Άρθρο
50 χρόνια Μεταπολίτευση

Κοσμοπλημμύρα στον γιορτασμό στην πρώτη επέτειο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Γιορτάζουμε τα 50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας και αντλούμε τα πολύτιμα διδάγματα από την πορεία που άνοιξε εκείνη η ανατροπή. Οι από πάνω ψάχνουν το τέλος της Μεταπολίτευσης, η επαναστατική Αριστερά ήταν και είναι δύναμη για να χτίσουμε και να αξιοποιήσουμε τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης.
Ο Πάνος Γκαργκάνας θυμίζει τους μεγάλους σταθμούς αυτής της αναμέτρησης.

 

Το «τέλος της Μεταπολίτευσης» ήταν και παραμένει ένα αγαπημένο μοτίβο, για να μην πούμε ένας ευσεβής πόθος για την άρχουσα τάξη και τους εκφραστές της. Πριν από ένα χρόνο η Καθημερινή έτρεχε να τοποθετήσει το «41 τα εκατό» του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτή την κατηγορία. 

«Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου; Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία κλείνει τα 49 χρόνια της. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, η συζήτηση για το “τέλος της Μεταπολίτευσης” είναι ξανά επίκαιρη. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία κλείνει τα 49 έτη και έχει διαψεύσει πολλές φορές τις φήμες για το “τέλος” της. Θα τις διαψεύσει και σήμερα; Η Μεταπολίτευση “τελείωσε” για πρώτη φορά το 1981, όταν ήρθε η “Αλλαγή”, αλλά και το 1990, όταν πραγματοποιήθηκε η “παλινόρθωση” της Ν.Δ. στην εξουσία και του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο αυτές τομές ενσωματώθηκαν τελικά στη Μεταπολίτευση, που δεν τελείωσε σε αυτά τα ορόσημα, αλλά τα κατέστησε “σταθμούς” της. Ακολούθησαν κι άλλοι σταθμοί, όπως π.χ. το 1996, με τον εκσυγχρονισμό του Κώστα Σημίτη και την εκδημία των δύο πρωταγωνιστών – θεμελιωτών της Μεταπολίτευσης, του Ανδρέα Παπανδρέου (1996) και του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1998). Αναμφισβήτητος σταθμός ήταν η ένταξη στην Ευρωζώνη το 2000, αλλά και η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2003, είκοσι εννέα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μεταπολίτευση γεννήθηκε μέσα από το αίμα της Κύπρου. Τρεις άλλοι σταθμοί ήταν για πολλούς η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και η υπογραφή του πρώτου μνημονίου του 2010, η οικουμενική κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου το 2011 ή η δεύτερη συγκυβέρνηση (μετά το 1989) της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά – Ευάγγελου Βενιζέλου το 2012.  (…) Σήμερα συζητείται αν η κατηγορηματική αποδοκιμασία της Αριστεράς, η ιδεολογία της οποίας ήταν “πολιτική σταθερά” για μισό αιώνα, και η υπερψήφιση του “πολυδύναμου εκσυγχρονισμού” του Κυριάκου Μητσοτάκη σηματοδοτούν ένα τέλος ή έναν ακόμη σταθμό της Μεταπολίτευσης».1

Σήμερα, μετά την εκλογική κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας στις κάλπες των Ευρωεκλογών, η πορεία προς την επέτειο των πενήντα χρόνων από τη Μεταπολίτευση δεν αφήνει τέτοια περιθώρια.

Γιατί, όμως, αυτή η επιμονή για το τέλος της Μεταπολίτευσης; Τι είναι αυτό που σπρώχνει τη Δεξιά να ανυπομονεί για να κλείσει αυτή η «παρένθεση»; Τι είναι τελικά η «Μεταπολίτευση»;

«Το ενδιαφέρον με τον όρο Μεταπολίτευση είναι ότι δεν χρησιμοποιείται την εποχή που συμβαίνει. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1974, κανείς σχεδόν δεν μιλάει για Μεταπολίτευση- αναφέρεται στην αποκατάσταση της δημοκρατίας ή οτιδήποτε άλλο. Εκείνη την περίοδο δεν συναντάμε τον όρο ούτε σε εφημερίδες ούτε στον πολιτικό λόγο. Για τη Μεταπολίτευση, στην πραγματικότητα, αρχίζουμε να συζητάμε όταν τίθεται το ζήτημα πότε τελειώνει».2

Αυτή είναι μια καλή αφετηρία για να μπούμε στην ουσία της συζήτησης. Η κατάρρευση της Χούντας το καλοκαίρι του 1974 και το κύμα των αγώνων που ακολούθησε, διεκδικώντας και κερδίζοντας κατακτήσεις οικονομικές, συνδικαλιστικές, κοινωνικές και πολιτικές, σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος της εργατικής τάξης. Προφανώς, αυτή η αλλαγή έχει αφετηρία την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της δικτατορίας. Αλλά εκείνη η δυναμική δεν εξαντλήθηκε στις 23 Ιούλη 1974 με το σχηματισμό της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κάτω από την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αντίθετα, συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε, με τη σκυτάλη να περνάει «από τα αδύναμα χέρια των φοιτητών στα δυνατά χέρια των εργατών», για να θυμηθούμε την ιστορική διατύπωση του Μάη του 1968.

Παρά τις συστηματικές προσπάθειες του «εθνάρχη» Καραμανλή να τσακίσει εκείνο το κύμα, οι αγώνες αποδείχθηκαν δυναμικοί και κατάφεραν να κατοχυρώσουν κατακτήσεις τις οποίες η άρχουσα τάξη έχει επιχειρήσει να ξηλώσει ξανά και ξανά μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια. Από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να κατανοήσουμε τις μεγάλες καμπές αυτής της διαδρομής και να αξιολογήσουμε το ρόλο των πολιτικών δυνάμεων σε κάθε φάση. Και να σταθούμε στην ξεχωριστή σημασία που είχε και έχει η ανάδειξη της επαναστατικής αριστεράς σε υπαρκτό πολιτικό ρεύμα που έσπρωχνε και σπρώχνει μπροστά για όλες τις εργατικές κατακτήσεις.

Ο μύθος του «αλλαγμένου» Καραμανλή

Η δικτατορία δεν έπεσε γιατί ο Καραμανλής ήρθε από το Παρίσι, έκανε τους Χουντικούς στην άκρη και έφτιαξε κυβέρνηση δημοκρατική με τη συμμετοχή όλων των “αντιστασιακών δυνάμεων”.

Η πραγματικότητα είναι η ανάποδη. Η Χούντα κατάρρευσε γιατί το τελευταίο της παιχνίδι να προχωρήσει σε επιστράτευση και έτσι να δημιουργήσει στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την Ελλάδα, για να ελέγξει όχι μόνο τις στρατιωτικές της επεμβάσεις στην Κύπρο αλλά και το κίνημα στην Ελλάδα, κατάρρευσαν παταγωδώς.3

Η επιστράτευση όπως γράφει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος «μετέτρεψε τις μονάδες εκστρατείας σε πολιτικά εργαστήρια κατά της δικτατορίας…

… Σε γενικές γραμμές αναδείχτηκε η επιχειρησιακή αδυναμία του σχεδίου επιστράτευσης που είχε καταρτίσει η Χούντα. Ενός σχεδίου το οποίο είχε ουσιαστικό σκοπό, όχι την πολεμική ετοιμότητα απέναντι σε εξωτερική επίθεση, αλλά τη απομάκρυνση των επίστρατων, σε περίπτωση λαϊκών κινητοποιήσεων κατά του καθεστώτος, από τα αστικά κέντρα και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα σε όφελος του καθεστώτος».4

Προφανώς αυτό ήταν ένα σχέδιο δεμένο με τη στρατιωτική επέμβαση της Χούντας στην Κύπρο και τινάχτηκε στον αέρα μαζί με την πλήρη αποτυχία του πραξικοπήματος εκεί. Η κατάρρευση της Χούντας ήταν πια ένα πραγματικό γεγονός, τα στρατόπεδα βρίσκονταν σε εξέγερση, ο κόσμος περίμενε το σύνθημα για να βγει στους δρόμους και η ηγεσία του στρατού κινήθηκε για μεταβατική λύση, όπου ο Καραμανλής συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη τους. Και λόγω παρελθόντος, αλλά και λόγω της στάσης που είχε κρατήσει μέσα στη δικτατορία. Ποτέ δεν είχε κάνει δηλώσεις ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία.

Η κυβέρνηση που σχημάτισε, είχε στα βασικά της υπουργεία, στρατιωτικούς και πολιτικούς που συνεργάστηκαν με τη Χούντα, έστω και εάν στις τελευταίες μέρες αποστασιοποιήθηκαν και την εγκατέλειψαν. Ο Γκιζίκης παρέμεινε “Πρόεδρος της Δημοκρατίας” και όρκισε τη νέα κυβέρνηση, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, γνωστός και ως «γεφυροποιός», έγινε Υπουργός Άμυνας και ο Σόλων Γκίκας, που προέρχονταν από τον ΙΔΕΑ (την οργάνωση-πρόδρομο της χούντας στο στρατό) και τις μυστικές υπηρεσίες, έγινε υπουργός Δημόσιας Τάξης.5

Οι επίσημες αναδρομές στη μεταπολίτευση μιλάνε πάντα για το ρόλο του Καραμανλή που έφερε τη δημοκρατία μαζί με τις αποσκευές του στο αεροπλάνο από το Παρίσι. Μιλάνε για τις δραματικές συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών με τους πανικόβλητους στρατοκράτες που κατέρρευσαν και κλείνουν λίγο-πολύ με τη επιστροφή του Αντρέα Παπανδρέου, η οποία ολοκλήρωσε το «πολιτικό σκηνικό” που έμελλε να κυριαρχήσει, τα επόμενα χρόνια. Αυτό που ξεχνάνε είναι τις εικόνες της Μεταπολίτευσης από τα κάτω.

Το απεργιακό κύμα 

Πρωταγωνιστές από τους πρώτους μήνες αναδείχθηκαν οι εργάτες και οι εργάτριες στους χώρους δουλειάς, ξεκινώντας τους αγώνες από τα κάτω και χτίζοντας σωματεία από το μηδέν.

Το ξεκίνημα έγινε με την απεργία της Νάσιοναλ Καν τον Οκτώβρη του 1974 με πρωτοβουλία της εργοστασιακής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί (τα σωματεία στους χώρους ήταν ανύπαρκτα από την εποχή της χούντας, ενώ η ΓΣΕΕ, οι περισσότερες ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα ήταν κάτω από τον έλεγχο διορισμένων ή  ‘εκλεγμένων’ με νοθεία δεξιών εργατοπατέρων). Στη Νάσιοναλ Καν απεργούν μαζί Πακιστανοί μετανάστες και ντόπιοι εργατες/τριες.

Τη Νάσιοναλ Καν ακολούθησαν οι τεχνικοί Τύπου, η ΗΒΗ, η Ολυμπιακή, η ΙΤΤ, η Πεσινέ, οι μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη, τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας, οι έκτακτοι του ΟΠΑΠ, οι γιατροί του ΚΑΤ. Το 1975, στη μάχη μπαίνουν πλέον όλα τα μεγάλα εργοστάσια που γίνονται κάστρα του απεργιακού αγώνα: Βιαμάξ, Βιοχάλκο, όλα τα Ναυπηγεία, όλα τα Ορυχεία, Πίτσος, Εσκιμό, Ιζόλα, Τριαντέξ, Τρικοπί, Φούλγκορ, Βιοχρώμ, ΕΤΜΑ, Λαδόπουλος –ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. 

Το κίνημα περνάει από το ένα εργοστάσιο στο άλλο αγκαλιάζοντας ολόκληρους τους κλάδους αιχμής: Κλωστοϋφαντουργία, ηλεκτρικές συσκευές, ναυπηγεία, αμαξώματα, οικοδομές. Τον Ιούλη του 1975, η πρώτη επέτειος από την πτώση της χούντας σημαδεύεται από την απεργία των οικοδόμων και την άγρια σύγκρουση με την αστυνομία στους δρόμους της Αθήνας. Οι μαίες και οι νοσοκόμες που δουλεύουν στις κλινικές (ΕΣΥ βέβαια δεν υπήρχε) κατεβαίνουν στους δρόμους, οι τηλεφωνήτριες του ΟΤΕ ξεκινάνε απεργίες. 

Τα χαρακτηριστικά των απεργιών συμπυκνώνει η απεργία διαρκείας που ξεκινάει στα μέσα Αυγούστου του 1975 στην Χαρτοποιία ΜΕΛ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Οι εργάτες της ανακάλυψαν από την αρχή πώς οργανώνεις απεργία, κατάληψη, συμπαράσταση. Δυο μήνες μετά το ξεκίνημα της απεργίας κατεβαίνουν στην Αθήνα. Ξενυχτάνε μπροστά στη Βουλή και κάνουν συνελεύσεις στα Προπύλαια. Η κυβέρνηση στέλνει αστυνομία να τους διώξει. Οι απεργοί υπερασπίζονται το χώρο μαζί με συμπαραστάτες. Αποφασίζουν τελικά να πάνε στο Πολυτεχνείο φωνάζοντας “Τον δρόμο τον δείχνει ο Νοέμβρης” και το κάνουν κέντρο αγώνα. 

«Μέσα από αυτήν την διαδικασία κάνουν την εμφάνισή τους καινούργια σωματεία σε όλους τους χώρους δουλειάς, που μαζικοποιούνται ραγδαία. Το αίτημα για συλλογικές συμβάσεις αγκαλιάζει όλο το εργατικό κίνημα. Πάνω απ’ όλα οι απεργίες αρχίζουν να στριμώχνουν τα αφεντικά που αναγκάζονται να δίνουν αυξήσεις και να κάνουν παραχωρήσεις στα ωράρια και τις συνθήκες δουλειάς. Ανάμεσα στο 1974-80, οι αυξήσεις στις αποδοχές στους περισσότερους χώρους εργασίας ξεπερνάνε  την αύξηση των τιμών (241%). Είναι 337% στους βιομηχανικούς εργάτες, 298% στις οικοδομές, 422 % στην ΔΕΗ».6

Κατακτήσεις

Οι κατακτήσεις εκείνου του απεργιακού ξεσηκωμού δεν ήταν «μόνο» συνδικαλιστικές και οικονομικές. Τα μέτωπα που άνοιξαν ήταν πολύπλευρα. Οι εργάτριες που απεργούσαν άνοιγαν διεκδικήσεις ενάντια στην καταπίεση των γυναικών. Όπως θυμίζει η Μαρία Στύλλου, η απεργία που έσπασε όλα τα ρεκόρ ήταν η απεργία των τηλεφωνητριών, γιατί σ’ αυτήν μπήκε τόσο καθαρά από μεριάς εργατικού κινήματος η ανάγκη της κατάργησης των διακρίσεων ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες και ακόμη περισσότερο η υποχρέωση του κράτους να αναλάβει το κόστος για το μεγάλωμα των παιδιών από τη βρεφική ηλικία.7

«Οι τηλεφωνήτριες εξεγέρθηκαν ενάντια στις συνθήκες που δούλευαν. Σε ανακοίνωση που κυκλοφόρησε ο Σύλλογος Τηλεφωνητριών Ελλάδος το 1978, διεκδικούσε να δουλεύουν 6ωρο, να εξισωθούν μισθολογικά και βαθμολογικά με τους άντρες υπαλλήλους του ΟΤΕ, να δίνεται οικογενειακό επίδομα και στις ίδιες, να φτιαχτούν παιδικοί σταθμοί του ΟΤΕ και να λειτουργούν με βάρδιες, να σταματήσει η αστυνόμευση και η τρομοκρατία του ΟΤΕ σε βάρος τους».8

Το παράδειγμά τους απλώθηκε σαν φλόγα και σε άλλους κλάδους. Οι μαίες προχώρησαν σε κατάληψη του νοσοκομείου Έλενα Βενιζέλου και το μετέτρεψαν σε ορμητήριο για όλα τα νοσοκομεία που δούλευαν μαίες, διεκδικώντας να πάψουν να αντιμετωπίζονται σαν εργαζόμενες δεύτερης διαλογής. Κάτω από το μπαράζ αυτών των αγώνων αναγκάστηκαν τα συνδικάτα όχι μόνο να στηρίζουν τα αιτήματα των γυναικών, αλλά και να δημιουργήσουν Γραμματείες Ισότητας. Έτσι έφτασε το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη του κυβέρνηση να ψηφίσει τον νόμο 1414/84 που καθιέρωνε την ίση αμοιβή για την ίση εργασία, ένα νόμο που ποτέ δεν εφαρμόστηκε.

Η εργατική τάξη έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και η επαναστατική αριστερά στηρίζει αυτή την εξέλιξη:

«Η ΟΣΕ [Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση, από την οποία προέρχεται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα-ΣΕΚ] είχε τον προσανατολισμό να παίξει αυτό το ρόλο γιατί από την αρχή είχε σαν βασική αναφορά την κεντρικότητα της εργατικής τάξης. Όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και στην πράξη. Την άνοιξη του 1975, ενώ ήμασταν μια οργάνωση που είχε στρατολογήσει κύρια φοιτητές από τη ριζοσπαστικοποίηση του Πολυτεχνείου, αποφασίσαμε στην “Ολομέλεια της Ραφήνας” να ριχτούμε στη μάχη των απεργιών της Μεταπολίτευσης. Συγκροτήσαμε τοπικές κινήσεις με το κοινό όνομα “Σύλλογος Εργαζομένων” σε όσες γειτονιές έφταναν οι δυνάμεις μας και βάλαμε σαν καθήκον τη στήριξη των εργατών και των εργατριών που ξεδίπλωναν τους αγώνες τους στους χώρους δουλειάς φτιάχνοντας σωματεία.

Χειροπιαστό παράδειγμα εκείνων των προσπαθειών ήταν η απεργία στην Τριαντέξ στις 30 Ιούνη του 1975. Όπως περιγράφει το σχετικό κείμενο στο περιοδικό “Σοσιαλιστική Επανάσταση”:

“Η Τριαντέξ είναι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της Κάτω Κηφισιάς και απασχολεί περί τους 500 εργάτες, στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Αφορμή για την απεργία ήταν η απόλυση τριών συνδικαλιστών που είχαν πρωτοστατήσει για το φτιάξιμο του σωματείου. Συγκεντρώθηκαν την παραμονή της απεργίας σε έναν κινηματογράφο κοντά στο εργοστάσιο και αποφάσισαν να κατέβουν σε 24ωρη απεργία που θα την μετέτρεπαν σε διαρκείας εάν ο Τριαντόπουλος δεν ικανοποιούσε τα αιτήματα. Στη συγκέντρωση αυτή έκλεξαν και την απεργιακή τους επιτροπή και συζήτησαν για την τεχνική προετοιμασία της απεργίας. Με τη βοήθεια του Συλλόγου Εργαζομένων Ν. Ιωνίας-Ηρακλείου έφτιαξαν πανό, έγραψαν προκηρύξεις και τις μοίρασαν στις εργατικές πολυκατοικίες κοντά στο εργοστάσιο, όπου μένουν σχεδόν τα δυο τρίτα των εργατών της Τριαντέξ”».9

Αντίστοιχος ήταν ο ρόλος των επαναστατών και στη απεργία της ΜΕΛ και τη δημιουργία της επιτροπής συμπαράστασης στο πλευρό τους. Η πρωτοβουλία για την επιτροπή ξεκίνησε από την Κ.Ο. Μαχητής, την ΟΣΕ και την ΟΠΑ. Συνολικά αυτή η εικόνα ισχύει για εκείνα τα πρώτα βήματα και βέβαια η στήριξη εκφράστηκε δυνατά και όταν η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε στην ψήφιση του Νόμου 330 σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσει την πορεία του εργατικού κινήματος.

Πολιτικές μάχες

Σε αυτό το κίνημα και τη μαζική στροφή προς το μαχητικό συνδικαλισμό στη βάση των χώρων δουλειάς και κύρια στα εργοστάσια, ήθελε να βάλει ταφόπλακα ο νόμος 330, καθώς η καταστολή της αστυνομίας και η απεργοσπασία δεν μπορούσε να το νικήσει. 

Στις αρχές του Μάρτη του 1976 ο ΣΕΒ ζήτησε με συνέντευξη Τύπου τη λήψη μέτρων και στο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή που έγινε τέσσερις μέρες μετά, αποφασίστηκε η κυβερνητική επίθεση που μεταφράστηκε στον 330 και άλλους νόμους μετά από αυτόν.  Στα πρακτικά, που έχει δημοσιεύσει η ΕΦΣΥΝ, είναι χαρακτηριστική η πρώτη φράση του Καραμανλή: 

«Οπως γνωρίζετε, Κύριοι, το θέμα το οποίον τελευταίως μας απασχολεί έντονα είναι το θέμα των απεργιών. Είναι ένα φαινόμενον δυσάρεστον, που ημπορεί να εξελιχθεί κατά τρόπον επικίνδυνον, εάν δεν εύρωμε τους καταλλήλους τρόπους να το αναχαιτίσωμεν …πρέπει να δαμάσωμεν τις απεργίες».10

Η 48ωρη γενική απεργία, στις 24 και 25 Μάη, όταν το νομοσχέδιο πήγε στη Βουλή ήταν ένας πανεργατικός σεισμός. Υπολογίζεται ότι απέργησαν περίπου μισό εκατομμύριο εργάτες και εργάτριες και στην Αθήνα δεκάδες χιλιάδες κατέβηκαν στις 24 Μάη πανικοβάλλοντας την κυβέρνηση που την επόμενη μέρα επιτέθηκε. Σε συνέντευξή του ο Νίκος Γεωργίου, οικοδόμος τότε, περιγράφει τι έγινε τη δεύτερη μέρα της απεργίας: 

«Η απεργιακή συγκέντρωση ήταν έξω από το θέατρο Διάνα στην Ιπποκράτους. Είχε χιλιάδες κόσμο. Υπήρχε η κλασσική διαδικασία με συνδικαλιστές σαν κεντρικούς ομιλητές, βουλευτές της Αριστεράς που συμπαραστέκονταν κλπ. Από τα κάτω όμως γίνεται μεγάλη συζήτηση ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε αυτά, πρέπει να γίνει διαδήλωση. Από τα πάνω ανακοινώνεται η λήξη της συγκέντρωσης και τα συνήθη “βρισκόμαστε σε αγωνιστική ετοιμότητα” κλπ. Οι απεργοί όμως αρνήθηκαν να φύγουν και συγκρότησαν διαδήλωση στην Πανεπιστημίου με προορισμό το υπουργείο Εργασίας στην Πειραιώς. Δεν ήταν μόνο οι οικοδόμοι. Αμέτρητοι εργατικοί χώροι έβγαλαν απεργία και κατέβηκαν οργανωμένα με πορείες από τα εργοστάσια, αλλά και νεολαία, φοιτητές. Η αστυνομία δεν δίστασε να επιτεθεί άγρια στη διαδήλωση. Αύρες, χημικά, ξύλο. Εγώ, κνίτης ακόμα τότε, είχα φύγει με τα “συνάδελφοι διαλυόμαστε” που ήταν η γραμμή. Φτάνοντας όμως στο σπίτι ανοίγω το ράδιο, ακούω ότι γίνεται χαμός και παίρνω το δρόμο ξανά για το κέντρο της Αθήνας. Όταν έφτασα οι συγκρούσεις είχαν απλωθεί και οι μάχες με την αστυνομία κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ».11

Οι οικοδόμοι είχαν τη δική τους συμβολή στο κίνημα. Σε μια ακόμα συνέντευξη, ο Νίκος Γεωργίου εξηγεί:

«Ένα από τα παραδείγματα είναι η απεργία στη ΒΙΟΤΕΡ. Μέσα στην κατασκευή είχαν μπει πια οι μεγάλες εταιρείες και υπήρχαν πολλά και μεγάλα γιαπιά. Έτσι, ενώ παλιότερα σε κάθε συνεργείο ήταν το πολύ είκοσι μπετατζήδες ή πέντε υδραυλικοί σε μια πολυκατοικία, στα γιαπιά των μεγάλων εταιρειών δούλευαν εκατοντάδες οικοδόμοι όλων των ειδικοτήτων. Ένα από αυτά ήταν αυτό της ΒΙΟΤΕΡ-ΑΛΕΜΑΤ που έφτιαχναν την πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου. Δουλεύαμε 1.500-1.700 οικοδόμοι, οι περισσότεροι ασυνδικάλιστοι. Δυο μήνες μετά την 23η Ιούλη 1975 ξεσπάει απεργία και εκεί. 

Η απεργία ξεκίνησε όταν μερικοί από τους νεότερους είπαμε να σταματήσουμε τις γκρίνιες και να καλέσουμε τους συναδέλφους να κατεβούνε, να συζητήσουμε όλοι μαζί, να βγάλουμε μια επιτροπή και να βάλουμε τα αιτήματά μας. Σαν να πάτησες ένα κουμπί, κατέβηκαν όλοι από τις σκαλωσιές, τα είπαμε χωρίς πολλά-πολλά και ομόφωνα εκλέξαμε μια πενταμελή επιτροπή. 

Να πω ότι μετά την πρώτη συνέλευση καλέσαμε και κάποιους αριστερούς συνδικαλιστές (κύρια του ΚΚΕ) από την ηγεσία των σωματείων και της ομοσπονδίας. Μας λένε: “Ναι ρε παιδιά, υπάρχουν τα αιτήματα, αλλά αυτά δεν γίνονται μια κι έξω με απεργία, πάμε συζητάμε, τους δίνουμε λίγο καιρό να το σκεφτούν, ξαναπάμε και βλέπουμε”. Ευτυχώς δεν τους ακούσαμε. Σε τρεις μέρες η απεργία κέρδισε. Μειώσαμε τις ώρες δουλειάς από 46 σε 41 τη βδομάδα. 

Εγώ, σαν πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής, μέσα σε αυτή την απεργία οργανώθηκα στο ΚΚΕ. Έβλεπα, όμως, ότι κάτι δεν μου έβγαινε. Τότε πρωτοάκουσα από έναν συνάδελφο που ήταν μέλος της ΟΣΕ, όπως λεγόταν τότε το ΣΕΚ, την ιδέα για τις επιτροπές βάσης που θα μπορούσαν να πρωτοστατήσουν για την οργάνωση στο χώρο δουλειάς στα μεγάλα γιαπιά. Είχαν βγάλει μάλιστα και ένα εφημεριδάκι, τον “Οικοδομικό Αγώνα” που μοίραζαν. Έβλεπα ότι οι επιτροπές βάσης μπορούσαν να δώσουν προοπτική. Έτσι, ένα χρόνο αργότερα σε μια άλλη απεργία της ΒΙΟΤΕΡ στο γιαπί του κτήριου της ΚΥΠ στην Κατεχάκη, αποχώρησα από το ΚΚΕ και οργανώθηκα στην ΟΣΕ».12

Κυριολεκτικά από τα κάτω ξεσηκωνόταν εκείνο το κίνημα και έτσι η πανεργατική απεργία ενάντια στο Νόμο 330 έγινε σταθμός.

«Η Διονυσία Πυλαρινού, μέλος της ΟΣΕ, συμμετείχε στην πρώτη απεργία της μεταπολίτευσης στην Νάσιοναλ Καν το 1974 και το 1976 σαν εργάτρια στο Καπνεργοστάσιο στην εργοστασιακή επιτροπή του “Αντινικότ 22”:  

“Ήμουν εργάτρια στο Καπνεργοστάσιο όταν έγινε η απεργία ενάντια στον νόμο 330. Την προετοιμάζαμε μέρες πριν σε όλη την περιοχή της Κολοκυνθούς που εκείνα τα χρόνια ήταν βιομηχανική ζώνη. Ήταν γεμάτη από εργοστάσια ανάμεσά τους πολλά κλωστοϋφαντουργεία, η Πεταλούδα, ο Μουζάκης κ.α. ενώ στο Καπνεργοστάσιο στεγάζονταν το Αντινικότ 22, που εργαζόμουν εγώ, η Σαντέ και άλλες καπνοβιομηχανίες. Η προετοιμασία δεν αφορούσε μόνο την οργάνωση μέσα στο δικό μας χώρο. Από εκεί ξεκινούσαμε και πηγαίναμε και σε άλλα εργοστάσια και τους καλούσαμε να συμμετέχουν.

Τη μέρα της απεργίας, νωρίς το πρωί, η εργοστασιακή επιτροπή που είχαμε στο εργοστάσιο μπήκε μέσα και κατέβασε τους διακόπτες και μετά βγήκαμε όλοι έξω. Ένα ποτάμι εργατών από τα εργοστάσια της γειτονιάς ξεκίνησε από την Κολοκυνθού, πέρασε από εμάς στη Λένορμαν και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς το κέντρο, στη συγκέντρωση. Όλο το κίνημα που το 1974-76 είχε δώσει τεράστιες μάχες ήταν εκεί!”».13

Αλλαγή από τα πάνω;

Ο Νόμος 330 πήγε στα σκουπίδια και επίσημα, όταν η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με τον Νόμο 1264 του 1982, που ισχύει μέχρι σήμερα, παρά τις συνεχείς απόπειρες να κλαδευτούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες. Οι πρώτες επιθέσεις έγιναν από την ίδια εκείνη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με υπουργό-«Τσάρο της οικονομίας» τον Αρσένη που με ένα άρθρο σε άλλο νομοσχέδιο, το περιβόητο «Άρθρο 4», επέβαλε περιορισμούς στις απεργίες στην «Κοινή Ωφέλεια», όπως ονομάζονταν τότε οι δημόσιες επιχειρήσεις (αργότερα ΔΕΚΟ). Ωστόσο, το μόνο που πέτυχε ο Αρσένης ήταν μια μεγάλη ανταρσία των συνδικαλιστών ακόμα και μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Ανταρσία που πήρε διαστάσεις ρήξης και αποχώρησης στη συνέχεια, όταν ο Σημίτης, ως διάδοχος του Αρσένη στο υπουργείο, προχώρησε το 1985 στο πρώτο πρόγραμμα λιτότητας. Η πανεργατική απεργία στις 14 Νοέμβρη 1985 ήταν τεράστια και σηματοδότησε το κύμα των εργατικών αντιστάσεων ενάντια στα ξεπουλήματα της «Αλλαγής».

Αυτό το «εκκρεμές», με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση να εμφανίζεται ως «δικαίωση» των αγώνων της Μεταπολίτευσης και στην πράξη να αυτοαναιρείται, σημάδεψε τη δεκαετία του 1980. Ο νόμος για τα συνδικάτα ήταν ένα μόνο παράδειγμα. 

Στην αρχική περίοδο, ανάμεσα στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες που ανταποκρίνονται στις πιέσεις του κινήματος είναι και η καθιέρωση της ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Προσαρμογή) για τους μισθούς και βέβαια η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Στην ίδια κατηγορία ανήκει η αντίσταση στις προσπάθειες του Καραμανλή να κόψει και να ράψει το Σύνταγμα στα μέτρα ενός ενισχυμένου θεσμού Προεδρίας της Δημοκρατίας.

Οι συνταγματικές πρωτοβουλίες του Καραμανλή ήταν όλες προσανατολισμένες στον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών. Στο σχέδιο Συντάγματος που είχε προτείνει υπήρχαν προβλέψεις όπως:

-Εκτόπιση (άρθρο 5, παρ.9)
-Απαγόρευση συγκεντρώσεων(άρθρο 10, παρ.2)
-Διάλυση σωματείων (άρθρο11, παρ.2-3)
-Διάλυση κομμάτων (άρθρο 12, παρ.3-4)
-Κατάσχεση εντύπων (άρθρο 14, παρ.4)
-Φακέλωμα (άρθρο 103)

Ενώ με το άρθρο 111, παράγραφο 4 διατηρούσε όλο το έκτακτο νομικό οπλοστάσιο από την εποχή του εμφύλιου. Επιστέγασμα όλων αυτών των ρυθμίσεων ήταν η καθιέρωση υπερεξουσιών για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμη και τη δυνατότητα να απολύει την κυβέρνηση και να διαλύει τη Βουλή.14

Ο Καραμανλής έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά δεν απέκτησε ποτέ τις υπερεξουσίες που ήθελε.

Το ΠΑΣΟΚ τότε ακόμη εμφανιζόταν ως κόμμα που τοποθετείται στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας και η ίδια η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία βρισκόταν σε φάση προσαρμογής στις πιέσεις της ριζοσπαστικοποίησης που είχε αναδείξει ο Μάης του 1968. Στη Γαλλία, ο Μιτεράν είχε γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας κερδίζοντας τις εκλογές με σημαία το «Κοινό Πρόγραμμα» με το Γαλλικό ΚΚ. Ωστόσο, πολύ γρήγορα ο Μιτεράν προσαρμόστηκε στο ανερχόμενο τότε δόγμα του νεοφιλελευθερισμού (ή Θατσερισμού όπως λεγόταν τότε από το όνομα της πρωθυπουργού της Βρετανίας που το ξεκίνησε). Έκανε πρωθυπουργό τον Μισέλ Ροκάρ, ο οποίος προχώρησε συστηματικά σε αντεργατικές επιθέσεις και έκανε το όνομά του συνώνυμο των μέτρων λιτότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σημίτης που εγκαινίασε εκείνη τη στροφή εδώ, είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «ο έλληνας Ροκάρ». Ωστόσο οι εργατικές αντιστάσεις ήταν τέτοιων διαστάσεων ώστε ανάγκασαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να λέει το περιβόητο «Τσοβόλα δώστα όλα» στην προσπάθεια να κερδίσει τις εκλογές.

Η πιο άγρια επίθεση για την επιβολή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής έγινε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1991-93. Βρήκε μπροστά του σκληρές απεργίες όπως η μεγάλη απεργία στα λεωφορεία της Αθήνας, στην ΕΑΣ, που κράτησε μήνες και έγινε εφιάλτης για τον πατέρα Μητσοτάκη. Οι ταξικοί συσχετισμοί αποδείχθηκαν τέτοιοι ώστε υποχρέωσαν την άρχουσα τάξη να προωθήσει την πολιτική της με πιο αργούς, αλλά πιο σίγουρους ρυθμούς μέσα από την κυβέρνηση Σημίτη 1996-2004. Ακόμα κι έτσι, όταν ο Σημίτης κλιμάκωσε την επίθεση στο Ασφαλιστικό με υπουργό τον Γιαννίτση το 2001, αναγκάστηκε να κάνει πίσω κάτω από το βάρος μιας πετυχημένης Πανεργατικής απεργίας.

Η νεολαία

Το εργατικό κίνημα ποτέ δεν ήταν μόνο του σε όλους αυτούς τους αγώνες. Το φοιτητικό κίνημα που είχε βρεθεί στην αφετηρία όλης της ριζοσπαστικοποίησης που σημάδεψε την πτώση της δικτατορίας, συνέχισε να τροφοδοτεί τους αγώνες και στα επόμενα χρόνια με αλλεπάλληλα κινήματα καταλήψεων.

Πρώτος σταθμός ήταν οι καταλήψεις του 1979. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπάθησε να βάλει χέρι στα Πανεπιστήμια με τον Νόμο 815, αλλά αντί να «μαντρώσει» το φοιτητικό κίνημα, πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Παρά τη συμβιβαστική στάση της αντιπολίτευσης και την ιδιαίτερα εχθρική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που μιλούσε ξανά για «προβοκάτορες» (και δεν έμεινε μόνο στα λόγια, οργανώνοντας επίθεση στην κατάληψη του Χημείου), οι φοιτητές επιβεβαίωσαν ότι το όπλο της κατάληψης παραμένει στα χέρια του κινήματος και λειτουργεί προωθητικά για την πολιτικοποίηση νέας γενιάς αγωνιστών και αγωνιστριών. 

Από εκείνο το κύμα ενεργοποιήθηκε το ρήγμα της νεολαίας με τη δεξιά πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ(εσωτερικού). Η Β΄Πανελλαδική, όπως ονομάστηκε η κίνηση που αποχώρησε μαζικά προς τα αριστερά από την κομματική νεολαία, ήταν προπομπός αντίστοιχων κινήσεων που προκλήθηκαν ξανά και ξανά από τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος.

Η πιο γνωστή είναι η ρήξη στην ΚΝΕ που οδήγησε στη δημιουργία του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ) μετά τη συμμετοχή της ηγεσίας του ΚΚΕ στις συγκυβερνήσεις αρχικά με τη ΝΔ και στη συνέχεια με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μαζί το 1989-90. Ήταν μια ρήξη που προκλήθηκε από την τόσο δεξιά στροφή της ηγεσίας, αλλά ενισχύθηκε από ένα ακόμα αγωνιστικό κύμα της νεολαίας με καταλήψεις ενάντια στη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα και ενάντια στην εμπλοκή στον πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Ιράκ.

Οι φοιτητές βρέθηκαν επίσης με καταλήψεις στο πλευρό των εκπαιδευτικών στη μεγάλη μάχη ενάντια στην κατάργηση της επετηρίδας το 1998, όταν ο Αρσένης ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Σημίτη άνοιξε ξανά την επίθεση στην Παιδεία. Ήταν το πρελούδιο για τη μεγάλη μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της Παιδείας με την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος το 2006-07.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τότε, με υπουργό Παιδείας τη Μαριέττα Γιαννάκου, εξαπέλυε μια τεράστια διπλή νεοφιλελεύθερη επίθεση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρώτα με έναν νέο νόμο πλαίσιο που διαμόρφωνε τους όρους με τους οποίους τα πανεπιστήμια θα άνοιγαν σε βιομήχανους και τραπεζίτες: Επιχειρούσε να πετάξει χιλιάδες φοιτητές έξω από τα πανεπιστήμια, επιβάλλοντας πλαφόν φοίτησης. Επέβαλε δίδακτρα στους φοιτητές. Επιτίθετο στο άσυλο. Προέβλεπε τρόπους περιορισμού της κρατικής χρηματοδότησης. Διόριζε “οικονομικούς διαχειριστές” στα πανεπιστήμια που θα “αξιολογούσαν” σε ποιους τομείς εκπαίδευσης τα κονδύλια θα ήταν πιο αποδοτικά, αλλά και ποιες επιχειρήσεις θα επένδυαν χρήματα στα δημόσια πανεπιστήμια για να αντισταθμίσουν την κρατική υποχρηματοδότηση. Ταυτόχρονα έβαζε μπροστά την αναθεώρηση του Άρθρου 16 -που έπρεπε να συμφωνήσει εκείνη η Βουλή προκειμένου να την πραγματοποιήσει η επόμενη “αναθεωρητική”.

Τίποτα δεν κατάφερε. Ένα θηριώδες κύμα φοιτητικών καταλήψεων την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2006 ανάγκασε την κυβέρνηση να αναβάλλει τότε την ψήφιση του νόμου-πλαίσιο κι ένα αντίστοιχο τους πρώτους μήνες της επόμενης χρονιάς οδήγησε σε κατάρρευση τη διαδικασία αναθεώρησης του Άρθρου 16.15

Έχοντας αυτή την εικόνα κατά νου, μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι καταλήψεις που σάρωσαν φέτος τα πανεπιστήμια πανελλαδικά για πολλές βδομάδες δεν έπεσαν από τον ουρανό. Πάτησαν πάνω σε μια κληρονομιά χτισμένη από τους κοινούς αγώνες της νεολαίας δίπλα στο εργατικό κίνημα μέσα στα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;

Παρά την ανθεκτικότητα της εργατικής και νεολαιίστικης ριζοσπαστικοποίησης, η στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου στάθηκε εμπόδιο στην αξιοποίηση αυτής της δυναμικής ξανά και ξανά, ξεκινώντας από τους ίδιους τους κρίσιμους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης.

Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ (εσωτ.) είχαν την ίδια αντιμετώπιση. Τον Νοέμβρη του 1973, και τα δύο κόμματα προσπάθησαν να σταματήσουν την κατάληψη του Πολυτεχνείου και όταν δεν μπόρεσαν να το πετύχουν, προσπάθησαν να πείσουν την κατάληψη να βγάλει απόφαση στήριξης κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Αυτός ήταν και ο λόγος που και τα δύο κόμματα αποδέχθηκαν την κυβέρνηση του Καραμανλή και έφτασαν να αποδέχονται τον εκβιασμό «Καραμανλής ή τανκς». Ήταν από την αρχή σύμφωνοι στον σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Καραμανλή, συμφώνησαν και συνεργάστηκαν μαζί του στο να γίνουν βουλευτικές εκλογές στις 17 Νοέμβρη 1974 και έβαλαν εμπόδια στο κίνημα οργάνωσης των εργατικών χώρων με τη δημιουργία εργοστασιακών σωματείων. Το ΚΚΕ (εσωτ.) συνεργάστηκε με την παράταξη της Ν.Δημοκρατίας στις εκλογές της ΓΣΕΕ το 1976, και στήριξε το πρόγραμμα της. Το ΑΕΜ (η συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ εσωτ.) προσχώρησε στην Ανεξάρτητη Συνδικαλιστική Δημοκρατική Συνεργασία, που επικεφαλής της ήταν ο Καρακίτσος (διορισμένος γ. γραμματέας της ΓΣΕΕ) και στενός συνεργάτης του υπουργού Απασχόλησης Λάσκαρη. Το ΚΚΕ εσωτ. πίστευε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο υλοποιεί Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα, βασικό στόχο του στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το σύνθημα “Όχι στους συμβιβασμούς με τους Καρακίτσους” συνόδευε τους μαχητικούς εργάτες όλο εκείνο το διάστημα.

Η μεταπολίτευση με τους μεγάλους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες ήταν μια περίοδος πολιτικοποίησης, ριζοσπαστικοποίησης και μαζικής μετατόπισης προς τα αριστερά. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες στρέφονται προς τον σοσιαλισμό, έπεφταν με τα μούτρα στα μαρξιστικά βιβλία και αναζητούσαν κυριολεκτικά τα αριστερά κόμματα για να ενταχτούν. Μέσα σ’ αυτό το κύμα ριζοσπαστικοποίησης τα ρεφορμιστικά κόμματα κατόρθωσαν να μεγαλώσουν σχεδόν από το μηδέν. Στις βουλευτικές εκλογές στις 17 Νοέμβρη τα δύο ΚΚΕ κατέβηκαν μαζί σαν Ενωμένη Αριστερά και πήραν 9,5%. Στις εκλογές που έγιναν το 1977, τρία χρόνια αργότερα, η Ν.Δ. είχε πτώση 13%, το Κέντρο επίσης πτώση 12%, ενώ τα μόνα κόμματα που ανέβηκαν ήταν το ΠΑΣΟΚ που από 13% σχεδόν διπλασίασε τη δύναμη του και έφτασε στο 25,3% και παράλληλα ανέβηκε λίγο και η Αριστερά: 9,4% το ΚΚΕ και 1,9% το ΚΚΕ(εσ). Οι εκλογές εκείνες έδειξαν ότι το ΚΚΕ είχε πάρει κεφάλι απέναντι στο ΚΚΕ (εσωτ.).

Το ΠΑΣΟΚ μεγάλωσε και πήρε κεφάλι απέναντι στα δύο ΚΚΕ, όχι γιατί έκφραζε τα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας, ούτε γιατί «το έβαλαν οι αμερικάνοι», αλλά γιατί στις κρίσιμες μάχες, κράτησε μια πιο αριστερή πολιτική. Αυτό ισχύει και για το εργατικό κίνημα και για το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων που από μια στιγμή και πέρα άρχισε να το ελέγχει. Η Ομοσπονδία των εργοστασιακών σωματείων, η ΟΒΕΣ κυριαρχήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Ήταν οι συμβιβασμοί της ηγεσίας των ΚΚ, οι συνεργασίες με την κυβέρνηση που άφησαν το περιθώριο στο να εξαπλωθεί το ΠΑΣΟΚ, να υπάρξει στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που στη συνέχεια κατάφερε να βγει πρώτο κόμμα και να δημιουργήσει δική του κυβέρνηση.

Η μεταπολίτευση είναι το πιο επίκαιρο παράδειγμα για το πόσο γρήγορα μπορεί να οργανωθεί πολιτικά η εργατική τάξη μέσα σε μια περίοδο κρίσης. Η εργατική τάξη αναζητούσε τη δύναμη για να κτίσει το συλλογικό πολιτικό όπλο που θα επέτρεπε να ανατρέψουν το καθεστώς της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.

Η επαναστατική αριστερά μεγάλωσε πολύ στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους μεγάλους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες. Είχε την αίγλη “των παιδιών του Πολυτεχνείου” και αυτό έδινε μαζικό ακροατήριο όχι μόνο μέσα στους φοιτητές και τη νεολαία αλλά και στα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές. Αλλά είχε και μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές αδυναμίες που αποδείχθηκαν καθοριστικές στην πορεία. Οι πιο μεγάλες οργανώσεις ήταν μαοϊκές και βρέθηκαν σε αδιέξοδο όταν το καθεστώς του Πεκίνου άρχισε να δείχνει όλο και πιο ανοιχτά και προκλητικά τον πραγματικό του χαρακτήρα.

Παρά τις αδυναμίες, όμως, ο «χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς», όπως βαφτίστηκε υποτιμητικά από τα ΜΜΕ, στάθηκε ξανά και ξανά πρωτοπόρος, ανοίγοντας μέτωπα εκεί όπου η ρεφορμιστική αριστερά δίσταζε να μιλήσει. 

Προφανώς αφετηρία για αυτόν το ρόλο ήταν η συμβολή της επαναστατικής αριστεράς στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και η αντιμετώπιση της Μεταπολίτευσης από τη σκοπιά της ανατροπής και όχι της «ομαλής μετάβασης». Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο της ΟΣΕ με τίτλο «Δεν θα χαρίσουμε τις πολιτικές νίκες του κινήματος στους Καραμανλήδες» που δημοσιεύτηκε στην παράνομη τότε «Μαμή» τον Απρίλη του 1974 και καταλήγει:

«Για τους επαναστάτες, τα συμπεράσματα απ’ την ανάλυση κι εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης και ιδιαίτερα των τελευταίων εξελίξεων είναι ξεκάθαρα. Η μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει τη χούντα είναι το μαχητικό μαζικό κίνημα. Χωρίς καμιά αναγνώριση για “λύσεις” έξω από το μαζικό κίνημα, χωρίς καμιά παραχώρηση στους αστούς μανουβραδόρους. Καθήκον μας, ακόμα, είναι να οργανωθούμε για να βγάλουμε πέρα όλη αυτή τη δουλειά πάνω σε σωστή βάση, μακρυά απ’ οποιαδήποτε αυταπάτη για τους ρεφορμιστές».16

Αυτός ο προσανατολισμός μεταφράστηκε και στη στήριξη των αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας για τις κατακτήσεις τους σε κάθε καμπή της Μεταπολίτευσης, αλλά και σε πρωτοβουλίες για τη διεύρυνσή τους. 

Ένα παράδειγμα δίνει ο Κώστας Τορπουζίδης από την πάλη για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων:

«Όταν μπήκα στην οργάνωση το 1992, τα πρώτα βιβλία που με τράβηξαν ήταν τα βιβλία που είχαμε κυκλοφορήσει τότε για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων του Νοέλ Χάλιφαξ και ο κρατικός καπιταλισμός του Τόνι Κλιφ. Τα επόμενα χρόνια πετύχαμε και κάναμε ένα δεύτερο πολύ πιο ανοιχτό μπάσιμο γι’ αυτά τα ζητήματα μέσα στο ίδιο το κίνημα με την Πρωτοβουλία Γένοβα και την Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Ενάντια στην Καταπίεση, στις αρχές του 2000.

Σε όλη αυτήν την πορεία μέχρι να ανοίξει ξανά το ζήτημα μέσα στα αντικαπιταλιστικά και τα αντιπολεμικά κινήματα εκείνης της δεκαετίας ήμασταν, όχι απλά η μειοψηφία, αλλά πρακτικά οι μοναδικοί που το ανοίγαμε μέσα στην Αριστερά. Όταν την δεκαετία του ’90 στη Νομική Θεσσαλονίκης χτίζαμε τις Επαναστατικές Σοσιαλιστικές Ομάδες Φοιτητών γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ερχόμασταν αντιμέτωποι με κοροϊδίες από παρατάξεις της Αριστεράς για τις θέσεις μας για τη σεξουαλική απελευθέρωση, οι οποίες το λιγότερο υποτιμούσαν το μέτωπο ενάντια στην καταπίεση και χρησιμοποιούσαν τη θέση μας σαν “στίγμα” για να μας έχουν στο περιθώριο. Είμαστε περήφανοι για τη συμβολή που είχαμε σαν κόμμα στο να σπάσει αυτή η σταλινική γραμμή, που καθόριζε για χρόνια όλη την Αριστερά, ότι αυτός ο προσανατολισμός σημαίνει “αστική παρέκκλιση” και “εκφυλισμός των ηθών”. Αυτές ήταν οι απόψεις που κυριαρχούσαν τότε και στο ΚΚΕ και σε άλλα κομμάτια της Αριστεράς».17

Ποτέ δεν ήμασταν «καταψύκτες όπου φυλάσσεται η προσδοκία της ανατροπής», όπως άδικα γράφει ο Τάσος Παππάς στην Εφημερίδα των Συντακτών.18 Αντίθετα, πάντα βάλαμε και βάζουμε συγκεκριμένα τις πρωτοβουλίες που ανοίγονται από τη μεγάλη στρατηγική επιλογή. Όταν το κίνημα του Σιάτλ και της Γένοβα ξαναέφερε στην πρώτη γραμμή το σύνθημα «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», εμείς επιμέναμε ότι είναι η ώρα του αντικαπιταλισμού, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να συγκροτηθεί ως κοινοβουλευτικό μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα πια ξέρουμε που κατέληξε εκείνη η επιλογή.19

Στην επέτειο των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης, έχουμε μια μεγάλη και πλούσια εμπειρία για την σημασία του επαναστατικού δρόμου για να δικαιωθούν οι αγώνες μας.

 

Σημειώσεις

1. Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου; Η Καθημερινή, 24 Ιουλίου 2023, https://www.kathimerini.gr/politics/562522342/teleiose-i-metapoliteysi-stis-25-ioynioy/

2. Ηλίας Νικολακόπουλος, Πόσο διαρκεί η Μεταπολίτευση;, στο συλλογικό «Μεταπολίτευση, σαράντα χρόνια μετά», σελ.22. Η Αυγή 16.11.2014

3. Μαρία Στύλλου, Μεταπολίτευση, το κίνημα που ανέτρεψε τη Χούντα, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο105, Ιούλης-Αύγουστος 2014, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=149&issue=105#gsc.tab=0

4. Τάσος Σακελλαρόπουλος – Η μεταπολίτευση στο στρατό – Αρχειοτάξιο Σεπτέμβρης 2013 – αφιέρωμα στην Μεταπολίτευση (1974-1981)

5. «Το βασικό κριτήριο της επιλογής του ενδεχομένως δεν ήταν το γεγονός ότι ο Γκίκας ήταν παλαιός βουλευτής και υπουργός της ΕΡΕ, ούτε το ότι είχε διατελέσει αρχηγός ΓΕΣ, αλλά ότι υπήρξε ο πρώτος επικεφαλής του ΙΔΕΑ όταν η οργάνωση αυτή συγκροτήθηκε λίγο πριν τη δεκεμβριανή σύγκρουση του 1944». Αρχειοτάξιο, στο ίδιο τεύχος σελ.18

6. Κώστας Πίττας, 45 χρόνια από τη μάχη του ν. 330: Και τότε και σήμερα, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1470, 5 Μάη 2021, https://ergatiki.gr/article.php?id=24133&issue=1470

7. Μαρία Στύλλου, Η Πάλη για την Απελευθέρωση των Γυναικών, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 4η έκδοση σελ.84

8. «Τηλεφωνήτριες: είμαστε αποφασισμένες», Απελευθέρωση των Γυναικών, περιοδική έκδοση της Κίνησης για την απελευθέρωση των γυναικών, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1978, σελ.3

9. Πάνος Γκαργκάνας, 50 χρόνια ΣΕΚ - Παλεύοντας για την επανάσταση και τον Σοσιαλισμό, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο149, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2021, https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1331&issue=149#gsc.tab=0 Το κείμενο «Οι εργατικοί αγώνες ξαναζούν» από το περιοδικό Σοσιαλιστική Επανάσταση υπάρχει αναδημοσιευμένο στη συλλογική έκδοση «50 χρόνια αγώνες για την Επανάσταση και τον Σοσιαλισμό», Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Δεκέμβρης 2021.

10. Η μεγάλη απεργία κατά του “νόμου Λάσκαρη”, https://www.anatropinews.gr/2021/06/10/megali-apergia-nomoy-laskar/ 

11. Συνέντευξη με τον Νίκο Γεωργίου: 40 χρόνια από την απεργία ενάντια στο Νόμο 330, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1224, 24 Μάη 2016, https://ergatiki.gr/article.php?id=13785&issue=1224

12. Συνέντευξη με τον Νίκο Γεωργίου: Η 23 Ιούλη των οικοδόμων, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1183, 22 Ιούλη 2015, https://ergatiki.gr/article.php?id=12180&issue=1183

13. Διονυσία Πυλαρινού, 45 χρόνια από τη μάχη του ν. 330: Και τότε και σήμερα, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1470, 5 Μάη 2021, https://ergatiki.gr/article.php?id=24133&issue=1470

14. Η δημοκρατία που στενεύει, περιοδικό Σοσιαλιστική Επανάσταση Νο1, Σεπτέμβρης 1975, σελ. 6-10

15. Στέλιος Μιχαηλίδης Φοιτητικό κίνημα: Έτσι νίκησαν οι καταλήψεις 2006-7, Εργατική Αλληλεγγύη Νο1604, 10 Γενάρη 2024, https://ergatiki.gr/article.php?id=28438&issue=1604

16. Οι ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα, επιλογή από κείμενα της ΟΣΕ 1972-74, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2η έκδοση 2011.

17. Κώστας Τορπουζίδης, Η Αριστερά και το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1612, 6 Μάρτη 2024, https://ergatiki.gr/article.php?id=28688&issue=1612

18. Τάσος Παππάς, Με την άλλη Αριστερά τι γίνεται;, Εφημερίδα των Συντακτών, 17/6/2024, https://www.efsyn.gr/stiles/ypografoyn/436890_me-tin-alli-aristera-ti-ginetai

19. Πάνος Γκαργκάνας, Για ποια Αριστερά παλεύουμε, Επαναστατική εναλλακτική στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2η έκδοση 2024