Μεταπολίτευση - Ένα βολικό «τέρας»
Διονύσης Ελευθεράτος
460 σελίδες, 18€
Εκδόσεις Τόπος
Το 4ο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου “ΜεταπολίτευσηΈνα βολικό «τέρας» ” κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. Στις 460 σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας ιχνηλατεί τον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης που φέτος συμπληρώνει μισό αιώνα.
Με αφετηρία τα χαράματα της 24ης Ιουλίου 1974, ημέρα που ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετά την πτώση της χούντας, ο συγγραφέας διατρέχει την ιστορία, συνδέει τις πολιτικές με τις κοινωνικές αλλαγές και αναδεικνύει τις σημαντικότερες καμπές όπως η αποχουντοποίηση, οι δίκες της χούντας και του ΕΑΤ-ΕΣΑ, το απεργιακό κίνημα, ο νόμος 330 και η συγκρότηση των ΜΑΤ. Συνθέτει ένα καμβά στον οποίο συνυπάρχουν οι ορμητικές απεργίες, το κίνημα για τα δικαιώματα των LGBTQI ατόμων, ο κινηματογράφος του Γαβρά και του Μπερτολούτσι με την μουσική των Clash, των Talking Heads και των Depeche Mode που εμφανίστηκαν στο διήμερο φεστιβάλ Rock in Athens το 1985, κάτι σαν το ελληνικό Woodstock.
Ο συγγραφέας χαρίζει ανάγλυφα το κλίμα της περιόδου. Το σύνθημα “Δώστε τη χούντα στο λαό...” ενσάρκωνε το αίτημα της εξάλειψης των φιλοδικτατορικών ερεισμάτων και κυρίως ξεπρόβαλλε ως προυπόθεση για την υπεράσπιση της όποιας δημοκρατίας θα ανέτειλλε. «Ο όρος “αποχουντοποίηση” συνόψιζε τρείς απαιτήσεις: α. Την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης και των συνδικάτων από τους Απριλιανούς, β. Την επιβολή ποινών, την επάνοδο, στις θέσεις που κατείχαν προτού εξοβελιστούν, όσων είχαν εκδιωχθεί από το χουντικό καθεστώς».
Ένα μεγάλο κίνημα που ζητούσε “κάθαρση” ξεδιπλωνόταν στην εργατική τάξη και στην νεολαία. Έως τα μέσα Ιανουαρίου του 1975 κανένας αξιωματούχος δεν είχε φυλακιστεί και ο Ιωαννίδης κυκλοφορούσε ελεύθερος όπως και τα υπόλοιπα στελέχη της Χούντας που συνέχιζαν ανενόχλητοι να συνωμοτούν. Η ασυλία που απολάμβαναν οι χουντικοί κατέληξε στο αποτυχημένο “πραξικόπημα της πιτζάμας”.
Στις 30 Απριλίου 1975 οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ αποχωρούν ηττημένες από το Βιετνάμ και στην Ελλάδα το Συμβούλιο Εφετών Αθήνών θα ανοίξει τον δρόμο για την δίκη των 104 χουντικών. Το δικαστήριο θα αποφασίσει να τιμωρήσει με την θανατική ποινή την κορυφαία τριανδρία της Χούντας, τους Παπαδόπουλο, Παττακό και Μακαρέζο και θα καταδικάσει σε ισόβια τους Ιωαννίδη, Σπαντιδάκη, Ζωιτάκη, Λαδά, Λέκκα, Ρουφογάλη, Μπαλόπουλο και Κ. Παπαδόπουλο. «Μία ώρα αφότου ανακοινώθηκαν οι ποινές, η κυβέρνηση γνωστοποίησε την πρόθεσή της να μετατρέψει “αυτεπαγγέλτως” το “εις θάνατον” σε ισόβια, κρίνοντας ότι αυτό ήταν απαραίτητο για “να πρυτανεύσει υψηλόν αίσθημα πολιτικής ευθύνης».
Ο Ελευθεράτος τονίζει ότι η πολιτεία επέλεξε να ρίξει στα μαλακά, εκτός από την ηγεσία της Χούντας, και τους βασανιστές. Το αστικό κράτος είχε φτιάξει ένα κουκούλι για να τυλίξει μέσα τους βασανιστές του λαού. Αυτό το περιβάλλον θα λειτουργούσε σαν θερμοκήπιο για τις νεοφασιστικές ομάδες. Στις 31 Ιουλίου 1978 ανακοινώνεται η σύλληψη εννέα “εθνοσοσιαλιστών” που κατηγορούνται για αρπαγή εκρηκτικών μηχανισμών απο στρατιωτική μονάδα, μηχανισμών που χρησιμοποιήθηκαν σε βομβιστικές επιθέσεις. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν ένας έφεδρος αξιωματικός, ο μετέπειτα αρχηγός της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος, γνωστός από την συμμετοχή του στους ξυλοδαρμούς δημοσιογράφων στην κηδεία του βασανιστή Μάλλιου.
Το κίνημα που ζητούσε το ξήλωμα των χουντικών θα πάρει έκφραση στους φοιτητές και τα πανεπιστήμια. Από το φθινόπωρο του 1974 οι Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων αρχίζουν να εκλέγουν επιτροπές αποχουντοποίησης σε κάθε σχολή. «Σπουδαστές της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης απείχαν από τα μαθήματα και φοιτητές της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης έκαναν κατάληψη στο κτίριο της σχολής τους, ζητώντας την απομάκρυνση δύο καθηγητών τους οποίους θεωρούσαν ακραιφνείς χουντικούς». Με γρήγορο ρυθμό ανάλογες κινητοποιήσεις απλώθηκαν στα Πανεπιστήμια της Πάτρας και Αθήνας, στο ΕΜΠ και αλλού.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο συγγραφέας στην προσπάθεια του Καραμανλή να ταυτίσει την Αριστερά με τους νοσταλγούς της Χούντας και τους νεοφασίστες με την χρήση του όρου “Αριστεροχουντισμός”, μίας πρώιμης παραλλαγής της θεωρίας των δύο άκρων. Η ρεφορμιστική αριστερά δεν απέφυγε την παγίδα. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού επέκριναν ορισμένες θέσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με το σκεπτικό ότι θα μπορούσαν να θρέψουν ιδεολογήματα όπως ο αριστεροχουντισμός. Όπως γράφει «Ειδικότερα αποδοκιμάζονταν ορισμένα πλακάτ που σε πρόσφατη συγκέντρωση πρόβαλαν τις εξής πολιτικές θέσεις : “Κάτω το κράτος της Δεξιάς”, “Κάτω ο Καραμανλής”, “Στην εξουσία η εργατιά και η αγροτιά”. Ο Ριζοσπάστης σχολίασε ότι όλα αυτά κινούνταν “εντελώς έξω και ενάντια στα καυτά λαϊκά δημοκρατικά αιτήματα της στιγμής”. Χαρακτηρισε δε την προβολή τους ως ανευθυνότητα που “εξυπηρετούσε αντικειμενικά τους ύποπτους και σκοτεινούς κύκλους της ανωμαλίας».
Σημαντικό μέρος κατέχει στο βιβλίο το απεργιακό κίνημα που πρωταγωνίστησε στην Μεταπολίτευση. Την πρώτη μεταπολιτευτική επταετία θα ανέβει κατακόρυφα η συμμετοχή στις απεργίες. «Στις αρχές Οκτωβρίου 1974, μία απόλυση στην εταιρεία National Can στην Ελευσίνα έδωσε το έναυσμα για την απεργία που συνήθως αναφέρεται ως η πρώτη εργοστασιακή στην Μεταπολίτευση» με σύνθημα “Τα θέλουμε όλα” που παρέπεμπε στον Μάη του 68'. Ο Υπουργός Συντονισμού Παπαληγούρας θα χαρακτηρίσει τις απεργίες “περίεργη μόδα”. Οι απεργοί διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς από 20% έως 40% και συλλογικές συμβάσεις εργασίας για να αντισταθμίσουν τον γύψο και στα μεροκάματα που είχε εφαρμόσει η Χούντα και για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό που ροκάνιζε το εργατικό εισόδημα. Πέρα από τα οικονομικά αιτήματα οι εργάτες αξίωναν να σταματήσουν οι αυταρχικές πρακτικές στους χώρους δουλειάς και να ξηλωθούν οι άνθρωποι της Δικτατορίας που κατείχαν θέσεις διευθυντών και προϊσταμένων τμημάτων.
Η κυβέρνηση του Καραμανλή με την ψήφιση του Ν. 6/1975 με εισηγητή τον Υπουργό απασχόλησης Λάσκαρη θα καταβάλει προσπάθειά να διασώσει τις παλιές διοικήσεις των σωματείων που είχαν διοριστεί από την Χούντα. Οι απεργίες όμως θα συνεχίσουν να αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό. Απεργίες με διάρκεια όπως στα μεταλλεία της ΜΑΔΕΜ ΛΑΚΚΟ με 82 ημέρες και στη χαρτοποιϊα Μακεδονική Εταιρεία Λαδόπουλου (ΜΕΛ) με 110 ημέρες, στην ΛΑΡΚΟ, στην ΠΥΡΚΑΛ, στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στην ΠΙΤΣΟΣ και την Ιζόλα. Απεργίες στην βιομηχανία, τις συγκοινωνίες, τις τράπεζες και την οικοδομή. Οι πρώτες “άγριες” απεργίες της Μεταπολίτευσης προκύπτανε χωρίς να υπάρχει απαραίτητα επίσημη συνδικαλιστική κάλυψη. Οι απεργίες οργανώνονταν από συνελεύσεις εργαζομένων, συντονιστικές ή εργοστασιακές επιτροπές. Ο νόμος 330 ήρθε για να βάλει εμπόδια στις πολιτικές απεργίες, τις απεργίες αλληλεγγύης και αυτές που δεν περιορίζονταν στην διατύπωση μισθολογικών αιτημάτων. Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας «Βάσει του Ν. 330, τελικά θα απολυθούν 15.000 συνδικαλιστές του βιομηχανικού τομέα. Από την άλλη πλευρά οι απεργίες δεν σταμάτησαν στην Ελλάδα. (...) Το μπρα ντε φερ συνεχίστηκε και σε πλήθος περιπτώσεων ο Ν.330 ήταν αυτός που εμπράκτως καταργήθηκε». Κλιμάκωση της κρατικής καταστολής της περιόδου σήμαναν η εμφάνιση των αυρών και η συγκρότηση των ΜΑΤ.
Οι απεργίες είχαν ως αποτέλεσμα μισθολογικές αυξήσεις. Σε αυτό το επίπεδο δόθηκε μάχη έτσι ώστε η ετήσια ποσοστιαία αύξηση των μισθών να είναι μεγαλύτερη του πληθωρισμού. Το ΠΑΣΟΚ που θα κερδίσει τις εκλογές το 1981 και θα σχηματίσει κυβέρνηση θα αναγκαστεί να παραχωρήσει την ανά τετράμηνο Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ).
Κάτω από την πίεση που ασκούσαν η Αριστερά και τα συνδικάτα ο Καραμανλής προσπάθησε να διαχειριστεί τον ελληνικού καπιταλισμό σε αυτήν την νέα περίοδο με σκοπό “την ένταξη κρίσιμων τομέων της οικονομίας στον κρατικό έλεγχο”. Ξεκινώντας από τις τρείς τράπεζες του Ανδρεάδη Εμπορική, Ιονική, Επενδύσεων θα κρατικοποιήσει τις αστικές συγκοινωνίες και τα διυλιστήρια Ασπροπύργου που ανήκαν στον Νιάρχο. Ταυτόχρονα τα κέρδη της βιομηχανίας θα ευνοηθούν ιδιαίτερα από τις κρατικές επιδοτήσεις παρά τα παράπονα του προέδρου του ΣΕΒ Μαρινόπουλου περί “σοσιαλμανίας”.
Οι συναυλίες έγραψαν ένα δικό τους κεφάλαιο στην ιστορία των κινήσεων συμπαράστασης-και υλικής στήριξης- σε απεργούς. Γνωστοί μουσικοί έσπευδαν σε θέατρα και κινηματογράφους της Αθήνας και άλλων πόλεων όπου εξελίσσονταν απεργίες και χρειάζονταν στήριξη οι απεργοί. Το 1977 η Μαρία Φαραντούρη τραγούδησε για τους σιδηρουργούς του Βόλου, η Μαρία Δημητριάδη, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Μεράντζας, ο Γιάννης Κούτρας για τους εργαζόμενους στην Philips, η Δημητριάδη, ο Κούτρας, η Θωμαΐδη για το προσωπικό της Shelman. Αργότερα στις 19 Δεκεμβρίου 1983 οι Σιδηρόπουλος, Αρλέτα, Ex Humans κ.α. συμμετείχαν σε συναυλία του ΑΚΟΕ στο Σπόρτινγκ με τίτλο “Για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας”.
Συναυλία διαμαρτυριας ήταν και εκείνη που έγινε στις 9 Δεκεμβρίου 1976 για την οποία σημειώνει ο Ελευθεράτος. «Χιλιάδες άνθρωποι παρακολούθησαν συναυλία του Μάνου Λοϊζου με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Γιώργο Νταλάρα και τη Χαρούλα Αλεξίου. Ήταν μία συναυλία διαμαρτυριας για την λογοκρισία στην τέχνη, και ειδικότερα για την απόφαση της ΕΡΤ να κόψει έξι τραγούδια από το άλμπουμ του Μάνου Λοϊζου Τα τραγούδια μας σε στίχους Φώντα Λάδη». Η λογοκρισία απλώθηκε σε όλες τις μορφές τέχνης. Στον κινηματογράφο από το Χάπι Ντέι του Παντελή Βούλγαρη και το 1922 του Νίκου Κούνδουρου μέχρι το Ice του Ρόμπερτ Κράμερ και το Todo modo του Έλιο Πέτρι. «Το πρώτο μεταπολιτευτικό χτύπημα της λογοκρισίας σε βάρος θεατρικού έργου στόχευσε την αφίσα της παράστασης του Γιώργου Μιχαηλίδη Η μάχη της Αθήνας (Δεκέμβρης 1944)» ενώ «Αστυνομία και Χωροφυλακή απαγόρευαν ή διέκοπταν παραστάσεις έργων, όπως το Παραμύθι χωρίς όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη».
Η ακτινογράφηση του συγγραφέα στην Μεταπολίτευση εκτείνεται στον τύπο, τον αθλητισμό και την μουσική. «Ακόμα και οι στριπτιζέζ τραγουδούσανε Όταν σφίγγουν το χέρι» θυμήθηκε κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης, για τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Από την πτώση της χούντας και ως την χαραυγή της δεκαετίας του 1980 το πολιτικό τραγούδι κυριάρχησε καταλυτικά. Αυτό, τα αντάρτικα και τα ρεμπέτικα συνέθεσαν το ακλόνητο soundtrack της εποχής. Η ροκ θα εισβάλει αργότερα στο μουσικό προσκήνιο ανάμεσα στην νεολαία και τα φεστιβάλ της Αριστεράς. Ο κινηματογράφος γνώρισε μία μεγάλη άνθηση μέσα από την οποία εκφράστηκε η ριζοσπαστικοποίηση της μεταπολίτευσης και η δίψα του κόσμου για ταινίες με προοδευτικό πολιτικό-ιδεολογικό πρόσημο. Γαβράς, Αγγελόπουλος αλλά και Μάρκο Φερέρι και Στάνλει Κιούμπρικ σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στις αίθουσες.
Ο Διονύσης καταφέρνει να πλέξει την ιστορία της Μεταπολίτευσης κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πενήντα χρόνια μετά από “την έφοδο στον ουρανό” της εργατικής τάξης, η εμπειρία είναι πολύτιμη σήμερα για την επαναστατική αριστερά που είναι μεγαλύτερη και με πιο βαθιές ρίζες στους εργατικούς χώρους έτσι ώστε αυτήν την φορά οι αγώνες να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου.