Διαμαρτυρία Τουρκοκυπρίων για τις ελλείψεις μέσα στους θύλακες όπου ήταν αποκλεισμένοι
Η πρώτη Πράσινη Γραμμή στην Κύπρο χαράχτηκε το 1963.
Η Αργυρή Ερωτοκρίτου θυμίζει τις επιθέσεις της ΕΟΚΑ Β' και επιμένει ότι η λύση είναι οι κοινοί αγώνες ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργατών.
Φέτος γιορτάζουμε τα πενήντα χρόνια από την πτώση της Χούντας στην Ελλάδα. Τόσα χρόνια έχουν περάσει από το πραξικόπημα και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Κύπρο. Τα δημοσιεύματα και η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση μιλάνε για τη “βάρβαρη εισβολή της Τουρκίας” στις 20 Ιούλη του 1974 που ακολούθησε το “προδοτικό” ή “χουντικό-αμερικανοκίνητο” πραξικόπημα στις 15 Ιούλη του 1974. Είναι μία μονόπλευρη και διαστρεβλωμένη αφήγηση που έχει σαν σκοπό να αποκρύψει τις ευθύνες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης στον πόλεμο αυτό. Σήμερα, με την απειλή του πολέμου να κλιμακώνεται σε όλη την περιοχή, τις κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία να στηρίζουν το Ισραήλ στη γενοκτονία απέναντι στους Παλαιστίνιους και να εντείνεται ο ανταγωνισμός με την Τουρκία, έχουμε κάθε λόγο να απαντήσουμε σε αυτά τα αφηγήματα που αναπαράγονται και σήμερα, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Σκοπίμως η απαρχή των γεγονότων τοποθετείται τον Ιούλιο του ΄74 προσπαθώντας να διαγράψει τα συστηματικά εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων ακόμα από το 1958 στο νησί είτε από φασιστικές παραστρατιωτικές ομάδες, είτε από το επίσημο κυπριακό κράτος που προέκυψε με τις συμφωνίες Ζυρίχης του 1960 είτε από τον ελληνικό στρατό που είχε παρουσία στο νησί.
Η πράσινη γραμμή δεν χαράχτηκε με τον πόλεμο του 1974 αλλά δέκα χρόνια νωρίτερα μετά τα “ματωμένα Χριστούγεννα” του Δεκέμβρη του 1963 και το πογκρόμ που οργάνωσαν ακροδεξιές ελληνοκυπριακές ομάδες στην Ομορφίτα της Λευκωσίας απέναντι σε Τουρκοκύπριους.
Για να καταλάβουμε όμως τις αιτίες των γεγονότων αυτής της περιόδου χρειάζεται να ξεκινήσουμε από την αφετηρία του πλαισίου μέσα στο οποίο συνέβαιναν και να δούμε πιο συγκεκριμένα τις σχέσεις και τους ανταγωνισμούς στο τρίγωνο Αθήνας - Άγκυρας - Λευκωσίας.
Η δεκαετία του ‘60 χαρακτηριζόταν από μεγάλες ανακατατάξεις στην περιοχή και αστάθεια. Η Αγγλία είχε αναγκαστεί να αποχωρήσει από μια σειρά παλιές αποικιακές της κτήσεις κάτω από τις νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ο Νάσερ στην Αίγυπτο είχε εθνικοποιήσει τη διώρυγα του Σουέζ το 1955 και μαζί Αγγλία και Γαλλία χάνουν τον έλεγχο τής. Οι ΗΠΑ έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά ο ψυχρός πόλεμος με την ΕΣΣΔ μαινόταν. Ταυτόχρονα άνοιγε η δυνατότητα στην περιοχή και σε μικρότερους τοπικούς παίκτες να διεκδικήσουν μερίδιο από την αγορά. Ελλάδα και Τουρκία συναποτελούν τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ στην περιοχή, από το 1953, και μπαίνουν σε μια κούρσα σκληρών ανταγωνισμών για το ποια από τις δύο θα είναι το κεφαλοχώρι.
Το 1873 ήταν η περίοδος που ανακαλύφθηκαν τα πετρέλαια στο Αιγαίο, στον Πρίνο ταυτόχρονα με τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο και το αραβικό εμπάργκο στα πετρέλαια της Δύσης. Η “πετρελαϊκή κρίση” όπως ονομάστηκε τότε, μετέτρεψε κοιτάσματα σαν αυτό του Πρίνου από ασύμφορα σε μεγάλες ευκαιρίες. Παράλληλα η Ελλάδα διεκδικούσε την κήρυξη του Αιγαίου σε κλειστή θάλασσα-«αρχιπέλαγος»- και την αναγνώριση της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου με την επακόλουθη αποκλειστικότητα στο δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του αλλά και τον έλεγχο στα θαλάσσια περάσματα. Τα διεθνή ύδατα θα περιορίζονταν στο 19% στο Αιγαίο από 49%, ενώ η Ελλάδα θα έλεγχε το 71.5% από το 43%, αφήνοντας επί της ουσίας την Τουρκία αποκλεισμένη. Κινήσεις καθόλου αμυντικές από την πλευρά του ελληνικού καπιταλισμού αλλά άκρως επιθετικές.
Οι σχέσεις Αθήνας - Άγκυρας περνούσαν, όπως και σήμερα, διαδοχικές φάσεις συνομιλιών, κούρσας εξοπλισμών και αντιπαραθέσεων που έφταναν ακόμα και σε θερμά επεισόδια ή και πόλεμο το 1974.
Η σχέση Αθήνας - Λευκωσίας δεν ήταν επίσης ευθύγραμμη. Η κυβέρνηση του Μακαρίου βρέθηκε αρκετές φορές σε σύγκρουση με τη μητέρα πατρίδα. Ο λόγος ήταν τα ξεχωριστά συμφέροντα μιας αναδυόμενης αστικής ελληνοκυπριακή τάξης στο νησί που κληρονόμησε ένα κράτος μετά την αποχώρηση των Βρετανών που μπορούσε να πολλαπλασιάσει την οικονομική της δύναμη στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Όταν η Λευκωσία θεωρούσε ότι η Αθήνα διαπραγματευόταν για λογαριασμό της χωρίς να λαμβάνει αυτά τα συμφέροντα υπόψιν ερχόταν η ρήξη.
Τα εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων
Η επιδίωξη για αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων ξεκινά από πολύ παλιά στο νησί. Κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα η ΕΟΚΑ του χίτη Γρίβα, δολοφόνησε περισσότερους “εσωτερικούς εχθρούς” παρά Βρετανούς. Στην περίοδο 1955- 1959 σκοτώθηκαν 504 άνθρωποι, οι 142 Βρετανοί, οι 64 Τουρκοκύπριοι και οι 278 Ελληνοκύπριοι αριστεροί. Είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία για μια οργάνωση που διεκδικούσε για τον εαυτό της την ηγεσία του αγώνα απέναντι στους Βρετανούς, να έχει σκοτώσει πολύ περισσότερους ντόπιους πάρα αποικιοκράτες. Αυτός ο εθνικιστικός προσανατολισμός αποκαλύφθηκε και στα επόμενα χρόνια με την ίδρυση από τον Γρίβα πάλι της ΕΟΚΑ-Β που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πραξικόπημα του ‘74 αλλά και στη βία και τις θηριωδίες απέναντι σε Τουρκοκύπριους και αριστερούς. Χαρακτηριστικά, ο Γρίβας απαντώντας σε μια επιστολή του Μητροπολίτη Άνθιμου ο οποίος του ζητούσε να σταματήσει τις δολοφονίες των αριστερών το 1958, έγραφε: «οι κομμουνισταί είναι αντιπαλοί μας, είτε το θέλουμε είτε όχι. Ενδείκνυται να τους εξοντώσουμε ως πολιτική οντότητα ώστε να μην είναι υπολογίσιμος, δυνάμενη δια αποφάσεων της να επηρεάζει το εθνικό ζήτημα όπως συνέβαινε μέχρι τούδε».
Η επιθετικότητα απέναντι στους Τουρκοκύπριους δεν εκφραζόταν μόνο από την ακροδεξιά. Πρώτα από όλα ξεκινούσε από την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη με οικονομικούς όρους και εν συνεχεία όπου “χρειαζόταν” και με στρατιωτικούς.
Η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη ήταν η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στο νησί μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεκαετίες ολόκληρες αν όχι και περισσότερο. Ενώ οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού η συμμετοχή τους στις οικονομικές δραστηριότητες είναι κατά πολύ αναντίστοιχη και αποκαλυπτική αυτού του αποκλεισμού. Το 1963 οι τ/κ συμμετέχουν στο 6.1% των εισαγωγών και στο μόλις 0.5% των εξαγωγών. Η εκκλησία της Κύπρου απέκλειε τους τουρκοκύπριους από την ενοικίαση γης και οι ελληνοκύπριοι καπιταλιστές από τις επιχειρήσεις τους. Έφταναν στο σημείο το ίδιο το κράτος να μπλοκάρει αγορές μέσων παραγωγής από Τουρκοκύπριους. Το υπουργείο Εμπορίας αρνούνταν τη νομιμοποίηση αυτων των αγορών.
Το Νοέμβριο του 1963 ο πρόεδρος Μακάριος ανακοίνωσε την περιβόητη “κατάργηση των 13 σημείων” του Συντάγματος της κυπριακής Δημοκρατίας. Παρουσίασε αυτή του την κίνηση ως “εθνικό σχέδιο” για την “αποκατάσταση” του κυπριακού λαού. Η κατάργηση των 13 σημείων είχε σκοπό τον εξαναγκασμό των Τουρκοκυπρίων σε αποδοχή ακύρωσης των συμφωνιών της ίδρυσης του κυπριακού κράτους και την παραίτηση τους από κάθε πολιτικό τους προνόμιο.
Οι Τουρκοκύπριοι αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε ήταν πογκρόμ απέναντι τους. Ήταν μια μετατροπή της ανοιχτής συγκρουσης που άνοιξε ο Μακάριος σε δολοφονίες, βιασμούς, ξυλοδαρμούς από στελέχη παραστρατιωτικών ομάδων που κάποιες λειτουργούσαν και κάτω από την ανοχή του ίδιου του Μακαρίου. Δεν θα ήταν η τελευταία φορά.
Μετά από τα γεγονότα του 1963 ο μισός τουρκοκυπριακός πληθυσμός εξαναγκάστηκε σε εσωτερική μετανάστευση σε έξι περιοχές που κάλυπταν μόλις το 4,8% του εδάφους της Κύπρου, στους θύλακες.
Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει να παρουσιάζει αυτή την προσφυγοποίηση των Τουρκοκυπρίων σαν “οικειοθελή” πράξη κάτω από τις επιταγές της τουρκοκυπριακής εθνικιστικής οργάνωσης, της ΤΜΤ. Πρόκειται για γελοιότητες. Οι Τουρκοκύπριοι βρέθηκαν κάτω από σκληρό μποϊκοτάζ από το κυπριακό κράτος. Από την απαγόρευση εισόδου σε αυτούς τους θύλακες προϊόντων ζωτικών για την επιβίωση τους μέχρι και απαγόρευση μετακίνησης στο υπόλοιπο νησί. Ο Μακάριος ανά περιόδους χαλάρωνε τα ασφυκτικά αυτά μέτρα μόνο και μόνο για να τα χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί. Όπως και να έχει, οι πρώτοι πρόσφυγες στο νησί ήταν τουρκοκύπριοι.
Ακολούθησαν εγκλήματα όπως αυτά του 1967 στα χωριά Κοφίνου και Άγιοι Θεόδωροι. Σφαγιάστηκαν 24 Τουρκοκύπριοι από τον ελληνοκυπριακό στρατό, την Εθνική Φρουρά, τις ημέρες που η χουντική κυβέρνηση διαπραγματευόταν με την Τουρκία στον Έβρο. Ήταν ένα επεισόδιο που οργανώθηκε από τον Μακάριο σε κόντρα με την ΕΟΚΑ-Β και τη Χούντα θέλοντας να αποδείξει την υπέροχη του στις εξελίξεις και να σαμποτάρει τις διαπραγματεύσεις. Ολόκληρη αυτή η περίοδος ήταν γεμάτη από τέτοια εγκλήματα που είχαν σαν στόχο την ουσιαστική εξαφάνιση των τ/κ από κρατικούς θεσμούς, την οικονομία και κάθε δραστηριότητα κάτω από το πρίσμα των σκληρών ανταγωνισμών.
Το 1968 ο Μακάριος έλεγε στη Χούντα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για το κυπριακό: «Πάντως από μια κακή λύσιν προτιμώ τη σημερινή κατάσταση, εφόσον βεβαίως θα διατηρηθεί η ειρήνη. Έχομεν ήδη μια καθαρώς ελληνική κυβέρνηση εις την Νήσον. Οι Τούρκοι δεν μετέχουν της κυβερνήσεως. Δια τούτο φρονώ ότι δεν πρέπει να σπεύσομεν».
Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται κατά κόρον για τον πόλεμο του 1974 είναι ότι οι δύο μητέρες πατρίδες προστάτευαν τα αδέλφια τους στο νησί. Πρόκειται για αλακαρτ προστασία. Η ελληνική άρχουσα τάξη όπως και η τουρκική κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν για τις “αδερφές” κοινότητες τους στο νησί. Το μαρτυρούν άλλωστε μέσα από διαλόγους της περιόδου όπως τους παρακάτω: σε μια συνομιλία που είχε ο Ιωαννίδης της Χούντας με τον επιτελάρχη της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου, Παύλο Παπαδάκη, τον Μάρτιο του 1974, προσπαθώντας υποτίθεται να συνετίσει την Εθνική Φρουρά από σχέδια για πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης του Μακαρίου. Λέει ο Ιωαννίδης «Κοιτάξτε, τώρα τα προβλήματα μας είναι πολύ πιο σοβαρά σε άλλους τομείς όπως βλέπετε. Να έχεις υπόψη σου Παύλο ότι το πετρέλαιο είναι πολύ ανώτερο από ό,τι υπολογίζαμε. Είναι πάρα πολύ και εν πάσει περιπτώσει θα την αγοράσουμε οχτώ φορές στην Κύπρο». Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται στις 15 Ιουλίου του 1974, ημέρα του πραξικοπήματος απέναντι στην κυβέρνηση του Μακαρίου στην Κύπρο, συνεδριάζει το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας. Ο υπουργός Οικονομικών, ο Μπαϊκάλ, λέει «Δεν μας απασχολεί αν θα γίνει πραξικόπημα ή όχι. Αν ανατράπηκε ο Μακάριος ή όχι. Το σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα επίσημα θα μας κυκλώσει από τον Νότο. Θα είναι σε θέση να ελέγχει την κεντρώα και την ανατολική Μικρασία και να δεσπόζει στην Ανατολική Μεσόγειο. Γιατί το φλέγον ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναφέρεται στο Αιγαίο. Έχει σχέση με την υφαλοκρηπίδα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν η Ελλάδα ανακάλυψε τα πετρέλαια». Άλλωστε είχαν αδιαφορήσει στο παρελθόν για τουρκικές μειονότητες όπως αυτή στη Ρόδο όταν τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα.
Η κατάρρευση της Χούντας
Η Χούντα είχε κλονιστεί από την εξέγερση του Πολυτεχνείου λίγους μήνες νωρίτερα από τον Ιούλιο του 1974. Προχώρησε να κάνει πραξικόπημα στην Κύπρο διότι είχε να λύσει και δικές της εσωτερικές αντιφάσεις. Υπήρχαν τρεις ομάδες στο εσωτερικό της, του Ιωαννίδη, του Παπαδόπουλου και αυτοί οι οποίοι ήθελαν να κάνουν το άνοιγμα στους πολιτικούς. Η εξόρμηση της Χούντας προς την Κύπρο είχε πολλούς σκοπούς. Αυτό που ήθελαν να κάνουν ήταν μια πετυχημένη επέμβαση στην Κύπρο, γρήγορη, να κερδίσουν και να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα. Να απαλλαγούν από τον Μακάριο ο οποίος εξέφραζε την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη της οποίας τα συμφέροντα δεν ταυτίζονταν πάντα με τις επιδιώξεις της Αθήνας. Και βέβαια από την άλλη ήθελαν να πάρουν το πάνω χέρι στους ανταγωνισμούς της περιόδου.
Τίποτε από όλα αυτά δεν κατάφεραν.
Στις 20 Ιούλη, όταν έγινε η τουρκική εισβολή, η Χούντα κάλεσε σε επιστράτευση. Αποδείχτηκε ένα πραγματικό φιάσκο. Οι φαντάροι που καλούσαν να μπουν στους στρατώνες ήταν κόσμος ο οποίος ήξερε ότι αυτοί που τους καλούν να πολεμήσουν είναι οι μακελάρηδες του Πολυτεχνείου. Υπήρχε ένα γνήσιο ταξικό ένστικτο που έλεγε ότι ο εχθρός μας είναι εδώ και δεν είναι στην Κύπρο. Ακόμα και οι ειδήσεις στις τηλεοράσεις της εποχής περιγράφουν ότι στους στρατώνες έφτανε ο κόσμος με σαγιονάρες. Σε αυτούς δεν μπορούσε με τίποτα να επιβληθεί η πειθαρχία. Οι αξιωματικοί δίσταζαν να μοιράσουν όπλα ή ακόμα και να δώσουν βασικά παραγγέλματα. Αυτή ήταν η “Επιστράτευση της Σαγιονάρας” και κάτω από αυτή τη διαδικασία κατέρρευσε η Χούντα.
Στην Κύπρο το πραξικόπημα που έγινε από την ΕΟΚΑ-Β και κομμάτια του στρατού σε συνεννόηση με τη Χούντα δεν εξελιχθηκε όπως το υπολόγιζαν. Ο Μακάριος διέφυγε και οι πραξικοπηματίες αντιμετώπισαν αντίσταση σε μια σειρά από πόλεις και γειτονιές. Υπήρχε αντίσταση και στο ίδιο το Προεδρικό Μέγαρο, και στις γειτονιές της Λευκωσίας και στην Αρχιεπισκοπή και πολύ περισσότερο στην Πάφο. Υπήρχε κόσμος ο οποίος πραγματικά βρήκε όπλα, έστησε οδοφράγματα. Κι αυτά ήταν εντελώς ανοργάνωτα ακόμα και από την αριστερά - το ΑΚΕΛ.
Όρισαν για πρόεδρο της πραξικοπηματικής κυβέρνησης τον Νίκο Σαμψών, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στις σφαγές του 1963. Αν δηλαδή κέρδιζε το πραξικόπημα αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν σφαγές αριστερών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Ακόμα και στον ίδιο τον πόλεμο του 1974 οι θηριωδίες και τα εγκλήματα της δικής μας πλευράς αποσιωπούνται. Μια από τις πιο μαύρες σελίδες αυτής της ιστορίας γράφτηκε στις 14/8/1974. Στα χωριά έξω από την Αμμόχωστο, Αλόα, Μάραθα, Σανταλάρι, που ήταν και τα τρία Τουρκοκυπριακά, συντελέστηκε μία σφαγή, ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κατά τον ΟΗΕ. Ελληνοκύπριοι ΕΟΚΑ Βητατζίδες, βίασαν, εκτέλεσαν, έκαψαν 126 άτομα. Το νεότερο ήταν 16 ημερών. Μαρτυρίες λένε πως έπιαναν τα μωρά και τα πετούσαν στον αέρα και ενώ ήταν στον αέρα τα πυροβολούσαν.
Ο πόλεμος του ‘74 στην Κύπρο άφησε δολοφονημένους, βιασμένες γυναίκες, αγνοούμενους, πρόσφυγες και στις δύο πλευρές.
Ουδέποτε όμως καταδικαστηκε κάποιος ούτε για το πραξικόπημα ούτε για τις δολοφονίες. Ο ίδιος ο Μακάριος το Δεκέμβρη του 1974 απέδωσε “κλάδο ελαίας” δηλαδή χάρη στους πραξικοπηματίες. Ακόμα και ο Σαμψών που καταδικάστηκε σε εικοσαετή φυλάκιση εξετησε λίγους μήνες από αυτήν. Την ίδια πολιτική συνέχισαν όλες οι δεξιές κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια.
Άρα το τι έγινε το 1974 στην Κύπρο δεν είναι τίποτα άλλο από τη σύγκρουση δύο υποϊμπεριαλιστικών δυνάμεων, της Ελλάδας και της Τουρκίας, που έφτασε σε πολεμικό επίπεδο. Σίγουρα η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπορούν να εμφανίζονται ως θύματα αυτού του πολέμου έχοντας πίσω τους αυτή την προϊστορία απέναντι στους Τουρκοκύπριους. Καμιά άρχουσα τάξη είτε στην Αθήνα είτε στην Άγκυρα δεν μπορούν να υποκρίνονται ότι νοιάζονται για τα “αδέλφια” τους στο νησί. Οι σφαγές, ο ξεριζωμός, οι βιασμοί, οι αγνοούμενοι είναι και στις δύο πλευρές. Ο δρόμος για να μην επαναληφθούν αυτά τα εγκλήματα είναι μπροστά μας. Οι επιλογές της Αριστεράς είναι κρίσιμες για αυτές τις εξελίξεις.
Η στάση του ΑΚΕΛ
«Μερικοί βιάζονται και θέλουν να παραγνωρίσουν το στάδιο του αγώνα που περνάμε και να το ρίξουν στον ταξικό αγώνα. Αν όμως διαπράτταμε τέτοιο λάθος το αποτέλεσμα δε θα ήταν η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη αλλά η κατάκτηση της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τους ιμπεριαλιστές. Γιατί η όξυνση του ταξικού αγώνα θα εξασθενούσε το εσωτερικό μέτωπο αντίστασης του λαού». Αυτά έλεγε το 1978 στο 14ο συνέδριο του ΑΚΕΛ, ο Εζεκίας Παπαϊωάννου, γενικός γραμματέας του κόμματος. Ο πατριωτισμός των ρεφορμιστικών κομμάτων, ιδιαίτερα των σταλινικών, είναι στην πραγματικότητα η εθνική ενότητα πασπαλισμένη με αντιμπεριαλισμό. Αλλά αυτή δεν είναι μια στάση νέα για το ΑΚΕΛ εκείνη την περίοδο. Από το 1963 στήριξε τις κινήσεις του Μακαρίου για μονομερή κατάργηση των 13 σημείων του Συντάγματος που καταργούσαν βασικές ελευθερίες των Τουρκοκυπρίων. Στήριξε την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη και στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963 καταγγέλλοντας την Τουρκία, ενώ ε/κ ακροδεξιοί σφαγίασαν τ/κ εργάτες.
Όταν η ακροδεξιά τουρκοκυπριακή οργάνωση η ΤΜΤ καλούσε τους Τουρκοκύπριους εργάτες να αυτο-διαγραφονται από το μεγαλύτερο δικοινοτικό συνδικάτο, την ΠΕΟ, το ΑΚΕΛ που είχε την πλειοψηφία στην ΠΕΟ, “διευκόλυνε” τους τ/κ εργάτες βοηθώντας τους αν ήθελαν να φύγουν ακόμα και στο εξωτερικό. Η στρατηγική αυτή είχε ολέθρια αποτελέσματα.
Το αντίδοτο στους εθνικισμούς είναι ο διεθνισμός. Επιλογές που ρίχνουν γέφυρες αλληλεγγύης με τις υπόλοιπες εργατικές τάξεις και όχι διαχωριστικά τείχη. Η ενότητα της εργατικής τάξης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον τερματισμό των εθνικισμών, των πολέμων.
Υπήρχε παράδοση σε κοινούς αγώνες τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά το ΑΚΕΛ προτίμησε να προσδεθεί στα συμφέροντα της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης. Έφτασε στο σημείο να διαγράφει τις διεθνιστικές παραδόσεις του ΚΚ Κύπρου από το οποίο προήλθε. Από τη δεκαετία του 1920 το νεαρό ΚΚ έβαζε θέμα κοινού αντιαποικιακου αγώνα Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου με προοπτική την «απελευθέρωση της Κύπρου από τα χέρια της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Αγγλίας» και τη δημιουργία της «Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κύπρου». Το ΑΚΕΛ κατέληξε να συντάσσεται με το μέτωπο για ένωση με την Ελλάδα αδιαφορώντας για τις τύχες της τουρκοκυπριακής εργατικής τάξης.
Η Αριστερά σήμερα χρειάζεται να πιάσει το νήμα του διεθνισμού. Σε Άγκυρα, Αθήνα και Λευκωσία ο εχθρός μας παραμένει το κεφάλαιο και η στρατοκρατία. Κάθε πολεμική δαπάνη κοστίζει τη δημόσια Υγεία και Παιδεία μας, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δασοπυροσβεση, τους μισθούς μας. Η σύγκρουση με τις κούρσες εξοπλισμών, τον καθορισμό των ΑΟΖ και με τη συμμετοχή των χωρών μας σε αντιδραστικούς πολέμους είναι μια πολύ χειροπιαστή αφετηρία. Οι φρεγάτες στην Ερυθρά στο πλευρό του κρατους- δολοφόνου του Ισραήλ, οι αγορές φρεγατών και F35 δεν εξασφαλίζουν “ασφάλεια” από την “επιθετικότητα” της Τουρκίας. Ούτε οι άξονες που στήνονται με Κύπρο - Ισραήλ - Αίγυπτο για το φυσικό αέριο εξασφαλίζουν ειρήνη και ευημερία.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται η εναντίωση μας στις πολιτικές των κλειστών συνόρων. Είτε αυτό αφορά το φράχτη στον Έβρο ή τις δολοφονικές επαναπροωθήσεις στη Μεσόγειο είτε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που στήνονται και στις τρεις χώρες. Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός πάνε χέρι χέρι για τους από πάνω.
Καθήκον της Αριστεράς είναι η ανάπτυξη δεσμών φιλίας και εμπιστοσύνης. Στην Κύπρο οι δικοινοτικές εκδηλώσεις, διαδηλώσεις μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών συνδικάτων, κομμάτων της Αριστεράς, έχουν πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Από τα κοινά μνημόσυνα αγνοουμένων του πολέμου του '74 και των δύο πλευρών μετά τις εκταφές και τις ταυτοποιήσεις που έγιναν σε ομαδικούς τάφους, ως τα κοινά συλλαλητήρια κάθε Πρωτομαγιά. Αλλά δεν σταμάτησαν εκεί. Φτάσαμε σε κοινές απεργίες εκπαιδευτικών και αντιφασιστικές διαδηλώσεις απέναντι στις προκλήσεις των φασιστικών ομάδων του σήμερα. Κάθε οργανωμένη εναντίωση σε ρατσιστικά μέτρα των κυβερνήσεων ή φασιστικές εκδηλώσεις, όπως πρόσφατα έγινε μετά τα πογκρόμ που οργάνωσε η Χρυσή Αυγή της Κύπρου, το ΕΛΑΜ, γεννά αλληλεγγύη στην τουρκοκυπριακή εργατική τάξη.
Η αναγνώριση των ευθυνών της δικής μας άρχουσας τάξης μέσα σε αυτή τη σύγκρουση απλώνει δεσμούς εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Γιατί, για να καταφέρουμε την ενότητα των από τα κάτω που θα φέρει την ειρήνη στην περιοχή χρειάζεται σε κάθε βήμα που κάνουν οι δικές μας άρχουσες τάξεις να μας βρίσκουν απέναντι τους. Ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε ο ΟΗΕ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν “δίκαιη” λύση.
Από αυτή την άποψη, το δικαίωμα στη αυτοδιάθεση των Τουρκοκυπρίων είναι κρίσιμο στην πορεία αυτή. Χρειάζεται να στείλουμε ξεκάθαρο μήνυμα ότι, αν αποφασίσουν μια ενωμένη Κύπρο, αυτή τη φορά δεν θα βρεθούν ξανά κάτω από εθνική, θρησκευτική και οικονομική πολιορκία αλλά έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν τους όρους με τους οποίους θα ζούμε μαζί στο νησί.
Με τέτοιες επιλογές και πρωτοβουλίες μπορούμε να τερματίσουμε τους θανατερούς ανταγωνισμούς των από τα πάνω και να ανοίξουμε το δρόμο για μια κοινωνία όπου θα ζούμε ειρηνικά και στις δύο πλευρές του Αιγαίου και σε ολόκληρο το νησί της Κύπρου.
Βιβλιογραφία
1. Φεστιβάλ Μαρξισμός 2024, “Η επιστράτευση της σαγιονάρας”
2. Ελλαδα- Τουρκία, η σύγκρουση των υποϊμπεριαλισμών, εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο
3. ΕΟΚΑ β και ΣΙΑ, Μακάριος Δρουσιώτης, εκδ. Αλφάδι 2002
4. Το κυπριακό και τα διεθνιστικά καθήκοντα των Ελληνοκυπρίων επαναστατών, εκδ. “Εργατική Δημοκρατία” 1989
5. https://youtu.be/FEdv6cErino?si=s5PhWPuU8U5ZHiMR voice of blood 1