Ο Λέανδρος Μπόλαρης ξεδιπλώνει τη δυναμική που οδήγησε στον "Κόκκινο Δεκέμβρη", αλλά και τα όρια της στρατηγικής των συμβιβασμών που έφεραν την ήττα.
Φέτος συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από μια καθοριστική χρονιά στην ιστορία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Το 1944 το κίνημα της Αντίστασης ήρθε αντιμέτωπο με την κτηνωδία της ναζιστικής κατοχής, είδε τις ελπίδες του να απογειώνονται με την απελευθέρωση τον Οκτώβρη και μπήκε σε μια τροχιά σύγκρουσης με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό αλλά και την άρχουσα τάξη που τελικά ξέσπασε στον Κόκκινο Δεκέμβρη. Η στρατηγική που υιοθέτησε η ηγεμονική δύναμη στην Αριστερά, το ΚΚΕ, και οι τακτικές επιλογές που συνεπαγόταν, οδήγησαν αυτό το κίνημα στην ήττα.
Η σύγκρουση
Τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1943 το εργατικό κίνημα καθόριζε τις εξελίξεις. Ύστερα από μια βδομάδα διαδηλώσεων και συγκρούσεων που κορυφώθηκαν στην Γενική Απεργία της 5 Μάρτη εκείνης της χρονιάς, οι ναζιστικές αρχές κατοχής απέσυραν το διάταγμα για την «πολιτική επιστράτευση» του ανδρικού πληθυσμού.1 Ήταν μια πρωτόγνωρη υποχώρηση: σε όλη την Ευρώπη οι ναζί εφάρμοζαν το ίδιο διάστημα παρόμοια μέτρα, για να εξασφαλίσουν εργατικό δυναμικό για την πολεμική τους βιομηχανία. Στη Γαλλία, η Υπηρεσία Υποχρεωτικής Εργασίας (STO) εφαρμόστηκε με τη συνεργασία του δωσιλογικού καθεστώτος του Βισί και προκάλεσε τεράστια δυσαρέσκεια που τροφοδότησε την Αντίσταση και τους «μακί» (αντάρτες).2 Όμως, εδώ το μέτρο ακυρώθηκε επίσημα και ο δωσίλογος πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος απομακρύνθηκε.
Η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη (πατέρα του Γεώργιου Ράλλη, υπουργού της ΕΡΕ, μετέπειτα προέδρου της ΝΔ και πρωθυπουργού το 1980-81) που διόρισαν οι ναζί, θέλησε να πάρει τη ρεβάνς από το κίνημα της Αντίστασης. Έβαλε μπροστά την προσπάθεια να ανασυγκροτήσει την ένοπλη ισχύ του κράτους. Οι ναζί την είχαν ανάγκη ως βοηθητική δύναμη στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν την ομαλή υποχώρησή τους από την Ελλάδα. Και η άρχουσα τάξη γαντζωνόταν σ’ αυτούς τους μηχανισμούς ως ένα αντίβαρο στην θυελλώδη ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Έτσι, η Χωροφυλακή –ή ότι είχε απομείνει από αυτήν– επανεξοπλίστηκε, η Ειδική της Ασφάλεια ενισχύθηκε με κάθε λογής κατακάθια, το ίδιο και το «Μηχανοκίνητο» της Αστυνομίας Πόλεων (οι λεγόμενοι Μπουραντάδες, από το όνομα του διοικητή του). Αντιγράφοντας και σε αυτό το επίπεδο τον δωσιλογισμό του Βισί στη Γαλλία, ο Ράλλης συγκρότησε, με την έγκριση και πλαισίωση των ναζί τα Τάγματα Ασφαλείας (οι «τσολιάδες») που επιδόθηκαν σε ένα όργιο βίας και εγκλημάτων, από τη Μακεδονία ως την Πελοπόννησο αλλά με ιδιαίτερη μανία στις εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά.3
Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 σημαδεύτηκε από τα «μπλόκα» σε αυτές τις γειτονιές. Ήταν μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν διπλό σκοπό. Να ασκήσουν μαζική τρομοκρατία στις γειτονιές με ξυλοδαρμούς, εξευτελισμούς και εκτελέσεις διαλύοντας παράλληλα τις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Και ο δεύτερος στόχος ήταν να αρπάξουν χιλιάδες ανθρώπους για να τους στείλουν στη Γερμανία σε καταναγκαστική εργασία. Ο Μ. Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του για τους δωσίλογους της Κατοχής (βλέπε παρουσίαση σε αυτό το τεύχος του περιοδικού) απαριθμεί 11 τέτοια «μπλόκα», τα 9 εκ των οποίων έγιναν από τις αρχές Ιούνη μέχρι το τέλος του Αυγούστου.
Ο Χαραλαμπίδης (κι όχι μόνο) επισημαίνει ότι το αίμα και ο τρόμος των τελευταίων μηνών της κατοχής ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο αυτή της «ελληνικής κατοχής». Το μεγαλύτερο μπλόκο της κατοχής, στις 17 Αυγούστου στην Κοκκινιά, πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με μια επίσημη έκθεση: «υπό των Ευζωνικών Ταγμάτων, Γερμανών Στρατιωτικών και Ελληνικής Χωροφυλακής».
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς είναι γνωστό σύμβολο της Αντίστασης. Το 1966 ο Άδωνις Κύρου το απαθανάτισε και σε ταινία, «Το Μπλόκο».4 Όμως, το «Μεγάλο Μπλόκο της Αθήνας», παραμένει ουσιαστικά άγνωστο, στις διαστάσεις και τη σημασία του, γιατί το επίκεντρό του, η γειτονιά του Δουργουτιού ουσιαστικά σβήστηκε από τον χάρτη τις επόμενες δεκαετίες. Ο Π. Αραπίνης στον υπότιτλο του βιβλίου του «Το Δουργούτι των Προσφύγων-Η «Πόλη των Παρτιζάνων»5 αποκαλεί τη γειτονιά «Χαμένη Πολιτεία».
Πράγματι το Δουργούτι ήταν ένας «θύλακας κοινωνικού αποκλεισμού» με 12.000 κατοίκους σε μια στενή λωρίδα γης, όπως το περιέγραψε ο πανεπιστημιακός Πρ. Παπαστράτης στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου,6 με τη λεωφόρο Συγγρού να αποτελεί «οικιστικό όριο και σύνορο» μιας δαιδαλώδους γειτονιάς με παράγκες που είχαν στήσει οι πρόσφυγες του 1922-23 με την «ιδιαιτερότητα» ότι η πλειοψηφία τους ήταν Αρμένιοι. Ένας «σημαντικός λόγος» για την αγριότητα του μπλόκου της 9 Αυγούστου –όπως επισημαίνει ο Π. Αραπίνης: «θα πρέπει να θεωρηθεί ο ρατσισμός απέναντι στους Αρμένιους. Στο Δουργούτι πολλοί πρωταγωνιστές της αντίστασης του αθηναϊκού λαού ήταν Αρμένηδες, που δεν μιλούσαν καλά ελληνικά, ήταν συχνά τουρκόφωνοι και διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος».
Το μπλόκο –με ακτίνα 12 χιλιομέτρων γύρω από το Δουργούτι– κατέληξε σε 200 δολοφονημένους και περίπου 3 χιλιάδες ομήρους που οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι. Κι όχι μόνο αυτό: το μένος κατά του αρμενικού Δουργουτιού σήμαινε ότι οι «Γερμανοί και οι συνεργάτες τους ήρθαν στο Δουργούτι με ονομαστικούς καταλόγους προγραμμένων καθώς και με χάρτη της παραγκούπολης για το πού θα έβαζαν φωτιά».
Το βιβλίο του Π. Αραπίνη έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον γιατί από τις σελίδες του η συζήτηση για τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές της Αριστεράς διαθλάται μέσα από την ιστορία του συνοικισμού. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο κομμάτι του δεύτερου μέρους, τις υποενότητες που καταπιάνονται με το Μεγάλο Μπλόκο προσπαθούν να συνδέσουν τον αιφνιδιασμό και την ανυπαρξία αντίδρασης του ΕΛΑΣ (και στην περίπτωση του Μπλόκου της Κοκκινιάς) με τους μεγάλους συμβιβασμούς που είχε ήδη αρχίσει να κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές.
Στρατηγική του Συμβιβασμού
Στις 10 Μάρτη του 1944 ανακοινώθηκε από το ΕΑΜ (και το ΚΚΕ) η συγκρότηση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), της «κυβέρνησης του Βουνού». Ήταν επίδειξη δύναμης: η «Ελεύθερη Ελλάδα» που είχε απελευθερώσει ο ΕΛΑΣ λειτουργούσε με τις δικές της δομές που είχε γεννήσει το κίνημα της Αντίστασης και εκτεινόταν από τους ορεινούς όγκους σε πεδινές περιοχές –οι προσφυγογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά ήταν από μια άποψη κομμάτι της: εξέλεξαν πχ συμβούλους για το Εθνικό Συμβούλιο που συνήλθε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας τον Μάη. Όμως, ταυτόχρονα η συγκρότηση της ΠΕΕΑ ήταν ένα μέσο πίεσης της ηγεσίας του κινήματος για την επίτευξη του βασικού της στόχου: την συγκρότηση μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», με τους αστούς πολιτικούς και την κυβέρνηση του Καΐρου που κρατούσαν στη ζωή οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές.
Για την ηγεσία του ΚΚΕ η πάλη ενάντια στη φασιστική κατοχή ήταν «όλων των Ελλήνων». Τον Δεκέμβρη του 1942, ο Γ. Σιάντος, γραμματέας της Κ.Ε, έλεγε στην εισήγησή του στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του κόμματος: «ολόκληρος ο ελληνικός λαός χωρίς καμιά εξαίρεση έχει άμεσο συμφέρον από την εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας, εκτός βέβαια από μερικά άτομα που πουλήθηκαν στον ξένο καταχτητή και συνέδεσαν την τύχη τους με αυτόν… Απ’ το άλλο μέρος είναι επίσης γεγονός ότι και κάτω από το ζυγό της ξένης υποδούλωσης υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, ταξικά πολιτικά κόμματα και ακόμα στο εξωτερικό υπάρχει ένας Γλύξγκσμπουργκ με την κυβέρνησή του, που έτσι κι αλλιώς αποτελεί μια κατάσταση…Το γεγονός όμως αυτό εμείς νομίζουμε ότι δεν μπορεί σήμερα να αποτελέσει αφορμή για τη διάσπαση των εθνικών δυνάμεων του τόπου…Σήμερα πρωτεύει η πάλη για την εθνική λευτεριά, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να έχουμε καμιά κοινωνική προκοπή».7
Αυτή η «γραμμή» υπάκουε άμεσα στις επιλογές της «αντιφασιστικής συμμαχίας» της Ρωσίας του Στάλιν με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να τα δώσουν όλα σ’ αυτή την συμμαχία, χωρίς επαναστατικές προσδοκίες που θα αποξένωναν τους «Μεγάλους Συμμάχους» και διεκδικώντας τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις μετά τον πόλεμο.
Η βάση αυτής της επιλογής είχε μπει από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όταν τα ΚΚ εγκατέλειψαν την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης και υιοθέτησαν τη στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων, της (και κυβερνητικής) συνεργασίας με τα «προοδευτικά» τμήματα της άρχουσας τάξης. Στην Ελλάδα αυτή η καθοριστική στροφή είχε γίνει το 1934 με τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε του ΚΚΕ. Ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο μεγάλος επαναστάτης μαρξιστής, προειδοποιούσε στο βιβλίο του Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα ότι η νέα στρατηγική θα επιβάλλει «σταμάτημα και ασκητικό αυτοπεριορισμό στο ελληνικό προλεταριάτο».8
Συμφωνίες
Αυτός ο «αυτοπεριορισμός» έπαιρνε σάρκα και οστά από την άνοιξη του 1944. Δέκα μέρες πριν τελειώσει τις εργασίες το Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες, ξεκινούσε η Διάσκεψη του Λιβάνου, στην οποία συμμετείχαν, πέρα από τους εκπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, η εξόριστη κυβέρνηση της Μ. Ανατολής στην οποία πρωθυπουργός είχε γίνει ο Παπανδρέου και εκπρόσωποι των παλιών κομμάτων. Οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ βάζουν στις 20 Μάη την υπογραφή τους στο «Εθνικόν Συμβόλαιον», το τελικό κείμενο της Διάσκεψης, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ η δράση του ΕΛΑΣ στην κατεχόμενη Ελλάδα καταδικάζεται σαν «τρομοκρατία» και όπου το κίνημα των φαντάρων στην Μ. Ανατολή καταγγέλλεται σαν αντεθνική ενέργεια.9
Η ηγεσία του ΚΚΕ στο βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας αντέδρασε στο «Εθνικόν Συμβόλαιον». Η κατακραυγή από τα μέλη του κόμματος ήταν πελώρια. Αλλά αυτό που έκανε ήταν να θέσει όρους για τη βελτίωση του «Συμβολαίου». Ζήτησε για παράδειγμα να πάρει το ΕΑΜ το 50% των υπουργείων, να καταδικαστούν δημόσια τα Τάγματα Ασφαλείας, να κάνει επίσημη δήλωση ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ ότι θα σεβαστεί τη λαϊκή θέληση. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Στη συνέχεια, μοναδικό όρο πρόβαλλε να μην είναι πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου. Αλλά στις 17 Αυγούστου, οι πέντε υπουργοί και ένας υφυπουργός του ΕΑΜ πήραν τις θέσεις τους στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας».
Ο κύκλος των συμβιβασμών θα συμπληρωθεί σαράντα μέρες μετά, στις 26 Σεπτέμβρη του 1944, με τις συμφωνίες της Καζέρτας (μιας ιταλικής πόλης). Ο Άγγλος στρατηγός Σκόμπι ορίστηκε αρχιστράτηγος όλων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Όλοι οι αντάρτικοι σχηματισμοί μπαίνουν κάτω από τις διαταγές της κυβέρνησης του Καΐρου. Ο Σκόμπι διατηρεί το δικαίωμα να παίρνει όλες τις αποφάσεις για τη «διατήρησιν της τάξεως». Όσο για τους αντάρτες –ουσιαστικά του ΕΛΑΣ– τους απαγορεύεται η είσοδος στην Αθήνα και άλλες πόλεις. Ακόμα και για τα Τάγματα Ασφαλείας υπήρχε ένα «παραθυράκι». Ναι μεν «θεωρούνται ως όργανα του εχθρού», αλλά αν παραδοθούν δεν θα θεωρηθούν «εχθρικοί σχηματισμοί»!
Από τη στιγμή που το ΚΚΕ θεωρούσε ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και ο σοσιαλισμός δεν ήταν στην ατζέντα, η μόνη εναλλακτική προοπτική που απέμενε ανοιχτή ήταν οι αγωνιώδεις προσπάθειες για συμβιβασμό. Θα μπούμε σε μια κυβέρνηση, ήταν η λογική της ηγεσίας, και έτσι θα εξασφαλίσουμε ότι είμαστε στο κέντρο λήψης των αποφάσεων μετά την απελευθέρωση. Έχουμε την πλειοψηφία με το μέρος μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Θα πάρουμε τις εκλογές και θα εφαρμόσουμε το πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας». Είναι η κλασική στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου για την αλλαγή της κοινωνίας, που έχει αποτύχει όπου και όποτε δοκιμάστηκε.
Φρένο
Αυτή η βασική στρατηγική επιλογή παρήγαγε και μια συγκεκριμένη στάση στο κίνημα που έδινε τη μάχη του ενάντια στις επιθέσεις της φασιστικής κατοχής, των «Ράλληδων» συνεργατών της και της άρχουσας τάξης. Ήταν μια τακτική που πάταγε φρένο στη δυναμική του κινήματος. Μπορεί η Κ.Ε του ΚΚΕ να καλούσε «Όλους επί ποδός πολέμου!» στις αρχές Αυγούστου, αλλά στην Αθήνα και τον Πειραιά, το κέντρο των εξελίξεων, η προσπάθεια ήταν η αποκλιμάκωση.
Καταρχάς στο απεργιακό κίνημα. Οι πρώτοι μήνες του 1944 σημαδεύονται από μια σειρά απεργίες για αυξήσεις αλλά και ενάντια στις απόπειρες δωσιλογικής κυβέρνησης και εργοδοτών να κάνουν μαζικές απολύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι αφορμή για το μπλόκο της Νίκαιας ήταν οι απεργίες των σιδηροδρομικών και των καπνεργατών/τριών στο εργοστάσιο Παπαστράτου. Όμως, αυτοί οι αγώνες δεν ενοποιούνται σε ένα κίνημα όπως του ’43 που απέτρεψε την επιστράτευση. Η Γενική Απεργία της 26 Αυγούστου 1944 για την «εθνική σωτηρία» δεν έμοιαζε καθόλου με τον ξεσηκωμό της 5 Μάρτη του ’43.
Το κύμα της τρομοκρατίας, με πιο εμφανή εκδήλωση τα μπλόκα, που χτύπαγε τις εργατογειτονιές, ήταν η αφορμή για το δεύτερο σκέλος της προσπάθειας περιορισμού. Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας είχε ξεκινήσει την πορεία του σαν «συνδικαλιστικός ΕΛΑΣ» το 1942-43, «ένα ιδιαίτερο μόρφωμα στο μεταίχμιο των πολιτικών και στρατιωτικών αντιλήψεων για τη διεξαγωγή του αγώνα στην πρωτεύουσα» ο οποίος τον Αύγουστο του 1943 έφτανε τους «6.500 'εγγεγραμμένους' μαχητές, φυσικά άοπλους, οι οποίοι δρούσαν σε επαγγελματικούς χώρους και σωματεία».10 Το 1944 η εικόνα είχε αλλάξει: η ραχοκοκαλιά του ΕΛΑΣ στην πόλη ήταν τα «Φρουραρχεία» του στις γειτονιές, με αντάρτες πόλης να είναι σε ετοιμότητα σ’ αυτά. Η διάθεση και χρησιμοποίηση του οπλισμού ήταν αρμοδιότητα αυτών των Φρουραρχείων (και της ΟΠΛΑ) και ουσιαστικά της ηγεσίας. Η απάντηση στα μπλόκα ήταν τα «χτυπήματα» της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ, όχι η συγκρότηση και ανάπτυξη των μορφών οργάνωσης στους χώρους δουλειάς με την προοπτική να μπει η σφραγίδα τους στην Απελευθέρωση που πλησίαζε. Όταν ήρθε αυτή η στιγμή τον Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας τήρησε «υποδειγματική τάξη» μέχρι να έρθει η κυβέρνηση και τα πρώτα βρετανικά τμήματα.
Από την Απελευθέρωση στον Δεκέμβρη
Το διάστημα από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη οι εργατικές διεκδικήσεις για μισθούς, δουλειά και δικαιώματα αλληλοτροφοδοτούνται με την οργή από το ξέπλυμα των ταγματασφαλιτών και κάθε λογής δωσίλογων από την κυβέρνηση και τους Βρετανούς «συμμάχους».
Εν τω μεταξύ, οι υπουργοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εφάρμοζαν μια πολιτική που έριχνε κουβάδες κρύου νερού στη βάση του κινήματος, που θεωρούσε ότι η απελευθέρωση από τους ναζί ήταν η πρώτη πράξη της κοινωνικής απελευθέρωσης. To EAM και ο ΕΛΑΣ έλεγχαν σχεδόν όλη τη χώρα, αλλά το κίνημα ένιωθε ότι η δικαίωση των αγώνων του, τόσο κοντινή, έμοιαζε να γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά του.
Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ήταν ο Αλ. Σβώλος, που πριν λίγους μήνες ήταν πρόεδρος της ΠΕΕΑ, της Κυβέρνησης του Βουνού. Στις 9 Νοέμβρη ο Σβώλος ανακοίνωσε το νόμο «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως». Η νέα δραχμή θα ήταν δεμένη με τη χάρτινη βρετανική λίρα. Βρετανοί «ειδικοί», έλληνες «εμπειρογνώμονες» και οι υπουργοί της Αριστεράς, συμφωνούσαν ότι για να πετύχει η σταθεροποίηση, χρειαζόταν «ισοσκελισμένος προϋπολογισμός», περιορισμός των δημοσίων δαπανών και λιτότητα. Η «ισοσκέλιση» του προϋπολογισμού θα γινόταν με τις θυσίες της εργατικής τάξης.
Το άλλο καυτό μέτωπο ήταν η ανεργία. Οι εργάτες απαιτούσαν την κρατικοποίηση και την επαναλειτουργία των κλειστών εργοστασίων. Σε κάποιες περιπτώσεις το πέτυχαν, όπως στα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, στην «Εριουργική» της Ν. Ιωνίας. Όμως, στις 11 Νοέμβρη δημοσιεύτηκε ο νόμος που άφηνε τους καπιταλιστές ελεύθερους να θέτουν σε διαθεσιμότητα το «πλεονάζον» προσωπικό. Αυτός ο νόμος έφερε την υπογραφή του Μ. Πορφυρογέννη, υπουργού Εργασίας, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η δυσαρέσκεια από αυτή την πολιτική ήταν μεγάλη. Μπορεί η ηγεσία να κατόρθωνε να φρενάρει την πάλη, αυτό όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι καθησύχαζε τη δυσαρέσκεια του κόσμου της, που έβλεπε τους βρικόλακες της Κατοχής να συνεχίζουν να πλουτίζουν από την πείνα και τη δυστυχία των φτωχών. Ταυτόχρονα, η ανασύνταξη των ταγματασφαλιτών, των δωσίλογων και των φασιστών της Κατοχής, προξενούσε ακόμα μεγαλύτερες ανησυχίες.
Ο φόβος που γινόταν μεγαλύτερος κάθε μέρα που περνούσε, ήταν ότι η αντίδραση με την στήριξη και παραίνεση των Άγγλων θα προχωρούσε σε πραξικόπημα για να εμποδίσει την επικράτηση της Αριστεράς σε εκλογές.
Η σπίθα που έφερε τον Κόκκινο Δεκέμβρη ήταν η σφαγή των διαδηλωτών στο Σύνταγμα το πρωί της 3 Δεκέμβρη του ‘44. Την προηγούμενη μέρα, οι υπουργοί της Αριστεράς είχαν παραιτηθεί από την κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου όταν οι διαπραγματεύσεις για τη σύνθεση του νέου στρατού είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Οι Βρετανοί ήθελαν ένα στρατό πλήρως ελεγχόμενο από τη μοναρχική δεξιά.
Όταν οι φάλαγγες των διαδηλωτών από τις συνοικίες έμπαιναν στην πλατεία Συντάγματος τα αστυνομικά αποσπάσματα που είχαν ακροβολιστεί στο Αρχηγείο της Αστυνομίας (στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Β. Σοφίας) άνοιξαν πυρ. Την εντολή έδωσε ο Άγγελος Έβερτ, διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων και πατέρας του μετέπειτα πρόεδρου της ΝΔ, Μιλτιάδη Έβερτ.
Η έκρηξη οργής που ανάβλυζε από την ριζοσπαστικοποίηση της Κατοχής και την πολιτική και ταξική πόλωση της Απελευθέρωσης υποχρέωσε την ηγεσία να ανταποκριθεί. Όχι για να πάρει την εξουσία, αλλά για να κάνει μια ένοπλη διαπραγμάτευση. Αλλά όπως γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος: «Η απόπειρα της κομμουνιστικής ηγεσίας για μια ελεγχόμενη εξάλειψη των ενόπλων δυναμικών ερεισμάτων της ‘αντίδρασης’ προκειμένου στη συνέχεια να επιβάλει από θέση ισχύος ένα καλύτερο συμβιβασμό με τους Βρετανούς … εκτροχιάστηκε από την υπόγεια κοινωνική δυναμική του αθηναϊκού ΕΑΜ σε αυθεντικό επαναστατικό ξέσπασμα».11
Πράγματι ο «Κόκκινος Δεκέμβρης» απέκτησε χαρακτηριστικά ένοπλης ταξικής σύγκρουσης. Οι εργατογειτονιές και οι προσφυγικοί συνοικισμοί έγιναν ο στόχος των ανηλεών βομβαρδισμών της RAF και του αγγλικού στόλου. Τα βρετανικά βομβαρδιστικά Ουέλινγκτον άδειαζαν το φορτίο τους –2 χιλιάδες κιλά βόμβες– στις συνοικίες.12
Τίμημα
Το Δουργούτι, λόγω της θέσης και της ιστορίας του, βρέθηκε κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή. Το εργοστάσιο του Φιξ (εκεί που σήμερα βρίσκεται το ΕΜΣΤ) δέσποζε στη λεωφόρο Συγγρού τη βασική οδό επικοινωνίας με το Φάληρο και τον αγγλικό στόλο. Ο λόχος Δουργουτιού το υπεράσπισε (άλλωστε πολλοί δούλευαν εκεί) μαζί με άλλους Δουργουτιώτες που δούλευαν ως «δυναμιτιστές» στο λόφο Σικελίας. Ο Π. Αραπίνης γράφει: «Στις17 Δεκέμβρη μετά από σκληρή μάχη 4 ωρών οι Εγγλέζοι κατέλαβαν τις προσφυγικές συνοικίες του Δουργουτιού και την ΕΘΕΛ αφού τις έκαναν κόσκινο με τα πολυβόλα των τανκς. Οι τρύπες αυτές υπάρχουν και σήμερα». Στη συνέχεια το «3ο μπλόκο του Δουργουτιού» κατέληξε σε εκατοντάδες συλλήψεις «Αυτούς που υπέδειξαν [οι καταδότες] περίπου 500 άτομα τους σφράγισαν το μέτωπο με ανεξίτηλη κόκκινη μπογιά και τους έστειλαν στο Χασάνι και από κει στο Τομπρούκ. Ανάμεσά τους ήταν και ο Άρης Αλεξάνδρου».13
Κι όπως είπε ο Πρ. Παπαστράτης στην παρουσίαση του βιβλίου: «Οι ΕΛΑΣίτικες σφαίρες που χτυπούν το τεθωρακισμένο με τον Τσόρτσιλ που ανεβαίνει τη Συγγρού τα Χριστούγεννα του ’44, δεν εμποδίζουν ούτε τον ίδιο να φτάσει στην Αθήνα για να ‘δείξει το ενδιαφέρον του’ στη σύσκεψη των πολιτικών προσωπικοτήτων ούτε την αγγλική επέμβαση να ολοκληρωθεί. Το τίμημα της συμμετοχής στην Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά είναι ιδιαίτερα οδυνηρό για συνοικισμούς όπως το Δουργούτι».
Στα τέλη Δεκέμβρη του 1944, ο Τσόρτσιλ έλεγε σε μια συνεδρίαση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Συμβουλίου: «αν οι υποθέσεις στην Ελλάδα εξελιχθούν όπως ελπίζουμε, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι να σταματήσει ένα τεράστιο κύμα αναρχίας στην Ευρώπη και να αποθαρρύνει παρόμοια ξεσπάσματα σε άλλες χώρες».
Δεν έλεγε λόγια του αέρα. Το καλοκαίρι του 1945, μια σύσκεψη του συντονιστικού των εργοστασίων της εταιρείας Ilva στη Γένοβα, διακήρυσσε ότι: «θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα ώστε η εταιρεία να μην λειτουργήσει με τους κανόνες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης εις βάρος των εργατών… Αντίθετα, θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα μεγάλο πανεθνικό σχέδιο μιας βαθιάς κοινωνικής επανάστασης ξεκάθαρα δημοκρατικής και προλεταριακής».14
Όμως, οι ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη που συμμετείχαν στις αστικές κυβερνήσεις, έλεγαν ότι ο δικός τους δρόμος είναι ο ρεαλιστικός, διαφορετικά ο κόσμος που ήθελε μια «βαθιά κοινωνική επανάσταση» θα είχε τη μοίρα της Αθήνας. Ένας νικηφόρος Κόκκινος Δεκέμβρης, αντίθετα, θα λειτουργούσε σαν έμπνευση και παρακίνηση για το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη να περάσει στην επίθεση. Η δύναμη υπήρχε. Αυτό που έλειπε ήταν μια Αριστερά με επαναστατική στρατηγική για να την αναδείξει και να την εκφράσει.
Σημειώσεις
1. Βλ. Σταυρούλα Πανίδου, «Η Εργατική Αντίσταση στην Πολιτική Επιστράτευση», Εργατική Αλληλεγγύη νο1560 (22/02/2023), https://ergatiki.gr/article.php?id=27125
2. Matthew Cobb, The Resistance: The French Fight Against the Nazis, Simon & Schuster 2013, Kindle loc. 2892-94
3. Για την σύγκριση με τη γαλλική περίπτωση, βλ. Ιάσονας Χανδρινός, Το Καθεστώς του Βισί, Σοσιαλισμός από τα Κάτω νο114 (Γενάρης-Φλεβάρης 2016), https://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=829&issue=114#gsc.tab=0
4. Για μια παρουσίαση της ταινίας και της υποδοχής της τότε βλ. Γιώργος Ανδρίτσος, Κινηματογράφος και Ιστορία- Η κατοχή και η αντίσταση στις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους από το 1945 μέχρι το 1981, ΚΨΜ, 2020.
5. Από τις εκδόσεις Ιδιομορφή.
6. Για παρουσίαση της εκδήλωσης βλ. Εργατική Αλληλεγγύη νο1606 (24/01/2024), https://ergatiki.gr/article.php?id=28517&issue=1606
7. Κομμουνιστική Επιθεώρηση της εποχής της φασιστικής κατοχής, εκδ. Καζάντζα Αθήνα 1976, Τόμος 1 σ.σ. 282-83. Αναφέρεται στο Λ. Μπόλαρης, Αντίσταση Η Επανάσταση που Χάθηκε, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2012 (β’ έκδοση), σελ.114.
8. Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2006, σελ. 175.
9. Για αυτό το κίνημα βλ. Προκόπης Παπαστράτης, Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και αντιφασιστικός αγώνας στη Μέση Ανατολή (1941-1944), Σοσιαλισμός από τα Κάτω νο99 (Ιούλης-Αύγουστος 2013), https://www.socialismfrombelow.gr/article.php id=178&issue=99#gsc.tab=0
10. Ιάσονας Χανδρινός, «Το Τιμωρό Χέρι του Λαού»-Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944, Θεμέλιο
11. Τάσος Κωστόπουλος, Ο Κόκκινος Δεκέμβρης και το Ζήτημα της Επαναστατικής Βίας, Βιβλιόραμα 2016.
12. Κασιμάτης Μανόλης, «Καταγράφοντας τη δράση της Βρετανικής Αεροπορίας τον Δεκέμβρη 1944», ανακοίνωση στο Συνέδριο «Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά: μία τομή στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας», Πάντειο Πανεπιστήμιο 19-23//11/2016.
13. Π. Αραπίνης, Το Δουργούτι…, οπ, σ.σ. 420-21. Ο Άρης Αλεξάνδρου είναι ο συγγραφέας του συγκλονιστικού μυθιστορήματος Το Κιβώτιο.
14. Gerd Rainer-Horn, The Moment of Liberation in Western Europe, Power Struggles and Rebellions 1943-1948, Oxford University Press 2000, σελ. 152.