Η Αφροδίτη Φράγκου και ο Σωτήρης Κοντογιάννης στέκονται στις θεωρητικές διαμάχες απο τον Έρνστ Μαχ και τον Καρλ Πόπερ μέχρι τον Τόμας Κουν και επιμένουν στην παράδοση του Μαρξ και του Λένιν.
Στον διάσημο πρόλογο του μικρού βιβλίου του «Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»1 ο Μαρξ διακρίνει σαφώς τις «φυσικές επιστήμες» από τις «ιδεολογικές μορφές» με τις οποίες οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο:
«Όταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές», γράφει αναφερόμενος στην εποχή της κοινωνικής επανάστασης, «πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής -που πρέπει να εξακριβώσουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών- από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς από τις ιδεολογικές μορφές, που με αυτές συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν».2
Εργασία
Η σχέση της γνώσης με τον υπαρκτό, υλικό κόσμο έχει ταλανίσει (και συνεχίζει να ταλανίζει) για αιώνες τη φιλοσοφία. Είναι η «επιστημονική γνώση», αυτή που στηρίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα, αντικειμενική; Ποιος μας εγγυάται ότι τα προϊόντα των αισθήσεών μας αντανακλούν πιστά τον εξωτερικό κόσμο; Και ακόμα και αν δεχτούμε ότι αυτό είναι αληθές, πως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτά που ίσχυαν μέχρι χθες θα συνεχίσουν να ισχύουν και αύριο; Ο Νεύτωνας (υποτίθεται ότι) εμπνεύστηκε τη θεωρία της βαρύτητας από ένα μήλο που του έπεσε στο κεφάλι. Αλλά δεν έχουμε καμιά βεβαιότητα ότι τα μήλα θα συνεχίσουν να πέφτουν και αύριο. Ο Ήλιος ανατέλλει μέχρι τώρα κάθε πρωί. Αλλά αυτό δεν μας δίνει καμιά βεβαιότητα ότι θα ανατείλει και αύριο.
Ο Έρνστ Μαχ (1838-1916), ο μεγάλος φυσικός (η μονάδα μέτρησης του ήχου φέρει προς τιμήν του το όνομα του) είχε φτάσει στο σημείο, στηριγμένος σε αυτούς τους συλλογισμούς, να θεωρεί ότι στη φύση δεν υπάρχουν ούτε αίτια, ούτε αποτελέσματα, ούτε νομοτέλειες. Όλα αυτά, ήταν, σύμφωνα με την άποψή του κατασκευάσματα του ανθρώπινου νου. Οι επιστημονικές θεωρίες το μόνο που κάνουν είναι να περιγράφουν τα (μέχρι τώρα γνωστά) εμπειρικά δεδομένα με όσο πιο συνοπτικό τρόπο γίνεται. Το ηλιοκεντρικό σύστημα του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου δεν ήταν καλύτερο από το παλιό γεωκεντρικό σύστημα. Το μόνο του προσόν ήταν ότι περιγράφει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων με πιο απλό και συμπυκνωμένο, πιο «οικονομικό» για τον ανθρώπινο νου, τρόπο.3 Οι απόψεις του Μαχ είχαν επηρεάσει στις αρχές του 20ου αιώνα τόσο πολύ την αριστερά που ανάγκασαν τον Λένιν να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» για να τις αντικρούσει.
Ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε τη διαμάχη για την εγκυρότητα της σκέψης «σχολαστικό» ζήτημα. «Το ερώτημα αν η αντικειμενική αλήθεια μπορεί να αποδοθεί στην ανθρώπινη σκέψη δεν είναι ζήτημα θεωρίας αλλά είναι πρακτικό ζήτημα» γράφει στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ. «Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος να αποδείξει την αλήθεια –δηλαδή την πραγματικότητα και τη δύναμη… της σκέψης. Η διαμάχη για την εγκυρότητα ή μη της σκέψης -απομονωμένη από την πράξη- είναι ένα καθαρά σχολαστικό ζήτημα».
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, σύμφωνα με τον Μαρξ, δεν είναι ούτε το μέγεθος του εγκεφάλου,4 ούτε η όρθια στάση, ούτε οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο ανατομικό χαρακτηριστικό. Η ειδοποιός διαφορά είναι η «εργασία»,5 δηλαδή η ικανότητά του ανθρώπου να επεμβαίνει συνειδητά στο περιβάλλον του, να το διαμορφώνει και να το καθορίζει. Η επιστήμη είναι η δίδυμη αδερφή της τεχνολογίας. Ο άνθρωπος δεν προσπαθεί να κατανοήσει τους «νόμους της φύσης» απλά για να ικανοποιήσει την «έμφυτη του περιέργεια» αλλά για να μπορέσει να τους θέσει κάτω από τον έλεγχό του, να τους αξιοποιήσει για να αλλάξει τον κόσμο γύρω του.
Η εγκυρότητα της «σκέψης» μας επιβεβαιώνεται στην «πράξη» όταν η γέφυρα που έχει υπολογιστεί με τους νόμους της φυσικής αντέξει στον σεισμό. Οι νόμοι της θερμοδυναμικής όταν καταφέρνουμε, με τη δύναμη του ατμού, να κινήσουμε ένα τρένο. Οι νόμοι της νευτώνειας μηχανικής όταν γυρίζουμε το τηλεσκόπιο εκεί όπου έχουμε υπολογίσει ότι πρέπει να υπάρχει ένας ακόμα άγνωστος πλανήτης και ανακαλύπτουμε τον Ποσειδώνα.6
Η επιστημονική επανάσταση
Η μελέτη της ιστορίας επιβεβαιώνει την στενή σχέση της εξέλιξης της επιστήμης με την τεχνολογία και τις ανάγκες της εποχής. Η «επιστημονική επανάσταση», οι ανακαλύψεις και οι θεωρίες του Γαλιλαίου, του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Νεύτωνα (και πολλών άλλων λιγότερο διάσημων σύγχρονών τους) ήταν άμεσα δεμένη με την δυναμική είσοδο στο προσκήνιο της ιστορίας της αστικής τάξης, των εμπόρων, των βιομηχάνων και των τραπεζιτών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ναυσιπλοΐα. Το εμπόριο είναι συνώνυμο με τις μεταφορές που εκείνη την εποχή στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στα πλοία. Όπως γράφει ο Μπόρις Χέσσεν,7 ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ναυτικοί, όταν έπλεαν μακριά από τις ακτές, ήταν ότι δεν ήξεραν που βρίσκονταν. Το γεωγραφικό πλάτος (την απόσταση από τον ισημερινό) μπορούσαν να το υπολογίσουν σχετικά εύκολα από τις θέσεις των αστεριών.8 Αλλά ο υπολογισμός του γεωγραφικού μήκους (της απόστασης από τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς σήμερα) ήταν πολύ πιο δύσκολος.
Υπήρχαν δυο γενικές κατευθύνσεις για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα. Η πρώτη απαιτούσε ακριβή χρονομέτρηση. Η δεύτερη (που είχε προταθεί από τον Αμέρικο Βεσπούτσι) την ακριβή γνώση των «ανωμαλιών» της κίνησης της Σελήνης. Η χρονομέτρηση συνδέεται με τις ταλαντώσεις. Οι ανωμαλίες στην κίνηση της Σελήνης με το φαινόμενο της παλίρροιας. Ο Νεύτωνας, καθόλου τυχαία, ασχολήθηκε λεπτομερώς και με τα δυο αυτά φαινόμενα. Στο κείμενό του ο Χέσσεν δίνει πολλά παραδείγματα που δείχνουν την στενή σχέση που είχε η «επιστημονική επανάσταση» με τις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης της εποχής της.
Είναι, όμως, κάθε θεωρία που αυτοαποκαλείται επιστημονική πράγματι τέτοια; Στον τρίτο τόμο του Κεφάλαιου ο Μαρξ γράφει την διάσημη πλέον φράση του: «κάθε επιστήμη θα ήταν περιττή αν η μορφή με την οποία εμφανίζονται τα πράγματα και η ουσία τους συνέπιπταν».
Ο Μαρξ κάνει την διάκριση «ουσίας» και «μορφής» στο συγκεκριμένο απόσπασμα για να επιτεθεί στην «αγοραία πολιτική οικονομία» που το μόνο που κάνει είναι να «υπερασπίζεται απολογητικά τις αντιλήψεις … των ανθρώπων … που είναι αιχμάλωτοι των αστικών σχέσεων παραγωγής». Η αστική πολιτική οικονομία υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι το μεροκάματο αντιστοιχεί απόλυτα στην αξία της εργασίας που προσφέρει ο εργάτης και ως εκ τούτου δεν υπάρχει εκμετάλλευση στον καπιταλισμό. Η ιδέα ότι «ο εργάτης παίρνει αρκετά (αν όχι πολλά) για τη δουλειά που προσφέρει» αντανακλάει τις αυθόρμητες, αγοραίες, απόψεις των εργοδοτών. Ο νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης» της αστικής πολιτικής οικονομίας έρχεται να τους προσφέρει την «επιστημονική» απόδειξη.
Οι άρχουσες τάξεις προσπαθούσαν από παλιά να χειραγωγήσουν την επιστήμη και να αποκρούσουν τις θεωρίες που φοβούνταν ότι μπορούσαν να στραφούν εναντίον τους. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο κάηκε το 1600 ζωντανός από την Ιερά Εξέταση γιατί υποστήριζε το «αιρετικό» κοπερνίκειο (ηλιοκεντρικό) σύστημα.9 Ο Γαλιλαίος φυλακίστηκε το 1633 για τον ίδιο λόγο και καταδικάστηκε σε «σιωπή». Αλλά η καταστολή δεν κατάφερε τελικά να σώσει τη φεουδαρχία.
Η αστική τάξη κράτησε, όταν ήρθε στην εξουσία, μια πολύ διαφορετική στάση απέναντι στις «θετικές» επιστήμες. «Η αστική τάξη», έγραφαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς το 1848 στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν επαναστατικοποιεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής… Στην σχεδόν εκατοντάχρονη ταξική κυριαρχία της, δημιούργησε τόσο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις όσο δεν μπόρεσαν όλες μαζί οι προηγούμενες γενιές. Υποταγή των φυσικών δυνάμεων, μηχανές, εφαρμογή της χημείας στη βιομηχανία και γεωργία, ατμοπλοΐα, σιδηρόδρομοι, ηλεκτρικός τηλέγραφος…».10 Φυσικά η αστική τάξη δεν κράτησε την ίδια στάση απέναντι στις «κοινωνικές» επιστήμες, τις οποίες αντιμετώπισε με την ίδια καχυποψία που οι ευγενείς αντιμετώπιζαν τον ηλιοκεντρικό σύστημα στον 16ο και τον 17ο αιώνα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «κοινωνιοβιολογία», η ψευδοεπιστημονική θεωρία που υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από τα γονίδια και ότι οι ανθρώπινη κοινωνία δεν διαφέρει, επί της ουσίας, σε τίποτα από τις «κοινωνίες» των ζώων. Το «Εγωιστικό Γονίδιο» και τα άλλα βιβλία του Ρίτσαρντ Ντόκινς, του πιο διάσημου εκπροσώπου της θεωρίας αυτής, έχουν γίνει μπέστ σελερ ενώ οι κριτικές απέναντι τους έχουν ουσιαστικά θαφτεί.
Η «μανία», όμως, των καπιταλιστών να εκμεταλλευτούν τους νόμους της φύσης έφερε στις αρχές του 20ου αιώνα την «δεύτερη επιστημονική επανάσταση». Η αρχή έγινε το 1905 με την δημοσίευση της «Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας» από τον Αλφρεντ Άινσταϊν που εκθρόνισε για πάντα τη Νευτώνεια φυσική από το βάθρο της.
Η «διαψευσιοκρατία» του Καρλ Πόπερ
Η Θεωρία της Σχετικότητας αλλά και οι άλλες μεγάλες επιστημονικές ανατροπές της εποχής έδωσαν μια νέα ώθηση στην παλιά συζήτηση για την σχέση της επιστήμης με την πραγματικότητα. Πώς φτάσαμε ξαφνικά, ύστερα από δυο αιώνες κυριαρχίας, στην αμφισβήτηση της Νευτώνειας φυσικής; Και γιατί συνέβησαν όλες αυτές οι επιστημονικές ανατροπές σχεδόν ταυτόχρονα;
Το 1935 ο Αυστριακός φιλόσοφος Καρλ Πόπερ δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η λογική των επιστημονικών ανακαλύψεων». Σύμφωνα με τον Πόπερ, επιστήμη είναι η δραστηριότητα που προσπαθεί να εξηγήσει τα φαινόμενα παράγοντας «διαψεύσιμες» θεωρίες. Αν υπάρχει τρόπος να σχεδιαστούν πειράματα τα οποία δοκιμάζουν τις προβλέψεις μιας επιστημονικής θεωρίας με τρόπο τέτοιο που η θεωρία να «κινδυνεύει» να βγει ψευδής, τότε η θεωρία αυτή μπορεί να ονομάζεται επιστημονική.
Αν, από την άλλη, η θεωρία έχει απαντήσεις για όλα, τότε είναι ψευδοεπιστήμη. Η νευτώνεια θεωρία της παγκόσμιας έλξης προέβλεψε, όπως είδαμε, την ύπαρξη ενός άγνωστου μέχρι τότε πλανήτη. Αν το τηλεσκόπιο δεν έβρισκε τον Ποσειδώνα στο αναμενόμενο σημείο, τότε η θεωρία θα αποδεικνυόταν ψευδής. Από την άλλη, η αστρολογία μπορεί πάντα να προσαρμόσει ασυμφωνίες ανάμεσα στην παρατήρηση και τη θεωρία, ψάχνοντας για περισσότερες πληροφορίες από τα τετελεσμένα γεγονότα και επιλέγοντας τις πιο ταιριαστές.
Σύμφωνα με τον Πόπερ καμιά θεωρία δεν πρέπει να θεωρείται τελεσίδικα αληθής, οριστική. Η επιστημονική κοινότητα οφείλει να είναι ανοιχτή στο ενδεχόμενο αυτά που πιστεύει να μην ισχύουν. Από εκεί πηγάζει η δικαιοδοσία της να ισχυρίζεται ότι τα συμπεράσματά της είναι αξιόπιστα. Κατά συνέπεια, η επιστημονική κοινότητα οφείλει να απορρίψει αμέσως μια θεωρία, αν βρεθούν στοιχεία που τη διαψεύδουν και να αναζητήσει νέες θεωρίες που να μπορούν να ερμηνεύσουν τα στοιχεία αυτά.
Η ιστορία της Θεωρίας της Σχετικότητας μοιάζει να επιβεβαιώνει απόλυτα τις απόψεις του Πόπερ. Η φυσική του 19ου αιώνα πίστευε, σε αναλογία με τα ηχητικά κύματα, ότι το φως, χρειαζόταν ένα «μέσο» για να διαδοθεί (για να ταξιδέψει πχ από την Ήλιο στη Γη). Το μέσο αυτό που ονομάστηκε «Αιθέρας» θα έπρεπε να γεμίζει όλο το διάστημα – αφού όπως έλεγε η Νευτώνεια φυσική κανένα κύμα δεν μπορούσε να διαδοθεί στο κενό. Το 1887 δυο Αμερικανοί φυσικοί, ο Άλμπερτ Μάικελσον και ο Έντουαρτ Μόρλεϋ προσπάθησαν να υπολογίσουν την ταχύτητα της γης σε σχέση με τον «Αιθέρα» μετρώντας την ταχύτητα του φωτός σε διαφορετικές κατευθύνσεις, που θα έπρεπε και πάλι με βάση τη Νευτώνεια φυσική να είναι διαφορετικές. Αλλά το πείραμα έδειξε ότι η ταχύτητα του φωτός ήταν ίδια ανεξάρτητα από την κατεύθυνση στην οποία ταξίδευε. Το πείραμα των Μάικελσον-Μόρλεϋ διέψευσε τη θεωρία της ύπαρξης του Αιθέρα, κλόνισε την Νευτώνεια φυσική και άνοιξε τον δρόμο για την Θεωρία της Σχετικότητας. Ο ίδιος ο Άινσταϊν είχε τονίσει την σημασία της διάψευσης της ύπαρξης του Αιθέρα με αυτά τα λόγια: «Άν το πείραμα Μάικελσον-Μόρλεϋ δεν μας είχε φέρει σε σοβαρή αμηχανία, κανείς δεν θα θεωρούσε τη θεωρία της σχετικότητας σαν … λύτρωση».
Η Νευτώνεια φυσική, όμως, είχε βρεθεί μέσα στα διακόσια περίπου χρόνια που χώριζαν τη δημοσίευση του Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica11 (την ιστορική τριλογία του Νεύτωνα για την κίνηση των σωμάτων και τη βαρύτητα) και της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας αντιμέτωπη πολλές φορές με δυσκολίες, αντιφάσεις και διαψεύσεις. Η κίνηση της Σελήνης δεν συμφωνούσε για πάνω από 50 χρόνια με τις προβλέψεις της νευτώνειας μηχανικής. Τελικά βρέθηκαν οι απαραίτητες εκλεπτύνσεις των παρατηρήσεων και οι εξηγήσεις της ασυμφωνίας (με βάση τα παλιρροιακά κύματα). Η επιστημονική κοινότητα δεν συμμορφώθηκε με τα καθήκοντα που της έθετε η θεωρία του Πόπερ (που έλεγε ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί) και επέμεινε σε μια θεωρία την οποία φαινομενικά διέψευδαν τα στοιχεία της παρατήρησης. Η θεωρία του Πόπερ παρέχει ένα μοντέλο για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι επιστήμες. Αλλά η ίδια η ιστορία έχει δείξει ότι η επιστημονική γνώση αναπτύσσεται πολύ διαφορετικά.
Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων
Το 1962 ο Τόμας Κούν, ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ των ΗΠΑ δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων». Σε αντίθεση με τον Πόπερ, ο Κουν δεν ήταν φιλόσοφος αλλά φυσικός και ιστορικός. Το αντικείμενό του ήταν η «Ιστορία των Επιστημών». Το βιβλίο του δεν είχε σαν στόχο να υποδείξει πώς πρέπει να λειτουργεί η επιστήμη αλλά να περιγράψει πώς λειτουργεί πραγματικά.
Η επιστήμη, γράφει ο Κουν, καθοδηγείται από αυτά που ο ίδιος ονομάζει «Παραδείγματα». Τα Παραδείγματα είναι κάτι γενικότερο από τις θεωρίες: είναι πλέγματα γνώσης, παραδοχών, μεθοδολογιών και αντιλήψεων. Σε αντίθεση με τον Πόπερ, ο Κουν υποστηρίζει ότι το Παράδειγμα δεν αμφισβητείται για τα διαστήματα της λεγόμενης «φυσιολογικής επιστήμης» - ακόμα και αν οι επιστήμονες βρίσκονται αντιμέτωποι με άλυτα προβλήματα. Η «φυσιολογική επιστήμη» ασχολείται με την «επίλυση γρίφων», δηλαδή την αντιμετώπιση των κενών στη γνώση. Ο Κουν τους αποκαλεί «γρίφους» γιατί το Παράδειγμα έχει συγκεκριμένους κανόνες για το τι μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη λύση. Η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στα παλιρροιακά κύματα και τις ανωμαλίες στην κίνηση της Σελήνης ήταν ένας τέτοιος «γρίφος» που λύθηκε στα πλαίσια του Νευτώνειου Παραδείγματος με επιτυχία.
Κάθε άλυτος γρίφος, κάθε πρόβλημα που αντιστέκεται, είναι μια «ανωμαλία» σύμφωνα με τον Κουν. «Αλλά η ύπαρξη άλυτων γρίφων στο εσωτερικό ενός παραδείγματος δεν συνιστά κρίση. Ο Κουν αναγνωρίζει ότι τα παραδείγματα θα συναντούν πάντοτε δυσκολίες. Πάντοτε θα υπάρχουν ανωμαλίες. Μόνο όμως κάτω από ειδικές συνθήκες … μπορούν να οδηγήσουν στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης προς το Παράδειγμα. Μια ανωμαλία θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή εάν… δείχνει να αντιβαίνει στις θεμελιώδεις παραδοχές… (ή) αντιστέκεται επίμονα … (ή) θεωρείται σημαντική σε σχέση με κάποιες επιτακτικές κοινωνικές ανάγκες».12 Την εποχή του Κοπέρνικου στα προβλήματα του παλιού Πτολεμαϊκού γεωκεντρικού συστήματος είχε προστεθεί και η εμφανής αναντιστοιχία ανάμεσα στο Ιουλιανό ημερολόγιο και τις εποχές του χρόνου. Η αναθεώρησή του ήταν «επιτακτική ανάγκη» για την κοινωνία.
Όταν υπονομεύεται η εμπιστοσύνη το Παράδειγμα μπαίνει σε κρίση. Τότε ανοίγει αυτό που ο Κουν ονομάζει περίοδος της «ιδιόρρυθμης επιστήμης», μια περίοδος έντονου πειραματισμού, διαφωνιών ανάμεσα στους επιστήμονες, νέων θεωριών και συγκρούσεων. «Η κρίση βαθαίνει», γράφει ο Τσάλμερς, «από την στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του ένα ανταγωνιστικό παράδειγμα».13 Η κρίση μπορεί να οδηγήσει σε μια επιστημονική επανάσταση και αυτή με τη σειρά της τελικά σε αλλαγή Παραδείγματος. Και αυτή η αλλαγή δεν περιορίζεται απλά και μόνο σε έναν κλάδο ή μια θεωρία.
Ο Κουν θεωρεί τα ανταγωνιστικά Παραδείγματα «ασύμμετρα». Οι έννοιες, η μεθοδολογία, οι πειραματικές διατάξεις, ο τρόπος με τον οποίο οι επιστήμονες της κάθε πλευράς βλέπουν τον κόσμο είναι τελείως διαφορετικά και δεν μπορούν να «μεταφραστούν» από το ένα Παράδειγμα στο άλλο.
Μέχρι την ανακάλυψη του οξυγόνου από τον Λαβουαζιέ το 1777 οι επιστήμονες πίστευαν ότι τα εύφλεκτα υλικά περιείχαν μια ουσία που ονόμαζαν «Φλογιστόν» η οποία απελευθερωνόταν κατά την διάρκεια της καύσης, σχηματίζοντας έτσι την γνώριμη μας εικόνα της φλόγας. Η θεωρία αυτή στηριζόταν στο Αριστοτέλειο Παράδειγμα που θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι διαιρεμένος σε δυο βασίλεια, «την άφθαρτη και αμετάβλητη υπερσελήνια περιοχή και την φθαρτή και μεταβαλλόμενη γήινη περιοχή».14 Σε αντίθεση όμως με αυτό που θα περίμενε κανείς από τη θεωρία του Φλογιστού που απελευθερώνεται, το βάρος των υλικών μεγαλώνει, αντί να μικραίνει, με την καύση. Η θεωρία του Λαβουαζιέ, που έλεγε ότι το καιόμενο υλικό προσλαμβάνει οξυγόνο από την ατμόσφαιρα αντί να απελευθερώνει Φλογιστόν δεν ανέτρεψε μόνο τις θεωρίες της χημείας αλλά έβαλε σε κρίση ολόκληρο το Αριστοτέλειο Παράδειγμα. Σήμερα δεν θεωρούμε πιά ότι στη φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία, όπως έλεγε η Αριστοτέλεια φυσική, αλλά τα 118 στοιχεία του περιοδικού συστήματος, αν μείνουμε στο επίπεδο της χημείας ή τα 17 σωματίδια, αν βυθιστούμε στο επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής. Η μετάφραση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τη σύγχρονη χημεία και φυσική είναι αδύνατη. Για αυτό η επιστήμη δεν προχωράει ομαλά, γραμμικά αλλά με επαναστάσεις.
Ο Κουν τονίζει ότι οι ιστορικοί της επιστήμης προσπαθούν να βρουν στη γνώση του παρελθόντος αυτό που είναι πραγματικά «επιστημονικό» και να το διαχωρίσουν από την «πρόληψη» και τον «μύθο». Στην πραγματικότητα όμως αυτό είναι άδικο για την επιστημονική δραστηριότητα του παρελθόντος γιατί την κρίνει με το φως μεταγενέστερης γνώσης και δεν μας δίνει στο σήμερα τη δικαιοδοσία να θεωρούμε λιγότερο «μύθο» τα όσα λέει η νέα επιστήμη.
Από αυτή την άποψη, δεν μπορούμε παρά να εγκαταλείψουμε την πεποίθηση ότι η επιστήμη απλώς συσσωρεύει γνώση. Η «παλιά» όπως και η «νέα» γνώση καθοδηγείται, όπως ακριβώς έλεγε ο Μαρξ, όχι από κάποια μεταφυσική έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια αλλά από την προσπάθεια της ανθρωπότητας να καθορίσει το περιβάλλον της. Και η συζήτηση για την εγκυρότητα ή μη της γνώσης, αποκομμένη από την πράξη είναι «ζήτημα καθαρά σχολαστικό».
Σημειώσεις
1. Ο πρόλογος είναι διάσημος γιατί δίνει ένα περίγραμμα του «ιστορικού υλισμού».
2. Κ.Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, «Εκδόσεις Οικονομικής και Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης», (Θανάσης Γκόνης), Αθήναι 1956.
3. Μια εκτενής αναφορά στις θεωρίες του Μαχ υπάρχει στο, εχθρικό απέναντι στον Λένιν, βιβλίο του Άντον Πάνεκουκ, «Ο Λένιν σαν φιλόσοφος». Ο Πάνεκουκ (1873 – 1960) υποστήριζε ότι ο Λένιν όχι μόνο εξέθετε «προκατειλημμένα και διαστρεβλωμένα τις ιδέες του Μαχ» αλλά και ότι ήταν «ανίκανος να κρίνει το έργο του από μαρξιστική σκοπιά».
4. Ο Αφρικανικός Ελέφαντας έχει περίπου τριπλάσιο εγκέφαλο από τον δικό μας. Ο Φυσητήρας (θαλάσσιο κύτος) περίπου πενταπλάσιο. Ακόμα και αν λάβει κανείς υπόψη του την αναλογία μάζας εγκεφάλου προς τη μάζα του σώματος ο άνθρωπος εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ μακριά από την κορυφή. Τον μεγαλύτερο εγκέφαλο, σε σχέση με το σώμα του, τον έχει ένα μυρμήγκι ( Brachymyrmex). Το 1/8 του σώματός του είναι εγκέφαλος.
5. Φρίντριχ Ένγκελς, Ο ρόλος της εργασίας στον εξανθρωπισμό του πιθήκου. Η εργασία, γράφει, είναι κάτι απείρως περισσότερο από την πηγή κάθε πλούτου: η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο.
6. Το 1846 ο Γάλλος μαθηματικός Ουρμπέν Λεβεριέ υπολόγισε, με βάση τις αποκλείσεις της κίνησης του πλανήτη Ουρανού από τη θεωρητική του θέση με βάση τη νευτώνεια μηχανική, ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας ακόμα άγνωστος πλανήτης στο ηλιακό μας σύστημα. Ο Λεβεριέ ανακοίνωσε την ανακάλυψή του στην γαλλική ακαδημία στις 31 Αυγούστου του 1846. Λίγες ημέρες αργότερα το αστεροσκοπείο του Βερολίνου βρήκε πράγματι, στη θέση ακριβώς που είχε υπολογίσει, τον Ποσειδώνα.
7. Boris Hessen, σοβιετικός φυσικός, ιστορικός και φιλόσοφος (1893 – 1936). Ο Χέσσεν ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς υποστηρικτές της θεωρίας της σχετικότητας στη ΕΣΣΔ. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε από την σταλινική αντεπανάσταση με τις διαβόητες «Δίκες της Μόσχας». Όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από την ομιλία του στο Β’ Παγκόσμιο Συνέδριο Ιστορίας των Επιστημών που είχε γίνει στο Λονδίνο το 1931. Το κείμενο του Χέσσεν υπάρχει στα ελληνικά στο βιβλίο «Μαρξισμός και Επιστήμες», εκδόσεις Νεφέλη.
8. Μέχρι τον 18ο αιώνα οι ναυτικοί χρησιμοποιούσαν τον «αστρολάβο», ένα όργανο που είχε εφευρεθεί τον 3ο αιώνα πχ για να υπολογίζουν το γεωγραφικό πλάτος. Ο αστρολάβος στηριζόταν στο γεωκεντρικό μοντέλο του σύμπαντος του Πτολεμαίου. Παρόλα αυτά «είχε καταπληκτικές επιτυχίες στην πρόβλεψη των μεταβαλλόμενων θέσεων τόσο των άστρων όσο και των πλανητών». Thomas Kuhn, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, σελ 139.
9. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ περιγράφει πολύ γλαφυρά στο έργο του «Γαλιλαίος» την απειλή που αισθάνονταν οι βασιλιάδες και οι επίσκοποι από το ηλιοκεντρικό σύστημα. Η επίγεια τάξη, έλεγαν, αντανακλάει άμεσα την ουράνια τάξη. Όποιος θέλει να εκθρονίσει την γη από το κέντρο του σύμπαντος θέλει στην πραγματικότητα να γκρεμίσει τον Πάπα από τον θρόνο του.
10. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδόσεις Θεμέλιο 1999, σελίδες 50 αι 52.
11. Φυσική Φιλοσοφία με Μαθηματικές Αρχές, Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1687.
12. A.F.Chalmers, Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ 147-148.
13. Στο ίδιο, σελ 149.
14. Στο ίδιο, σελ 149.