα που έδινε η ίδια η εργατική τάξη και βέβαια μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη επειδή οι Μπολσεβίκοι είχαν για χρόνια τον προσανατολισμό να απλώνουν ρίζες μέσα στην τάξη εκειδή είχαν την ακλόνητη εμπιστοσύνη ότι η εργατική τάξη είναι ο «ιστορικός νεκροθάφτης» του καπιταλισμού.
Επαναστατικό κόμμα και εργατική πρωτοπορία
Πώς, όμως, μεταφράζεται αυτή η ακλόνητη εμπιστοσύνη σε υπαρκτή σύνδεση με την τάξη; Σίγουρα όχι περιμένοντας πότε θα φτάσει η στιγμή που οι εργάτες βγαίνουν στα οδοφράγματα. Ο Λένιν έχτισε τη γέφυρα ανάμεσα στη μαρξιστική ανάλυση, τον στρατηγικό προσανατολισμό και την οργανωτική συγκρότηση που φέρνει την εργατική τάξη να ηγεμονεύει στην κοινωνική αλλαγή.
Για να μπορέσει η εργατική τάξη να συγκροτηθεί σαν πολιτική δύναμη, να συμμετάσχει αποτελεσματικά στον πολιτικό ανταγωνισμό χωρίς να υποταχθεί στον χαρακτήρα που του δίνει η αστική τάξη, αλλά αντίθετα να προβάλλει την δική της προοπτική της ανατροπής του αστικού κράτους, είναι ανάγκη το κόμμα της να συγκροτηθεί σε αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις.
O Λένιν ήταν πρώτος, που διακήρυξε αυτό το χαρακτηριστικό του επαναστατικού κόμματος και στην πορεία ακολούθησαν και οι άλλοι επαναστάτες, όσο και αν άργησαν να ξεκαθαρίσουν οργανωτικά τους λογαριασμούς τους με τους ρεφορμιστές.
H δυνατότητα της εργατικής τάξης να εκφραστεί αυτόνομα πολιτικά, ανεξάρτητα από την αστική τάξη και το κράτος της, απαιτεί την αυτονομία των επαναστατών απέναντι στους ρεφορμιστές. Tο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της τάξης, για να παραμείνει πιστό στις επαναστατικές διακηρύξεις του, πρέπει να οργανωθεί σε διαρκή αντιπαράθεση με τις αστικές επιρροές μέσα στην τάξη και τις οργανώσεις της.
H αυστηρή προσήλωση στις αρχές της προλεταριακής επανάστασης, η επιλογή των επαναστατών με κριτήριο αυτές τις αρχές, ο αποκλεισμός κάθε κοινοβουλευτικού αστέρα ή συνδικαλιστικού παράγοντα και δημοσιογραφικού καριερίστα από τις γραμμές τους, η αποδοχή της πειθαρχίας των συλλογικών λειτουργιών, με δυο λόγια ο “επαγγελματισμός” των επαναστατών του Λένιν δεν έχει σαν στόχο την αντιπαράθεση με τον αυθορμητισμό των μαζών (όπως συνηθίζουν να ισχυρίζονται οι πολέμιοι, αλλά και πολλοί υποτιθέμενοι οπαδοί του λενινισμού), αλλά τη σύγκρουση με το διαβρωτισμό της αστικής ιδεολογίας και της ρεφορμιστικής πραχτικής μέσα στο κίνημα, με την κοινοβουλευτική εξαχρείωση και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό, που το πολιορκούν συστηματικά.
Στην περιβόητη διαμάχη της Pώσικης Σοσιαλδημοκρατίας τα αυστηρά κριτήρια του Λένιν για το ποιος είναι μέλος, στρέφονται ενάντια στα ρεφορμιστικά στοιχεία, ενάντια στους υποψήφιους γεφυροποιούς με την αστική τάξη, που διεκδικούσαν την “ελευθερία” να κινούνται και να στήνουν αστικές συμμαχίες στο όνομα της εργατικής τάξης, έξω από τον έλεγχο των πρωτοπόρων αγωνιστών της τάξης. Όταν ο Λένιν καταγγέλλει τους στενούς ορίζοντες της συνδικαλιστικής (τρέιντ-γιουνιονιστικής) συνείδησης, στόχος της πολεμικής του δεν είναι οι εργάτες που οργανώνονται στα συνδικάτα, αλλά ο γραφειοκράτης συνδικαλιστής και η τάση του να συμβιβάζεται, να ξεπουλάει, να στενεύει τους ορίζοντες των εργατικών αγώνων.
Mόνο όταν γίνει κατανοητός αυτός ο προσανατολισμός, είναι δυνατόν ν’ απαντηθεί το προφανές ερώτημα “και από πού αντλούν την δύναμη αυτοί οι επαναστάτες να αντιστέκονται στη διάβρωση του αστισμού, να επιμένουν στην υπεράσπιση της ιστορικής προοπτικής της εργατικής τάξης, να αμύνονται στις σειρήνες του ρεφορμισμού;”
Aν ο Λένιν μιλούσε αφηρημένα μόνο για οργανωτικά μέτρα, σε αντιπαράθεση με το αυθόρμητο κίνημα, τότε θα ήταν δικαιολογημένες οι κατηγορίες σε βάρος του για ιακωβινισμό, για Mπλανκισμό, για υπερύψωση της διανόησης πάνω απ’ το προλεταριάτο κλπ, κλπ. Σε ένα τέτοιο σχήμα η οργανωτική αυτονομία των επαναστατών θα ήταν ακατανόητη, δεν θα είχε κανένα στήριγμα, αφού η τάξη παρουσιάζεται σαν αυθόρμητα ρεφορμιστική και οι πειθαρχημένοι και περιχαρακωμένοι επαναστάτες καταδικασμένοι στον ρόλο της σέχτας.
H αντίληψη, ότι η ταξική συνείδηση υπάρχει μόνο μέσα στο κόμμα σε αντιπαράθεση με τις μη συνειδητοποιημένες μάζες τριγύρω του, είναι κληρονομιά του σταλινισμού και όχι του λενινισμού. H θεωρία της οργάνωσης-φρούριο, που κρύβει μέσα της την προλεταριακή συνείδηση και την “κατεβάζει” στις καθυστερημένες μάζες, είναι μια θεωρία απολογητική για τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας των σταλινικών κομμάτων, μια θεωρία, που προσπαθεί να εξωραϊσει το ανεξέλεγκτο των ηγετικών μηχανισμών αυτών των κομμάτων, να σκεπάσει το ταξικό χάσμα, που τους χωρίζει από την εργατική τάξη, με τον μανδύα της αλάθητης ορθοδοξίας.
Tο κλειδί, που επιτρέπει στο Λένιν να προτείνει μια αυστηρά οριοθετημένη και υπερήφανα ανεξάρτητη οργάνωση των επαναστατών σε διαρκή αντιπαράθεση με την αστική επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα, χωρίς να πέφτει στις μικροαστικές φαντασιώσεις, για ένα κόμμα σαν τον Πάπα (Kόμμα της θείας επιφοίτησης), είναι η αντίληψη του για την εργατική πρωτοπορία.
Δεν πρόκειται για κάποιο εγκεφαλικό κατασκεύασμα, αλλά για εντοπισμό της πραγματικής ανομοιογένειας που δημιουργείται μέσα στην τάξη από τις αντίρροπες τάσεις που προκαλεί η ίδια η θέση της: η θέση της στην παραγωγή και η εμπειρία της εκμετάλλευσης δίνει συλλογικότητα και αυθόρμητη αντίσταση ενάντια στις άρχουσες τάξεις, αλλά η θέση της εργατικής τάξης ως κυριαρχούμενης σε αυτή την κοινωνία δίνει προβάδισμα στις ιδέες της άρχουσας τάξης. Αυτή η αντιφατικότητα στη συνείδηση υπάρχει μέσα στην τάξη.6
Ο Λένιν δεν περιορίζεται σε αυτή τη διαπίστωση, αλλά εντοπίζει τα πολιτικά χαρακτηριστικά των εργατικών πρωτοποριών. Συνειδητοποιημένος εργάτης δεν είναι απλά ο μαχητικός συνδικαλιστής, αλλά εκείνος που αντιδρά στην καταπίεση ακόμη και όταν αφορά άλλα κοινωνικά στρώματα και όλες τις μορφές καταπίεσης: λόγω φύλου, εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή σεξουαλικής προτίμησης. Με αυτή την έννοια η συνείδηση έρχεται «απ’ έξω», από το πρωτοπόρο τμήμα της τάξης που έχει μάθει να αντιδρά από εργατική σκοπιά στις σχέσεις του με όλες τις άλλες τάξεις.
Έτσι ο απελευθερωτικός ρόλος της εργατικής τάξης αποκτάει ερείσματα μέσα στην ίδια την τάξη και εμφανίζεται ως ελευθερώτρια δύναμη απέναντι στους κατατρεγμένους όπου κι αν βρίσκονται.
Είναι γνωστό ότι ο Λένιν πρότεινε την έκδοση και διακίνηση της επαναστατικής εργατικής εφημερίδας σαν «συλλογικό οργανωτή». Μέσα από αυτήν, οι κύκλοι της επαναστατικής αριστεράς αποκτούν δεσμούς με τους πρωτοπόρους εργάτες και ομοιογένεια στην αντιμετώπιση των πολιτικών ζητημάτων. Συγκροτούνται ως πολιτική δύναμη με πραγματικά κοινωνικά ερείσματα και ενιαία στάση απέναντι στις προκλήσεις των εξελίξεων. Αυτό δίνει ώθηση στις εργατικές πρωτοπορίες μέσα στους χώρους, σπάει την αίσθηση της απομόνωσης ή αδυναμίας και ανεβάζει την αυτοπεποίθηση.
Η αξία αυτής της προσέγγισης, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στο τι προσφέρει με αυτόν τον τρόπο η επαναστατική αριστερά στην τάξη, αλλά καθορίζει και την πολιτική συγκρότηση των ίδιων των επαναστατών.
Η εφημερίδα ενός επαναστατικού κόμματος σύμφωνα με την αντίληψη του Λένιν, δεν μεταφέρει μόνο τις μαχητικές εμπειρίες από το ένα τμήμα της τάξης στο άλλο. Μεταφέρει επίσης τις μάχες ενάντια στον ρατσισμό, ενάντια στον σοβινισμό, ενάντια στον σεξισμό, ενάντια σε όλες τις βρόμικες αστικές πρωτοβουλίες για διάσπαση και αποπροσανατολισμό των εργατών. Ο κάθε διακινητής της είναι ένας κήρυκας της απελευθέρωσης όλων των καταπιεσμένων.
Αυτό είναι ασπίδα ενάντια στους πειρασμούς της προσαρμογής. Αν διακινείς μια τέτοια εφημερίδα χέρι με χέρι, πρόσωπο με πρόσωπο μέσα στο χώρο σου, τότε δεν μπορείς να «ξεχάσεις» τι λέει η επαναστατική αριστερά π.χ. για τους μετανάστες για να μην ρισκάρεις πόσο δημοφιλής είσαι σαν συνδικαλιστής στο χώρο σου.
Η ρεφορμιστική αριστερά, ακόμη και όταν έχει τυπικά σωστές θέσεις για όλα αυτά τα ζητήματα, έχει την τάση να λειτουργεί «πλουραλιστικά» ή «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή να χωράει στους κόλπους της και μαχητικούς εργάτες και εργάτριες αλλά και στοιχεία που μπερδεύονται ή ταλαντεύονται. Αυτή η τάση ξεκινάει από την προσπάθεια εκπροσώπησης της τάξης συνολικά όπως είναι και λειτουργεί ως θερμοκήπιο φαινομένων προσαρμογής. Η λενινιστική αναζήτηση της επαναστατικής αριστεράς ως κόμματος του πρωτοπόρου τμήματος της τάξης λειτουργεί ως αντίδοτο.
Ο Λένιν απέναντι στον Στάλιν
Η επιβεβαίωση ότι το κόμμα του Λένιν πάλεψε ώστε η εργατική επανάσταση να είναι το «πανηγύρι των καταπιεσμένων» ήρθε με τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917. Με την εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών που ήταν φυλακισμένοι στην Τσαρική αυτοκρατορία, έγιναν άλματα στην πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων από τη σεξιστική καταπίεση, η Παιδεία άρχισε να απαλλάσσεται από τους ταξικούς φραγμούς. Κατακτήσεις που ανατράπηκαν όταν επικράτησε ο σταλινισμός. Τι πήγε στραβά;
Η προσπάθεια να χρεωθεί ο Λένιν αυτή την εξέλιξη είναι συστηματική. Όχι μόνο από την πλευρά των οπαδών του Στάλιν που επιμένουν ότι ο «πατερούλης» ήταν συνεχιστής του Λένιν. Ούτε μόνο από την πλευρά των αναρχικών που βλέπουν στο λενινιστικό κόμμα το σπέρμα του σταλινισμού. Αλλά πρώτα και κύρια από τη μεριά των απολογητών του καπιταλισμού που χρεώνουν τάσεις «ολοκληρωτισμού» στις εργατικές επαναστάσεις. Κι όμως, η ιστορία διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς.
Πρώτα απ’ όλα, είναι προκλητικό να χρεώνουν στον Λένιν τάσεις αυταρχισμού οι απολογητές του καπιταλισμού που έκανε ολόκληρη πολεμική εκστρατεία για να πνίξει την επανάσταση στη Ρωσία. Ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, που στηρίχτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μετά τη νίκη τους στον Α΄Π.Π., κόστισε τεράστιες καταστροφές στη χώρα. Οι Μπολσεβίκοι νίκησαν στον εμφύλιο, αλλά η επανάσταση βγήκε σακατεμένη από την αντεπαναστατική βία των Λευκών και των ιμπεριαλιστικών συμμάχων τους.
Οι Μπολσεβίκοι δεν ισχυρίζονταν ότι θα μπορούσαν να χτίσουν τον σοσιαλισμό μόνο στη Ρωσία, την πιο καθυστερημένη από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μ’ έναν κύρια αγροτικό πληθυσμό. Η στρατηγική τους, όσον αφορά στην κατάληψη της εξουσίας, βασιζόταν στην προοπτική ότι η εξέγερση του Οκτώβρη θα ήταν το πρώτο στάδιο σε μια παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Έτσι, ο Λένιν διακήρυσσε το Γενάρη του 1918 ότι «η τελική νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα είναι φυσικά αδύνατη» και ότι «χωρίς τη Γερμανική Επανάσταση είμαστε καταδικασμένοι».
Οι συσχετισμοί έγιναν πιο δύσκολοι μετά την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία και ακόμη πιο σκληροί μετά τις καταστροφές του εμφύλιου μέσα στη Ρωσία. Ο Λένιν παραδέχτηκε τη δύσκολη θέση των Μπολσεβίκων το Γενάρη του 1921: «Αυτό που πραγματικά έχουμε είναι ένα εργατικό κράτος, μ’ αυτή την ιδιαιτερότητα: ότι δεν είναι οι εργάτες αλλά οι αγρότες που αριθμητικά υπερτερούν στη χώρα και δεύτερο, ότι είναι ένα εργατικό κράτος με γραφειοκρατικές παραμορφώσεις».7
Το τίμημα της νίκης στον εμφύλιο ήταν πολύ βαρύ. Και αυτό το τίμημα δεν μπορεί να μετρηθεί μόνο με τις υλικές καταστροφές, που από μόνες τους ήταν τεράστιες. Οι τομείς που χτυπήθηκαν περισσότερο ήταν η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή: το 1920 η παραγωγή χυτοσιδήρου αντιπροσώπευε μόνο το 3% της προπολεμικής, η παραγωγή της κλωστικής κάνναβης το 10%, του λιναριού το 25%, του βαμβακιού το 11%, των τεύτλων το 15%. Αυτά σήμαιναν στερήσεις, κακουχίες, πείνα.
Σήμαιναν όμως και κάτι πιο σοβαρό: τη διάλυση της βιομηχανικής παραγωγής που είχε σαν αποτέλεσμα και τη διάλυση της εργατικής τάξης, η οποία αριθμητικά έπεσε στο 43% της προηγούμενης αριθμητικής δύναμής της. Οι υπόλοιποι εργάτες ξαναγύρισαν στα χωριά τους ή έπεσαν στη μάχη. Και μόνο από ποσοτική άποψη, η τάξη που έκανε την επανάσταση και που οι δημοκρατικές της διαδικασίες ήταν ο ζωντανός πυρήνας της σοβιετικής εξουσίας, αυτή η τάξη έχασε τη μισή δύναμή της. Στην πραγματικότητα η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Ό,τι απέμεινε δεν αποτελούσε καν το μισό αυτή της τάξης, που είχε ζυμωθεί στη συλλογική δραστηριότητα κάτω από την πίεση των ίδιων των συνθηκών της ζωής της.
Αυτοί που ανήκαν στο Μπολσεβίκικο Κόμμα τον καιρό της επανάστασης του Φλεβάρη ήταν σοσιαλιστές αφοσιωμένοι στα ιδανικά τους, για τα οποία διακινδύνευαν τα πάντα απέναντι στην τσαρική καταστολή. Τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου και απομόνωσης από την εργατική τάξη δεν έφταναν για να τσακίσουν την αφοσίωση στο όραμά τους. Το 1919 όμως, αυτοί οι επαναστάτες απάρτιζαν μόνο το ένα δέκατο του κόμματος και το 1921 το ένα τεσσαρακοστό!8
Αυτές ήταν οι συνθήκες που επηρέασαν τους συσχετισμούς ανάμεσα στην Αριστερή Αντιπολίτευση που έδινε τη μάχη για να κρατήσει την επανάσταση ζωντανή και τον Στάλιν που τράβηξε το δρόμο της οικοδόμησης ενός κρατικού καπιταλισμού. Στη Ρωσία του 1917 έγινε μια γνήσια εργατική επανάσταση που ονομάστηκε σοσιαλιστική γιατί πάνω στα ερείπια του τσαρικού καθεστώτος εγκαθιδρύθηκε η εργατική δημοκρατία των σοβιέτ. Οταν, ύστερα από έναν ανελέητο εμφύλιο, η νεαρή τότε σοβιετική δημοκρατία βρέθηκε όρθια αλλά ματωμένη, με την εργατική τάξη να γλείφει τις πληγές της μακριά από την άμεση συμμετοχή στους δικούς της δημοκρατικούς θεσμούς, ο ίδιος ο Λένιν μίλησε για γραφειοκρατικές παραμορφώσεις στο νέο εργατικό κράτος. Δέκα χρόνια αργότερα, οι παραμορφώσεις πήραν άλλη ποιότητα. Οι ανατροπές του Στάλιν, έκαναν τη γραφειοκρατία άρχουσα τάξη και γκρέμισαν τους εργάτες στη θέση μιας τάξης εξατομικοποιημένης, κυριαρχούμενης και αλλοτριωμένης.
Οι ανατροπές έγιναν σε όλα τα επίπεδα. Δεν ήταν «μόνο» οι εκκαθαρίσεις και οι δίκες της Μόσχας με τις οποίες ο Στάλιν εκτέλεσε την παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων που είχε σταθεί δίπλα στον Λένιν για τη νίκη της επανάστασης το 1917. Ήταν ανατροπές σε βάρος της τάξης. Να ένα παράδειγμα: Ο Εργατικός Κώδικας του 1922 απαγόρευε την απασχόληση των γυναικών "σε ιδιαίτερα βαρειά και ανθυγιεινή παραγωγή και σε υπόγειες εργασίες". Το 1932 το Επιστημονικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας αποφάνθηκε ότι η εργασία σε υπόγειες στοές (σε ορυχεία του Καυκάσου) δεν περικλείει κινδύνους για τις έγκυες γυναίκες!9 Πιο συνολικά, το 1929 αποκαταστάθηκε το ‘διευθυντικό δικαίωμα’ της απόλυσης χωρίς συνεννόηση με την εργοστασιακή επιτροπή. Το 1930 καταργήθηκε το επίδομα ανεργίας. Το 1932 η αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία για μια μέρα αναγορεύτηκε σε παράπτωμα που τιμωρείται με απόλυση και την ίδια χρονιά καθιερώθηκε το εσωτερικό διαβατήριο. Το 1939 καθιερώθηκε ότι όποιος αργούσε 20 λεπτά, θεωριόταν σε ‘καθυστέρηση’. Το 1940 καθιερώθηκε ότι η ‘καθυστέρηση’ τιμωρείται με επιβολή ‘διορθωτικής’ εργασίας και μείωση μισθού 25%. Υπολογίζεται ότι ανάμεσα στο 1940 και το 1952 περίπου 10,9 εκατομμύρια εργάτες τιμωρήθηκαν με ‘διορθωτική’ εργασία (στοιχεία από το βιβλίο του Mike Haynes ‘Russia, Class and Power 1917-2000’).
Η ανάλυση του Κλιφ επιβεβαιώθηκε καθώς από τα σπλάχνα της γραφειοκρατίας βγήκαν οι Γιέλτσιν και οι Πούτιν, η ζωντανή συνέχεια της τάξης που κυβερνούσε και κυβερνάει στη Ρωσία. Γιατί όμως η γραφειοκρατία ήταν καπιταλιστική, ακόμα και όταν κανένας γραφειοκράτης δε μπορούσε ν' αρπάξει ολόκληρα κομμάτια της οικονομίας σαν ατομική του ιδιοκτησία όπως γίνεται σήμερα;
Για να απαντήσουμε ο' αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να πάμε πίσω στην ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού. Τι είναι αυτό που επιβάλει στους καπιταλιστές να λειτουργούν σαν καπιταλιστές; Είναι τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, η απληστία και η μεγαλομανία τους; Πώς επιβάλλεται ο νόμος της αξίας που καθιερώνει μια σκληρή πειθαρχία στο κυνήγι του κέρδους και της συσσώρευσης;
Ο Μαρξ εντοπίζει στον ανταγωνισμό το μηχανισμό του συστήματος που κάνει το κάθε επιμέρους κεφάλαιο να θεοποιεί τη συσσώρευση. Ο κάθε καπιταλιστής δεν μπορεί να υπάρχει απομονωμένος και να πλουτίζει αποσπώντας κατευθείαν την υπεραξία των εργατών που εκμεταλλεύεται. Είναι αναγκασμένος να βγει στην αγορά και να αποσπάσει ένα μερίδιο από τα κέρδη σε ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, ανάλογα με το μέγεθος και την οικονομική του δύναμη. Καμιά επιχείρηση δε μπορεί να επαναπαυθεί, όλες είναι υποχρεωμένες να κυνηγάνε τη συσσώρευση για τη συσσώρευση για να μεγαλώσουν απέναντι στους ανταγωνιστές τους.
Αυτός ο ανταγωνισμός είναι ανελέητος και δε διεξάγεται μονό με "πόλεμο τιμών στην ελεύθερη αγορά". Η ίδια η γιγάντωση των επιχειρήσεων, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, οδηγεί σε άλλες μορφές ανταγωνισμού και φτάνει στο στρατιωτικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε ολόκληρα κράτη που υποστηρίζουν τους εθνικούς "πρωταθλητές" της δικής τους οικονομίας. Οι επιχειρήσεις, οι εθνικές οικονομίες και τα κράτη με το μεγαλύτερο μέγεθος και την υψηλότερη παραγωγικότητα, αναδεικνύονται νικητές σε αυτόν τον αγώνα δρόμου.
Αυτή η μαρξιστική ανάλυση επέτρεψε στον Κλιφ να δει ότι ακόμα και μια χώρα με πλήρως κρατικοποιημένη οικονομία δεν έχει ξεφύγει από τις πιέσεις του νόμου της αξίας. Η σταλινική νομενκλατούρα δεν ήταν μια άρχουσα τάξη που μπορούσε να αυτοπροσδιοριστεί σαν "μη-καπιταλιστική", επειδή είχε πάρει την εξουσία σε μια χώρα όπου η επανάσταση του 1917 είχε ξηλώσει την παλιά τάξη των καπιταλιστών. Ο ανταγωνισμός με τους καπιταλισμούς της Δύσης και ιδιαίτερα ο στρατιωτικός ανταγωνισμός, της επέβαλε καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Κυβερνούσε έναν κρατικό καπιταλισμό, έδινε προτεραιότητα στη συσσώρευση, στη βαρειά και μάλιστα στην πολεμική βιομηχανία και κρατούσε τη λαϊκή κατανάλωση στα όρια της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, έτσι όπως ιστορικά τα καθόριζαν οι ανάγκες της παραγωγικότητας της εργασίας: χαμηλά στη δεκαετία του '30, ανεβασμένα στη δεκαετία του '60, σε κρίση στη δεκαετία του '80.10
Τελικά, σε πείσμα των προσπαθειών που θέλουν να χρεώσουν στον Λένιν τον Στάλιν, χρειαζόμαστε την επαναστατική παράδοση του Λένιν για να κατανοήσουμε και το πώς χάθηκε η ρώσικη επανάσταση και πώς διαμορφώθηκε ο σύγχρονος καπιταλισμός και πώς μπορεί να ανατραπεί. Το κλειδί βρίσκεται ακριβώς στη στρατηγική του Σοσιαλισμού από τα κάτω, στην παραδοχή ότι σοσιαλισμός δεν χτίζεται από τα πάνω, ούτε με τις κοινοβουλευτικές υποσχέσεις της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε με μια γραφειοκρατία που αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις στις πλάτες της εργατικής τάξης.
Σημειώσεις
1. Νικολάι Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2004, εισαγωγή από τον Λένιν, σελ.15
2. Γκεόργκ Λούκατς, Η σκέψη του Λένιν, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1990
3. Πάνος Γκαργκάνας, Οι επαναστατικές ιδέες του Λένιν, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο106, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2014, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=399&issue=106#gsc.tab=0
4. Πάνος Γκαργκάνας, Η στρατηγική του εργατικού ελέγχου, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 90, Γενάρης-Φλεβάρης 2012, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=235&issue=90#gsc.tab=0
5. Τόνι Κλιφ, «Λένιν, τόμος 2: 1914-1917, Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία-Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
6. Πάνος Γκαργκάνας, Κόμμα και τάξη, περιοδικό Η Μαμή Νο 12, Απρίλης 1986. Αναδημοσίευση στο φυλλάδιο «Κόμμα, τάξη, κίνημα- ο Λένιν στον 21ο αιώνα», Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2005.
7. Άλεξ Καλλίνικος, Η οικοδόμηση του κρατικού καπιταλισμού από τον Στάλιν, στο συλλογικό «Πώς χάθηκε η Ρώσικη επανάσταση», Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο 1998
8. Κρις Χάρμαν, Πώς χάθηκε η επανάσταση, στην ίδια συλλογική έκδοση του ΜΒ
9. Τόνι Κλιφ, Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Τρίτη έκδοση 2017
10. Πάνος Γκαργκάνας, 30 χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ - Ποιος δεν διδάχθηκε τίποτα;, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο150, Γενάρης-Φλεβάρης 2022, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1346&issue=150#gsc.tab=0