Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες
Amory Gethin, Clara Martinez – Toledano, Thomas Piketty,
με ένα επίμετρο για την Ελλάδα 1974-2019 των Πάνου Τσούκαλη και Νίκου Στραβελάκη
460 σελίδες, 28€
Εκδόσεις Τόπος
Ο κεντρικό στόχος του βιβλίου «Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος, είναι να απαντήσει σε δυο απλά αλληλένδετα ερώτημα: πρώτον, γιατί έχουν πάψει οι εργάτες να ψηφίζουν τα «αριστερά, σοσιαλδημοκρατικά, κομμουνιστικά και πράσινα κόμματα». Δεύτερον, γιατί έχουν εγκαταλείψει τα κόμματα αυτά τα -βασικά κάποτε- αιτήματα της αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου; Και μάλιστα όλα αυτά την ίδια ακριβώς στιγμή που το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ –και συνεχίζει να διευρύνεται ολοένα και περισσότερο.
«Οι ανισότητες του εισοδήματος και του πλούτου έχουν αυξηθεί σημαντικά σε πολλές περιοχές του κόσμου από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα» γράφουν οι συγγραφείς στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο. «Αυτή η εξέλιξη σημειώθηκε μετά από μια περίοδο σχετικής ισότητας, από το 1950 μέχρι το 1980, η οποία συνοδεύτηκε από μια συμπεριληπτική ανάπτυξη και επέκταση των κρατών πρόνοιας. Παρ’ όλα αυτά αυτή η μεταστροφή δεν οδήγησε σε ευρέως διαδεδομένα αιτήματα για αναδιανομή ή στην αναζωπύρωση των ταξικών συγκρούσεων. Αντί αυτού, στις περασμένες δεκαετίες παρατηρήθηκε μια αύξηση των διάφορων μορφών ταυτοτικά προσδιορισμένων πολιτικών, όπως αυτές εκφράστηκαν με την ψήφο για το Brexit και την επιτυχία ξενοφοβικών κομμάτων στην Ευρώπη, με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία και του Ναρέντα Μόντι στην Ινδία».1
Από πρώτη άποψη το ερώτημα που θέτει το βιβλίο έχει μια απλοϊκή και εύκολη απάντηση: οι εργάτες εγκαταλείπουν την Αριστερά ακριβώς γιατί έχει εγκαταλείψει αυτή τα «ταξικά ζητήματα» για να στραφεί «στην woke κουλτούρα» και τον «δικαιωματισμό» -την κλιματική αλλαγή, τα τρανς άτομα ή τους πρόσφυγες. Αυτή είναι η απάντηση που δίνει, για παράδειγμα, η Ζάρα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία –που διέσπασε την Die Linke για να φτιάξει ένα κόμμα που θα μπορεί να ανταγωνίζεται το ημιφασιστικό AfD «στο δικό του γήπεδο». Προφανώς αυτή η απάντηση δεν είναι μόνο θεωρητικά λάθος αλλά και πολιτικά επικίνδυνη.2
Το βιβλίο προσπαθεί να σκιαγραφήσει τις απαντήσεις σε αυτά ερωτήματα μέσα από μια συγκριτική μελέτη που επεκτείνεται σε πενήντα διαφορετικές «δημοκρατικές»3 χώρες. Η μελέτη στηρίζεται σε έναν συνδυασμό στατιστικών δεδομένων, εκλογικών αποτελεσμάτων και δημοσκοπήσεων –με έμφαση στα exit polls– που δίνουν μια ιδέα για το πώς ψήφισαν οι ψηφοφόροι ανά ηλικιακή ομάδα, εισόδημα, επάγγελμα, μορφωτικό επίπεδο κλπ. Στη συνέχεια τα δεδομένα αυτά «ενοποιήθηκαν» έτσι ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ τους και η εξαγωγή συμπερασμάτων. Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει τις μισές μόνο χώρες (αυτές που έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το ελληνόφωνο κοινό) ενώ έχει και ένα επίμετρο για την Ελλάδα γραμμένο από τον Πάνο Τσούκαλη και τον Νίκο Στραβελάκη.
Η «ενοποίηση» των δεδομένων απαιτεί πρώτα απ’ όλα έναν «πρακτικό ορισμό της κοινωνικής τάξης». Για τον Μαρξ το καθοριστικό στοιχείο, αυτό που χωρίζει μεταξύ τους τις τάξεις, είναι η σχέση τους με τα μέσα παραγωγής. Οι περισσότερες μελέτες προσπαθούν συνήθως να προσεγγίσουν πρακτικά αυτή τη σχέση μέσω του επαγγέλματος. Το βιβλίο αυτό στηρίχτηκε αντίθετα (και εν γνώση των προβλημάτων που έχει αυτή η επιλογή) σε «δυο συμπληρωματικούς δείκτες των θέσεων των ατόμων στην κοινωνική ιεραρχία: εισόδημα και μόρφωση».4
Ένα δεύτερο στοιχείο που απαιτεί η «ενοποίηση» είναι έναν ορισμό του «κόμματος ή των κομμάτων υπέρ φτωχών». Το βιβλίο έχει έναν κατάλογο με τα «κόμματα των χαμηλόμισθων» ανά χώρα. Στο παράρτημα για την Ελλάδα οι Τσούκαλης και Στραβελάκης κατέταξαν με την ίδια μεθοδολογία στην «οικογένεια των αριστερόστροφων κομμάτων» το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ/ΣΥΝ, το ΚΚΕ, την ΔΗΜΑΡ και το ΜΕΡΑ25.5 Το βασικό κριτήριο πίσω από αυτήν την κατάταξη δεν είναι η ιδεολογία ή οι πολιτικές θέσεις των κομμάτων όσο η «σταθερή» εκλογική τους σχέση το φτωχότερο του πληθυσμού: «Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, ορίζουμε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (με την ευρεία έννοια) ως τα μόνα υπέρ φτωχών για όλο το διάστημα από το 1948 ως το 2020».6 Με αυτόν τον τρόπο η ομάδα του Πικετί (οι συγγραφείς του βιβλίου δηλαδή) έχει κατατάξει στα «κόμματα των χαμηλόμισθων» το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, το Κογκρέσο της Ινδίας και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (το κόμμα του Ερντογάν) της Τουρκίας.
Η μελέτη κατέγραψε μια «εντυπωσιακή μακροχρόνια εξέλιξη», όπως γράφει ο Πικετί στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που ασχολείται με την «μεταβαλλόμενη δομή της πολιτικής σύγκρουσης» σε τρεις ισχυρές χώρες –τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία.7 «Στις δεκαετίες του 1950-1960 η ψήφος για την ‘αριστερή πτέρυγα’ συνδεόταν με τους χαμηλότερα εισοδηματικά και μορφωτικά ψηφοφόρους… Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 η ψήφος στην αριστερή πτέρυγα έχει σταδιακά συνδεθεί με τους ψηφοφόρους υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου, καθιστώντας εύλογη την πρότασή μου να βάλουμε το ταμπελάκι ‘πολλαπλών ελίτ’ στο κομματικό σύστημα των δεκαετιών 2000-2010: οι ελίτ ως προς την μόρφωση ψηφίζουν την Αριστερά ενώ οι ελίτ υψηλών εισοδημάτων/μεγάλου πλούτου ψηφίζουν ακόμη τη Δεξιά. Δηλαδή η Αριστερά έχει γίνει το κόμμα της διανοητικής ελίτ ενώ η Δεξιά μπορεί να θεωρηθεί το κόμμα της επιχειρηματικής ελίτ». Αυτή η τάση (με λίγες μόνο εξαιρέσεις, ανάμεσά τους και η Ελλάδα όπως εξηγούν στο επίμετρο οι Τσούκαλης και Στραβελάκης) εμφανίζεται -αν και με διαφορετικές ταχύτητες- σε όλες τις δυτικές τουλάχιστον δημοκρατίες της μελέτης.
Ο Πικετί ονομάζει «βραχμανική»8 αυτή την Αριστερά της «διανοητικής ελίτ». Στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης οι επιμελητές (Τσούκαλης και Στραβελάκης) είναι ακόμα πιο εκφραστικοί: «πολλά αριστερά κόμματα φαίνεται να χάνουν τις ρίζες τους στα λαϊκά στρώματα και αντ’ αυτού να έχουν καταληφθεί από τα ανώτερα μορφωτικά στρώματα. Αυτή η συνθήκη πιθανώς εξηγεί την κυριαρχία της δικαιωματικής ατζέντας στην Αριστερά, όπως και τον παραγκωνισμό της αναδιανεμητικής πολιτικής σε μια εποχή έντονης εισοδηματικής ανισότητας».
Ο Πικετί και η ομάδα του χρησιμοποιεί τους όρους «κόμμα υπέρ των φτωχών», «κόμμα των χαμηλόμισθων», «σοσιαλδημοκρατία» για να περιγράψει τα κόμματα της «βραχμανικής αριστεράς». Υπάρχει όμως ένας πολύ καλύτερος όρος που μπορεί να περιγράψει τα (περισσότερα τουλάχιστον από τα) κόμματα που περιλαμβάνει στις λίστες των 50 χωρών το βιβλίο: ρεφορμιστική αριστερά. Κόμματα «αστικά-εργατικά» όπως τα ονόμαζε ο Λένιν.
Η εκλογική συρρίκνωση των αριστερών κοινοβουλευτικών κομμάτων και οι διάρρηξη των σχέσεων τους, ακόμα και εκλογικά, με την εργατική τους βάση δεν οφείλεται στην «κατάληψή τους» από την «διανοητική ελίτ» αλλά στην κρίση τους. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των κομμάτων ήταν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα για την διαχείριση του συστήματος που θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις. Ένα πρόγραμμα «οικονομικής ανάπτυξης, με κέντρο το κράτος, προς όφελος του λαού και του τόπου» όπως έλεγε ένα παλιό σύνθημα του ΚΚΕ. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960 αυτό έμοιαζε εφικτό: ο καπιταλισμός βρισκόταν σε διαρκή άνοδο και οι εργοδότες ήταν διατεθειμένοι να μοιράσουν κάποια από τα κέρδη τους με τους εργάτες τους, με αντάλλαγμα την εργασιακή (και πολιτική) ειρήνη. Αυτό δεν ήταν κάτι το οποίο επέλεξαν μόνοι τους: τους επιβλήθηκε συχνά από το ίδιο το εργατικό κίνημα με πολύ σκληρούς αγώνες. Τον Οκτώβρη του 1956 οι μεταλλεργάτες στη Γερμανία, για παράδειγμα, κατέβηκαν σε απεργία για τα επιδόματα ασθενείας και γύρισαν στη δουλειά τους ύστερα από 114 ημέρες –νικητές.
Αυτό που έκλεισε αυτή την περίοδο των εύκολων αυταπατών ήταν η κρίση «του στασιμοπληθωρισμού» της δεκαετίας του 1970. Ο Κεϋνσιανισμός9 -που υποτίθεται ότι είχε σώσει τον καπιταλισμό από την τάση του να πέφτει σε κρίσεις, είχε αποτύχει. Η διέξοδος για τους καπιταλιστές ήρθε το 1979 με την επικράτηση της Μάργκαρετ Θάτσερ στην Αγγλία και του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού –δηλαδή την επιστροφή στην εποχή της ασυδοσίας του κεφάλαιου και των ολοένα και μεγαλύτερων ανισοτήτων. Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού κυβερνητικά προγράμματα ικανά να γεφυρώσουν τις ταξικές αντιθέσεις δεν υπάρχουν –ούτε στη φαντασία.
Σήμερα ακόμα και η μικρότερη εργατική διεκδίκηση παίρνει αυτόματα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Αλλά το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η «σοσιαλδημοκρατία» (όλα αυτά τα αριστερά, δημοκρατικά και πράσινα κόμματα που παρουσιάζει το βιβλίο) είναι να στραφεί ενάντια στο σύστημα. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους ίδιους τους εργάτες. Το βιβλίο κάνει απλά λάθος όταν γράφει ότι η «μεταστροφή» από την εποχή της σχετικής ισότητας στην εποχή της ολοένα και πιο διευρυνόμενης ανισότητας δεν οδήγησε «στην αναζωπύρωση των ταξικών συγκρούσεων». Οδήγησε «με το καλημέρα σας» σε τεράστιες ταξικές συγκρούσεις. Στη Βρετανία οι ανθρακωρύχοι κατέβηκαν σε μια απεργία που κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο την εποχή της Θάτσερ. Και μέσα στις τέσσερεις δεκαετίες που έχουν περάσει από τότε το εργατικό κίνημα έχει γράψει μερικές από τις πιο ηρωϊκές του σελίδες –και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Το πρόβλημα δεν είναι η «σοσιαλδημοκρατία» που έχει χάσει την διάθεσή της για μεταρρυθμίσεις και την σχέση της με την εργατική τάξη. Το πρόβλημα είναι η επαναστατική αριστερά που δεν έχει καταφέρει να καλύψει το κενό. Προς το παρόν.
Σημειώσεις
1. Σελίδα 17
2. Η Βάγκενκνεχτ ευθυγραμμίστηκε, για παράδειγμα, με το ρατσιστικό AfD μετά την δολοφονική επίθεση στο Ζόλιγκεν τον περασμένο Αύγουστο: «όποιος επιτρέπει την ανεξέλεγκτη μετανάστευση», δήλωσε, «εισπράττει την ανεξέλεγκτη βία».
3. Δημοκρατικό θεωρείται το σύστημα «στο οποίο οι πολιτευόμενοι χάνουν εκλογές και αποχωρούν όταν χάνουν», σελίδα 37.
4. Σελίδα 34
5. Σελίδα 375
6. Προφανώς εφ’ όσον υπήρχαν για όλο αυτό το διάστημα.
7. Σελίδα 101
8. Οι Βραχμάνοι είναι η κάστα των ιερέων της Ινδίας
9. Ο Κευνσιανισμός ήταν το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα από τη δεκαετία του 1930 ως τη δεκαετία του 1980. Οι ιδέες του Κέυνς για τον κρατικό παρεμβατισμό ήταν αποδεκτές από όλο το πολιτικό φάσμα της εποχής -συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς.