Άρθρο
Κυβέρνηση χωρίς σωσίβιο

Εξώφυλλο του τευχους 105

Οι επιλογές της κυρίαρχης τάξης βρίσκονται σε αδιέξοδο όπως εξηγεί ο Πάνος Γκαργκάνας.

Τα αποτελέσματα της τριπλής εκλογικής αναμέτρησης στις 18 και 25 Μάη επιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά την μαζική στροφή προς τα αριστερά και μάλιστα με πιο εμφατικό τρόπο από τις εκλογές του 2012. Όσοι υπολόγιζαν ότι ο κόσμος κουράστηκε να παλεύει και να ελπίζει στην Αριστερά διαψεύστηκαν.

Αυτή τη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται με τέσσερις μονάδες διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, οι συνεργαζόμενες δυνάμεις της συγκυβέρνησης έχασαν τη μάχη στην Περιφέρεια της Αττικής, ενώ οι δυνάμεις της αριστεράς πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ που είχαν συμπιεστεί στο 5,31% το 2012, διατήρησαν το 8,21% αυτή τη φορά, σχεδόν τρεις μονάδες ή περίπου 140 000 ψήφους παραπάνω.(1)

Όλα αυτά μέσα σε συνθήκες όπου όλα τα ΜΜΕ προεξοφλούσαν ότι νικητής των Ευρωεκλογών θα ήταν η «ευρωσκεπτικιστική» ακροδεξιά πριμοδοτώντας τη Χρυσή Αυγή με τον αέρα της Λεπέν στη Γαλλία και του UKIP στη Βρετανία. Η προσπάθεια των νεοναζί να μεταμφιεστούν σε «διωκόμενους πατριώτες» τους έφερε ένα 9,39%, ποσοστό προκλητικό αλλά όχι ικανό να σβήσει τη νίκη της Αριστεράς.

Το πολιτικό τοπίο που προδιαγράφουν αυτά τα αποτελέσματα είναι μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα μια ισχυρή αριστερή αντιπολίτευση πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κι όμως, ο τόνος που επικρατεί στη συζήτηση για τα αποτελέσματα των εκλογών είναι «έ, δεν έγινε και ανατροπή». Πρακτικά, οι ηττημένοι δίνουν τον τόνο. Από το ίδιο το βράδυ των εκλογών ο Πρετεντέρης άρχισε το μοτίβο ότι «υπάρχει Προεδρική πλειοψηφία» και τρεις βδομάδες και έναν ανασχηματισμό αργότερα, ο ίδιος ο Σαμαράς σε συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής ισχυρίζεται ότι δεν θα γίνουν πρόωρες εκλογές γιατί η κυβέρνηση μπορεί να συσπειρώσει αρκετούς «ανεξάρτητους» βουλευτές για να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Για τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο αυτό είναι παρηγοριά, για να καλλιεργούν τα σενάρια ότι έχουν χρόνο για να πάρουν τη ρεβάνς στις βουλευτικές εκλογές που «αργούν ακόμα». Αλλά όλα αυτά στηρίζονται στην ιδέα ότι ο χρόνος θα δουλεύει υπέρ τους. Μια ιδέα άτοπη, γιατί και η κυβέρνηση βγήκε εξασθενημένη από τις κάλπες και η αντίληψη ότι τα μνημόνια ανήκουν στο παρελθόν είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Μπορεί η ΝΔ να μεταμφιεστεί;

Τα Σαμαρικά επιτελεία της ΝΔ υπολογίζουν ότι μπορούν να επαναπατρίσουν τους χαμένους ψηφοφόρους τους μέσα από μια διπλή προσέγγιση: σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής σε συνδυασμό με χαλάρωση της μνημονιακής πολιτικής. Υποτίθεται ότι έτσι παίρνουν υπόψη τους τα μηνύματα της κάλπης, τόσο την πανευρωπαϊκή άνοδο της ρατσιστικής ακροδεξιάς, όσο και την οργή από τις συνεχείς περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών υπηρεσιών.

Μια πρώτη απάντηση σε αυτούς τους σχεδιασμούς δόθηκε ήδη από τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών, όπου επιχειρήθηκε αυτή η συνταγή. Η υποψηφιότητα του Άρη Σπηλιωτόπουλου στην Αθήνα υπηρέτησε αυτή τη λογική. Ήταν ένα στέλεχος που είχε μείνει έξω από κυβερνητικά καθήκοντα το προηγούμενο διάστημα, άρα θεωρητικά μπορούσε να πάρει αποστάσεις από συγκεκριμένα μέτρα και να αξιοποιήσει το λεγόμενο «μέρισμα από το πρωτογενές πλεόνασμα». Παράλληλα, δεν δίστασε να φέρει την ισλαμοφοβία στην πρώτη γραμμή της προεκλογικής εκστρατείας δηλώνοντας αντίθετος στη ανέγερση τζαμιού στο κέντρο της Αθήνας.

Το αποτέλεσμα ήταν μια τρανταχτή αποτυχία. Για πρώτη φορά η ΝΔ έμεινε στην Αθήνα χωρίς υποψήφιο στο δεύτερο γύρο. Και ακόμα και ο Καμίνης που ήταν ο κυβερνητικός υποψήφιος στο δεύτερο γύρο με το πλεονέκτημα ακόμη μεγαλύτερων αποστάσεων από την κυβερνητική πολιτική ως «ανεξάρτητος», τελικά επικράτησε οριακά απέναντι στον Σακελλαρίδη του ΣΥΡΙΖΑ.

Συνολικά η αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στα ακροδεξιά ανοίγματα της ΝΔ και σε ένα «αναθεωρημένο» προφίλ στην οικονομική πολιτική αποδεικνύεται δύσκολη επιχείρηση. Αυτό φάνηκε και στον ανασχηματισμό που σαν κύριο χαρακτηριστικό έχει την αμηχανία των μετακινήσεων. Τι είδους «φρεσκάρισμα» της κυβέρνησης είναι να διαδέχεται ο Βορίδης τον Γεωργιάδη στο υπουργείο Υγείας; Ακόμη πιο έντονη την οσμή της συνέχειας αναδίδει η τοποθέτηση του Γκίκα-Χαρδούβελη στο πόστο του Στουρνάρα με ταυτόχρονη μετάθεση του τελευταίου στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το αποτυχημένο επιτελείο της κυβέρνησης Παπαδήμου που διαχειρίστηκε το «κούρεμα» με το PSI, τώρα θα διαχειριστεί τη νέα διαπραγμάτευση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ο Σαμαράς έρχεται πιο κοντά στην προοπτική να έχει την τύχη του Παπαδήμου. Και σίγουρα δεν θα του δώσουν λύση τεχνάσματα όπως η υπουργοποίηση Γιακουμάτου που τριγυρνούσε στα κανάλια λέγοντας ότι ο Σόιμπλε είναι προβοκάτορας του …ΣΥΡΙΖΑ.

Το υπόβαθρο αυτής της κατάστασης είναι βέβαια οι εξελίξεις στο επίπεδο της οικονομίας που αποκλείουν κάθε χαλάρωση της λιτότητας. Αυτό το δήλωσε ανοιχτά ο Σόιμπλε, αλλά ακόμη πιο δηλωτική της κατάστασης είναι η απόφαση του Ντράγκι να ρίξει ξανά τα επιτόκια και να προσφέρει νέο πακέτο φτηνού χρήματος στις τράπεζες ύψους 400 δις ευρώ.

Υποτίθεται ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται πια σε ανάκαμψη, έστω κι αν χρειάστηκαν έξη χρόνια βουτιάς και απέραντα πακέτα διάσωσης προς το τραπεζικό σύστημα. Θεωρητικά αυτό σημαίνει προσπάθεια να επιστρέψουν οι Κεντρικές Τράπεζες σε «ομαλά» επίπεδα επιτοκίων εγκαταλείποντας τις πολιτικές «έκτακτης ανάγκης». Σε αυτή τη συλλογιστική λογοδοτεί η τακτική της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ που μειώνει σταδιακά τα ποσά με τα οποία τροφοδοτούσε τις τράπεζες το προηγούμενο διάστημα. Παράταση της πολιτικής της «ποσοτικής χαλάρωσης» εγκυμονεί κινδύνους για νέες κερδοσκοπικές φούσκες σαν αυτές που έσκασαν το 2007-8.

Ωστόσο, μπροστά στην παρατεινόμενη στασιμότητα ή έστω το αναιμικό της όποιας ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ προτιμάει το ρίσκο με τις νέες φούσκες και ανοίγει περισσότερο τους κρουνούς για το τραπεζικό σύστημα. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να είναι ευάλωτες, με μεγάλα «τοξικά» ή μη εξυπηρετούμενα δάνεια, και μια τυχόν νέα οικονομική ύφεση θα σήμαινε γρήγορη επιδείνωση της κατάστασής τους. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, η ¨ανάπτυξη» στην Ευρωζώνη θα είναι επιπέδου 1% το 2014. Το νέο πακέτο Ντράγκι είναι η επιβεβαίωση για το πόσο χάλια είναι η κατάσταση.

Όπως το διατύπωσε ο γερμανός οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ σε συνέντευξή του στη Ντόιτσε Βέλε που δημοσίευσε το in.gr:

«Κίνδυνος νέας τραπεζικής κρίσης;

Ποιοι είναι όμως οι κίνδυνοι όταν διοχετεύεται τόσο φθηνό χρήμα στην αγορά, όπως στην παρούσα φάση;

«Θα πρέπει να εξετάσει κανείς την κατάσταση. Είναι γεγονός ότι η ευρωζώνη εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξαιρετικά αδύναμη οικονομική θέση. Διαπιστώνουμε ότι ο πληθωρισμός κινείται κάτω από τους στόχους της ΕΚΤ και υπό αυτή την έννοια είναι, νομίζω, λογικό να προσπαθείς ως κεντρική τράπεζα να αξιοποιήσεις όλα τα διαθέσιμα εργαλεία. Μπορεί να πρόκειται για ένα μικρό βήμα, ωστόσο βοηθά τις τράπεζες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, καθώς η αναχρηματοδότησή τους γίνεται πιο φθηνή».

Τι θα γίνει όμως όταν η αναχρηματοδότησή τους γίνει και πάλι πιο ακριβή; Θα βρεθούμε τότε ενώπιον της επόμενης τραπεζικής κρίσης; «Δεν θα το πήγαινα τόσο μακριά. Το ζητούμενο είναι να αυξηθούν και πάλι τα επιτόκια, αλλά αργά και σταθερά. Όσο έχουμε αυτή την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη -και δεν πιστεύω να υπάρξει ξαφνικά μια ραγδαία ανάπτυξη στην ευρωζώνη τα επόμενα τρία, τέσσερα χρόνια- τα επιτόκια αυτά ταιριάζουν στην περίσταση. Παράλληλα έχεις τη δυνατότητα να εγκαταλείψεις σταδιακά την πολιτική αυτή των χαμηλών επιτοκίων και να την επαναφέρεις σε φυσιολογικά επίπεδα, χωρίς να υπάρξουν αναταράξεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος» «.(2)

Και βέβαια αν ισχύει η πρόβλεψη «δεν πιστεύω να υπάρξει ξαφνικά μια ραγδαία ανάπτυξη στην ευρωζώνη τα επόμενα τρία, τέσσερα χρόνια» για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, τότε ισχύει περισσότερο για τον ελληνικό καπιταλισμό και τους άλλους ουραγούς της περιφέρειας.

Το ανύπαρκτο σωσίβιο της Κεντροαριστεράς

Ένας άλλος τρόπος που γίνεται προσπάθεια να κρυφτεί η ήττα της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι μέσα από τη θεωρία ότι αν προσθέσουμε τα ποσοστά της Ελιάς με το Ποτάμι και τη ΔΗΜΑΡ αναδεικνύεται μια μεγάλη σταθεροποιητική πολιτική δύναμη επιπέδου 16%. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν προχωρήσει η συνεργασία αυτού του χώρου, τότε αλλάζουν τα δεδομένα και η πρωτιά της Αριστεράς χάνει τη σημασία της.

Προφανώς αυτός ο μύθος μπορεί να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ηγεσίας Βενιζέλου (που βρίσκεται υπό αμφισβήτηση), αλλά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Και οι τρεις συνιστώσες του κατέγραψαν ήττες και έχουν μπροστά τους μια περίοδο κρίσης μάλλον παρά δυναμικής ανόδου.

Αυτό είναι προφανές στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ που γνώρισε μια εκλογική συντριβή. Αλλά ισχύει και για το Ποτάμι που προσδοκούσε διψήφια ποσοστά και σκάλωσε γύρω στο 6%. Για ένα σχηματισμό χωρίς δομές, που στηρίχτηκε στη μιντιακή προβολή του σαν «κάτι νέο», η αποτυχία αυτή σημαίνει ότι θα έχει δυσκολίες ακόμη και να επαναλάβει το ποσοστό που πήρε την πρώτη φορά.

Αντίστοιχα, το 8% της Ελιάς μπορεί να είναι πάνω από το σκορ που έδιναν οι δημοσκοπήσεις, αλλά είναι τέσσερις μονάδες κάτω από την επίδοση του ΠΑΣΟΚ το 2012. Η συρρίκνωση συνεχίζεται, έστω κι αν ο ρυθμός δεν ήταν τόσο καταστροφικός όσο στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ.

Ακριβώς επειδή αυτή είναι η πραγματική κατάσταση, έχουν αρχίσει να ακούγονται οι φωνές για αναπροσανατολισμό αυτού του χώρου προς τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κανένας δεν πιστεύει ότι τα προβλήματα της συγκυβέρνησης και της ΝΔ θα οδηγήσουν σε ενίσχυση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου. Αντίθετα, όλο και περισσότεροι παράγοντες της κεντροαριστεράς βλέπουν το μέλλον τους δεμένο με την προοπτική συμμετοχής σε μια συμμαχική κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το είπε ο Κουβέλης και μαζί του η πλειοψηφία της ηγεσίας στη ΔΗΜΑΡ, το έγραψε ο Σκανδαλίδης στα ΝΕΑ, ο αέρας φυσάει προς τα εκεί.

Αυτό με τη σειρά του επιδεινώνει την κατάσταση της ΝΔ. Μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε το επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει υποψήφιους κυβερνητικούς συμμάχους. Ξαφνικά, αυτός που μπορεί να μείνει με μόνο πιθανό σύμμαχο τη Χρυσή Αυγή είναι ο Σαμαράς.

Γι’ αυτό άλλωστε τα κυβερνητικά παπαγαλάκια κάνουν ό,τι μπορούν για να ειρωνευτούν αυτή τη στροφή. Πρωτοστατεί ο Πρετεντέρης που εκθείαζε τη ΔΗΜΑΡ όταν μπήκε στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά βρίσκει εξωφρενική κάθε σκέψη για συνεργασία ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ.

Το πραγματικό ζήτημα που ανοίγεται μπροστά μας μέσα από τις εξελίξεις στο χώρο της Κεντροαριστεράς δεν είναι αν ο Βενιζέλος θα καταφέρει να δώσει αληθοφάνεια στους ισχυρισμούς του Σαμαρά ότι μπαίνουμε σε «μεταμνημονιακή εποχή», αλλά αν οι ζυμώσεις στο χώρο Ελιά-Ποτάμι-ΔΗΜΑΡ θα διευκολύνουν μια μεγαλύτερη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά.

Οι επιλογές της ηγεσίας Τσίπρα

Η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές χωρίς να αυξήσει τα ποσοστά του, έχει ανοίξει μια συζήτηση για το αν χάθηκε η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και πώς μπορεί να την ανακτήσει.

Υπάρχουν προσεγγίσεις κοινωνιολογικές που ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντλεί πλέον ψήφους από τα μεσοστρώματα ή και αστικά κομμάτια, αλλά χάνει έδαφος στις εργατικές περιοχές. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Το πανελλαδικό ποσοστό είναι 26,57%, αλλά στο Περιστέρι ανεβαίνει στο 34,88%, στη Νίκαια στο 34,27% και στη Νέα Ιωνία στο 33,28%, ενώ στη Φιλοθέη πέφτει στο 16,80% και στην Εκάλη στο 7,83%. Επίσης στην επαρχία υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις αγροτικές περιοχές και στις πρωτεύουσες των νομών π.χ. στον Έβρο το ποσοστό είναι 15,56% αλλά μέσα στην Αλεξανδρούπολη ανεβαίνει στο 19,84%, και στην Αχαία η Πάτρα δίνει 36,58% αλλά η Ακράτα 24,57%.

Αντίστοιχα, το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημειώνουν τα καλύτερα αποτελέσματά τους στις εργατικές περιοχές, ανεβάζοντας το άθροισμα στο 45-46% στο Αιγάλεω, στο Περιστέρι και τη Νίκαια.

Υπάρχει ένα μαζικό ρεύμα της εργατικής τάξης προς τα αριστερά, με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει το μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά να μην διαθέτει μεγάλο οργανωτικό έλεγχο πάνω σε αυτό το ρεύμα. Ένας τρόπος για να δούμε αυτή την εικόνα είναι να θυμηθούμε τις επιδόσεις των συνδικαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές στα συνδικάτα: δεν συγκρίνονται με τα ποσοστά που παίρνει στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Ένας άλλος τρόπος είναι η σύγκριση με τις δημοτικές εκλογές. Στην Πετρούπολη ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 32,49% στις ευρωεκλογές, αλλά το ΚΚΕ κέρδισε το Δήμο με 26,28% στον πρώτο γύρο και 53% στο δεύτερο. Παρόμοια στην Πάτρα του 36,58% ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ πήρε το Δήμο με 25,06% στον πρώτο γύρο και 63,55% στο δεύτερο.

Η ηγεσία Τσίπρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή την αντίφαση με κλασικά εκλογικίστικο τρόπο. Ο προσανατολισμός δεν είναι να αποκτήσει μεγαλύτερες οργανωτικές ρίζες μέσα στην εργατική τάξη, αλλά να κάνει μεγαλύτερα ανοίγματα σε δεξαμενές ψηφοφόρων προς τα δεξιά του.

Αυτή η αντιμετώπιση ήταν ορατή όλο το προηγούμενο διάστημα και εντείνεται μετά τις εκλογές. Οι υποσχέσεις για μια «Νέα Κοινωνική Συμφωνία» στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ (που περιλαμβάνουν «χαμηλότερο ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις»!), αλλά και οι χειρισμοί στήριξης της υποψηφιότητας Γιουνκέρ με το σκεπτικό ότι έτσι ενισχύεται ο θεσμικός εκδημοκρατισμός της ΕΕ, δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Αυτός ο προσανατολισμός ενισχύεται μετεκλογικά και από τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά αλλά και στους Ανεξάρτητους Έλληνες. Η εκλογικίστικη αντίληψη βλέπει ευκαιρίες για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να απορροφήσει ψήφους που διαρρέουν από τον Καμμένο, τον Κουβέλη ή το Ποτάμι αν προσαρμόσει την πολιτική του ακόμη πιο κοντά προς αυτό το χώρο.

Πίσω από αυτές τις επιλογές βρίσκεται μια σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για το κόμμα που είναι πιο κοντά στον Τόνι Μπλερ παρά στον Ανδρέα Παπανδρέου του 1981. Το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ είχε τότε ισχυρές κλαδικές οργανώσεις που έλεγχαν το συνδικαλισμό και ένα τεράστιο δίκτυο τοπικών οργανώσεων. Αργότερα ήρθαν οι εκσυγχρονισμοί που κλάδεψαν τους οργανωτικούς δεσμούς με την εργατική τάξη και αναβάθμισαν την «επικοινωνιακή πολιτική» ως το άλφα και το ωμέγα της κομματικής τακτικής. Ο κίνδυνος να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ παραπέμπει πιο πολύ στην περίοδο Σημίτη παρά στο 1981.

Ωστόσο, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο Τσίπρας, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που πρέπει να πάρουμε υπόψη. Η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να αντιπαρατεθεί σε αυτές τις κινήσεις γιατί πάσχει από υποτίμηση για τις δυνατότητες του κινήματος. Χρειάζεται μια καθαρή απάντηση στο ερώτημα μήπως έχει καμφθεί η δυναμική του κόσμου που παλεύει.

Χωρίς μια τέτοια απάντηση οι απόψεις π.χ. του Παναγιώτη Λαφαζάνη για «νέα ριζοσπαστικοποίηση»(3) μπορεί να μένουν κενό γράμμα μπροστά στη δυσπιστία όσων υιοθετούν τις αντιλήψεις της κάμψης.

Υπάρχει κάμψη της εργατικής αντίστασης;

Επιφανειακά είναι πολύ εύκολο να ζωγραφίσει κανείς μια εικόνα που μεταφέρει τις ευθύνες των ηγεσιών της Αριστεράς στις πλάτες του κόσμου. Το 2010-2012 είχαμε μια πανεργατική απεργία κάθε έξη βδομάδες κατά μέσο όρο, είχαμε κίνημα στις πλατείες, είχαμε ανατροπή των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου με εκρήξεις οργής την 28η Οκτωβρίου του 2011 και στις 12 Φλεβάρη του 2012. Στα δυο χρόνια που ακολούθησαν από τότε πολλοί αναρρωτιούνται ξανά και ξανά «Μα πού είναι δυο εκατομμύρια άνεργοι και δεν βγαίνουν στους δρόμους»;

Η εξυπονοούμενη απάντηση είναι ότι κουράστηκαν. Όμως αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά που είδαμε και βλέπουμε όλο αυτό το διάστημα. Αν το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η κόπωση, τότε τι είναι αυτό που δίνει τη δύναμη σε μια χούφτα καθαρίστριες να δίνουν τη θρυλική μάχη τους; Από πού αντλούν το σθένος οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ να ξεσηκώνουν την αλληλεγγύη για τον αγώνα τους ένα χρόνο μετά το μαύρο; Πώς μπορεί να ερμηνευτεί το κύμα των αντιφασιστικών κινητοποιήσεων που έφερε τα πάνω κάτω μετά τη δολοφονία Φύσσα σπάζοντας την ασυλία των νεοναζί της Χρυσής Αυγής και οδηγώντας τη ΝΔ να μην μπορεί να αξιοποιήσει τους Μπαλτάκους της;

Η πραγματική εικόνα είναι ότι η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης όχι μόνο δεν ανακόπηκε, αλλά προχώρησε πιο πέρα από εκεί που είχε φτάσει τα προηγούμενα χρόνια. Μια σειρά από χώρους προσπάθησαν να οργανώσουν αγώνες διαρκείας ενάντια στις μνημονιακές επιθέσεις. Οι εκπαιδευτικοί, οι διοικητικοί των ΑΕΙ και ΤΕΙ, οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ, οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία έδωσαν σκληρές μάχες και προσπάθησαν να συντονιστούν για να ξεφύγουν από το φρενάρισμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Μπορεί να μην κατάφεραν να σπάσουν τον γραφειοκρατικό έλεγχο, αλλά έδειξαν ξεκάθαρα τα προχωρήματα στη σκέψη χιλιάδων εργαζόμενων, την αναζήτηση της οργάνωσης από τα κάτω και της κλιμάκωσης πέρα από τη συμβολική διαμαρτυρία.

Μόνο αν έχουμε αυτά τα προχωρήματα κατά νου μπορούμε να καταλάβουμε τη στροφή αριστερά που καταγράφεται στις εκλογές των σωματείων και έφτασε να αλλάξει τους συσχετισμούς στην κορυφή της ΑΔΕΔΥ. Και βέβαια μόνο με αυτές τις εικόνες μπορούμε εξηγήσουμε πώς την ώρα της πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανακάμπτουν από το στρίμωγμα των ποσοστών τους τον Ιούνη του 2012.

Σίγουρα αυτή η ανάκαμψη είναι αντιφατική. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραδείγματος χάρη, είδε τις ψήφους της να πέφτουν από τις 130 000 της 18 Μάη στις 40 000 των ευρωεκλογών. Αλλά πότε άλλοτε η επαναστατική αριστερά είχε 130 000 ψηφοφόρους; Αν αυτό δεν είναι δείγμα της παραπέρα ριζοσπαστικοποίησης μέσα στην εργατική τάξη, τότε τι είναι; Επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη μια Κυριακή και αποτυχία την άλλη;

Μεγάλο τμήμα αυτής της πολιτικοποίησης έχει χαλαρούς δεσμούς με την οργανωμένη αριστερά και μπορεί να στηρίζει ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο σωματείο, ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές και ΚΚΕ στις δημοτικές. Αλλά αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξή της, ούτε ακυρώνει την απειλή που αντιπροσωπεύει για τους Σαμαροβενιζέλους. Αντίθετα, αναδεικνύει τις δυνατότητες για κοινή δράση της Αριστεράς και την αναγκαιότητα για πολιτική και συνδικαλιστική συγκρότηση μιας νέας εργατικής πρωτοπορίας.

Ο σεχταρισμός δεν συγκροτεί

Η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρεί ότι αυτή συγκρότηση μπορεί να γίνει με την περιχαράκωση της δικής της επιρροής και τις διαρκείς καταγγελίες για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η πιο συστηματική προσπάθεια για τέτοιο «τσιμεντάρισμα» έγινε στην προεκλογική περίοδο με τον Ριζοσπάστη να επανέρχεται καθημερινά στο μοτίβο «η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ» και «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η αστική εφεδρεία».

Κάποιες στιγμές αυτός ο σεχταρισμός φτάνει σε τραγικό σημείο, όπως όταν αντιμετώπισε την προσπάθεια των εκπαιδευτικών να οργανώσουν απεργία διαρκείας ως «τυχοδιωκτισμό». Άλλες φορές γίνεται απλά ευτράπελος, όπως όταν προσπαθούσε να καταγγείλει τον Πέτρο Κωνσταντίνου ότι διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή προεκλογικά στο Δήμο της Αθήνας.

Σε κάθε περίπτωση όμως είναι αναποτελεσματικός και για το κίνημα και για το ίδιο το ΚΚΕ. Σε επίπεδο κινήματος, το πιο απλό παράδειγμα ήταν ίσως η στάση του ΚΚΕ την ημέρα της πορείας στα γραφεία της Χρυσής Αυγής αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Χιλιάδες αγωνιστές έδιναν μάχη για να γίνει εκείνη η πορεία. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε ταχθεί ενάντια στην πορεία προειδοποιώντας για «προβοκάτσιες». Η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε μια μεσημεριανή συναυλία σαν άλλοθι για την αποχή της από την πορεία. Δεν σεβάστηκε ούτε το δικό της κόσμο που τις προηγούμενες μέρες διαδήλωνε μαζί με όλους στους δρόμους όπου είχε γίνει ο φόνος του Φύσσα.

Η αναποτελεσματικότητα του σεχταρισμού, όμως, εκφράστηκε και στο εκλογικό επίπεδο. Ένα από τα καλύτερα αποτελέσματα του ΚΚΕ στις 18 Μάη ήταν στην Περιφέρεια Αττικής με τον Θανάση Παφίλη να συγκεντρώνει το 10,66%. Όταν όμως στο δεύτερο γύρο η ηγεσία του ΚΚΕ κάλεσε αυτόν τον κόσμο να μην διαλέξει ανάμεσα στον Σγουρό και τη Δούρου, η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι το 55% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ πήγε στη Δούρου, ένα 10% πήγε στον Σγουρό και μόλις ένας στους τρεις ακολούθησε την κομματική γραμμή.

Χωρίς πολιτικές πρωτοβουλίες και δράση, οι συνεχείς καταγγελίες δεν βοηθάνε την συγκρότηση των πρωτοπόρων αγωνιστών. Το βάρος πέφτει στην επαναστατική αριστερά να προσπαθήσει να καλύψει αυτό το κενό.

Τι να κάνουμε

Η ανάγκη για άμεσες πρωτοβουλίες στήριξης του κόσμου που παλεύει φάνηκε πολύ γρήγορα μετά τις εκλογές. Στις 11 Ιούνη, τη μέρα που συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το μαύρο στην ΕΡΤ, ένας κοινός συντονισμός κατάφερε να συνενώσει διαθέσιμους της εκπαίδευσης, εργαζόμενους από τα ΜΜΕ, τα ΑΕΙ, τα νοσοκομεία, και άλλους χώρους όπως την Ιντρακόμ σε απεργιακό συλλαλητήριο το μεσημέρι στην Κλαυθμώνος και σε πορεία που κατάληξε στο πλευρό των καθαριστριών στο υπουργείο Οικονομικών. Το ίδιο απόγευμα χιλιάδες συγκεντρώθηκαν έξω από το Ραδιομέγαρο και την ERTopen. Αυτός ο συντονισμός προγραμμάτιζε να συνεδριάσει ξανά στις 16 Ιούνη, ενώ το Συντονιστικό των Νοσοκομείων ετοίμαζε την απεργία στις 18 Ιούνη.

Η στήριξη, η μονιμοποίηση και η διεύρυνση τέτοιων συντονισμών είναι ίσως το πιο επείγον από τα άμεσα καθήκοντα. Με δοσμένη την προκλητική αδράνεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την προσπάθεια της κυβέρνησης να συνεχίσει τις επιθέσεις που έχει συμφωνήσει με την Τρόικα, τέτοιες πρωτοβουλίες είναι απαραίτητες σε όλα τα μέτωπα. Όχι μόνο στο πλευρό της ΕΡΤ, των Καθαριστριών και των διαθέσιμων που αντιστέκονται, αλλά και ενάντια στις συγχωνεύσεις σχολείων και ενάντια στην αναζήτηση νέας «δεξαμενής» διαθεσιμοτήτων στους Δήμους και ενάντια στον νέο γύρο περικοπών στις συντάξεις.

Αντίστοιχες ανάγκες προβάλλουν στο αντιφασιστικό μέτωπο. Η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να αξιοποιήσει το εκλογικό αποτέλεσμά της για να αποκτήσει ξανά ασυλία για την εγκληματική δράση της και η Νέα Δημοκρατία είναι πρόθυμη να παζαρέψει ποιοι νεοναζί θα πέσουν στα μαλακά ανάλογα με τις ανάγκες της για το πώς θα βγαίνουν τα κουκιά στη Βουλή. Το κίνημα έχει κερδίσει να υπάρχει πολιτική αγωγή στη δίκη της Χρυσής Αυγής, αλλά αυτή η μάχη χρειάζεται στήριξη. Δεν πρέπει να αφήσουμε να ξαναστηθούν οι γέφυρες των Μπαλτάκων με τους Κασιδιάρηδες. Ούτε να αφήσουμε τους Χρυσαυγίτες να παριστάνουν τα «θύματα σκευωρίας». Οι αντιφασίστες σε κάθε γειτονιά έχουν άμεσα καθήκοντα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καλύτερες δυνατότητες να ανταποκριθεί σε αυτές τις πρωτοβουλίες από κάθε άλλη φορά. Υπάρχουν περισσότεροι εκλεγμένοι στους Δήμους, στις Περιφέρειες και στα συνδικάτα που μπορούν να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια. Τα δημοτικά σχήματα που στηρίχτηκαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούν να προωθήσουν τη συνεργασία όχι μόνο αναμεταξύ τους αλλά και με τις τοπικές ΕΛΜΕ, τα σωματεία των εργαζομένων στα Νοσοκομεία της περιοχής τους και τους συλλόγους των εργαζομένων στους Δήμους έτσι ώστε σε κάθε γειτονιά να υπάρχει ασπίδα προστασίας ενάντια στα κλεισίματα, τις απολύσεις αλλά και τις φασιστικές επιθέσεις.

Η οικοδόμηση ενός τέτοιου δίκτυου θα προσανατολίσει και την υπόλοιπη αριστερά στη στήριξη των αγώνων. Παράλληλα, όμως, χρειάζεται ενίσχυση της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Ο κόσμος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έδωσε τη μάχη των εκλογών με υπερπροσπάθεια, ενεργοποιώντας πάνω από δυο χιλιάδες υποψηφιότητες σε όλα τα εκλογικά μέτωπα, έχει την προσδοκία ότι δεν θα επαναληφθούν τα προηγούμενα λάθη της συμπόρευσης. Όχι πια διαπραγματεύσεις σε κλειστά δωμάτια όπου γίνεται κοπτοραπτική προγραμμάτων. Η στάση το Σχεδίου Β που επέμενε σε μια πατριωτική αντιμετώπιση του Ευρώ χωρίς ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν δικαιώθηκε, ούτε μπόρεσε να καλύψει τις αδυναμίες της πίσω από μια προσωποκεντρική εκστρατεία του Αλέκου Αλαβάνου.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν «τρόμαξε» αγωνιστές, αλλά συσπείρωσε την μεγαλύτερη ως τώρα απήχηση. Προτεραιότητα τώρα δεν έχει η προετοιμασία για την επόμενη εκλογική μάχη, αλλά η αξιοποίηση όλου αυτού του δυναμικού στις πρωτοβουλίες που έχει ανάγκη ο κόσμος του αγώνα. Να μπούμε μπροστά στη μάχη για την ανατροπή της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, να δείξουμε στην πράξη ότι ο αντικαπιταλισμός είναι δύναμη για όλα τα βήματα μπροστά που κάνει η τάξη μας εδώ και τώρα.

(1) Περίπου 100 00 ψήφους παραπάνω από το 2012 πήρε το ΚΚΕ και σχεδόν 40 000 παραπάνω τα ψηφοδέλτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

(2) in.gr | Deutsche Welle «Συμβολική κίνηση» τα μέτρα Ντράγκι.

(3) Βλέπε Εφημερίδα των Συντακτών της Πέμπτης 12 Ιούνη