Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Οι Δωσίλογοι - Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής"

Οι Δωσίλογοι
Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής
Μενέλαος Χαραλαμπίδης

428 σελίδες, 23€
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Το γεγονός ότι στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού, οι Δωσίλογοι, που συνεργάστηκε με διάφορους τρόπους με τις ναζιστικές Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν είναι κάτι το άγνωστο. Όπως δεν είναι άγνωστο ότι η συντριπτική πλειοψηφία (αν όχι το σύνολο) των συνεργατών δεν καταδικάστηκαν ποτέ, αλλά, αντίθετα, πολλοί από αυτούς έφτασαν να στελεχώνουν καίριες θέσεις πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξουσίας στο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς.

Αυτό, όμως, που αναδεικνύει αναλυτικά ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο τελευταίο βιβλίο του «Οι Δωσίλογοι», είναι οι υλικοί όροι για την εμφάνιση και την έκταση του Δωσιλογισμού, αλλά και το μεταπολεμικό καθεστώς ατιμωρησίας του. Στο βιβλίο παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τους ναζί κατακτητές, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής στα χρόνια της Κατοχής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή της. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, εργολάβων και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Ες-Ες και άλλων που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της Κατοχής. 

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: την πολιτική, την οικονομική και την ένοπλη συνεργασία με τους ναζί, που ο συγγραφέας θεωρεί ότι είναι αλληλένδετες, λειτουργούν ενισχυτικά και συμπληρωματικά η μια προς την άλλη και πολλές φορές οι ίδιοι άνθρωποι κινούνται και στα τρία επίπεδα, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Οικονομικούς συνεργάτες δεν εννοεί τους μικρούς ‘μαυραγορίτες’ που συχνά το έκαναν για λόγους στοιχειώδους επιβίωσης, αλλά τους μεγάλους που το έκαναν για πλουτισμό, τους εργολάβους που ανέλαβαν έργα για λογαριασμό του κατακτητή κι άρπαζαν τα σπίτια του κόσμου, τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τους βιομήχανους που συνεργάστηκαν για να κρατήσουν σε λειτουργία τις επιχειρήσεις τους και να μπορέσουν να τις επεκτείνουν με τα αμερικάνικα κεφάλαια της ‘ανασυγκρότησης’ όταν έληξε ο πόλεμος. Μια τέτοια οικονομική συνεργασία δεν θα μπορούσε να υπάρχει αν δεν υπήρχε η πολιτική συνεργασία. Γράφει, για παράδειγμα, με αφορμή την περιγραφή της πρώτης μεγάλης απεργίας των δημόσιων υπάλληλων τον Απρίλη του 1942: «Η συμβολή των ελληνικών κυβερνήσεων συνεργασίας στην εκμετάλλευση του ελληνικού εργατικού δυναμικού έλαβε και τη μορφή καταστολής… Οι απεργίες που ξέσπαγαν στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα προκαλούσαν ανεπιθύμητα εμπόδια στη λειτουργία υπηρεσιών και επιχειρήσεων». Ένα χρόνο αργότερα, μετά την κορύφωση των απεργιακών κινητοποιήσεων και των διαδηλώσεων που απέτρεψαν το μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης στις 5 Μάρτη 1943, «ο υπουργός Εσωτερικών Ταβουλάρης διέταξε τους άνδρες της Χωροφυλακής να στρέψουν τα όπλα τους κατά του αντιστασιακού κινήματος, απειλώντας όσους δίσταζαν να το πράξουν».

Ο συγγραφέας τονίζει ότι η νίκη των απεργιακών κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτική των Γερμανών στα Βαλκάνια και τη διαφαινόμενη ήττα τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτάχυναν τις εξελίξεις προς τη δημιουργία ενός ενιαίου αντικομμουνιστικού μετώπου υπό την τρίτη δωσιλογική κυβέρνηση του Ι. Ράλλη: «Μέσα από τη συγκρότηση του αντιεαμικού στρατοπέδου Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί, βενιζελικοί και βασιλικοί, συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν ένα κίνδυνο που ερχόταν από το παρελθόν και συναντούσε τη συνέχεια που κληροδότησε στην ελληνική πολιτική ζωή ο Μεσοπόλεμος... Όσο συνεχιζόταν η αντιπαράθεση με πολιτικούς όρους (απεργίες, διαδηλώσεις κ.ά.), το ΕΑΜ αύξανε συνεχώς την πολιτική του επιρροή. Στόχος του Ράλλη ήταν να μεταφέρει τη σύγκρουση από το πολιτικό στο ένοπλο πεδίο ώστε να πετύχει τη βίαια καταστολή του ΕΑΜ».

«Ελληνική Κατοχή»

Με το ένα μάτι να κλείνει προς την ακόμα μεγαλύτερη συνεργασία με τους ναζί και το άλλο στην αποτροπή ενός πανίσχυρου ΕΑΜ μετά την ενδεχόμενη αποχώρηση των Γερμανών, η κυβέρνηση Ράλλη οργανώνει αυτό που ο Χαραλαμπίδης αποκαλεί «ελληνική κατοχή»: τη συγκρότηση, τουλάχιστον στην Αθήνα και τον Πειραιά, ενός ελληνικού στρατού κατοχής (από την Χωροφυλακή, τα Τάγματα Ασφαλείας που ιδρύονται τον Ιούνη 1943, και τους ‘Μπουραντάδες’ του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων) που με την εποπτεία των ναζί, ή συχνά και μόνοι τους, αναλαμβάνουν τη μάχιμη δράση –τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις, τα μπλόκα. 

Η πρώτη μαγιά για να βρεθούν οι πρόθυμοι να στρατολογηθούν στην υπηρεσία των αρχών κατοχής προϋπήρχε. Ο Χαραλαμπίδης τους εντοπίζει στα προπολεμικά δίκτυα γερμανικής κατασκοπίας στην Ελλάδα (με αρκετούς ‘επιχειρηματίες’ ανάμεσά τους) ή στις φασιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου, όπως η ΕΣΠΟ, η ΟΕΔΕ ή η διαβόητη ΕΕΕ («Τρία Έψιλον») –και βρέθηκαν να υπηρετούν στη Βέρμαχτ ή σαν βασανιστές στα κολαστήρια των Ες Ες και της Γκεστάπο.

Όμως, η ένοπλη «ελληνική κατοχή» δεν στηρίχθηκε κύρια σε αυτούς, αλλά στην Ελληνική Χωροφυλακή, στα Τάγματα Ασφαλείας και στην Αστυνομία Πόλεων (μολονότι ο ρόλος του επικεφαλής της τελευταίας, Άγγελου Έβερτ, εμφανίζεται υποβαθμισμένος στο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου λανθασμένα). Ήταν πολιτική της άρχουσας τάξης. «Η κυβέρνηση Ράλλη», γράφει ο συγγραφέας, «επιθυμούσε να συγκροτήσει ένα ένοπλο μέτωπο το οποίο θα αντιμετώπιζε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από θέση ισχύος, όσο η παρουσία των κατακτητών λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας, και θα απέτρεπε την κατάληψη της εξουσίας στο κρίσιμο διάστημα μεταξύ της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων και της άφιξης των βρετανικών». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής Α. Λάμπου, στη δίκη του που έγινε το Νοέμβρη του 1945 επικαλέστηκε τον «αντικομμουνισμό ως συνέχεια του κράτους», υποστηρίζοντας ότι είναι αθώος γιατί δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να εφαρμόζει το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου που υπήρχε από το 1929, αφού «η μόνη μου σκέψις ήτο η δίωξις των κομμουνιστών». 

Ακόμα και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης του Λιβάνου, μέχρι λίγο πριν την Απελευθέρωση υιοθετούσε την αντικομμουνιστική προπαγάνδα της κυβέρνησης Ράλλη για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, επειδή «σφάζουν και οι Αντάρται». Και μόνο το στοιχείο που αναφέρει ο συγγραφέας ότι «το πρώτο ηχηρό χτύπημα του ΕΛΑΣ ήταν η εκτέλεση στις 27/9/1943 του διοικητή του τμήματος Χωροφυλακής Νέας Ιωνίας Δ. Αλεξόπουλου», ο οποίος λίγες μέρες πριν είχε διατάξει τη δολοφονία τριών απεργών ανθρακωρύχων της Καλογρέζας, αρκεί για να καταπέσουν οι συκοφαντίες για «κόκκινη βία» που προκάλεσε τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας κλπ. 

Η δράση της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας σαν εγκληματικές οργανώσεις περιγράφεται από τον συγγραφέα εκτενώς με ανατριχιαστικά στοιχεία (επισημαίνοντας ότι ακόμα και σήμερα απαγορεύεται η πρόσβαση στα αρχεία των σωμάτων ασφαλείας): Η κατάδοση, σύλληψη και παράδοση αντιστασιακών στους ναζί, η ανάληψη ανακρίσεων από τους ίδιους τους ταγματασφαλίτες με φρικτά βασανιστήρια, οι επιδρομές και τα δολοφονικά μπλόκα στα νοσοκομεία ενάντια στους ανάπηρους του αλβανικού μετώπου, στον Βύρωνα και τον Υμηττό, στην Άνω Νέα Σμύρνη, τη Δάφνη και το Δουργούτι, στην Καλλιθέα, στην Καλογρέζα, στην Κοκκινιά, στα Ταμπούρια.  

Αυτή τη δράση ενάντια στην Αριστερά και στο κίνημα, οι ίδιοι δωσίλογοι που στελέχωσαν την ένοπλη «ελληνική κατοχή», τη συνέχισαν και στον Δεκέμβρη του 1944, στην τρομοκρατία που ακολούθησε μετά τη Βάρκιζα, στον Εμφύλιο, αλλά και μετεμφυλιακά –έχοντας θεσμική κάλυψη και συχνά καταλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Ο Μπουραντάς, ο διαβόητος διοικητής του μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων στην Κατοχή, έφτασε να διοριστεί από την κυβέρνηση του Καραμανλή αρχηγός της Πυροσβεστικής στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ελάχιστοι δωσίλογοι κατέληξαν στα δικαστήρια για τα εγκλήματά τους, και από αυτούς η συντριπτική πλειοψηφία αθωώθηκε, πήρε ασήμαντες ποινές ή αποφυλακίστηκε μετά από λίγα χρόνια. Ο συγγραφέας φέρνει το παράδειγμα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη (του παππού του σημερινού υπουργού της ΝΔ) που ήταν συνήγορος του Ι. Ράλλη στη δίκη του και το 1949 ως επικεφαλής ομάδας βουλευτών «κατέθεσε τροπολογία η οποία όριζε ότι όσοι καταδικάστηκαν για συνεργασία, τυγχάνουν αναστολής εκτέλεσης της ποινής». Η άρχουσα τάξη με την απλόχερη βοήθεια της «ανεξάρτητης Δικαιοσύνης» έχτισε το μετεμφυλιακό κράτος με τα υλικά που πρόσφεραν οι δωσίλογοι που ενσωματώθηκαν σε όλα τα επίπεδα του «εθνικού κορμού».

Οι άρχουσες τάξεις σε όλες τις χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης έτρεμαν μπροστά στην προοπτική στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου να βρεθούν αντιμέτωπες με επαναστάσεις όπως έγινε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και παντού στράφηκαν από νωρίς ενάντια στην Αριστερά. Αυτή η γενική τάση ίσως υποβαθμίζεται στο βιβλίο, παρουσιάζοντας την Ελλάδα σαν εξαίρεση (κάτι που δεν ισχύει, πχ και στη Γαλλία η προπολεμική και η δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί παρέδωσαν χιλιάδες φυλακισμένους κομμουνιστές στους ναζί, ενώ στην Ιταλία μετά τον πόλεμο δόθηκε άφθονος χώρος στα φασιστικά υπολείμματα του Μουσολίνι να συνεχίσουν να παίζουν ρόλο στην επίσημη πολιτική σκηνή).

Όμως, όπως γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης στο βιβλίο του Αντίσταση – Η επανάσταση που χάθηκε: «Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40, δυο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα συγκρούστηκαν για τον έλεγχο της κοινωνίας. Ήταν μια σύγκρουση που ξεκίνησε μέσα στις φλόγες του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, κορυφώθηκε στην Αντίσταση και την Απελευθέρωση, πέρασε μια κρίσιμη καμπή το Δεκέμβρη του ΄44 και ολοκληρώθηκε με την οριστική ήττα του κινήματος το 1949 και τη λήξη του Εμφύλιου. Μέσα σε δέκα χρόνια η ελληνική κοινωνία έζησε την ελπίδα της επανάστασης και τη βαρβαρότητα της αντεπανάστασης».

Το μέγεθος αυτής της βαρβαρότητας της άρχουσα τάξης αναδεικνύει το βιβλίο «Οι Δωσίλογοι» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη.