Άρθρο
Η Νότια Αφρική σε αναβρασμό

Ο Σίριλ Ραμαφόζα σφίγγει το χέρι του αρχηγού του Κόμματος των Λευκών ύστερα από τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας

Ο Γιώργος Πίττας θυμίζει τους αγώνες που γκρέμισαν το Απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική αλλά και τη στρατηγική που μπορεί να ολοκληρώσει την ανατροπή.

 

Παλαιστίνη, όπως Ν. Αφρική;

Ένα από τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιούσαν οι Ολλανδοί και Βρετανοί άποικοι που ίδρυσαν το κράτος της Ν. Αφρικής ήταν ότι «ο Θεός τους είχε δώσει τη Ν. Αφρική, όπως είχε δώσει στη Βίβλο τη Χαναάν στους Ισραηλίτες». Με το ίδιο ιδεολόγημα οι σιωνιστές χαρακτήρισαν την Παλαιστίνη «άδεια γη χωρίς λαό». 

Ένα άλλο ήταν το ρατσιστικό ιδεολόγημα ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε ανώτερες και κατώτερες φυλές. Έτσι δικαιολογήθηκε στις ΗΠΑ ο θεσμός της δουλείας και αργότερα το καθεστώς διακρίσεων στον αμερικάνικο Νότο. Στη Ν. Αφρική μεταφράστηκε στο απαρτχάιντ όπου κάθε «μη λευκή φυλή» αντιμετωπίζονταν σαν δεύτερης, τρίτης κατηγορίας. Στη Γάζα για κάθε νεκρό Ισραηλινό αναλογούν 40 Παλαιστίνιοι που απανθρωποποιούνται από το κράτος του Ισραήλ ως «ανθρώπινα κτήνη». Τα δύο εκατομμύρια των μη Εβραίων, κυρίως Αράβων, που ζούνε μέσα στο Ισραήλ αντιμετωπίζονται με ένα θεσμοθετημένο καθεστώς διακρίσεων σαν πολίτες β’ κατηγορίας. 

Με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που στη Ν. Αφρική μια λευκή μειοψηφία αποίκων πήρε το 80% της γης εξαναγκάζοντας τη μαύρη πλειοψηφία να γίνει πρόσφυγας σε θύλακες μέσα στον ίδιο της τον τόπο, το κράτος του Ισραήλ οδήγησε εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες σε στρατόπεδα στις γειτονικές χώρες και στην ίδια την Παλαιστίνη περιορίζοντάς τους σε θύλακες στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της παλαιστινιακής γης και επεκτείνοντας μέχρι και σήμερα τους ισραηλινούς εποικισμούς. 

Οι μαύροι της Ν. Αφρικής ξέρουν από πρώτο χέρι τι σημαίνουν διακρίσεις «τσεκ πόιντ», «ειδικές άδειες» μετακίνησης, εργασίας κλπ, τι σημαίνει να σε λένε «τρομοκράτη» όταν παλεύεις για το δίκιο σου. Και οι Παλαιστίνοι γνωρίζουν καλά τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε το διεθνές κίνημα για την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Ν.Αφρική. Το σημερινό κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη πατάει στην εμπειρία εκείνου του κινήματος. Η νικηφόρα ανατροπή του απαρτχάιντ της Ν.Αφρικής αποτελεί πηγή έμπνευσης ότι μπορούν να πετύχουν το ίδιο.

Βέβαια, οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν τον ίδιο κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική παραγωγή που επέτρεψε στους εργάτες της Ν. Αφρικής να γκρεμίσουν το απαρτχάιντ. Οι Άραβες αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των εργαζομένων στο Ισραήλ και περιορίζονται στους λιγότερο κρίσιμους τομείς. 

Από την άλλη, η Παλαιστίνη έχει συμμάχους που δεν είχε η εργατική τάξη της Ν. Αφρικής. Τα εκατομμύρια των εργατών και των φτωχών στην Αίγυπτο, την Ιορδανία και άλλες χώρες της Μ. Ανατολής για τα οποία ο παλαιστινιακός αγώνας αποτελεί πηγή έμπνευσης και αντίστασης. Μια νέα «Αραβική άνοιξη» απειλεί ανά πάσα στιγμή να απελευθερώσει την Παλαιστίνη ως μέρος μιας ευρύτερης επανάστασης. 

Μια άλλη διαφορά είναι ότι το κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ έχει στρατηγικό ρόλο στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Γεγονός που καθιστά το ρόλο του κινήματος αλληλεγύης στη Δύση ακόμη πιο σημαντικό: Να πετύχει να μεταφέρει την κρίση στο εσωτερικό τους, όπως κατάφερε το αντιπολεμικό κίνημα την περίοδο του Βιετνάμ, και να γκρεμίσει κρίσιμα στηρίγματα του σιωνισμού. 

Το ημιτελές παράδειγμα της Ν. Αφρικής μας αφήνει άλλο ένα δίδαγμα. Ότι ο αγώνας για ανατροπή του κράτους απαρτχάιντ του Ισραήλ μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική απελευθέρωση τους πληθυσμούς της Παλαιστίνης μόνο έχοντας στη στρατηγική του τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και το γκρέμισμα του καπιταλισμού. 

 

Από πού άντλησε η Ν. Αφρική το «θράσος» να φέρει στο Διεθνές Δικαστήριο το Ισραήλ κόντρα στις επιταγές των ΗΠΑ και των συμμάχων τους; 

Η απάντηση είναι απλή. Η μαύρη εργατική τάξη που γκρέμισε το 1991, μετά από αιματοβαμμένους αγώνες το ρατσιστικό απαρτχάιντ κατανοεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στον πλανήτη το απαρτχάιντ με το οποίο παραμένουν αντιμέτωποι οι Παλαιστίνιοι από το 1948 μέχρι σήμερα. Την ίδια χρονιά άλλωστε είχε θεσμοθετηθεί το απαρτχάιντ στην ίδια τη Ν. Αφρική. 

Είναι τέτοια η δύναμη και η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης της Ν. Αφρικής ώστε τριαντατρία χρόνια μετά μπορεί να καθορίζει γεγονότα και εξελίξεις όχι μόνο στο εσωτερικό της αλλά και διεθνώς. 

Το κυβερνών Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ΑΝC) έκφρασε τη βούληση εκατομμυρίων μαύρων εργατών που δεν ξεχνούν ότι το Ισραήλ ήταν ο στενότερος οικονομικός, πολιτικός και στρατιωτικός σύμμαχος της λευκής άρχουσας τάξης της Ν. Αφρικής. Όπως διακήρυσσε το «Εθνικό Κόμμα», το κόμμα της, το 1967: «Το Ισραήλ και η Νότια Αφρική... διεξάγουν έναν αγώνα για την ύπαρξή τους... Έχουν μια κοινότητα συμφερόντων… καλύτερα να την αξιοποιήσουμε παρά να την αρνηθούμε». 

Η προσφυγή της Ν. Αφρικής στο Διεθνές Δικαστήριο ήρθε σαν αντανάκλαση της πίεσης από την πλειοψηφία της μαύρης νοτιοαφρικανικής κοινωνίας αλλά δεν στερείτο πολιτικής σκοπιμότητας εκ μέρους του Σίριλ Ραμαφόσα, προέδρου της χώρας και του κυβερνώντος κόμματος, του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ΑΝC). Συνέβη μέσα σε μια τεταμένη προεκλογική περίοδο.

Εκλογές-καμπή

Στις εκλογές που έγιναν τέλη Μάη, το ANC βγήκε πρώτο παίρνοντας το 40% των ψήφων. Δεν τα πήγε κι άσχημα, θα μπορούσε να πει κανείς, βλέποντας τα γεγονότα από την Ελλάδα όπου ο Μητσοτάκης χρησιμοποίησε το «41%» σαν «απόδειξη παντοδυναμίας». Όμως το 40% ήταν το χειρότερο ποσοστό που έχει πάρει ποτέ. Θα είχε πέσει ακόμη περισσότερο, αλλά η προσφυγή κατά του Ισραήλ έδωσε πόντους στον Ραμαφόσα. 

Επί τριάντα χρόνια, από τις πρώτες εκλογές που έγιναν στη μετά-απαρτχάιντ Ν. Αφρική το 1994, το ANC κυβερνά αδιάκοπα στη Ν. Αφρική μέσω της λεγόμενης «Τριπλής Συμμαχίας», με την εργατική συνομοσπονδία COSATU και το Κομμουνιστικό Κόμμα (SACP), κερδίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, με υψηλότερο ποσοστό το 70% το 2004 και χαμηλότερο το 57% το 2019. Η πτώση, για πρώτη φορά, κάτω από το 50%, του αφαιρεί τη δυνατότητα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, καθώς οι αγώνες για δημοκρατία στη Ν. Αφρική έχουν αποτρέψει καλπονοθευτικά συστήματα που εξασφαλίζουν «πλειοψηφίες» χαρίζοντας έδρες στο νικητή. Ο Ραμαφόσα αντιμετώπισε την πολιτική κρίση καλώντας όλα τα κόμματα να συμμετέχουν σε μια «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» με κέντρο το ANC. 

Στις 15 Ιούνη σχηματίστηκε μια κυβέρνηση συνασπισμού πέντε κομμάτων με βασικό εταίρο το ΑΝC. Συμμετέχει η «Δημοκρατική Συμμαχία» D.A (το νεοφιλελεύθερο κόμμα της λευκής μειοψηφίας που έχει τη στήριξη μιας μικρής μαύρης ζάπλουτης ελίτ), που πήρε το 22% των ψήφων. Μαζί τους συμμετέχουν στην κυβέρνηση το «Inkatha Freedom Party» (IFP), συντηρητικό κόμμα που αντλεί τη δύναμή του στις περιοχές των Ζουλού με 3,9% και η Πατριωτική Συμμαχία (2%) - ένα ακροδεξιό αντιμεταναστευτικό κόμμα που στοχοποιεί τους μετανάστες εργάτες από άλλες χώρες της Αφρικής.

 H εξέλιξη αποτελεί σημείο καμπής στη Ν. Αφρική. Όπως έγραψαν χαρακτηριστικά οι Financial Τimes: «Για τις επιχειρήσεις, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους ξένους επενδυτές, μια συνεργασία ANC-DA είναι το καλύτερο αποτέλεσμα». Ταυτόχρονα είναι μια τεράστια προδοσία για τα εκατομμύρια των μαύρων εργατών που έστειλαν στην ηγεσία του ΑNC το ακριβώς αντίθετο μήνυμα στις κάλπες, δηλαδή να βάλει φρένο στις παραχωρήσεις του σε αυτά ακριβώς τα συμφέροντα.

Η λευκή ελίτ και οι νεοφιλελεύθεροι πανηγυρίζουν για τη συμμετοχή τους μετά από τρεις δεκαετίες σε κυβέρνηση αλλά αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα εκλογικής επιτυχίας. Δεν ήταν η DA που κέρδισε από τη μεγάλη φθορά του ANC (17 ποσοστιαίες μονάδες από τις εκλογές του 2019). Κύριος αποδέκτης αναδείχτηκε το νεοσύστατο κόμμα ΜΚ του (πρώην προέδρου της Ν. Αφρικής και πρώην ηγέτη του ΑNC) Tζέικομπ Ζούμα με 14%. Ενώ οι «Μαχητές για την Οικονομική Ελευθερία» (EFF) που ιδρύθηκαν το 2013 από το πρώην στέλεχος της νεολαίας του, Τζούλιους Μαλέμα, καταγγέλλοντας το ANC για συμβιβασμούς με τους καπιταλιστές, πήρε 9,5%. Μια απλή πρόσθεση δείχνει ότι τα ποσοστά του ANC και των δύο κομμάτων που έχουν προέλθει από αυτό φτάνουν στο 64%. 

Ο Ραμαφόσα και η ηγεσία του ANC προσπαθoύν να δικαιολογήσουν την «ανίερη συμμαχία» τους με την DA χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι η πρόταση για Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (Gov­ern­ment of National Unity-GNU) ήταν «αμφίπλευρη». Αλλά η πρότασή τους για συνύπαρξη στην ίδια κυβέρνηση κομμάτων, όπως η DΑ που απαιτεί ιδιωτικοποιήσεις και οι EFF του Μαλέμα που απαιτούν εθνικοποιήσεις- ήταν τόσο εξωφρενική ώστε οι σκιτσογράφοι στη Ν. Αφρική την σχεδίασαν σαν «γκνου», κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομα της αντιλόπης που το περίεργο σουλούπι της συνθέτει την εικόνα διαφορετικών ζώων και ταιριάζει με το ακρωνύμιο της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. 

Ο Mαλέμα απάντησε ότι δεν θα μπει σε κυβέρνηση που θα συμμετέχει ο «εχθρός», δηλαδή η D.A, κι ο Ζούμα ότι θα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση μόνο αν αποσυρόταν ο Ραμαφόσα. Έτσι, ο τελευταίος προχώρησε, στην ούτως ή άλλως προσχεδιασμένη του συμμαχία με την DA.

Μια δύσκολη συγκατοίκηση

Θα είναι μια δύσκολη συγκατοίκηση σε μια ασταθή κυβέρνηση. Στο νέο κοινοβούλιο, τα αντιπολιτευόμενα ΜΚ, ΕFF μαζί με το κεντροαριστερό United Democratic Movement συγκεντρώνουν πάνω από το 30% των εδρών αποτελώντας μια ισχυρή αντιπολίτευση. Αλλά το πρόβλημα για τον Ραμαφόσα δεν περιορίζεται εκεί. 

H συνεργασία του με τη DA έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια στο εσωτερικό του ANC. Όπως αναφέρουν οι Financial Times: «Πολλά μέλη του, μεταξύ άλλων στην Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή παραμένουν σταθερά αντίθετοι στη συμφωνία με τη DA θεωρώντας τη εργαλείο του “λευκού μονοπωλιακού κεφαλαίου”». Οι ηγεσίες του ΚΚ-SACP και της συνδικαλιστικής COSATU, που είχαν επίσης δηλώσει αντίθετες στη συνεργασία, τελικά «χαιρέτισαν» αλλά χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό την επανεκλογή του Ραμαφόσα -με την COSATU να προειδοποιεί ότι δεν υπάρχουν «λευκές επιταγές».

Οι συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες της κυβερνητικής συμμαχίας γνωρίζουν ότι οι αντιδράσεις στη βάση τους θα ενταθούν. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η όλο και πιο δεξιόστροφη πορεία τους είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες εργατικές ανταρσίες που συγκρούστηκαν με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του ANC οδηγώντας στη σημερινή πολιτική του κρίση. Αυτές οι δυνάμεις δεν πρόκειται να κάνουν πίσω. Το NUMSA, για παράδειγμα, το μεγαλύτερο συνδικάτο εργατών μετάλλου της Ν. Αφρικής, με πάνω από 300.000 μέλη (που αποβλήθηκε από το COSATU to 2014 όταν απέσυρε την υποστήριξή του στο ANC) είναι ξεκάθαρο στις επιδιώξεις του: 

«To NUMSA βλέπει τον συνασπισμό ANC-DA όχι ως “φως στην άκρη του τούνελ” αλλά ως ένα επερχόμενο τρένο που απειλεί να συνθλίψει την εργατική τάξη. Εάν ο συνασπισμός ANC-DA συμβεί, δεν θα μας μείνει άλλη επιλογή από το να επιστρέψουμε στα βασικά. Να καλέσουμε όλα τα συνδικάτα και τα αριστερά κόμματα που εκπροσωπούν την εργατική τάξη να ξεκινήσουν μια μαζική δράση διαρκείας για την ικανοποίηση των αιτημάτων της εργατικής τάξης και για μια σοσιαλιστική Ν. Αφρική ως τη μόνη εγγύηση για θεμελιώδη αλλαγή. Δεν θα επιτρέψουμε να υπάρξει η “αναγκαία σταθερότητα” της πείνας, της ανεργίας, της φτώχειας και της ανισότητας...».

Η παλαιότερη και πιο πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης έχει δείξει ότι η εργατική τάξη της Ν. Αφρικής έχει τη δύναμη και τη βούληση να επιβάλει θεμελιώδεις αλλαγές. Είναι η τάξη που τσάκισε το απαρτχάιντ. 

Τι ήταν και πώς γκρεμίστηκε το απαρτχάιντ;

Το πλούσιο έδαφος και το ακόμη πιο πλούσιο υπέδαφος της Ν. Αφρικής, όπως συνέβη σε όλη την αφρικανική ήπειρο, έγινε πολύ νωρίς στόχος της αποικιοκρατίας, αρχικά της ολλανδικής και μετά της βρετανικής. 

Μετά από αλεπάλληλες συγκρούσεις που κράτησαν πάνω από έναν αιώνα (ανάμεσα στους Ολλανδούς άποικους, τους «μπόερς» που διεκδικούσαν το δικό τους κράτος, τη Βρετανική Αυτοκρατορία που διεκδικούσε τη Ν. Αφρική για δική της και τους αυτόχθονες, όπως η φυλή των Ζουλού, που υπερασπίζονταν τα εδάφη τους) το 1910 δημιουργήθηκε η «Ένωση της Νοτίου Αφρικής»: ένα αυτοδιοικούμενο κράτος ενταγμένο στη βρετανική αυτοκρατορία, στο οποίο η λευκή ολλανδική/βρετανική μειοψηφία κατείχε την οικονομική δύναμη και εξουσία πατώντας στην εκμετάλλευση και την καταπίεση της μαύρης πλειοψηφίας. Το 1931 η «Ένωση της Νοτίου Αφρικής» αναγνωρίστηκε από την Βρετανία ως ανεξάρτητο κράτος, μέλος της βρετανικής κοινοπολιτείας από την οποία αποχώρησε τελικά το 1961 και μετονομάστηκε σε «Δημοκρατία της Ν. Αφρικής». 

Ουδεμία σχέση είχε με δημοκρατία. Το 1948, το «Εθνικό Κόμμα» ψήφισε και θεσμοθέτησε ένα νομικό καθεστώς ρατσιστικών διακρίσεων, που προϋπήρχαν, χωρίζοντας τους κατοίκους και τα δικαιώματά τους σε α΄ και β΄ κατηγορίας, με βάση τη φυλή: το απαρτχάιντ. 

Το 1950 οι Νοτιοαφρικανοί χωρίστηκαν με νόμο σε τρεις φυλετικές κατηγορίες. «Μπαντού» (όλοι οι Μαύροι), «Έγχρωμοι» (όσοι έχουν «μικτή φυλή») και Λευκοί. Αργότερα προστέθηκε και μια τέταρτη, οι «Ινδοί» που περιλάμβανε όλους τους Ασιάτες. Ένας άλλος νόμος επέβαλε ξεχωριστές περιοχές στις οποίες επιτρεπόταν να ζει, να εργάζεται και να κατέχει γη, η κάθε φυλή. Έως και έξι εκατομμύρια «έγχρωμοι», «μαύροι» και «ασιάτες» αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να στριμωχτούν σε μικρότερες και φτωχότερες περιοχές. 

Οι μετακινήσεις αποσκοπούσαν στον περιορισμό τους σε δέκα καθορισμένες «φυλετικές πατρίδες», γνωστές και ως bantustan. Τέσσερις από αυτές βαφτίστηκαν «ανεξάρτητα κράτη» με τα άτομα που μετεγκαταστάθηκαν σε αυτά να χάνουν τη νοτιοαφρικανική υπηκοότητα. Πάνω από το 80% της γης κατέληξε στη λευκή μειοψηφία που αποτελούσε λιγότερο από το 15% του πληθυσμού και ήταν η μόνη με δικαίωμα ψήφου και πλήρη δικαιώματα στη Ν. Αφρική. 

Δίπλα σε αυτό, το λεγόμενο «μεγάλο απαρτχάιντ» υπήρχε το «μικρό απαρτχάιντ» που «προστάτευε» την καθημερινή ζωή των λευκών από τη συναναστροφή με τους «μη-λευκούς»: Ήδη από το 1949 είχε απαγορευτεί ο γάμος μεταξύ τους ενώ παράνομη ήταν και η σεξουαλική επαφή. Από το ποια δουλειά μπορούσες να κάνεις μέχρι το ποιο παγκάκι μπορούσες να κάτσεις, καθοριζόταν από το χρώμα του δέρματος, την «κατσαρότητα» των μαλλιών... Το απαρτχάιντ δεν ήταν απλά μια έκφραση ακραίου ρατσισμού. Συνδέεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στη Ν. Αφρική. Μετά την ανακάλυψη των διαμαντιών και του χρυσού τη δεκαετία του 1880, οι λευκές εταιρείες εξόρυξης χρειάζονταν ένα τεράστιο εργατικό δυναμικό για να εργάζεται σε συνθήκες απόλυτης εκμετάλλευσης και καταπίεσης. 

Κολοσσοί, όπως η ICI, η GEC, η Shell, η Pilkington, η British Petroleum, η Blue Circle και η Cadbury Schweppes αποκόμισαν τεράστια κέρδη από το απαρτχάιντ. Αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιούργησαν και μια μεγάλη εργατική τάξη που άρχισε να διεκδικεί. Ήδη από το 1917 άρχισαν να ιδρύονται τα πρώτα συνδικάτα μαύρων εργατών που έδωσαν λυσσαλέες μάχες αντιμέτωπα με παρανομία και διώξεις. 

Με τη θεσμοθέτηση του απαρτχάιντ το 1948, το ANC, που ήδη είχε πίσω του δεκαετίες αγώνων για τα δικαιώματα των μαύρων, ξεκίνησε μια καμπάνια κοινωνικής ανυπακοής στους ρατσιστικούς νόμους. Το λευκό κράτος αντιμετώπισε το ειρηνικό μαζικό κίνημα με την πιο άγρια καταστολή. Το 1960 στο Σάρπβιλ η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον χιλιάδων διαδηλωτών δολοφονώντας 69 και τραυματίζοντας 200. Η δολοφονία προκάλεσε οργισμένες διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα. 

Η κυβέρνηση κήρυξε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Το ANC και οι περισσότερες μαύρες οργανώσεις απαγορεύτηκαν. Όλη σχεδόν η ηγεσία του ANC κατέληξε στη φυλακή. O Nέλσον Μαντέλα φυλακίστηκε το 1963 για να αποφυλακιστεί το 1990. Τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του 1960 το ΑΝC προχώρησε σε αντάρτικο πόλεων, ένοπλες επιθέσεις, σαμποτάζ. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία το κατέταξαν -φυσικά- στις «τρομοκρατικές οργανώσεις». 

Την τρομοκρατία των λευκών έσπασαν το 1973 100.000 μαύροι εργάτες που κατέβηκαν σε απεργία πιάνοντας στον ύπνο κυβέρνηση και εργοδοσία, κερδίζοντας αυξήσεις. Το 1976 στο Σοβέτο, την σκυτάλη πήραν οι μαύροι μαθητές με αφορμή μια απόφαση να επιβληθούν τα «αφρικάανς», η γλώσσα των καταπιεστών, στα σχολεία τους. Η αστυνομία επιτέθηκε στις διαδηλώσεις πυροβολώντας στο ψαχνό. Ο αγώνας τους πυροδότησε μια τριήμερη απεργία που παρέλυσε το Σοβέτο. Στη διάρκεια της πολύμηνης εξέγερσής του Σοβέτο δολοφονήθηκαν πάνω από 700 άνθρωποι.

Το Σοβέτο έγινε σύμβολο και αφετηρία κλιμάκωσης κατά του απαρτχάιντ την δεκαετία του ‘80 έχοντας αυτή τη φορά στο κέντρο την εργατική τάξη. Πέρασε δυναμικά στην αντεπίθεση προχωρώντας σε μεγάλες απεργίες διαρκείας παραλύοντας τα ορυχεία, τις βιομηχανίες. Εκατομμύρια εργάτες συμμετέχουν σε αυτές δημιουργώντας απεργιακές επιτροπές αλλά και τοπικά δίκτυα και δικές τους οργανώσεις στις παραγκουπόλεις. Η οικονομική επιτυχία του απαρτχάιντ είχε παράξει τον ίδιο τον νεκροθάφτη του.

Ο διαρκής ξεσηκωμός στη Ν. Αφρική συνοδεύτηκε από ένα τεράστιο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης που κράτησε δεκαετίες και απλώθηκε σε όλο τον πλανήτη απαιτώντας, την κατάργηση του απαρτχάιντ. Συνδικάτα, οργανώσεις, γνωστοί καλλιτέχνες ξεσηκώθηκαν απαιτώντας την απελευθέρωση του Μαντέλα και χιλιάδων άλλων κρατουμένων, αναγκάζοντας τον ΟΗΕ και ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις να συμμετέχουν σε εμπάργκο και κυρώσεις - που δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα στις εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στη Ν. Αφρική. Στο τέλος ακόμη και οι ΗΠΑ και η Βρετανία αναγκάστηκαν να πιέσουν τους λευκούς για παραχωρήσεις. 

Οι εταιρίες πιέζονταν για ένα ακόμη λόγο. Ο χρυσός, τα διαμάντια, το πετρέλαιο, για να βγουν από τη γη, όπως και οι βιομηχανίες και η γεωργία, απαιτούσαν εργάτες. Ο ρατσιστικός παραλογισμός των «μπαντουστάν» έμπαινε εμπόδιο στην ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη τους για περισσότερα χέρια την ώρα μάλιστα που η εργατική τάξη βρισκόταν σε μόνιμο απεργιακό αναβρασμό. Το απαρτχάιντ, ιστορικά «λειτουργικό» για τη συσσώρευση κεφαλαίου, ήταν πλέον όλο και πιο «αντιφατικό», ένα εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ν. Αφρική. 

Όμως ο καταλύτης για να αλλάξουν τα πράγματα ήταν η κίνηση της εργατικής τάξης. Η κλίμακα των απεργιών στους χώρους εργασίας σε συνδυασμό με την εξέγερση στις πόλεις «έπεισε» σημαντικά τμήματα της λευκής άρχουσας τάξης ότι αν δεν έκαναν παραχωρήσεις η εναλλακτική θα ήταν η επανάσταση και η ανατροπή τους. Δεν ήταν λίγες οι οργανώσεις και τα συνδικάτα που έβαζαν ανοιχτά σαν στόχο τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά δήλωνε το 1986 ένα στέλεχος της Αγγλοαμερικανικής εταιρείας εξόρυξης: «Τα χρόνια του απαρτχάιντ έκαναν πολλούς μαύρους να απορρίψουν το οικονομικό αλλά και το πολιτικό σύστημα. Ας μην πετάξουμε το μωρό της ελεύθερης επιχειρηματικότητας μαζί με το νερό της κολυμπήθρας του απαρτχάιντ». 

Μέσα σε κλίμα εξέγερσης το 1989 ο νέος αρχηγός του Εθνικού Κόμματος Βίλι Ντε Κλερκ αναγκάστηκε να απελευθερώσει τους μαύρους ηγέτες, να βγάλει από το καθεστώς απαγόρευσης τις οργανώσεις και τα συνδικάτα τους και να ζητήσει «διάλογο» προκειμένου να προχωρήσουν από κοινού σε «μεταρρυθμίσεις». 

Συνομιλητής του Ντε Κλερκ αναδείχτηκε το ANC, που μέχρι τη δεκαετία του 1980 είχε εδραιωθεί ως η κορυφαία δύναμη κατά του απαρτχάιντ, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος του στις απεργίες και τις εξεγέρσεις ήταν κυρίως να τις χαλιναγωγεί παρά να τις κλιμακώνει. Ελεύθερος, μετά από 27 χρόνια φυλακή, ο Μαντέλα έσφιξε το χέρι συνεργασίας που του πρότεινε ο μέχρι πρότινος δεσμώτης του -για να βραβευτούν και οι δύο αργότερα με νόμπελ ειρήνης.

Ήταν μια απόφαση που δεν είχε να κάνει με τη συγκυρία αλλά με τη στρατηγική. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Άλεξ Καλίνικος σε ένα άρθρο του το 1989: «Το ANC και οι σύμμαχοί του στο SACP ήταν από καιρό προσανατολισμένοι σε μια στρατηγική δύο σταδίων για την επανάσταση σύμφωνα με την οποία το στάδιο της εθνικής απελευθέρωσης και του τέλους του απαρτχάιντ, προηγούνταν εκείνου του σοσιαλισμού». 

Αυτή η στρατηγική σήμανε ότι η οργανωμένη εργατική τάξη και η Αριστερά στη Ν. Αφρική θα έπρεπε να μετριάσουν τα αιτήματά τους για να εξασφαλίσουν μια συμμαχία με τη μεσαία τάξη και τις μεγάλες επιχειρηματικές δυνάμεις που ήθελαν να τερματίσουν το απαρτχάιντ με στόχο ένα «δίκαιο» καπιταλισμό όπου μαύροι και λευκοί θα αντιμετωπίζονταν ισότιμα. Οι ριζοσπαστικές φωνές που διαφωνούσαν με τον συμβιβασμό, υπερφαλαγγίστηκαν από το ANC που γνώριζε ότι μπορούσε να βασιστεί στις συνδικαλιστικές ηγεσίες και το Κομμουνιστικό Κόμμα για να τις σταματήσει. 

Το 1991 το απαρτχάιντ καταργήθηκε. Αλλά αυτή η μεγάλη νίκη δεν έγινε αφετηρία για την πραγματική απελευθέρωση που προσδοκούσε η μαύρη πλειοψηφία. Το 1993 πριν καν γίνουν οι εκλογές, η «προσωρινή κυβέρνηση», στην οποία κυριαρχούσε το ANC, ζήτησε δάνειο από το ΔΝΤ. Οι μυστικοί όροι του περιλάμβαναν τα συνήθη: χαμηλότερους εισαγωγικούς δασμούς, περικοπές στις κρατικές δαπάνες και στους μισθούς. Για να σφραγίσει τη «συνεργασία» με τη λευκή ελίτ και το κεφάλαιο, ο Μαντέλα ενώ κέρδισε τις εκλογές το 1994 με 62,6% προτίμησε να σχηματίσει «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» με τον Ντε Κλερκ –που αποχώρησε τελικά δύο χρόνια μετά. 

Το 2024 δεν είναι 1994

Σε εκείνη την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αναφέρεται σήμερα ο Ραμαφόσα προκειμένου να νομιμοποιήσει στα μάτια των μαύρων εργατών τη συνεργασία του με τη DA. Μόνο που το 2024 δεν είναι 1994. 

Στα χρόνια που μεσολάβησαν υπήρξαν αρχικά θετικές αλλαγές για τη μαύρη πλειοψηφία: περισσότερες κατοικίες, περισσότεροι άνθρωποι συνδεδεμένοι με το ηλεκτρικό δίκτυο, περισσότερα σχολεία και νοσοκομεία. Όμως οι εργάτες της Ν. Αφρικής αντί να δουν την κοινωνία να περνάει στο «δεύτερο σοσιαλιστικό στάδιο» είδαν τις ηγεσίες τους να προδίδουν ξανά και ξανά τις προσδοκίες τους. 

Η οικονομική δύναμη στη Ν. Αφρική παρέμεινε στις εταιρείες που την είχαν και πριν με τη διαφορά ότι πλέον έχουν δίπλα τους και μια μικροσκοπική μαύρη ελίτ επιχειρηματιών και κρατικών λειτουργών που πλούτισαν. Και ο Ζούμα, που είχε εκλεγεί πρόεδρος το 2009 αντικαθιστώντας τον Μμπέκι (που προώθησε με ζήλο νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις) και ο Ραμαφόσα που τον διαδέχτηκε το 2017, βρέθηκαν κατηγορούμενοι για σκάνδαλα που αφορούσαν συναλλαγές με μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. 

Η Ν. Αφρική των 60 εκατομμυρίων κατοίκων παρέμεινε μια από τις πιο άνισες κοινωνίες στον πλανήτη όπου το πλουσιότερο 10% κατέχει το 86% του πλούτου και το πλουσιότερο 0,1% σχεδόν το ένα τρίτο του. Επισήμως το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι άνεργο ενώ το πραγματικό νούμερο ξεπερνάει το 41%. Οι μισοί από τους κατοίκους ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. 1,4 εκατομμύρια παιδιά καλύπτουν τις ανάγκες τους για πόσιμο νερό σε μολυσμένα ρυάκια και 1,7 εκατομμύρια ζουν σε παράγκες χωρίς τουαλέτες. Οι διακοπές ρεύματος συχνά φτάνουν τις δέκα ώρες τη μέρα. Την κατάσταση επιδείνωσαν η κλιματική αλλαγή που συνοδεύεται από μεγάλες φονικές φυσικές καταστροφές και οι σκληρές καραντίνες την περίοδο της πανδημίας οδηγώντες τo 2020 σε ταραχές, λεηλασίες καταστημάτων, συγκρούσεις με την αστυνομία σε όλη τη χώρα.

Η βαθιά ταξική πόλωση έχει στο κέντρο της τη μεγάλη μαύρη εργατική τάξη της Ν. Αφρικής που αριθμεί πάνω από 18 εκατομμύρια μισθωτούς. Πολιορκητικός κριός είναι η οργανωμένη εργατική τάξη, τα συνδικάτα που αριθμούν περίπου 4 εκατομμύρια εργάτες τα οποία, και εδώ είναι το πιο σημαντικό, αφορούν τους εργάτες στις μεγάλες κρίσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, τα ορυχεία, το πετρέλαιο, τη βαριά βιομηχανία. Η δύναμη των συνδικάτων να παραλύσουν τη χώρα συμπαρασύροντας την υπόλοιπη εργατική τάξη και τα εκατομμύρια των φτωχών αποτελεί βασικό παίκτη για κάθε εξέλιξη στη Ν. Αφρική, κερδίζοντας οικονομικές κατακτήσεις, κατεβάζοντας κι ανεβάζοντας προέδρους.

Όταν το 2012 στο Μαρικανά η αστυνομία δολοφόνησε 34 μεταλωρύχους που απεργούσαν στην εταιρία Lonmin, η σφαγή πυροδότησε απεργίες σε άλλους κλάδους και το 2014 οι μεταλωρύχοι πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη απεργία διαρκείας στην ιστορία της Ν. Αφρικής, νίκησαν κερδίζοντας αυξήσεις. Οι αγώνες έφεραν ριζοσπαστικοποίηση και ρήξεις. Στην πρώτη επέτειο της σφαγής του Μαρικανά, ο Μαλέμα διαγράφηκε από το ANC (επειδή τραγούδησε το «kill the boers», τραγούδι των εξεγερμένων την εποχή του απαρτχάιντ) και ανήγγειλε τη δημιουργία των EFF. Το 2018 ο (τότε) πρόεδρος Ζούμα οδηγήθηκε σε παραίτηση απομονωμένος στο εσωτερικό του ANC και κατηγορούμενος για διαφθορά. 

Ο Ραμαφόσα που τον διαδέχτηκε, το 2022 ήρθε αντιμέτωπος με μια πανεργατική απεργία που κάλεσαν από κοινού η Cosatu και η Saftu (ομοσπονδία που αποσχίστηκε προς τ’ αριστερά από την Cosatu το 2017) που παρέλυσε όλη τη χώρα, με βασικό αίτημα αυξήσεις. Η επιτυχία της οδήγησε σε ένα ξέσπασμα απεργιών διαρκείας από τα κάτω στα λιμάνια, το σιδηρόδρομο. 150.000 χιλιάδες μεταλλεργάτες του NUMSA ξεκίνησαν απεργία διαρκείας, με αστυνομία και σεκιουρτιάδες να επιτίθενται σε απεργιακές φρουρές πυροβολώντας εναντίον τους. Η Cosatu κάλεσε 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Η κυβέρνηση Ραμαφόσα έφτασε αγκομαχώντας στις εκλογές. 

Το χαρτί της διαίρεσης

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κομμάτια της άρχουσας τάξης (όχι μόνο της λευκής αλλά και της μαύρης) και πολιτικά κόμματα παίζουν το χαρτί της διαίρεσης. Είτε στρεφόμενα ενάντια στους μετανάστες, με αποτέλεσμα οργανωμένες επιθέσεις εναντίον τους είτε σπέρνοντας τη διχόνοια ανάμεσα στις πολλές διαφορετικές φυλές της Ν. Αφρικής, οδηγώντας σε βίαιες συγκρούσεις. 

Όπως έγραψε ο αριστερός αναλυτής Ντέιλ ΜακΚίνλεϊ: «Είτε πρόκειται για τις γεμάτες μίσος απειλές βίας κατά των “ξένων” της Πατριωτικής Συμμαχίας, είτε για τον “νόμο και την τάξη”, τον έλεγχο των συνόρων, τον οποίο επικαλείται η DA, είτε για τη βαθιά ριζωμένη διαφθορά, τον κυνισμό και την κακοδιοίκηση του μεταναστευτικού από το ANC, η μετατροπή των “ξένων” -ιδιαίτερα των φτωχών μεταναστών που προέρχονται από την αφρικανική ήπειρο- σε αποδιοπομπαίους τράγους, έχει εξελιχθεί σε ένα δημοφιλές πολιτικό “σπορ”».

Το ΜΚ του Ζούμα ενώ από τη μια προσπάθησε να αντλήσει ψήφους από τα αριστερά μιλώντας για κρατικοποιήσεις, από την άλλη παίζει το χαρτί της διαίρεσης παρουσιαζόμενος ως ο «υπερασπιστής των συμφερόντων» των Ζουλού που «διώκεται άδικα» από το ANC του οποίου η ηγεσία κυριαρχείται από πολιτικούς που είναι Ξόσα (Οι Ζουλού και οι Ξόσα είναι οι δυο μεγαλύτερες φυλές της Ν. Αφρικής). 

Η λευκή άρχουσα τάξη ήταν οι πρώτοι διδάξαντες αυτού του «διαίρει και βασίλευε». Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ο Ντε Κλερκ, προκειμένου να περιορίσει την εξουσία του ANC συνεργάστηκε και κινητοποίησε τους Ζουλού του IFP εναντίον του με αποτέλεσμα 14.000 Νοτιοαφρικανοί να χάσουν τη ζωή τους στη βία που ακολούθησε. Σήμερα η DA έχει το θράσος να διαμαρτύρεται για «ρατσισμό κατά των λευκών». 

«Να επιστρέψουμε στα βασικά»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «ανίερη συμμαχία» ANC-DA θα συνεχίσει να παίζει το χαρτί της διαίρεσης καθώς είνα θέμα χρόνου να βρεθεί αντιμέτωπη με νέες απεργίες και αγώνες είτε ενάντια σε ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές και για αυξήσεις είτε στα σχέδια της DA να αρθούν τα «προνόμια των μαύρων», οι κατακτήσεις δηλαδή που κερδήθηκαν για τη μαύρη πλειοψηφία, είτε να μπλοκαριστεί η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη. 

Η ανάγκη για ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα που θα δώσει εναλλακτική στους εργάτες που εξοργίζονται με τον κατήφορο του ANC, -ανοίγοντας την προοπτική ότι η μόνη διέξοδος είναι να πάρουν οι ίδιοι τα ορυχεία και τα εργοστάσια στα χέρια τους και να συγκρουστούν με το κράτος των αφεντικών, λευκών και μαύρων- είναι πιο έντονη από ποτέ. 

Οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για κάτι τέτοιο είναι ευνοϊκές και ώριμες: Πολυκρίση και μεγάλη ταξική πόλωση που θα γίνει πιο βαθιά με τη νέα κυβέρνηση. Μεγάλη, γεμάτη αυτοπεποίθηση οργανωμένη εργατική τάξη σε κρίσμους τομείς. Πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και μια πληθώρα αριστερών, σοσιαλιστικών συνδικάτων και οργανώσεων. Και τέλος, βάθεμα της κρίσης στο μεγάλο ρεφορμιστικό πόλο ANC-COSATU-SACP. 

Η εσωτερική αντίθεση που ταλανίζει τα ρεφορμιστικά κόμματα είναι ότι ενώ στηρίζονται στη δύναμη της εργατικής τάξης ασκούν αστική πολιτική. Αυτό μπορεί να είναι στοιχείο δύναμης σε συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού όπου υπάρχει χώρος για μεταρρυθμίσεις αλλά αποτελεί αδύναμο κρίκο σε συνθήκες κρίσης όπως η σημερινή. Η επί δεκαετίες αστική πολιτική του ANC έχει φέρει στα όριά της αυτήν την αντίθεση που με τη νέα κυβέρνηση συνεργασίας θα κλιμακωθεί απειλώντας να σκάσει. 

Τα σπασίματα με το ρεφορμισμό δεν οδηγούν αυτόματα σε επαναστατικό πόλο. Οι EFF στο καταστατικό τους παλεύουν για «ένα κόμμα που θα ενώσει όλους τους επαναστάτες, τους ακτιβιστές και τις οργανώσεις βάσης» πάνω σε ένα πρόγραμμα για εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών, ριζική αναδιανομή του πλούτου, οικονομική ισότητα. Από την άλλη αντιμετωπίζουν την εργατική τάξη και τις απεργίες της ως εργαλείο για κοινοβουλευτική αλλαγή και όχι ως υποκείμενο αλλαγών. 

Κομμάτια της βάσης τους όπως και της βάσης των συνδικάτων θέτουν πιο καθαρά τους στόχους τους αναζητώντας πλήρη ρήξη με το ρεφορμισμό. Η Abahlali baseMjondolo, μια τις ισχυρότερες οργανώσεις βάσης με 150.000 μέλη, στις εκλογές κάλεσε σε κριτική ψήφο στους EFF τονίζοντας: «Είμαστε μια σοσιαλιστική οργάνωση δεσμευμένη στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού από τα κάτω μέσω της οικοδόμησης της λαϊκής δημοκρατικής εξουσίας. Στις 29 Μαΐου θα ψηφίσουμε. Στις 30 Μαΐου συνεχίζουμε τον αγώνα». Το κατέβασμα του Socialist Revolutionary Workers Party στις εκλογές του 2019 μετά από πρωτοβουλία του συνδικάτου των μεταλεργατών ΝUMSA, παρότι δεν στέφθηκε με επιτυχία, είναι άλλο ένα παράδειγμα της πιεστικής ανάγκης της πρωτοπορίας των εργατών για ένα επαναστατικό κόμμα.

Mια κοινή μετωπική απεργιακή δράση όλων των εργαζομένων και των συνδικάτων ενάντια στην νέα «ανίερη συμμαχία» του ANC μπορεί να γίνει η γέφυρα σε αυτήν την κατεύθυνση κερδίζοντας την τεράστια βάση του ANC σε μια προοπτική που θα βάζει την ίδια την εργατική τάξη στο τιμόνι της ανατροπής ολοκληρώνοντας το βήμα απελευθέρωσης που έμεινε μισό το 1994.