Πετρούπολη, Σανγκάη
οι δύο επαναστάσεις του 20ου αιώνα
Alain Badiou
104 σελίδες, 12€
Εκδόσεις Εκτός Γραμμής
Ένα βιβλίο που από την πρώτη σελίδα του χαρακτηρίζεται ως «εγκώµιο στις επαναστάσεις» και µάλιστα γραµµένο από τον Αλέν Μπαντιού, µε όλο το βάρος του συγγραφικού του έργου και της πορείας του στη γαλλική Αριστερά, αποτελεί σηµαντικό εκδοτικό γεγονός.
Πράγµατι ο Μπαντιού επιτίθεται µε σφοδρότητα στις αντιλήψεις που επιχειρούν να θάψουν τις επαναστάσεις. Γράφει στη σελίδα 19 του βιβλίου:
«Ακούµε καθηµερινά ότι η ανατροπή των κυρίαρχων της εποχής µας και η οργάνωση ενός παγκόσµιου γίγνεσθαι ισότητας είναι µια εγκληµατική ουτοπία και µια ζοφερή επιθυµία αιµατηρής δικτατορίας. Ένας στρατός δουλοπρεπών διανοουµένων έγιναν ειδικοί, αλίµονο κυρίως στη χώρα µας τη Γαλλία, στην αντεπαναστατική συκοφάντηση».
Και σε αντιπαράθεση δηλώνει:
«Μια αληθινή επανάσταση είναι πάντα και ανάσταση των επαναστάσεων που προηγήθηκαν: Η ρωσική επανάσταση ανέστησε την παρισινή Κοµµούνα του 1871 και τη Συµβατική Συνέλευση του Ροβεσπιέρου, ακόµα και την εξέγερση των µαύρων σκλάβων στην Αϊτή µε τον Τουσέν Λουβερτύρ, και ακόµα, ανατρέχοντας στον 16ο αιώνα, την εξέγερση των χωρικών στη Γερµανία υπό την καθοδήγηση του Τόµας Μύνστερ, καθώς και, ανατρέχοντας στη ρωµαϊκή αυτοκρατορία, τον µεγάλο ξεσηκωµό των µονοµάχων και των σκλάβων µε ηγέτη τον Σπάρτακο».
Έχουµε, λοιπόν, µπροστά µας ένα βιβλίο που ανοίγει το θέµα των επαναστάσεων σήµερα και προσπαθεί να αξιοποιήσει την εµπειρία από τη Ρωσία και την Κίνα του περασµένου αιώνα.
Ξεκινώντας από τη ρώσικη επανάσταση του 1917, που «ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ολοκληρωτική. Τουλάχιστον επί δώδεκα χρόνια, µεταξύ 1917 και 1929, γνώρισε ανελέητους εµφύλιους πολέµους και παθιασµένες πολιτικές συζητήσεις»(σελ.20) και «βαδίζοντας στα ίχνη της Γαλλικής Επανάστασης θέλησε να εδραιώσει για πάντα το βασίλειο της ισότητας του ανθρώπινου είδους. Θέλησε να εξέλθει από τη νεολιθική εποχή».(σελ.26)
Ο Μπαντιού τονίζει ότι η µεγάλη σηµασία της επανάστασης εκείνης ήταν ότι απέδειξε ότι η νίκη είναι εφικτή και αυτό το πέτυχε χάρη στα σοβιέτ και «ένα επαναστατικό κόµµα συµπαγές, ζωντανό και στενά συνδεδεµένο µε τους εργάτες» που «στην ηγεσία του βρίσκονται άνθρωποι όπως ο Λένιν και ο Τρότσκι». Και ξεκαθαρίζει ότι «από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ιδίως από το πρώτο πενταετές πλάνο το 1929, υπό την αµείλικτη ηγεσία του Στάλιν περνάµε στην πράξη από το ‘όλη η εξουσία στα σοβιέτ’ στο ‘όλη η εξουσία στην πλήρη συγχώνευση του κοµµουνιστικού κόµµατος και του κράτους’ και εποµένως στην εξαφάνιση της εξουσίας των σοβιέτ».(σελ.35)
Κι όµως, από τέτοια αφετηρία, ο Μπαντιού χάνει το νήµα όταν περνάει στην κινέζικη εµπειρία. Γράφοντας για την Πολιτιστική Επανάσταση, θεωρεί ότι ξεκίνησε µε πρωτοβουλία του Μάο αλλά πήρε διαστάσεις εξέγερσης και στο τέλος καταπνίγηκε από τον ίδιο Μάο. Συγκεκριµένα:
«Ο Μάο και η οµάδα του θα χρειαστεί να επινοήσουν την καταφυγή στη µαζική πολιτική κινητοποίηση για να συντρίψουν τους καθοδηγητές στις ανώτερες βαθµίδες του Κόµµατος και του Κράτους. Μια καταφυγή που προϋποθέτει ότι γίνονται αποδεκτές µη ελεγχόµενες µορφές εξέγερσης και οργάνωσης». (…) «Ο Μάο και οι δικοί του θα φτάσουν να πουν ότι σε συνθήκες σοσιαλισµού η αστική τάξη ανασυγκροτείται και οργανώνεται µέσα στο ίδιο το κοµµουνιστικό κόµµα, [αλλά] ο διχασµός του τακτικού στρατού εξακολουθεί να αποκλείεται, η γενική µορφή της σχέσης ανάµεσα στο Κόµµα και το Κράτος, ιδίως σε ό,τι αφορά τις κατασταλτικές δυνάµεις, πρέπει να παραµείνει αµετάβλητη, µε την έννοια τουλάχιστον ότι δεν τίθεται στ’ αλήθεια ζήτηµα να καταστραφεί το Κόµµα. (…) Αυτή η αντίφαση θα επιφέρει διαδοχικές υπερφαλαγγίσεις της αυθεντίας του Κόµµατος από τις τοπικές εξεγέρσεις, τη βίαιη αναρχία αυτών των υπερφαλαγγίσεων, το αναπόφευκτο µιας αποκατάστασης της τάξης που χαρακτηρίστηκε από µεγάλη ωµότητα και τελικά την αποφασιστική είσοδο του στρατού στη σκηνή».(σελ.55-56) «Ο Μάο αρχίζει να φοβάται τις καταστροφές (…) Τον Σεπτέµβριο του 1967 διατυπώνει την κατευθυντήρια οδηγία να σταµατήσουν οι ταραχές, να αφοπλιστούν οι οργανώσεις και να ανακτήσει ο κατασταλτικός µηχανισµός το νόµιµο µονοπώλιο της βίας».(σελ.71)
Και συµπεραίνει ο Μπαντιού: «Ο Μάο είναι και ένας άνθρωπος του κόµµατος-κράτους. Θέλει την ανανέωσή του, ακόµα και αν είναι βίαιη, όχι όµως την καταστροφή του (…) ∆ιότι δεν έχει –και κανείς δεν έχει- εναλλακτική υπόθεση όσον αφορά την ύπαρξη του κράτους και επειδή ο λαός, µετά από δυο συναρπαστικά αλλά και πολύ δύσκολα χρόνια, θέλει, στη συντριπτική πλειονότητα, να υπάρχει το κράτος και να κάνει γνωστή την ύπαρξή του ακόµα και µε οδυνηρό τρόπο αν χρειαστεί».(σελ.73)
Και έτσι ο Μπαντιού φτάνει στην αποδοχή της άδοξης κατάληξης της Πολιτιστικής, παρόλο που την εκτιµά τόσο πολύ ώστε να τη βάζει δίπλα στην Οκτωβριανή. Γιατί συµβαίνει αυτό;
Ένα πρώτο στοιχείο είναι η αποδοχή από µέρους του ότι το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην Κίνα το 1949 ήταν «τυπικά» ένα προλεταριακό κράτος (σελ.55). Τι θα πει «τυπικά»; Στην Πετρούπολη το 1917 η εξουσία έγινε προλεταριακή επειδή επικράτησαν τα σοβιέτ. Αυτό είναι ουσία, όχι τύπος. Για την περίπτωση της Κίνας, ο Μπαντιού γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ότι «δεν θα γίνει εδώ λόγος για την κατάληψη της εξουσίας από το Κινεζικό Κοµµουνιστικό Κόµµα αµέσως µετά το τέλος του ∆εύτερου Παγκόσµιου Πόλεµου. Αυτή η κατάληψη εξουσίας υπήρξε πράγµατι το αποτέλεσµα µιας πολύ µακράς πολιτικής και στρατιωτικής διαδικασίας µε τον σχηµατισµό ενός λαϊκού, ουσιαστικά αγροτικού, στρατού και την κατάκτηση µιας απελευθερωµένης ζώνης. Αυτή η διαδικασία δεν προσδιορίζεται κατάλληλα µε τη λέξη ‘επανάσταση’».
Αφήνοντας µε αυτόν τον τρόπο απ’ έξω το ζήτηµα του χαρακτήρα του κόµµατος που πήρε την εξουσία το 1949, ο Μπαντιού αναγκάζεται να µιλάει αφηρηµένα για καθεστώς Κόµµατος-Κράτους που τυπικά ήταν προλεταριακό. Έχουµε εξηγήσει αλλού (στο βιβλίο «Κίνα, από Μισοαποικία σε Υπερδύναµη», ειδικά στο κεφάλαιο «Ένα διαφορετικό κόµµα»), πώς το κόµµα του Μάο αποτέλεσε ένα κόµµα του «Μπλοκ των τεσσάρων τάξεων».
Τον Απρίλη του 1927, η Κίνα γνώρισε τη δική της «Βάρκιζα». Με τις οδηγίες του Στάλιν, το ΚΚ Κίνας υποδέχθηκε στη Σαγκάη τον Τσανγκ Κάι Σεκ ως «απελευθερωτή», αφόπλισε τους εξεγερµένους εργάτες και τους άφησε εκτεθειµένους στη σφαγή από τα στρατεύµατα της Κουοµιντάνγκ. Η ήττα εκείνης της επανάστασης ήταν συντριπτική για το Κοµµουνιστικό Κόµµα ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Η ηγεσία του Μάο το ανασυγκρότησε αργότερα σαν δύναµη εθνικοαπελευθερωτική µε αντάρτικο µακριά από τις πόλεις και την εργατική τάξη, µε σύνθεση κύρια αγροτική αλλά και µε συνεργασίες που λογοδοτούσαν στη στρατηγική του «Μπλοκ των τεσσάρων τάξεων». Ο Μάο έγραφε και καθοδηγούσε µε την προοπτική ότι «ο νέος τύπος δηµοκρατικής επανάστασης ανοίγει το δρόµο για τον καπιταλισµό από τη µια µεριά και δηµιουργεί προϋποθέσεις για τον σοσιαλισµό από την άλλη». Οι οπαδοί του καπιταλιστικού δρόµου δεν έπεσαν από τον ουρανό µέσα στο Κοµµουνιστικό Κόµµα της Κίνας.
Χωρίς µια τέτοια ανάλυση, µπορείς εύκολα να µιλάς για «τυπικά» προλεταριακό καθεστώς, να γίνεσαι απολογητικός για την καταστολή των εξεγέρσεων στα χρόνια της Πολιτιστικής και να παραλείπεις κάθε αναφορά στη µόνη οργάνωση, που έλεγε ότι «η εξουσία της νέας γραφειοκρατικής µπουρζουαζίας πρέπει να ανατραπεί» (Σενγκ Βου Λιεν, Πού βαδίζει η Κίνα;).
Έχοντας χάσει από την οπτική του τη διαφορά και την απόσταση που χωρίζει το επαναστατικό εργατικό κόµµα του Λένιν από το κόµµα των τεσσάρων τάξεων του Μάο, ο Μπαντιού φτάνει στο σηµείο να απαρνηθεί την συγκρότηση των επαναστατών σε κόµµα. Γράφει στη σελίδα 78: «Γνωρίζουµε σήµερα ότι κάθε πολιτική χειραφέτησης πρέπει να έχει κόψει κάθε δεσµό µε το µοντέλο του κόµµατος ή των κοµµάτων, να δηλώνει πολιτική ‘χωρίς κόµµα’, χωρίς ωστόσο να γλιστράει στην αναρχική εκδοχή».
Τι αποµένει; Μια προσπάθεια επιστροφής στις ιδέες της Αυτονοµίας τύπου Νέγκρι, καθώς ο Μπαντιού µιλάει για «νοµαδικό» προλεταριάτο, «δισεκατοµµύρια ανθρώπινα όντα που περιπλανώνται ανά τον κόσµο αναζητώντας έναν τόπο να εργαστούν, να συντηρήσουν µια οικογένεια κλπ». Με «περιπλανώµενο» κοινωνικό υποκείµενο και «περιπλανώµενους» επαναστάτες, η προοπτική να συνεχίσουµε το έργο της ανατροπής του καπιταλισµού που ανάδειξε ως εφικτό η επανάσταση του 1917 µοιάζει χαµένη στο διάστηµα. Καλύτερα να επιµείνουµε στο λενινιστικό «εγκώµιο των επαναστάσεων».