Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Για ποια Αριστερά παλεύουμε – Επαναστατική εναλλακτική στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ"

Για ποια Αριστερά παλεύουμε –
Επαναστατική εναλλακτική στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ
Πάνος Γκαργκάνας

104 σελίδες, 8€
Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο

 

Το βιβλίο του Πάνου Γκαργκάνα «Για ποια Αριστερά παλεύουµε - Επαναστατική εναλλακτική στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ», που κυκλοφορεί από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, αποτελεί ένα πολύτιµο βοήθηµα για όλους τους αγωνιστές της Αριστεράς για τις αιτίες που οδηγούν, το µέχρι πρόσφατα µεγαλύτερο κόµµα της Αριστεράς, τον ΣΥΡΙΖΑ σε µία ατέρµονη κρίση, για τα «µαθήµατα» αλλά και τα «καθήκοντα» που πρέπει να πάρει η Αριστερά από αυτή την κρίση. 

Η κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ µοιάζει ατελείωτη. Χιλιάδες αγωνιστές έχουν φύγει και φεύγουν από τις «γραµµές» του. Όταν γράφω αυτές τις γραµµές ξεκινούν οι εργασίες του 4ου, έκτακτου, Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Σύµφωνα µε την «Εφ. Συν»: «Πρόκειται ίσως για το κρισιµότερο της ιστορίας του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Αν θα λέγαµε ότι είναι συνέδριο επιβίωσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήµασταν καθόλου υπερβολικοί. Όλα τα γεγονότα σε αυτό το συµπέρασµα συγκλίνουν καθώς στις εθνικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη συντριπτική ήττα, στερήθηκε τον ηγέτη του που αποχώρησε και ανέδειξε νέο ηγέτη, χωρίς από τότε να γνωρίσει ούτε µία ηµέρα σύµπνοιας και ηρεµίας. ∆ιασπάστηκε µέσα σε κλίµα βαρύτατων αντεγκλήσεων και µόλις λίγα 24ωρα πριν από την έναρξη του συνεδρίου γνώρισε µια καινούργια κρίση».

Το βιβλίο έρχεται σε σύγκρουση µε θεωρίες του «συρµού» που ακούγονται «δεξιά και αριστερά». Είναι η κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ, κρίση συνολικά της Αριστεράς που την οδηγεί στην ήττα και στο τέλος, όπως προπαγανδίζει και εύχεται η Ν∆ και διάφοροι «αναλυτές»; Είναι αποτέλεσµα της «µεταπολιτικής», όπως δήλωνε ο Τσακαλώτος και διάφορα κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν µετά την εκλογή Κασσελάκη; Ή µήπως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ ένα αριστερό κόµµα αλλά ένα αστικό κόµµα, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ; Τίποτα από όλα αυτά. Χρειάζεται να δούµε ότι «η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ έχει τις ρίζες της στην αντίφαση ανάµεσα στις αριστερές αναζητήσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας και στη δεξιόστροφη πορεία της ηγεσίας του». Γι' αυτό και το «κύµα φυγής» και οι αναζητήσεις, µε όλα τα µπερδέµατα, όλων όσων «εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ», πριν και µετά την εκλογή Κασσελάκη, είναι προς τα αριστερά. 

Αυτή η «αντίφαση» διαπερνά όλη την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Από την περίοδο της «ανόδου», από το 4,5% στο 37%, µέσα από το µεγαλειώδες κύµα απεργιών και αγώνων ενάντια στα Μνηµόνια όταν η «µαζική εισβολή στο προσκήνιο» εκατοµµυρίων εργατών και νεολαίας τσάκισε τη Ν∆, διέλυσε την σοσιαλδηµοκρατία και µαζικοποίησε την Αριστερά, γιατί αυτή η διαδικασία ήταν που «τον έκανε κυβέρνηση» και όχι ο «χαρισµατικός ηγέτης» Τσίπρας, µέχρι τους συνεχείς συµβιβασµούς και την δεξιά προσαρµογή της «πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς», που κορυφώθηκαν µε το ΟΧΙ του δηµοψηφίσµατος που έγινε ΝΑΙ και το τρίτο Μνηµόνιο. Αλλά, και σαν αξιωµατική αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε τη δεξιά προσαρµογή που τον οδήγησε στις εκλογικές τραγωδίες του 2023. Σε όλη αυτή την πορεία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διέψευσε τις ελπίδες και απογοήτευσε την εργατική τάξη και τη νεολαία που πάλεψαν, στρατεύτηκαν, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να αλλάξουν τη ζωή τους και την κοινωνία. Όλα τα εργατικά και κοινωνικά αιτήµατα που είχαν βρει κάποια θέση στο πρόγραµµα του ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείφθηκαν µπροστά στους εκβιασµούς της άρχουσας τάξης και των «θεσµών» της.

Το ερώτηµα είναι γιατί υπήρχαν όλοι αυτοί οι «επώδυνοι συµβιβασµοί»; Έφταιγε η «ατολµία» και η «προδοσία» της ηγεσίας, ο «διεθνής συσχετισµός δύναµης», η κοινωνία που «δεν ήταν έτοιµη για την ρήξη»; Το βιβλίο υποστηρίζει ότι η αιτία βρίσκεται στον ίδιο τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ ως «ρεφορµιστικό κόµµα», ως κόµµα µε «εργατική βάση-αστική πολιτική», και στα «αδιέξοδα του ρεφορµισµού». «Αδιέξοδα» που ούτε αφορούν µόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ και την σοσιαλδηµοκρατία ως «ρεφορµιστικοί σχηµατισµοί», και ούτε είναι κάποιο «ελληνικό φαινόµενο» γιατί την ίδια εξέλιξη βλέπουµε, σήµερα, σε όλα τα ευρωπαϊκά «αδερφά κόµµατα», από το Ποδέµος στην Ισπανία και το Μπλόκο στην Πορτογαλία µέχρι το Die Linke στην Γερµανία και αν γυρίσουµε και πιο πίσω το ίδιο θα δούµε µε την «εξαφάνιση» των µεγάλων ΚΚ σε Ιταλία και Γαλλία. 

Το βιβλίο γυρνάει πίσω «στην επαναστατική παράδοση που µιλάει για το φαινόµενο του ρεφορµισµού, στέκεται στο γιατί και πώς εµφανίζεται αλλά και στο πώς µπορεί να αντιµετωπιστεί». Γυρνάει στον Μαρξ και το ‘Κοµµουνιστικό Μανιφέστο’, στη Ρόζα Λούξεµπουργκ και τη ‘Μεταρρύθµιση ή Επανάσταση’, στον Λένιν και το ‘Κράτος και Επανάσταση’, στον Γκράµσι και στην αντιφατική συνείδηση της εργατικής τάξης, στον Τρότσκι και στο Ενιαίο Μέτωπο. 

Σ' αυτή την «παράδοση» υπάρχει και η απάντηση γιατί η κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κρίση όλης της Αριστεράς. Γιατί δεν υπάρχει «µία» Αριστερά, αλλά «ιστορικά, η Αριστερά έχει διαχωριστεί σε δύο ξεχωριστά ρεύµατα από την εποχή του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου. Τότε οι επίσηµες ηγεσίες στήριξαν τον πόλεµο και έβαλαν στο κέντρο τα συµφέροντα του "δικού τους" κράτους, ενώ οι επαναστάτες, ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Ρόζα, ο Γκράµσι διαχώρισαν τη θέση τους και συγκρότησαν την επαναστατική αριστερά. Εκείνη δεν ήταν µία στιγµιαία ρήξη. Ήταν και είναι η µεγάλη στρατηγική επιλογή που καθορίζει τις απαντήσεις µας µέχρι σήµερα». 

Την στρατηγική επιλογή του κοινοβουλευτικού δρόµου για την αλλαγή της κοινωνίας, «την έχει πληρώσει µε µεγάλο κόστος η εργατική τάξη και [τώρα και] στο παρελθόν» και γι' αυτό «η σύνδεση µε την επαναστατική στρατηγική γίνεται πιο επιτακτική µε την πολύπλευρη κρίση που συγκλονίζει τον καπιταλισµό διεθνώς σήµερα» γιατί όλη αυτή η αναζήτηση δεν γίνεται στο «κενό». 

Αντίθετα, βρισκόµαστε σε µία παρατεταµένη περίοδο όπου «εργάτες-αγρότες-φοιτητές» βρίσκονται µαζικά στο δρόµο ενάντια στην κυβέρνηση της Ν∆ και στον «καταστροφικό καπιταλισµό». Απεργούν, διαδηλώνουν, κάνουν καταλήψεις και µπλόκα. ∆ίνουν µάχες όχι «µόνο οικονοµικές» αλλά και πολιτικές: ενάντια στο σεξισµό, το ρατσισµό, την φασιστική απειλή, την κλιµατική κρίση. 

Το βιβλίο προβάλλει το ρόλο του επαναστατικού κόµµατος στην σύνδεση όλων αυτών των µαχών «και για την διαµόρφωση ενός ολοκληρωµένου προγράµµατος ριζικής ανατροπής αλλά και για να συγκροτήσει την δύναµη που µπορεί να το κάνει πράξη, την εργατική τάξη»: «Ο Λένιν ήταν αυτός που... επέµεινε ότι το ‘εκσυγχρονισµένο’ καπιταλιστικό κράτος δεν µεταρρυθµίζεται παρά µόνο ανατρέπεται και πρότεινε εναλλακτική οργάνωση για την εργατική τάξη: επαναστατικό κόµµα της εργατικής πρωτοπορίας αντί για το πλατύ σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα», για να έρθει ο Τρότσκι να διαπιστώσει, µε την κυριαρχία του σταλινισµού στη δεκαετία του 1930: «ότι το κίνηµα χρειάζεται µια νέα ηγεσία που δεν ήταν ούτε τα σταλινικά Κοµµουνιστικά Κόµµατα, ούτε τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα». Αυτή η διαπίστωση εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και αποτελεί την µεγαλύτερη πρόκληση της επαναστατικής αριστεράς. 

Χρειάζεται να κτίσουµε ένα µαζικό επαναστατικό Κόµµα µε την τακτική του Ενιαίου Μετώπου και την στρατηγική της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισµού. Γιατί, έχουµε την «ανάγκη της κοινής δράσης των επαναστατών µε την βάση των ρεφορµιστικών κοµµάτων για τη στήριξη και τη σύνδεση των αγώνων για να µπορούν να νικήσουν» ενάντια στα βάρη της κρίσης που ο Μητσοτάκης και οι υπουργοί του φορτώνουν στις πλάτες µας, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις σε Υγεία και στην Παιδεία, ενάντια στη σεξιστική βία, ενάντια στις επαναπροωθήσεις που πνίγουν γυναίκες και παιδιά, ενάντια στην πολεµική εµπλοκή στο πλευρό του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και του Ισραήλ στην Παλαιστίνη, ενάντια, ενάντια... αλλά αυτό δεν αρκεί. Ταυτόχρονα µε την κοινή πάλη, «και για να κερδηθεί ένα ακόµα µεγαλύτερο κοµµάτι της τάξης στην επαναστατική προοπτική», θα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για την «επαναστατική στρατηγική». Απέναντι στο «δρόµο της διαχείρισης µέσα από µια πλειοψηφία στη Βουλή που δοκιµάστηκε και απέτυχε, απέναντι στους ρεφορµιστές που µέσα σε περίοδο κρίσης και εξέγερσης, προσπαθούν να εµφανιστούν σαν οι συνεπείς διαχειριστές ενός άλλου καπιταλισµού πιο ‘ανθρώπινου’ ή πιο ‘λαϊκού’ και απέναντι σε µια αυτονοµία που υποκαθιστά την ταξική πάλη µε την εξέγερση του ατόµου, η επαναστατική αριστερά χρειάζεται να προβάλει την απελευθερωτική δυνατότητα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισµού» που θα απλώσει την εργατική δηµοκρατία παντού, από την πολιτική ως την οικονοµία. 

Όπως γράφει η Μαρία Στύλλου, στο κλείσιµο του βιβλίου: «∆εν πρέπει να περιµένουµε την επόµενη κορύφωση της ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας για να συγκροτήσουµε την Αριστερά σήµερα σε επαναστατική βάση. Κάθε αναβολή και καθυστέρηση το µόνο που φέρνει είναι µεγαλύτερα περιθώρια για να εµφανιστούν ξανά ψεύτικοι ‘ρεαλισµοί’ σαν αυτούς που καταρρέουν µε πάταγο... Είναι ώρα να προχωρήσουµε γρήγορα και αποφασιστικά». Αυτό το βιβλίο είναι «οδηγός» σ' αυτό το κάλεσµα και πρέπει να φτάσει και να διαβαστεί παντού.