Η Μαρία Στύλλου διαψεύδει τους μύθους και περιγράφει τη δυναμική ενός κινήματος που μπορούσε να τα πάρει όλα δικά του.
Για να μιλήσει κανείς για την μεταπολίτευση, φέτος τον Ιούλη συμπληρώνονται 40 χρόνια, χρειάζεται να αποδομήσει τρεις μύθους. Ο πρώτος ότι η μεταπολίτευση ήταν μια κοινή προσπάθεια λαού και πολιτικής ηγεσίας να φέρει πίσω τη δημοκρατία. Ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης που, αφήνοντας πίσω τον κακό του εαυτό, κατάφερε και συσπείρωσε όλους μαζί, εξασφάλισε την εθνική συμφιλίωση και μόνο έτσι αλλάζουν τα πράγματα.
Ο δεύτερος μύθος ότι ο Καραμανλής έκανε τομή στο μετεμφυλιακό κράτος, εξασφάλισε τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό των δομών του και παράλληλα συνέβαλε στο πέρασμα του ελληνικού καπιταλισμού σε αναπτυγμένα ευρωπαϊκά επίπεδα, και ο τρίτος μύθος ότι για τα δεινά της σημερινής κατάστασης, για την κρίση και τα μνημόνια φταίει το εργατικό κίνημα και η αριστερά που λοξοδρόμησαν από τους στόχους και το μήνυμα εκείνης της μεταπολίτευσης.
Επειδή φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την μεταπολίτευση και θα ξανακούσουμε όλα αυτά τα ψέματα, αλλά πολύ περισσότερο γιατί τα κόμματα της κυρίαρχης τάξης που δημιουργήθηκαν τότε έχουν μπει σε βαθειά κρίση, είναι υποχρεωτικό να ξεδοντιάσουμε τους μύθους και να απαντήσουμε από μεριάς των από κάτω, αυτών που βγήκαν ορμητικά στην ιστορία, καθόρισαν τις εξελίξεις και έκαναν την κυρίαρχη τάξη και τα πολιτικά της στηρίγματα να τρέμουν.
Δύο κόσμοι διαφορετικοί
Η δικτατορία δεν έπεσε γιατί ο Καραμανλής ήρθε από το Παρίσι, έκανε τους Χουντικούς στην άκρη και έφτιαξε κυβέρνηση δημοκρατική με τη συμμετοχή όλων των “αντιστασιακών δυνάμεων”.
Η πραγματικότητα είναι η ανάποδη. Η Χούντα κατάρρευσε γιατί το τελευταίο της παιχνίδι να προχωρήσει σε επιστράτευση και έτσι να δημιουργήσει στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την Ελλάδα, για να ελέγξει όχι μόνο τις στρατιωτικές της επεμβάσεις στην Κύπρο αλλά και το κίνημα στην Ελλάδα, κατάρρευσαν παταγωδώς.
Η επιστράτευση όπως γράφει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος1 «μετέτρεψε τις μονάδες εκστρατείας σε πολιτικά εργαστήρια κατά της δικτατορίας…
… Σε γενικές γραμμές αναδείχτηκε η επιχειρησιακή αδυναμία του σχεδίου επιστράτευσης που είχε καταρτίσει η Χούντα. Ενός σχεδίου το οποίο είχε ουσιαστικό σκοπό, όχι την πολεμική ετοιμότητα απέναντι σε εξωτερική επίθεση, αλλά τη απομάκρυνση των επίστρατων, σε περίπτωση λαϊκών κινητοποιήσεων κατά του καθεστώτος, από τα αστικά κέντρα και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα σε όφελος του καθεστώτος».
Προφανώς αυτό ήταν ένα σχέδιο δεμένο με τη στρατιωτική επέμβαση της Χούντας στην Κύπρο και τινάχτηκε στον αέρα μαζί με την πλήρη αποτυχία του πραξικοπήματος εκεί. Η κατάρρευση της Χούντας ήταν πια ένα πραγματικό γεγονός, τα στρατόπεδα βρίσκονταν σε εξέγερση, ο κόσμος περίμενε το σύνθημα για να βγει στους δρόμους, και η ηγεσία του στρατού κινήθηκε για μεταβατική λύση, όπου ο Καραμανλής συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη τους. Και λόγω παρελθόντος, αλλά και λόγω της στάσης που είχε κρατήσει μέσα στη δικτατορία. Ποτέ δεν είχε κάνει δηλώσεις ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία.
Η κυβέρνηση που σχημάτισε, είχε στα βασικά της υπουργεία, στρατιωτικούς και πολιτικούς που συνεργάστηκαν με τη Χούντα, έστω και εάν στις τελευταίες μέρες αποστασιοποιήθηκαν και την εγκατέλειψαν. Ο Γκιζίκης παρέμεινε “Πρόεδρος της Δημοκρατίας” και όρκισε τη νέα κυβέρνηση, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, γνωστός και ως «γεφυροποιός» έγινε Υπουργός Άμυνας και ο Σόλων Γκίκας, που προέρχονταν από τον ΙΔΕΑ (την οργάνωση-πρόδρομο της χούντας στο στρατό) (2) και τις μυστικές υπηρεσίες, έγινε υπουργός Δημόσιας Τάξης.
Απέναντι σ’ αυτή την κυβέρνηση, τις πολιτικές δυνάμεις που συσπειρώθηκαν γύρω της, την αίσθηση ότι οι χουντικοί συνέχιζαν να παίζουν ρόλο στις εξελίξεις και τον κίνδυνο κάθε στιγμή να ξαναπάρουν τον έλεγχο, γεννήθηκε ένα κίνημα που έκανε όλα αυτά τα σενάρια σμπαράλια. Καθόλου αδικαιολόγητα, στην αρχή πλανιόταν το ερώτημα αν αυτό είναι μεταπολίτευση ή απλά αλλαγή φρουράς. Το κίνημα καθόρισε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που ο κόσμος έζησε στην μεταπολίτευση, τα μεγάλα συλλαλητήρια, τις πρώτες απεργίες, την έκρηξη ενός νέου μεγάλου εργατικού κινήματος, την αμφισβήτηση της άποψης ότι τα πράγματα αλλάζουν από τα πάνω, την εμφάνιση κινημάτων για τη σεξουαλική απελευθέρωση, κινημάτων πόλης, την ανοιχτή δράση της αριστεράς, το δυνάμωμα των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς.
Ένας νέος Μάης ξέσπασε το καλοκαίρι του 1974 και κράτησε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το ξέσπασμα δεν ήρθε από το πουθενά, ο κόσμος που συμμετείχε ήταν ο ίδιος που συμμετείχε και στήριζε την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στους 8 μήνες που μεσολάβησαν και παρά τη σκληρή καταστολή που ακολούθησε, η Χούντα δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να ελέγξει την κατάσταση. Τα συνθήματα του Νοέμβρη «Γενική απεργία», «Κάτω το Κεφάλαιο», είχαν τη συνέχεια τους σ’ αυτά που ακολούθησαν μετά την κατάρρευση της Χούντας.
Οι επίσημες αναδρομές στη μεταπολίτευση μιλάνε πάντα για το ρόλο του Καραμανλή που έφερε τη δημοκρατία μαζί με τις αποσκευές του στο αεροπλάνο από το Παρίσι. Μιλάνε για τις δραματικές συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών με τους πανικόβλητους στρατοκράτες που κατέρρευσαν και κλείνουν λίγο-πολύ με τη επιστροφή του Αντρέα Παπανδρέου, η οποία ολοκλήρωσε το «πολιτικό σκηνικό” που έμελλε να κυριαρχήσει, τα επόμενα χρόνια. Αυτό που ξεχνάνε είναι τις εικόνες της μεταπολίτευσης από τα κάτω.
Στις 4 Οκτώβρη του 1974 οι εργάτες της Νάσιοναλ Καν, στη Μάντρα της Ελευσίνας κατέβηκαν σε απεργία καταγγέλλοντας την απόλυση ενός αγωνιστή εργάτη και διεκδικώντας αυξήσεις και σωματείο. Μαζί με τους Έλληνες απέργησαν και οι εκατοντάδες Πακιστανοί εργάτες που απασχολούσε ο εργοδότης. Ο χορός του μεγάλου εργατικού κινήματος της μεταπολίτευσης είχε ανοίξει. Με χρονολογική σειρά κατεβαίνουν σε απεργία οι τεχνικοί τύπου, η ΙΤΤ, η Ήβη, η Ολυμπιακή, η Πεσινέ, οι μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη, τα ναυπηγεία της Ελευσίνας, οι γιατροί του ΚΑΤ, οι έκτακτοι του ΟΠΑΠ, οι μεταλλωρύχοι στο Μάντεμ-Λάκο, οι οικοδόμοι, οι τραπεζόϋπάλληλοι…
«Στις αρχές του ’75 το σύνθημα «απεργία» συνεπαίρνει την εργατική τάξη. Τα μεγάλα εργοστάσια γίνονται τα κάστρα του απεργιακού αγώνα: Βιάμαξ, Βιοχάλκο, Ναυπηγεία, ορυχεία, Πίτσος, Εσκιμό, Τριαντέξ, Φούλγκορ, Βιοχρώμ, ΕΤΜΑ, Λαδόπουλος, ΜΕΛ, Ιζόλα, Τρικοπί…» (3)
Τα αιτήματα είναι σχεδόν κοινά: αυξήσεις, όχι απολύσεις, σωματείο, ελευθερίες στους χώρους δουλειάς. Οι απεργίες είναι πολυήμερες και σκληρές, συνήθως αναγκάζουν την εργοδοσία να υποχωρήσει. Η εμπειρία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου φέρνει ξανά την κατάληψη του εργοστασίου στο οπλοστάσιο του εργατικού κινήματος. Οι απεργιακές φρουρές (π.χ. στα ορυχεία ή στον Πίτσο) δίνουν σκληρές μάχες με τους ροπαλοφόρους του Καραμανλή. Εργατικές διαδηλώσεις κατακλύζουν την Αθήνα: οι απεργοί των Ναυπηγείων της Ελευσίνας κάνουν κατάληψη στην πλατεία Συντάγματος. Οι εργάτες της ΜΕΛ από τη Θεσσαλονίκη έστηναν σκηνές στα Προπύλαια. Το κίνημα συμπαράστασης είναι συγκλονιστικό. Το μήνυμα του αγώνα μεταφέρεται σαν φλόγα από εργοστάσιο σε εργοστάσιο.
Οι άστεγοι και παραπηγματούχοι στο Πέραμα συγκρούονται σκληρά με την αστυνομία που ήθελε να τους γκρεμίσει τα «αυθαίρετα». Όλοι τρέχουν στο πλευρό τους. Από την Αθήνα καθημερινά ο κόσμος κατεβαίνει στο Πέραμα και δημιουργείται τοπικά επιτροπή συμπαράστασης. Η Κερατέα του 2011 δεν ήταν η αρχή των εξεγέρσεων των κατοίκων μιας περιοχής να καθορίσουν τη ζωή τους και την περιοχή τους. Έχει ρίζες από μακριά, δημιουργείται σε κάθε μεγάλη κρίση, και επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στο εργατικό κίνημα.
Στα σχολεία, οι μαθητικές κινητοποιήσεις καταργούν την απαγόρευση του συνδικαλισμού και αρχίζουν να ξεπηδούν μαθητικές κινήσεις, μαθητικά έντυπα και συντονισμοί ανάμεσα στα σχολεία. «Στα έντυπα των μαθητικών οργανώσεων των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης γίνεται λόγος για «μαθητικό κίνημα»… Οι τίτλοι των εντύπων αποτελούν «φθέγγοντα μνημεία», δίπλα σε περιοδικά όπως Μαθητικός Αγώνας, Μαθητική Πορεία, εμφανίζονται άλλα με ονομασίες όπως Το Τούβλο, το Καρφί, τα Απροσάρμοστα, Κόντρα, κλπ… που δουλεύουν και σε γλωσσικό επίπεδο την αλλαγή των συνθηκών και τις νέες αναζητήσεις» (4).
Αυτοί οι μαθητές είναι που στη συνέχεια οργανώνουν στις σχολές τους τις μεγάλες φοιτητικές καταλήψεις του 1979 ενάντια στο νόμο 815 για τα Πανεπιστήμια.
Απ’ αυτή την έκρηξη δεν έλειψαν οι αγρότες. Ξέσπασαν τεράστιες αγροτικές κινητοποιήσεις, οι ντοματοπαραγωγοί της Ηλίας παίρνουν τα τρακτέρ και ξεκινάνε για την Αθήνα, στην Πάτρα η αστυνομία τους φράζει το δρόμο και αυτό ξεσηκώνει όλον τον κόσμο της περιοχής. Χιλιάδες εργάτες, και νέοι κατεβαίνουν στο πλευρό τους, οι βερυκοκοπαραγωγοί συγκρούονται σκληρά στον Ισθμό, στο Προκόπι της Εύβοιας φτωχοί αγρότες καταλαμβάνουν το τσιφλίκι ενός μεγαλοϊδιοκτήτη της περιοχής.
Η οργάνωση στο χώρο δουλειάς
«Μεταξύ του 1974-76 ιδρύθηκαν ισχυρά εργοστασιακά σωματεία στις βιομηχανίες ΙΤΤ, Πίτσος, Ιζόλα, Λάρκο, Πετζετάκης, ΜΕΛ, Αθηναϊκή, κ.α., τα οποία έδωσαν σκληρούς απεργιακούς αγώνες» (5)
Τα εργοστασιακά σωματεία καταφέρνουν να συσπειρώνουν την πλειοψηφία των εργατών μέσα σε κάθε χώρο. Μαζί με την μαζικότητα πήγαινε και η δημοκρατική λειτουργία: συχνές γενικές συνελεύσεις, ανοιχτή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, έκδοση εντύπων, και στα μεγάλα και δυνατά εργοστάσια, οργάνωση ανά τμήμα και εκλογή αντιπροσώπων που αποτελούσαν την οργάνωση βάσης στο εργοστάσιο.
Τα εργοστασιακά σωματεία είχαν να συγκρουστούν με την προσπάθεια της κυβέρνησης του Καραμανλή να ελέγξει τον συνδικαλισμό. Κατ’ αρχή, αντί να αφήσει να γίνουν ελεύθερες εκλογές που θα ανέτρεπαν τις χουντικές διοικήσεις, διορίζει νέες διοικήσεις στη ΓΣΕΕ, στα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες, με πλειοψηφία συνδικαλιστές της δεξιάς και με συνεργάτες της Χούντας. Στα πρωτοβάθμια δεν προχώρησε στην αντικατάσταση των διοικήσεων γιατί όπως υποστήριζε θα θίγονταν τα 80 χιλιάδες άτομα των παλιών διοικήσεων. Η πραγματικότητα ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει τον αντίστοιχο αριθμό “συνδικαλιστών “ που να έπαιζαν το ρόλο της κυβέρνησης και να έμπαιναν εμπόδιο στους εργατικούς αγώνες που ξέσπαγαν.
«Κεντρικό μέλημα της μεταδικτατορικής πολιτικής εξουσίας ήταν το πώς θα εξασφαλίσει τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος. Τελικώς ο έλεγχος εξασφαλίστηκε με μια σειρά από νομικά τεχνάσματα με αποτέλεσμα να αναβιώνουν στελέχη της φατρίας του Φ. Μακρή - επί έτη και έτη γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ – και να επιβιώνουν πολλοί δικτατορικοί συνδικαλιστές» (6)
Εμπνευστής όλου αυτού του σχεδίου ήταν ο υπουργός Εργασίας Κ. Λάσκαρης, από τους στενούς συνεργάτες του Κ. Καραμανλή όχι μόνο στη προσωρινή αλλά και στην επόμενη κυβέρνηση. Η διορισμένη ΓΣΕΕ προχώρησε σε όργια αποφάσεων που εμπόδισε την εγγραφή συνδικάτων που είχε διαγράψει η Χούντα. Μετά από πολλά μαγειρέματα το πρώτο μεταδικτατορικό συνέδριο της ΓΣΕΕ έγινε τον Απρίλη του 1976 στη Καβάλα. Η παράταξη του Λάσκαρη (υπουργού Εργασίας) – Δημοκρατική Συνεργασία – πήρε 16 έδρες, το ψηφοδέλτιο των Χουντικών συνδικαλιστών – Ελεύθερο Δημοκρατικό Κίνημα – πήρε 8 έδρες, η ΕΣΑΚ-Σ (ΚΚΕ) 6 έδρες, η ΠΑΣΚΕ 6 έδρες και το ΑΕΜ (ΚΚΕ εσωτ.) 2 έδρες. Η νέα διοίκηση της ΓΣΕΕ, με την υποστήριξη των δικτατορικών συνδικαλιστών, αποτελέστηκε αποκλειστικά από μέλη της Δημοκρατικής Συνεργασίας.
Το κράτος
Οι πολιτικές μάχες της μεταπολίτευσης ήταν σκληρές. Στο κέντρο τους ήταν από τη μια η προσπάθεια του Καραμανλή να κρατήσει ανέπαφους θεσμούς, πολιτικά πρόσωπα και νόμους που στήριζαν και συνεργάστηκαν με την Χούντα και από την άλλη η μάχη της «αποχουντοποίησης» όπως συνοπτικά συμπυκνώνονταν οι πολιτικές μάχες εκείνης της περιόδου. Τα σημεία που συγκεντρώθηκε αυτή η σύγκρουση ήταν το ξήλωμα στελεχών που συνεργάστηκαν με τη δικτατορία. Τέτοιοι υπήρχαν παντού και αυτό σήμαινε ότι οι κινητοποιήσεις για το ξήλωμά τους μπορούσαν να γενικευτούν. Ωστόσο αυτό είχε σαν προϋπόθεση μια στρατηγική από τη μεριά της Αριστεράς που θα έδινε σαν ορίζοντα γι’ αυτούς τους αγώνες την ανατροπή και όχι απλά τον εκδημοκρατισμό του αστικού κράτους. Τέτοια στρατηγική διαμόρφωναν μόνο τμήματα της επαναστατικής αριστεράς και όχι οι παραδοσιακές ηγεσίες. Αυτό άφηνε τα περιθώρια στον Καραμανλή να περιορίζει την «αποχουντοποίηση».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η σύλληψη και τιμωρία των ενόχων. Πέρασαν αρκετοί μήνες από τότε που ήρθε ο Καραμανλής μέχρι τη σύλληψη των πρωταιτίων της Χούντας. Η τριανδρία Παπαδόπουλος-Πατακός και Μακαρέζος, μαζί με ένα στενό πυρήνα συλλαμβάνονται τον Οκτώβρη, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές. Ήταν η προσπάθεια του Καραμανλή να κερδίσει τις εκλογές και να καθορίσει τις εξελίξεις. Η δίκη των Χουντικών έγινε την επόμενη χρονιά και ο κύκλος των κατηγορούμενων περιορίστηκε μόνο σε ένα μικρό αριθμό που κρίθηκαν ένοχοι. Με απόφαση του Άρειου Πάγου, το πραξικόπημα χαρακτηρίστηκε «στιγμιαίο αδίκημα» και έτσι γλύτωσαν όλοι οι υπουργοί και συνεργάτες του δικτατορικού καθεστώτος. Ήταν μια απόφαση που αποσκοπούσε στη συσπείρωση όλης της δεξιάς και το ξαναστήσιμο ενός κράτους που κλυδωνίζονταν από την κατάρρευση της δικτατορίας, το Πολυτεχνείο και την εισβολή των μαζών στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Ο Ηλίας Νικολακόπουλος κάνει την παρατήρηση ότι «η μόνη επιπλέον τιμωρία που επιβλήθηκε στα στελέχη της δικτατορίας αφορούσε την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (δεν είχε παραγραφεί) αλλά κι αυτές οι ποινές μειώθηκαν στη συνέχεια σημαντικά, ενώ οι βασανιστές της Ασφάλειας και της ΕΣΑ, όσοι απ’ αυτούς δικάστηκαν, κυκλοφορούσαν ελεύθεροι μετά από λίγους μήνες. Κάτι που αποδείχτηκε μοιραίο για τον Μάλιο και Μπάμπαλη» (7).
Οι εκλογές για τον Καραμανλή θα έπαιζαν το ρόλο της κατοχύρωσης. Το σύνθημα «Καραμανλής ή τάνκς» έπρεπε να κατοχυρωθεί με ένα μεγάλο ποσοστό στις εκλογές κι αυτές έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Όσο αργούσαν η κατάσταση γινόταν ανεξέλεγκτη. Διάλεξε να κάνει εκλογές στις 17 Νοέμβρη του 1974, ένα χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ήταν μια απόφαση πρόκληση, που τα κόμματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτ. την αποδέχθηκαν και έτσι έμεινε η επαναστατική αριστερά να την κοντράρει. Δημιουργήθηκαν επιτροπές αγώνα για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη, την ημέρα που ο Καραμανλής είχε προκηρύξει τις εκλογές, και είχε αναβάλει τον εορτασμό για μια βδομάδα αργότερα, στις 22-24 Νοέμβρη.
Στην πρώτη επέτειο, η γιορτή του Πολυτεχνείου κράτησε 13 μέρες, από τις 12 έως τις 25 Νοέμβρη. Η προκήρυξη που έβγαλαν οι επιτροπές αγώνα για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου πριν τις εκλογές καλεί συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο από τις 12 Νοέμβρη, και πορεία την Παρασκευή 15 Νοέμβρη στις 5μμ. Η πορεία πήγε μέχρι το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ήταν μια τεράστια πορεία, που έδειξε ότι η δύναμη που θα κοντράρει τα σχέδια της κυβέρνησης ήταν υπαρκτή και μεγάλη.
Οι κινήσεις του Καραμανλή για τη σταθεροποίηση του αστικού ελέγχου συμπληρώθηκαν με το δημοψήφισμα για τη Μοναρχία το Δεκέμβρη του 1974. Το φιλοβασιλικό στρατόπεδο κατέγραψε ένα 30% αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο την πραγματική σύνθεση των δυνάμεων που είχε συσπειρώσει ο Καραμανλής. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν στηρίξει το ΟΧΙ στη Μοναρχία, ενώ η Νέα Δημοκρατία ήταν διχασμένη. Όπως αποδείχθηκε, πάνω από το μισό ποσοστό που είχε πάρει στις βουλευτικές εκλογές νοσταλγούσε το βασιλιά, αλλά στήριζε τον Καραμανλή σαν εγγυητή της συνέχειας και της σταθερότητας.
Η διεθνής συγκυρία και η αριστερά
Η συσπείρωση των δυνάμεων της δεξιάς οφειλόταν και στο φόβο τους και τις ανησυχίες τους για τις εξελίξεις. Δεν ήταν μόνο το σοκ της κατάρρευσης του στρατιωτικού καθεστώτος. Αυτό συνδυαζόταν με το σοκ της πρώτης διεθνούς οικονομικής κρίσης που τότε είχε ονομαστεί «πετρελαϊκή». Το όνομα είχε δοθεί από την απότομη αύξηση της τιμής του πετρέλαιου μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973. Αλλά ο τότε στασιμοπληθωρισμός –ο συνδυασμός οικονομικής ύφεσης με έκρηξη του πληθωρισμού- ήταν το πρώτο επεισόδιο των επαναλαμβανόμενων κρίσεων του καπιταλισμού που έχουμε δει τα τελευταία σαράντα χρόνια. Οι οικονομικές πιέσεις τροφοδοτούσαν την οργή των εργατών και τις ανησυχίες των αστών.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα δεν είναι εξαίρεση – την ίδια περίοδο, από τον Μάη του ’68 και για μια δεκαετία, στην Ευρώπη, σε Ανατολή και Δύση, ανοίγει μια παρατεταμένη περίοδος με επαναστατικά χαρακτηριστικά. Μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία εντάσσεται και η κατάρρευση των δικτατοριών στο Νότο της Ευρώπης. Την άνοιξη του ’74 στην Πορτογαλία, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην Ελλάδα και λίγο αργότερα και στην Ισπανία. Σε όλη την Ευρώπη φυσάει άνεμος επανάστασης. Η Πορτογαλία είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα για το πόσο λεπτά ήταν τα όρια ανάμεσα σε μια «ομαλή μεταπολίτευση» και μια επαναστατική ανατροπή. Εκεί, η κρίση των στρατοκρατών άνοιξε δυνατότητες για να αναδειχθεί κίνημα των φαντάρων μέσα στα στρατόπεδα και η σύνδεση με το εργατικό κίνημα στα εργοστάσια να πάρει τεράστιες διαστάσεις. Η «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» απειλούσε τον έλεγχο των αστών επί τρία χρόνια, μέχρι το Νοέμβρη του 1976 που καταστάλθηκε.
Και όμως, το κοινό σε όλες αυτές τις χώρες, είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς έβαλαν εμπόδια στην ανάπτυξη του κινήματος και στην κλιμάκωση των αγώνων. Όχι μόνο το Γαλλικό ΚΚ που περιφρόνησε τον Μάη του 68, ούτε μόνο το Ιταλικό με τον περιβόητο «ιστορικό συμβιβασμό» του Μπερλινγκουέρ. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ (εσωτ.) είχαν την ίδια αντιμετώπιση. Από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα δύο κόμματα προσπάθησαν να σταματήσουν την κατάληψη του Πολυτεχνείου και όταν δεν μπόρεσαν να το πετύχουν, προσπάθησαν να πείσουν την κατάληψη να βγάλει απόφαση στήριξης κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Αυτός ήταν και ο λόγος που και τα δύο κόμματα αποδέχθηκαν την κυβέρνηση του Καραμανλή και συνεργάστηκαν μαζί της σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα. Ήταν από την αρχή σύμφωνοι στον σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Καραμανλή, συμφώνησαν και συνεργάστηκαν μαζί του στο να γίνουν βουλευτικές εκλογές στις 17 Νοέμβρη και έβαλαν εμπόδια στο κίνημα οργάνωσης των εργατικών χώρων με τη δημιουργία εργοστασιακών σωματείων. Το ΚΚΕ (εσωτ.) συνεργάστηκε με την παράταξη της Ν.Δημοκρατίας στις εκλογές της ΓΣΕΕ το 1976, και στήριξε το πρόγραμμα της. Το ΑΕΜ (η συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ εσωτ.) προσχώρησε στην Ανεξάρτητη Συνδικαλιστική Δημοκρατική Συνεργασία, που επικεφαλής της ήταν ο Καρακίτσος (διορισμένος γ. γραμματέας της ΓΣΕΕ) και στενός συνεργάτης του υπουργού Απασχόλησης Λάσκαρη. Το ΚΚΕ εσωτ. πίστευε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο υλοποιεί Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα, βασικό στόχο του στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το σύνθημα “Όχι στους συμβιβασμούς με τους Καρακίτσους” συνόδευε τους μαχητικούς εργάτες όλο εκείνο το διάστημα.
Η μεταπολίτευση με τους μεγάλους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, ήταν μια περίοδος πολιτικοποίησης, ριζοσπαστικοποίησης και μαζικής μετατόπισης προς τα αριστερά. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες στρέφονται προς τον σοσιαλισμό, έπεφταν με τα μούτρα στα μαρξιστικά βιβλία και αναζητούσαν κυριολεκτικά τα αριστερά κόμματα για να ενταχτούν. Μέσα σ’ αυτό το κύμα ριζοσπαστικοποίησης τα ρεφορμιστικά κόμματα κατόρθωσαν να μεγαλώσουν σχεδόν από το μηδέν. Στις βουλευτικές εκλογές στις 17 Νοέμβρη τα δύο ΚΚΕ κατέβηκαν μαζί σαν Ενωμένη Αριστερά και πήραν 9,5%. Στις εκλογές που έγιναν το 1977, τρία χρόνια αργότερα, η Ν.Δ. είχε πτώση 13%, το Κέντρο επίσης πτώση 12%, ενώ τα μόνα κόμματα που ανέβηκαν ήταν το ΠΑΣΟΚ που από 13% σχεδόν διπλασίασε τη δύναμη του και έφτασε στο 25,3% και παράλληλα ανέβηκε κατά πολύ λίγο και η Αριστερά: 9,4% το ΚΚΕ και 1,9% το ΚΚΕ(εσ). Οι εκλογές εκείνες έδειξαν ότι το ΚΚΕ είχε πάρει κεφάλι απέναντι στο ΚΚΕ (εσωτ.).
Το ΠΑΣΟΚ μεγάλωσε και πήρε κεφάλι απέναντι στα δύο ΚΚΕ, όχι γιατί έκφραζε τα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας, ούτε γιατί το έβαλαν οι αμερικάνοι, αλλά γιατί στις κρίσιμες μάχες, κράτησε μια πιο αριστερή πολιτική. Αυτό ισχύει και για το εργατικό κίνημα και για το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων που από μια στιγμή και πέρα άρχισε να το ελέγχει. Η Ομοσπονδία των εργοστασιακών σωματείων, η ΟΒΕΣ κυριαρχήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Ήταν οι συμβιβασμοί της ηγεσίας των ΚΚ, οι συνεργασίες με την κυβέρνηση που άφησαν το περιθώριο στο να εξαπλωθεί το ΠΑΣΟΚ, να υπάρξει στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που στη συνέχεια κατάφερε να βγει πρώτο κόμμα και να δημιουργήσει δική του κυβέρνηση.
Η μεταπολίτευση είναι το πιο επίκαιρο παράδειγμα για το πόσο γρήγορα μπορεί να οργανωθεί πολιτικά η εργατική τάξη μέσα σε μια περίοδο κρίσης. Η εργατική τάξη αναζητούσε τη δύναμη για να κτίσει το συλλογικό πολιτικό όπλο που θα επέτρεπε να ανατρέψουν το καθεστώς της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Η επαναστατική αριστερά μεγάλωσε πολύ στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους μεγάλους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες. Είχε την αίγλη “των παιδιών του Πολυτεχνείου” και αυτό έδινε μαζικό ακροατήριο όχι μόνο μέσα στους φοιτητές και τη νεολαία αλλά και στα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές. Αλλά είχε και μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές αδυναμίες που αποδείχθηκαν καθοριστικές στην πορεία. Οι πιο μεγάλες οργανώσεις ήταν μαοϊκές και βρέθηκαν σε αδιέξοδο στα τέλη της δεκαετίας του 70.
Σήμερα
Όταν η κυρίαρχη τάξη μιλάει για το τέλος της μεταπολίτευσης εννοεί το τέλος ενός κινήματος που ανάτρεψε τη χούντα, αμφισβήτησε το σύστημα, και δημιούργησε τις καλύτερες στιγμές και εμπειρίες για το εργατικό κίνημα. Οι αγώνες σήμερα των καθαριστριών, των διαθέσιμων, των φοιτητών και μαθητών, των χιλιάδων που έδωσαν τις πιο σκληρές μάχες με το μνημόνιο έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την περίοδο. Ο Σαμαράς το 1994, δήλωνε γεμάτος αυταρέσκεια ότι «βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος των κομμάτων της μεταπολίτευσης». Ο ίδιος μόλις είχε αποχωρήσει από τη Ν.Δ. – και είχε δημιουργήσει την Πολιτική Άνοιξη. Η ΠΟΛ.ΑΝ διαλύθηκε πριν από τη Ν.Δ. αλλά τώρα έχει ο ίδιος να αντιμετωπίσει την πολιτική κατάρρευση των δυο μεγάλων κομμάτων της μεταπολίτευσης.
Ο «εθνάρχης» Καραμανλής το 1974 πήρε στις εκλογές ποσοστό 54,4%, η Ένωση Κέντρου 20,4% και το ΠΑΣΟΚ 13,6, σύνολο 88%, και η Ενωμένη Αριστερά (για πρώτη φορά μαζί το ΚΚΕ εσωτ. και ΚΚΕ) πλησίασαν το 10% (9,5%).
Σήμερα η εικόνα έχει αναποδογυρίσει. Οι «σωτήρες» της Μεταπολίτευσης είναι εκλογικά μια μειοψηφία (φτάνουν το 30%), τα κόμματά τους βρίσκονται σε διάλυση και η προσπάθεια να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο αντιμετωπίζει δυσκολίες. Φτάνουν 600 καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών και μερικές χιλιάδες διοικητικών των ΑΕΙ να βάλουν σε κίνδυνο την κυβερνητική συνοχή.
Η εξέλιξη δεν ήταν γραμμική, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν η οικονομική κρίση, μια πενταετία με σκληρούς εργατικούς αγώνες, τριάντα πανεργατικές, η μαζική εγκατάλειψη του ΠΑΣΟΚ από τον κόσμο του, οι εκλογές του 2012, η κατάληψη της ΕΡΤ και όλα όσα ακολούθησαν.
Ας φανταστούμε τι μπορεί να γίνει εάν το εργατικό κίνημα ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητες του, τις εμπειρίες του, τις μάχες που έδωσε όχι μόνο από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια ενάντια στο Μνημόνιο.
Οι υποσχέσεις για σταδιακές αλλαγές και ρεαλιστικές λύσεις που πρόβαλε τότε η αριστερά και το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες της μεταπολίτευσης αλλά σήμερα βρίσκονται πίσω και από το ίδιο το κίνημα. Η λύση μπροστά μας δεν βρίσκεται στην αναμονή για μια κυβέρνηση όπου θα συμμετέχει και η αριστερά αλλά στο να πιάσουμε το νήμα της επαναστατικής αλλαγής που είχε η μεταπολίτευση. Τότε η επαναστατική αριστερά δεν κατάφερε να καθορίσει και να κερδίσει ένα μαζικό εργατικό κίνημα στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, τα κόμματα που τσάκισαν τις ελπίδες εκατομμυρίων εργατών και νεολαίων στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, βρίσκονται στη χειρότερη κρίση. Έχουν να διαχειριστούν έναν καπιταλισμό σε κρίση και απόγνωση. Σήμερα έχουμε το πλεονέκτημα των εμπειριών από την μεταπολίτευση για να βαδίσουμε στην προοπτική της ανατροπής πιο τολμηρά, πιο ξεκάθαρα, πιο αποφασιστικά.
Σημείωσεις
1. Τάσος Σακελλαρόπουλος – Η μεταπολίτευση στο στρατό – Αρχειοτάξιο Σεπτέμβρης 2013 – αφιέρωμα στην Μεταπολίτευση (1974 – 1981)
2. «Το βασικό κριτήριο της επιλογής του ενδεχομένως δεν ήταν το γεγονός ότι ο Γκίκας ήταν παλαιός βουλευτής και υπουργός της ΕΡΕ, ούτε το ότι είχε διατελέσει αρχηγός ΓΕΣ, αλλά ότι υπήρξε ο πρώτος επικεφαλής του ΙΔΕΑ όταν η οργάνωση αυτή συγκροτήθηκε λίγο πριν τη δεκεμβριανή σύγκρουση του 1944». Αρχειοτάξιο, στο ίδιο τεύχος σελ.18
3. Περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα Κάτω», αρ. 12 Ιούνης-Αύγουστος 1999, άρθρο «Το τέλος της Μεταπολίτευσης;»
4. Δημήτρης Δημητρόπουλος, «Στα θρανία του αγώνα», άρθρο στο Αρχειοτάξιο, Σεπτέμβρης 2013
5. Δημήτρης Κατσοριδας, «Βασικοί σταθμοί του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001», έκδοση Άριστος – ΓΣΕΕ
6. Ο Μακρής έγινε γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ το 1948. Απομακρύνθηκε από τη θέση του το 1964 και επανήλθε το 1966. Η διοίκηση του Μακρή προσχώρησε αμέσως στη δικτατορία.
7. Γιώργος Κουκαλές: Μεταπολίτευση και συνδικαλιστικό κίνημα. Η ελεγχόμενη μετάβαση. Αρχειοτάξιο . Σεπτέμβρης 2013
8. Ηλίας Νικολακόπουλος, Τα διλήμματα της Μεταπολίτευσης – Μεταξύ συνέχισης και ρήξης. Αρχειοτάξιο όπως και παραπάνω.