Αφίσα που τιμά την εξέγερση στο θωρηκτό Ποτέμκιν
Ο Γιώργος Πίττας παρουσιάζει τα γεγονότα που εγκαινίασαν την περίοδο πολέμων και επαναστάσεων στον εικοστό αιώνα.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1905 μια ειρηνική διαδήλωση 200.000 εργατών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, σφαγιάστηκε από τα στρατεύματα του Τσάρου στην Αγία Πετρούπολη, την πρωτεύουσα τότε της ρωσικής αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό, που έμεινε γνωστό ως Ματωμένη Κυριακή, πυροδότησε μια επανάσταση που παρέλυσε το ρωσικό κράτος για ένα χρόνο, πυροδότησε εξεγέρσεις στις πόλεις, στην ύπαιθρο και στο στρατό, και μέσα σε συνθήκες μαζικής Γενικής Απεργίας γέννησε τελικά μια βραχύβια αλλά γνήσια εργατική δημοκρατία.
Η Ρωσία του 1905 ήταν μια τεράστια αυτοκρατορία, μια άτεγκτη απολυταρχία που κυβερνιόταν από τον Τσάρο. Η βαθιά αντιδραστική τσαρική Ρωσία είχε παίξει στο παρελθόν τον ρόλο του χωροφύλακα σε μια σειρά χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης βοηθώντας άλλα καθεστώτα να καταπνίξουν εξεγέρσεις που ξέσπαγαν ενάντια στην απολυταρχία όπως συνέβη στο κύμα επαναστάσεων του 1848. Αλλά ο κόσμος άλλαζε με ταχύτητες μεγάλες.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ ο καπιταλισμός κάλπαζε στις ΗΠΑ και στις χώρες της Δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, η καθυστερημένη οικονομικά και πολιτικά ρωσική αυτοκρατορία ασθμαίνοντας προσπαθούσε να ακολουθήσει τους ανταγωνιστές της στην παγκόσμια σκακιέρα. Ένας τεράστιος αγροτικός πληθυσμός 150 εκατομμυρίων ανθρώπων ζούσε σε συνθήκες στα όρια μεταξύ απόλυτης φτώχειας και λιμοκτονίας ενώ η γη παρέμενε στα χέρια των πλούσιων γαιοκτημόνων. Η καθυστέρηση δεν ήταν μόνο οικονομική. Θρησκοληψία και σκοταδισμός συνδυασμένος μαζί με την απόλυτη καταστολή ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούσε η απολυταρχία για να κρατάει τον πληθυσμό σιδεροδέσμιο και να τσακίζει αυθόρμητες εξεγέρσεις και κάθε φωνή που πάλευε για την ανατροπή της.
Όμως ο διεθνής ανταγωνισμός πίεζε την τσαρική Ρωσία να κάνει άλματα, τουλάχιστον οικονομικά. Ξεκινώντας από την ανάγκη να εξοπλίσει με σύγχρονα μέσα τους στρατούς της η Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα προχώρησε σε μια ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη. Δημιουργήθηκαν τεράστια εργοστάσια που παρήγαγαν όπλα και υφάσματα, σιδηροδρομικό δίκτυο που συνέδεε τις γρήγορα αναπτυσσόμενες πόλεις. Οι επενδύσεις και οι τεχνικές από την Ευρώπη οδήγησαν σε τεράστια άλματα στην παραγωγή σιδήρου και πετρελαίου. Ο αριθμός των εργαζομένων στα εργοστάσια αυξήθηκε από 1,4 εκατομμύρια σε 2,4 εκατομμύρια μεταξύ 1890 και 1900.
«Δεν υπάρχει ακόμη κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε επαναστατικός λαός στην Ρωσία» έγραφε στις 7 Γενάρη του 1905 η «Απελευθέρωση», μια φιλελεύθερη εφημερίδα που έφτανε παράνομα στην Ρωσία, τυπωμένη στο εξωτερικό.1 Αλλά στις 9 Γενάρη, πριν ακόμη το φύλλο καλά-καλά φτάσει στη Ρωσία, μια επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει. Στην πραγματικότητα, παραφράζοντας την εφημερίδα, αυτό που δεν υπήρχε στην Ρωσία ήταν μια επαναστατική αστική τάξη που θα έμπαινε μπροστά για να γκρεμίσει την απολυταρχία όπως στην Γαλλία τον 18ο αιώνα, παίρνοντας η ίδια την πολιτική εξουσία στα χέρια της. Η ψοφοδεής αστική τάξη της Ρωσίας προτιμούσε να συμβιβάζεται με τις παραχωρήσεις που της έδινε η τσαρική εξουσία αδυνατώντας να φέρει σε πέρας τον ιστορικό της ρόλο.
Η εργατική τάξη της Ρωσίας μπορεί να ήταν νέα και μικροσκοπική σε σύγκριση με το σύνολο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας αλλά δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια –αντιμέτωπη με ένα καθεστώς που εξασφάλιζε για τους αστούς κέρδη και για τους εργάτες πείνα και καταστολή. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα την βρήκαν να μπαίνει σε αγώνες. Οι εργαζόμενες της κλωστοϋφαντουργίας, κυρίως γυναίκες, προχώρησαν σε απεργίες στην Αγία Πετρούπολη το 1896 και ακολούθησαν οι εργάτες σιδήρου και χάλυβα το 1902-3. Η ρωσική κοινωνία ήταν σαν ξερό λιβάδι και σπίθα για την επανάσταση έγινε ο αιματηρός ρωσοϊαπωνικός πόλεμος του 1904 που όξυνε τις αντιθέσεις και μετατράπηκε σε ταπεινωτική ήττα για τον τσάρο Νικόλαο Β'. Το αντιπολεμικό συναίσθημα συνδέθηκε με την οργή των εργατών για την πτώση των μισθών και τις άθλιες συνθήκες. Το αποτέλεσμα ήταν εκρηκτικό.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1905 στην Αγία Πετρούπολη προκηρύχθηκε απεργία από ένα «ημι-νόμιμο» σωματείο με επικεφαλής έναν ιερέα. Ο «παπα-Γκαπόν» δεν ήταν επαναστάτης, αντίθετα είχε τις καλύτερες σχέσεις με τη διαβόητη μυστική αστυνομία του Τσάρου από την οποία είχε πάρει άδεια για μια διαδήλωση με εργατικά αιτήματα. Οι εργάτες που διαδήλωναν δεν κράταγαν πανό και σημαίες αλλά εξαπτέρυγα και εικόνες της Παναγίας και του ίδιου του Τσάρου και πήγαιναν στα ανάκτορα να «παρακαλέσουν» τον «μεγάλο πατερούλη». Το αίτημά τους προς τον Τσάρο άρχιζε ως εξής: «Ήρθαμε σε σένα, Μεγαλειότατε, για να ζητήσουμε δικαιοσύνη και προστασία». Ο Τσάρος έβαλε τα στρατεύματά του να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές, δολοφονώντας περίπου 1.000 και τραυματίζοντας 2.000.
Η σφαγή συγκλόνισε την εργατική τάξη της Ρωσίας. Ο Λέον Τρότσκι περιγράφει: «Ένα φοβερό κύμα απεργιών σάρωσε όλη τη χώρα. Σύμφωνα με κατά προσέγγιση υπολογισμούς η απεργία απλώθηκε σε 122 πόλεις και κωμοπόλεις, σε διάφορα ορυχεία στην λεκάνη του ποταμού Ντόνετς και τους σιδηρόδρομους. Οι προλεταριακές μάζες ταρακουνήθηκαν μέχρι τα έγκατα της ύπαρξής τους. Ένα εκατομμύριο περίπου άνδρες και γυναίκες συμμετείχαν στην απεργία. Χωρίς κανένα σχέδιο, χωρίς καν να προβάλει κάποια αιτήματα, υπακούοντας μόνο στο ένστικτο της αλληλεγγύης, σταματώντας και ξεκινώντας, η απεργία κυριάρχησε σχεδόν για δύο ολόκληρους μήνες στη χώρα».2
Από τα εργοστάσια, η εξέγερση απλώθηκε στους αγρότες, στους φαντάρους, τους ναύτες, τις καταπιεσμένες εθνότητες της τσαρικής αυτοκρατορίας. Στις 14 Ιούνη ξέσπασε ανταρσία στο θωρηκτό Ποτέμκιν η οποία κατεστάλη με τους πρωταίτιους να οδηγούνται παραδειγματικά στην κρεμάλα και σε καταναγκαστικά έργα. Απεργοί και εξεγερμένοι σε όλη τη χώρα ήταν αντιμέτωποι με φυλακίσεις, εξορίες, δολοφονίες, επιθέσεις της αστυνομίας, του στρατού και συμμοριών που χρηματοδοτούνταν από τον Τσάρο προκαλώντας πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. Ταυτόχρονα, ο Τσάρος άρχισε να υπόσχεται «Δούμα», κοινοβούλιο δηλαδή, προκειμένου να εκτονώσει την πίεση. Αυτό βέβαια θα είχε «συμβουλευτικό χαρακτήρα» με τον ίδιο να έχει δικαίωμα βέτο σε οποιαδήποτε απόφαση του.
Στην πράξη και στην καθημερινή ζωή των εργατών λίγα πράγματα άλλαξαν. Το εργατικό κίνημα ξέσπασε με νέα ορμή τον Σεπτέμβριο του 1905. Πρώτοι κατέβηκαν σε απεργία οι στοιχειοθέτες στα τυπογραφεία της Μόσχας απαιτώντας να πληρώνονται για τα σημεία στίξης. Η απεργία εξαπλώθηκε στην Αγία Πετρούπολη και στη συνέχεια στα τρένα σε ολόκληρη τη χώρα, με τους σιδηροδρομικούς να απαιτούν οκτάωρο, πολιτικές ελευθερίες, συντακτική συνέλευση και καθολική ψηφοφορία για όλο τον πληθυσμό. Ακολούθησε ολόκληρη η εργατική τάξη. Ο τηλέγραφος, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, τα καταστήματα, τα εργοστάσια μετάλλων και κλωστοϋφαντουργίας, ακόμη και τα δικαστήρια παρέλυσαν. Στα μέσα Οκτωβρίου κηρύχθηκαν γενικές απεργίες στις περισσότερες πόλεις.
Στις μαζικές συγκεντρώσεις και τις συνελεύσεις που συνόδευαν τις απεργίες, οι απεργοί συζητούσαν τακτικές και πολιτικές ιδέες. Μέσα σε λίγους μήνες, εργάτες, που είχαν συνηθίσει να τρέμουν την εξουσία, άρχισαν να αμφισβητούν τις επικρατούσες ιδέες και να απαιτούν αυξήσεις, δικαιώματα, ισότητα. Μέσα από την κοινή δράση έσπαγε ο αντισημιτισμός. Στην ηγεσία τους αναδεικνύονται επαναστάτες όπως ο Τρότσκι που ήταν Εβραίος.
Οι Γυναίκες, οι εργαζόμενες Γυναίκες, μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο, συμμετέχοντας στην πρώτη γραμμή της επανάστασης. Η ρωσίδα επαναστάτρια Αλεξάνδρα Κολλοντάι γράφει αργότερα: «Στα επαναστατικά χρόνια του 1905 και 1906 η γυναίκα εργάτρια συνειδητοποίησε επίσης τον κόσμο γύρω της. Βρισκόταν παντού. Αν θέλαμε να καταγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες συμμετείχαν σε αυτό το κίνημα, να απαριθμήσουμε τις περιπτώσεις της ενεργού διαμαρτυρίας και του αγώνα τους, να αποδώσουμε πλήρως την αυτοθυσία και την πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού, θα έπρεπε να περιγράψουμε τα γεγονότα της επανάστασης σκηνή προς σκηνή… Το 1905 δεν υπήρχε γωνιά στην οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια γυναίκα να μη λέει την άποψή της και να απαιτεί νέα δικαιώματα».3
Όπως σημειώνει η Έμμα Ντέιβις συγγραφέας του βιβλίου “Ένας επαναστατικός οδηγός για την Αλεξάνδρα Κολλοντάι”: «Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι, μέλος του Μπολσεβίκικου Κόμματος, εργαζόταν για να συντονίσει τις προσπάθειες των εργατριών. Μοίραζε παράνομα υλικό στα εργοστάσια, οργάνωνε γυναικείες συναντήσεις».4 Το 1905 για πρώτη φορά οι γυναίκες ψηφίζουν και συμμετέχουν σε όργανα διοίκησης - Που; Στα εργατικά συμβούλια.
Σοβιέτ
Η μαζική απεργία συνδύασε τον αγώνα για οικονομικά δικαιώματα με τον αγώνα για πολιτική εκπροσώπηση. Αλλά έκανε και κάτι άλλο τεράστιας σημασίας. Με την επαναστατική της ορμή, παραμέρισε τους φραγμούς μεταξύ των εργαζομένων σε διαφορετικούς χώρους εργασίας και σε διαφορετικές πόλεις, δημιουργώντας τις πρώτες δημοκρατικές οργανώσεις ολόκληρης της εργατικής τάξης –τα εργατικά συμβούλια, στα ρώσικα τα Σοβιέτ. Έτσι η Ρωσία του 1905 έγινε η γενέτειρα όλων των παρόμοιων θεσμών εργατικής αυτοοργάνωσης και δημοκρατίας που μέσα στον 20ο αιώνα έκαναν ξανά και ξανά την εμφάνισή τους σε μια σειρά από μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Τα σοβιέτ είχαν σαν βάση τους το κάθε εργοστάσιο και χώρο δουλειάς όπου οι εργάτες και οι εργάτριες συγκεντρώνονταν, συζητούσαν, έπαιρναν και υλοποιούσαν αποφάσεις. Αντιπρόσωποι των σοβιέτ, που εκλέγονταν από τους χώρους εργασίας τους και ήταν άμεσα ανακλητοί, συμμετείχαν σε κεντρικά σοβιέτ που κάλυπταν συνοικίες, ολόκληρες πόλεις. Στα σοβιέτ, τα πιο μαχητικά κομμάτια των εργαζομένων έρχονταν σε επαφή με τα πιο «καθυστερημένα», εμπειρίες ανταλλάσονταν, με αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση και αυτοπεποίθηση για το σύνολο της τάξης. Επιβάλλοντας εργατικό έλεγχο, οι εργάτες-τριες καταλάβαιναν το μέγεθος της δύναμής του απέναντι στα αφεντικά ενώ ταυτόχρονα έβλεπαν στην πράξη πως μπορούσαν να κάνουν και χωρίς αυτά.
Στις 13 Οκτωβρίου το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης συνεδρίασε για πρώτη φορά με 43 αντιπροσώπους. Στο αποκορύφωμά του, τέσσερις εβδομάδες αργότερα, 562 αντιπρόσωποι αντιπροσώπευαν 200.000 εργάτες από 147 εργοστάσια και 16 διαφορετικά συνδικάτα. Σοβιέτ δημιουργήθηκαν σε πολλές πόλεις. Τα σοβιέτ άρχισαν να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει μέσα στην τσαρική αυτοκρατορία. Στην Αγία Πετρούπολη το σοβιέτ έστελνε απεργούς να περιφρουρήσουν τα εργοστάσια απέναντι στα αφεντικά και τις δυνάμεις καταστολής αλλά και τις γειτονιές από αντισημιτικά πογκρόμ. Είχε τη δική του εφημερίδα και οργάνωνε την κατάληψη τυπογραφείων για την εκτύπωσή της. Εξέδιδε απεργιακές οδηγίες και εξασφάλιζε ότι τα τηλεγραφήματα θα μετέφεραν τις αποφάσεις του σε κάθε χώρο εργασίας. Τα τρένα ταξίδευαν, μόνο, για να μεταφέρουν τους αντιπροσώπους του Σοβιέτ στις συνεδριάσεις.
Το Σοβιέτ εξελίσσονταν σε κάτι πολύ περισσότερο από μια απεργιακή επιτροπή, σε αυτό που ο Λέων Τρότσκι –ο ηλικίας μόλις 26 ετών πρόεδρος του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης– αποκαλούσε έμβρυο της εργατικής εξουσίας και βάση για μια δημοκρατική εναλλακτική λύση στον τσαρισμό. Όπως έγραφε: «Το σοβιέτ οργάνωνε τις εργαζόμενες μάζες, κατηύθυνε τις πολιτικές απεργίες και διαδηλώσεις, όπλιζε τους εργάτες και προστάτευε τον πληθυσμό από τα πογκρόμ... Το όνομα “κυβέρνηση των εργατών” που έδωσαν οι ίδιοι οι εργάτες από τη μια και ο αντιδραστικός τύπος από την άλλη ήταν μια έκφραση του γεγονότος ότι το σοβιέτ ήταν πράγματι μια κυβέρνηση των εργατών σε εμβρυακό επίπεδο».5
Ο Τσάρος αναγκάστηκε να υποσχεθεί σύνταγμα και νομοθετική συνέλευση, αλλά οι υποσχέσεις του για δημοκρατία ήταν ένας αντιπερισπασμός για τη βίαιη καταστολή της επανάστασης. Ένα κομμάτι των αντιπροσώπων στα Σοβιέτ αναγνώρισε τον κίνδυνο. Όμως σε διάφορα σημεία σε όλη τη χώρα οι εργάτες, πανηγυρίζοντας για τη νίκη τους, άρχισαν να επιστρέφουν στις δουλειές τους. Το σοβιέτ διέκοψε την απεργία. Αλλά μόλις δέκα ημέρες αργότερα, ξέσπασε ένα νέο κύμα αγώνα.
Αυθόρμητα, οι εργάτες σε διάφορα εργοστάσια μετάλλου άρχισαν να αγωνίζονται για το οκτάωρο, σταματώντας την εργασία μετά από οκτώ ώρες. Το σοβιέτ επέκτεινε τη δράση σε όλες τις βιομηχανίες μετάλλου και κλωστοϋφαντουργίας. Σε μια συνοικία της Αγίας Πετρούπολης οι εργάτες βγήκαν από τα εργοστάσια κρατώντας κόκκινα πανό και τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα. Το εργατικό κίνημα αποτέλεσε έμπνευση για όλους τους καταπιεσμένους. Στην ύπαιθρο οι αγρότες άρχισαν να οργανώνονται για να καταλάβουν τη γη και να παρακρατούν το ενοίκιο που «όφειλαν» στους γαιοκτήμονες. Στην Πολωνία οι εργάτες ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εθνική καταπίεση με τα δικά τους αιτήματα στο πλευρό των αδελφών τους στη Ρωσία. Τον Νοέμβριο οι ναύτες και οι στρατιώτες στασίασαν ξανά στο φρούριο της Κρονστάνδης.
Η συνδυασμένη απειλή των απεργιών, της εξέγερσης των καταπιεσμένων εθνοτήτων, των αγροτικών ταραχών και της ανταρσίας στο στράτευμα ήταν σοβαρή για το κράτος. Κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος στις επαρχίες, στην Πολωνία και στην Κρονστάνδη, όπου οι στασιαστές απειλήθηκαν με θάνατο. Το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης κάλεσε σε απεργία ενάντια στην καταστολή. Η απάντηση ήταν μαζική. Οι εργάτες κατέβηκαν σε ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς από ό,τι τον Οκτώβριο και μετά από πέντε ημέρες είχαν κερδίσει αμνηστία για τους στασιαστές.
Η εκστρατεία για το οκτάωρο συνεχίστηκε, αλλά αυτή τη φορά οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων απάντησαν κάνοντας λοκ άουτ και αποκλείοντας τους εργάτες έξω από αυτά. Όπως λέει χαρακτηριστικά ένας «φιλελεύθερος» εργοστασιάρχης στο θεατρικό έργο του Μαξίμ Γκόρκι, «Εχθροί» που έχει σαν κέντρο της πλοκής του τη διαμάχη σε ένα εργοστάσιο του 1905 που μόλις έχει κηρύξει λοκ άουτ: «Λίγη πείνα θα τους κάνει σύντομα να επιστρέψουν στη δουλειά». Η πίεση λειτουργεί και μετά από μακρά συζήτηση, το σοβιέτ ψηφίζει να τερματιστεί η απεργία. Αυτό ενθάρρυνε τα αντίποινα. Οι κρατικά χρηματοδοτούμενες αντισημιτικές συμμορίες που ονομάζονταν “Μαύρες Εκατονταρχίες” τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν Εβραίους, σοσιαλιστές και απεργούς. Περισσότεροι από 3.500 άνθρωποι δολοφονήθηκαν και 10.000 τραυματίστηκαν σε όλη τη Ρωσία.
Στην Αγία Πετρούπολη οι εργάτες μετάλλου κατασκεύαζαν όπλα και το σοβιέτ οργάνωσε ένοπλες ομάδες εργατών για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Η επανάσταση προχωρούσε προς τη σύγκρουση με το κράτος. Στα τέλη Νοεμβρίου οι αγροτικές εξεγέρσεις και απεργίες ξαναφουντώνουν. Στη Σεβαστούπολη στη Μαύρη Θάλασσα οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τους στρατηγούς τους και βγαίνουν από τους στρατώνες τους για να ενωθούν με τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν. Μαζί εργάτες και ένοπλοι στρατιώτες κράτησαν την πόλη για πέντε ημέρες μέχρι που η εξέγερσή τους καταπνίγηκε βάναυσα.
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1905 η εκτελεστική επιτροπή του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης συνελήφθη και το κέντρο του αγώνα μεταφέρθηκε στη Μόσχα. Το σοβιέτ προκήρυξε γενική απεργία με στόχο να τη μετατρέψει σε ένοπλη εξέγερση. Τριαντατρείς πόλεις προσχώρησαν στην απεργία. Ο τσαρισμός θα μπορούσε να δεχτεί ένα θανατηφόρο χτύπημα. Είχαν γίνει τεράστια βήματα κατά τη διάρκεια της επανάστασης –οι ιδέες είχαν αλλάξει και οι εργάτες είχαν δει την ικανότητά τους να διοικούν την κοινωνία. Αλλά η απεργία από μόνη της δεν μπορούσε να νικήσει το κράτος. Για αυτό χρειαζόταν ένοπλος αγώνας. Οι εργάτες δίστασαν. Η εξέγερση των εργατών της Μόσχας διήρκεσε εννέα ημέρες αλλά τελικά καταστάλθηκε καθώς τα στρατεύματα πολιορκούσαν την πόλη βομβαρδίζοντας τις εργατικές συνοικίες. Ακόμη κι έτσι χρειάστηκαν 18 μήνες για να συντριβεί εντελώς η επανάσταση.
Η εμπειρία του 1905 ανέδειξε την απόσταση ανάμεσα στις δυο διαφορετικές στρατηγικές στις δύο τάσεις του ΣΔΕΚΡ. Όπως ανέφερε σε ένα άρθρο του το 1910 ο Λένιν «ο Μπολσεβικισμός ως τάση πήρε οριστικό σχήμα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1905». Το συμπέρασμα για τους Μενσεβίκους ήταν, όπως το εξέφρασε ο Πλεχάνωφ, ότι «Δεν θα έπρεπε να έχουμε πάρει τα όπλα».
Το μάθημα που πήραν οι πρωτοπόροι εργάτες της Ρωσίας και το συμπέρασμα που έβγαλαν ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν η ανάγκη για μια αποφασιστική ένοπλη σύγκρουση με το κράτος. Ο Τρότσκι θυμόταν αργότερα ότι οι εκπρόσωποι του Σοβιέτ το 1905 κατέστρεφαν τα όπλα τους για να μην τα πάρουν τα στρατεύματα: «Στο κροτάλισμα και το τρίξιμο των μετάλλων που στράβωναν άκουγε κανείς το τρίξιμο των δοντιών ενός προλεταριάτου που για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πλήρως ότι μια πιο τρομερή και πιο ανελέητη προσπάθεια ήταν απαραίτητη για την ανατροπή και τη συντριβή του εχθρού». 6
Η επανάσταση του 1905 καταστάλθηκε, ακολούθησε τρομοκρατία. Αλλά οι αντιθέσεις οι οποίες οδήγησαν στην επανάσταση του 1905 οξύνθηκαν. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή, δυστυχία και οργή οδηγώντας σε νέα ταξική σύγκρουση στο εσωτερικό της χώρας. Το 1917, τα ίδια στοιχεία –η μαζική απεργία, τα σοβιέτ, η ανταρσία στο στρατό, οι αγροτικές και εθνικές εξεγέρσεις ενώθηκαν ξανά σε μια επανάσταση που ανέτρεψε μετά από αιώνες απολυταρχίας τον τσαρισμό τον Φλεβάρη του 1917 και μερικούς μήνες αργότερα και την αστική τάξη της Ρωσίας, οδηγώντας στην ίδρυση ενός εργατικού κράτους μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η ανατροπή συντελέστηκε γιατί οι επαναστάτες που πρωτοστατούσαν στα γεγονότα του 1905, διδάχτηκαν από αυτά.
Λένιν
Ο Λένιν χαρακτήριζε την χαμένη επανάσταση του 1905 «πρόβα τζενεράλε» για την νικηφόρα επανάσταση του 1917. Έχει σημασία να δούμε καταρχάς το πώς η εμπειρία του 1905 άλλαξε τους ίδιους τους Μπολσεβίκους.
Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1903, το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας είχε διασπαστεί σε δύο πτέρυγες τους Μπολσεβίκους και τους Μενσεβίκους. Τυπικά η διάσπαση είχε γίνει γύρω από ένα «οργανωτικό θέμα». Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι ήθελαν μια «σφιχτή» οργάνωση επαναστατών ενώ οι Μενσεβίκοι ονειρεύονταν ένα πλατύ κόμμα στα πρότυπα του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).
Η «σφιχτή» οργάνωση χτισμένη γύρω από μια εφημερίδα δεν ήταν ένα αυταρχικό καπρίτσιο του Λένιν. Ο σκοπός αυτής της οργάνωσης ήταν να κάνει τους πρωτοπόρους εργάτες και εργάτριες «υπερασπιστές του λαού» και κάθε καταπιεσμένου. Όταν ξέσπασε η επανάσταση οι Μπολσεβίκοι επέμεναν ότι μόνο η εργατική τάξη μπορεί να φέρει τη δημοκρατία και όχι οι συμμαχίες με τη δειλή και συμβιβασμένη αστική τάξη. Οι Μενσεβίκοι κατέληξαν να θεωρούν ότι η απαλλαγή της Ρωσίας από την απολυταρχία θα γινόταν από την φιλελεύθερη αστική αντιπολίτευση με την εργατική τάξη σε δεύτερο ρόλο να συνδράμει διεκδικώντας μεταρρυθμίσεις και κερδίζοντας οικονομικές κατακτήσεις.
Έχοντας στην πυξίδα του τη στρατηγική της επανάστασης, μέχρι το 1905 ο Λένιν είχε πετύχει να δημιουργήσει μια σφιχτή οργάνωση μπολσεβίκικων επιτροπών σε όλη τη Ρωσία. Η πρώτη δοκιμασία για το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν ήρθε το 1905.
Αρχικά οι Μπολσεβίκοι κράτησαν αποστάσεις από το κίνημα που ξεσπούσε. Έχοντας δώσει πολιτική μάχη όλο το προηγούμενο διάστημα ενάντια στον «οικονομισμό», δηλαδή στην αντίληψη που έλεγε ότι οι οικονομικές μάχες μπορούν να οδηγήσουν αυθόρμητα στον σοσιαλισμό κερδίζοντας σιγά-σιγά μεταρρυθμίσεις μέσα στον καπιταλισμό, ήταν δύσπιστοι απέναντι στο κίνημα που ξεσπούσε –έχοντας μάλιστα στην πρώτη γραμμή παπάδες και ρεφορμιστές.
Η κεντρική επιτροπή των μπολσεβίκων ζήτησε από τα μέλη τους στο σοβιέτ της Πετρούπολης, όπου την πλειοψηφία είχαν οι Μενσεβίκοι «να το καλέσουν να δεχτεί το πρόγραμμά του ΣΔΕΚΡ και αφού γίνει αυτό, να αναγνωρίσει την ηγεσία του κόμματος και τελικά “να διαλυθεί μέσα σε αυτό”. Αν το σοβιέτ αρνηθεί το πρόγραμμα να φύγουν από τα σοβιέτ και να αποκαλύψουν την αντεργατική φύση τέτοιων οργανώσεων...Χρειάστηκε η παρέμβαση του Λένιν για να ανακληθεί στην τάξη η Μπολσεβίκικη ηγεσία στην Πετρούπολη και να τους τραβήξει από την άβυσσο της απόλυτης εχθρότητάς τους προς το σοβιέτ...».7
Ο Λένιν, εξόριστος τότε, βλέποντας τις τεράστιες αλλαγές που συνέβαιναν στο προλεταριάτο, διαφώνησε, έγινε έξαλλος με την στάση τους: «Η εργατική τάξη έλαβε ένα σημαντικό μάθημα στον εμφύλιο πόλεμο. Η επαναστατική εκπαίδευση του προλεταριάτου σημείωσε μεγαλύτερη πρόοδο μέσα σε μια μέρα από ό,τι θα μπορούσε να έχει σημειώσει σε μήνες και χρόνια μονότονης, ταπεινής, άθλιας ύπαρξης» έγραφε. Για τον Λένιν, οι Μπολσεβίκοι αντί να καταγγέλλουν και να αποχωρούν, έπρεπε να σπεύσουν να συνδεθούν με την εργατική τάξη που μέσα από τη μαζική απεργία κινιόταν «ενστικτωδώς, αυθόρμητα» προς το κόμμα.
Οι προσπάθειές του να μεταπείσει την ηγεσία των Μπολσεβίκων στράφηκαν προς τη βάση του κόμματος η οποία είχε και τη μεγαλύτερη επαφή με τις αλλαγές που συντελούνταν στην υπόλοιπη εργατική τάξη της Ρωσίας. Οι Μπολσεβίκοι είτε θα την προλάβαιναν είτε δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο στα πράγματα. «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να στρατολογήσουμε τους νέους ευρύτερα και με τόλμη... χωρίς να τους φοβόμαστε. Η νεολαία –οι φοιτητές, και ακόμη περισσότερο οι νέοι εργαζόμενοι– θα αποφασίσουν την τροπή του αγώνα. Πρέπει, με απελπιστική ταχύτητα, να ενώσουμε όλους τους ανθρώπους με επαναστατική πρωτοβουλία και να τους βάλουμε στη δουλειά».8
Εδώ βλέπουμε μια μετατόπιση έμφασης στην αντίληψη του Λένιν για τη σχέση ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη. Στο «Τι να κάνουμε»; το 1901 ο Λένιν «λύγιζε το ραβδί» στην πολεμική του με τους υποστηρικτές του ρεύματος του «οικονομισμού» που ουσιαστικά παραιτούνταν από την ανεξάρτητη πολιτική οργάνωση της εργατικής πρωτοπορίας και σε ένα σημείο υποστήριξε ότι η επαναστατική συνείδηση έπρεπε να εισαχθεί στην εργατική τάξη «από τα έξω», από τους επαναστάτες και ότι αυθόρμητα η εργατική τάξη δε μπορούσε να υψωθεί πάνω από το επίπεδο του συνδικαλισμού. Η επανάσταση του 1905 τον κάνει να αλλάξει θέση: Στις “Δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας” την ίδια χρονιά αναφέρει: «Δεν υπάρχει η παραμικρότερη αμφιβολία πως η επανάσταση θα διδάξει “σοσιαλδημοκρατισμό” στις μάζες των εργατών στη Ρωσία… Μια τέτοια ώρα η εργατική τάξη αισθάνεται μια ενστικτώδη παρόρμηση για ανοιχτή επαναστατική δράση». «Η εργατική τάξη είναι ενστικτωδώς, αυθόρμητα σοσιαλδημοκρατική» υποστήριζε.
Τον Γενάρη του 1917 στη «Διάλεξη για την επανάσταση του 1905» που δίνει στη Ζυρίχη συνοψίζει τη θέση του: «Ως τις 22 (με το παλιό ημερολόγιο 9) του Γενάρη 1905 το επαναστατικό Κόμμα της Ρωσίας αποτελούνταν από μια μικρή χούφτα ανθρώπων –οι τοτινοί ρεφορμιστές (ίδια και απαράλλακτα όπως οι σημερινοί) μάς αποκαλούσαν κοροϊδευτικά “αίρεση”... Στη διάρκεια όμως μερικών μηνών η εικόνα αυτή άλλαξε ολότελα... Οι εκατοντάδες των επαναστατών σοσιαλδημοκρατών αυξήθηκαν “ξαφνικά” σε χιλιάδες, οι χιλιάδες έγιναν αρχηγοί 2-3 εκατομμυρίων προλεταρίων... Το κυριότερο μέσο αυτού του περάσματος ήταν η μαζική απεργία... Εξαιρετικά ιδιόμορφο ήταν το μπλέξιμο των οικονομικών απεργιών με τις πολιτικές τον καιρό της επανάστασης. Δεν χωράει αμφιβολία πως μόνο η πιο στενή σύνδεση αυτών των δυο μορφών απεργίας εξασφάλισε τη μεγάλη δύναμη του κινήματος... Οι πλατιές μάζες των εκμεταλλευομένων δεν θα ήταν δυνατό με κανένα τρόπο να τραβηχτούν στο επαναστατικό κίνημα, αν οι μάζες αυτές δεν έβλεπαν καθημερινά μπροστά τους παραδείγματα για το πώς οι μισθωτοί εργάτες των διάφορων κλάδων της βιομηχανίας εξανάγκαζαν τους καπιταλιστές να καλυτερεύουν άμεσα, χωρίς καθυστέρηση την κατάστασή τους. Χάρη σ’ αυτή την πάλη φύσηξε ένας καινούργιος αέρας σε όλη τη μάζα του ρωσικού λαού... Η πραγματική διαπαιδαγώγηση των μαζών δεν μπορεί ποτέ να χωριστεί από την ανεξάρτητη πολιτική πάλη, και ιδιαίτερα από την επαναστατική πάλη της ίδιας της μάζας».
Η γραμμή άλλαξε εγκαίρως. Η επανάσταση του 1905 ηττήθηκε αλλά οι Μπολσεβίκοι πρόλαβαν να συνδεθούν με τα πιο μαχητικά κομμάτια της τάξης. Τον Δεκέμβρη του 1905 είχαν φτάσει να ηγούνται στην εξέγερση στη Μόσχα. Χιλιάδες εργάτες προσχώρησαν στους Μπολσεβίκους.
Η πειθαρχημένη δομή και η ενότητα στη δράση μέσα από δημοκρατική συζήτηση στο εσωτερικό του κόμματος και η δυνατότητά του να διαπαιδαγωγείται το ίδιο μένοντας συνδεδεμένο με την εργατική τάξη το κράτησε φυσικά και πολιτικά ζωντανό στην περίοδο της καταστολής που ακολούθησε. Τα χρόνια που ακολούθησαν οι Μπολσεβίκοι δυνάμωσαν αξιοποιώντας κάθε μικρή και μεγάλη οικονομική ή πολιτική μάχη που άνοιγε. Το 1912 εγκαινίασαν την εφημερίδα Πράβντα για να παρέμβουν στο κίνημα που εκείνο το διάστημα είχε αρχίσει να ξεπερνάει το σοκ της ήττας του 1905 και της τρομοκρατίας που την ακολούθησε, με ένα μαζικό κύμα απεργιών διαμαρτυρίας να σαρώνει τη χώρα. Η κυκλοφορία της Πράβντα έφτασε τα 40.000 φύλλα αποκτώντας ισχυρές βάσεις μέσα στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα οι μπολσεβίκοι γίνονται ένα πλήρως ξεχωριστό και ανεξάρτητο κόμμα.
Μέσα από αυτές τις καμπές, με σταθερή επαναστατική στρατηγική, με ευέλικτες τακτικές που άλλαζαν –ακολουθώντας αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «συγκεκριμένη ανάλυση στη συγκεκριμένη συγκυρία» - και πάνω από όλα επιμένοντας στη συγκρότηση ενός δυνατού εργατικού επαναστατικού κόμματος– ανάμεσα στο 1905 και το 1917 οι Μπολσεβίκοι πέτυχαν να μετατραπούν από ένα κόμμα διανοούμενων που προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τους εργάτες σε κόμμα που συγκέντρωνε στις τάξεις του την εργατική πρωτοπορία. Όπως γράφει ο Τζον Μόλινιου: «Το κόμμα παρέμεινε μια πρωτοπορία, διακριτό από την τάξη ως όλον, αλλά τώρα είναι το κόμμα των προχωρημένων εργατών –ένα τμήμα της τάξης, όχι το κόμμα της ταξικά υποβαθμισμένης διανόησης που εισάγει το σοσιαλισμό “από τα έξω”».9
Το 1917, σε αντίθεση με το 1905, μπόρεσε να είναι νικηφόρο γιατί μέσα σε μια παρόμοια και ακόμη πιο οξεία στα χαρακτηριστικά της συνθήκη, το επαναστατικό κόμμα ήταν πλέον αρκετά δυνατό και ριζωμένο στην εργατική τάξη ώστε να την οδηγήσει στη νίκη. Είχε δει, στη διάρκεια του 1905, τη δύναμη της μαζικής απεργίας και τη δημιουργικότητα της αυθόρμητης δράσης των εργατών, την ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι ιδέες της, τον κομβικό της ρόλο να συμπαρασύρει τα αγροτικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Είχε δει πώς ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος μπορεί αυθόρμητα να εξελιχθεί σε ταξικό. Είχε δει τον ρόλο που μπορούν να παίξουν τα σοβιέτ σαν όργανο «διακυβέρνησης των εργατών». Και τέλος είχε δει ότι η μαζική απεργία και η επανάσταση δεν θα μπορούσαν ποτέ να νικήσουν αν δεν συγκρούονταν με το αστικό κράτος, τον στρατό, την αστυνομία και τους μηχανισμούς του ώστε όπως υποστήριζε ο Λένιν στο “Κράτος και επανάσταση”, «να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα».
Πάνω σε αυτήν την στρατηγική, τον Οκτώβρη του 1917 οι Μπολσεβίκοι, έχοντας αποκτήσει την πλειοψηφία μέσα στα σοβιέτ, μπόρεσαν να οργανώσουν μια κυριολεκτικά αναίμακτη επανάσταση μετατρέποντάς τα από όργανα εργατικής δημοκρατίας σε όργανα εργατικής εξουσίας ενός νεογέννητου εργατικού κράτους, που αποτέλεσε πηγή ελπίδας και έμπνευσης για την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους σε όλο τον πλανήτη.
Ρόζα Λούξεμπουργκ
Τα γεγονότα του 1905 είχαν τεράσιο αντίκτυπο στο σοσιαλιστικό κίνημα της Ευρώπης. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε το βιβλίο «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα» το 1906 αμέσως μετά τη Ρωσική Επανάσταση η οποία αγκάλιασε την Πολωνία, τμήμα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από την οποία καταγόταν η Ρόζα και στην οποία επέστρεψε παράνομα από την Γερμανία προκειμένου να συμμετάσχει στην επανάσταση.
Στόχος της ήταν αφενός να δώσει επιχειρήματα στην αριστερή, επαναστατική πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) ενάντια στην ηγεσία του, που στην πράξη είχε εγκαταλείψει την προοπτική της μαζικής απεργίας και της ανατροπής του καπιταλισμού. Έχοντας μέσα από σκληρούς αγώνες πετύχει να γίνει ένα μαζικό κόμμα με δικές του μαζικές οργανώσεις και συνδικάτα και μεγάλη αντιπροσωπεία στο κοινοβούλιο, το SPD θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να έρθει σταδιακά μεταρρυθμίζοντας τον καπιταλισμό. Η ηγεσία του και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που πρόσκειντο σε αυτό είχαν δει αρνητικά την επανάσταση στη Ρωσία. Υποστήριζαν ότι κάτι ανάλογο στην Γερμανία θα απειλούσε να θέσει σε αμφισβήτηση όσα είχαν κερδηθεί.
Η Ρόζα με την «Μαζική Απεργία» συγκρούστηκε με αυτήν τη στρατηγική και τις αυταπάτες που καλλιεργούσε στην εργατική τάξη –αυταπάτες που θα γκρεμίζονταν βίαια οκτώ χρόνια αργότερα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου όταν η ιμπεριαλιστική σύγκρουση σάρωσε όλες τις κατακτήσεις με τους ηγέτες του SPD να υποστηρίζουν τους γερμανούς καπιταλιστές στον πόλεμο.
Ταυτόχρονα ανέλυσε τις ριζικές αλλαγές που έφερε η Ρωσία του 1905 στον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά πρέπει να σκέφτεται την επανάσταση. Δεν είναι μια μεγάλη –οι κάμποσες– αναμετρήσεις στα οδοφράγματα. Αντίθετα, Υποστήριξε ότι η μαζική απεργία και η ταξική πόλωση που τη συνοδεύει σπάει τα τείχη που χωρίζουν σε «κανονικές εποχές» τους πολιτικούς από τους οικονομικούς αγώνες και ότι η «αντίθεση» ανάμεσα στην πολιτική και την άμεση οικονομική δράση δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα
Στο βιβλίο η Λούξεμπουργκ δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του απεργιακού κινήματος που οδήγησε στη μαζική απεργία που ξέσπασε τον Οκτώβρη του 1905 ξεκινώντας από ένα ταπεινό «ασήμαντο» οικονομικό αίτημα. Οι τυπογράφοι να πληρώνονται όχι μόνο για το κάθε γράμμα που τύπωναν αλλά και για τα σημεία στίξης. Αυτή η απεργία έκανε την αρχή για μια γενική πολιτική απεργία που ανάγκασε τον Τσάρο να υποσχεθεί δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Οι οικονομικοί αγώνες, έγραφε η Ρόζα, είναι η μόνιμη δεξαμενή από την οποία η εργατική τάξη αντλεί δύναμη για τους πολιτικούς αγώνες, ενώ αντιστρόφως οι πολιτικοί αγώνες με τη σειρά τους οπλίζουν την εργατική τάξη με αυτοπεποίθηση για να κερδίσει τις «μικρές» καθημερινές μάχες.
Η μαζική απεργία «τη μια στιγμή γίνεται ένα μεγάλο κύμα που σαρώνει όλη τη χώρα, την άλλη χωρίζεται σε ένα γιγάντιο δίκτυο από αναρίθμητα μικρά ρυάκια. Τώρα αναβλύζει από το έδαφος σαν δροσερή πηγή, μετά χάνεται κάτω από τη γη. Πολιτικές και οικονομικές απεργίες, μαζικές απεργίες και αποσπασματικές απεργίες, συμβολικές απεργίες και μαχητικές απεργίες διαρκείας, γενικές κλαδικές απεργίες και τοπικές απεργίες, ειρηνικοί διεκδικητικοί αγώνες για αυξήσεις και αιματηρές συγκρούσεις στα οδοφράγματα –όλα αυτά διαπερνούνται, συμβαίνουν παράλληλα, διασταυρώνονται, είναι μια θάλασσα φαινομένων που ακατάπαυστα κινούνται, αλλάζουν... Με μια λέξη, ο οικονομικός αγώνας είναι ο παράγοντας που προωθεί το κίνημα από το ένα πολιτικό σημείο εστίασης στο άλλο. Ο πολιτικός αγώνας γονιμοποιεί περιοδικά το έδαφος για τον οικονομικό αγώνα. Αιτία και αποτέλεσμα εναλλάσσονται κάθε δευτερόλεπτο...».10
Το αντίστοιχο βήμα, όπως είδαμε, γινόταν και από την πλευρά του Λένιν. Το δυστύχημα για την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τους επαναστάτες στη Γερμανία, και εν τέλει για το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, είναι ότι αντιλήφθηκαν πολύ αργά, μόνο μέσα στη φωτιά της γερμανικής επανάστασης, την ανάγκη συγκρότησης ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής πρωτοπορίας. Η γερμανική επανάσταση ηττήθηκε.
Τρότσκι
Ο Λέων Τρότσκι, μέλος του ΣΔΕΚΡ, συμμετείχε στην επανάσταση του 1905 από την ηγετική θέση του προέδρου του σοβιέτ της Πετρούπολης. Είδε, όπως και ο Λένιν και η Ρόζα, τη δύναμη της εργατικής τάξης και τον κρίσιμο ρόλο που μπορούν να παίξουν τα εργατικά συμβούλια για να νικήσει μια επανάσταση.
Όμως το ζήτημα τι είδους επανάσταση θα ήταν αυτή παρέμενε ανοιχτό στην τσαρική Ρωσία. Οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι μπορεί να διαφωνούσαν πάνω στο ποιος θα ήταν το υποκείμενο μιας επανάστασης που θα ανέτρεπε τον Τσάρο αλλά κυρίαρχη αντίληψη και στους δύο πριν ήταν ότι η επανάσταση στην Ρωσία θα είχε «αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα».
Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι θεωρούσαν ότι η ρωσική αστική τάξη αποδεικνυόταν όλο και περισσότερο ανίκανη να επιτελέσει αυτό το έργο και πίστευαν ότι η ανατροπή του Τσάρου μπορούσε να γίνει με μια επανάσταση που θα ξεκινούσε από τα κάτω, από την εργατική τάξη που θα συμπαρέσυρε μαζί της τους αγρότες σε μια επαναστατική κυβέρνηση που θα τσάκιζε την απολυταρχία και κάθε υπόλειμμα φεουδαρχίας. Αλλά μετά θα έκανε ένα βήμα πίσω συγκαλώντας μια συντακτική συνέλευση με τους εργάτες να περνάνε στην αντιπολίτευση. Ωριμάζοντας ο καπιταλισμός στη Ρωσία θα άνοιγε το δρόμο ώστε αργότερα να ακολουθήσει μια σοσιαλιστική επανάσταση.
Ο Τρότσκι πατώντας στην εμπειρία της επανάστασης του 1905 εντόπισε την αντίφαση σε αυτή τη θέση. Υποστήριξε ότι αν η εργατική τάξη πάρει την εξουσία επικεφαλής των αγροτών από την πρώτη μέρα θα αναγκαστεί να επιβάλλει τις δικές της ταξικές λύσεις. Για να δείξει παραστατικά τι εννοούσε έβαζε ένα «απλό» ερώτημα. Την επόμενη μέρα της ανατροπής του τσαρισμού, τι θα γινόταν με το πρόβλημα της ανεργίας; Τι θα έκαναν οι καπιταλιστές αν η νέα εξουσία έπαιρνε μέτρα στήριξης των ανέργων βάζοντας χέρι στα κέρδη τους; «Θα βάλουν μεγάλα λουκέτα στις πόρτες των εργοστασίων τους και θα πούνε: “Δεν υπάρχει απειλή για την ιδιοκτησία μας γιατί η εργατική τάξη βρίσκεται στο στάδιο της δημοκρατικής και όχι της σοσιαλιστικής δικτατορίας”;». Και τι θα απαντήσει η εργατική τάξη που θα έχει ανατρέψει τον τσαρισμό με το όπλο στο χέρι; Δεν θα επιβάλλει το άνοιγμα των εργοστασίων με την κρατικοποίησή τους; «Όμως, αυτό δεν ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό; Φυσικά και τον ανοίγει. Τι άλλο προτείνετε;» .
Η επανάσταση θα πρέπει να προχωρήσει, να ανατρέψει και την απολυταρχία και τους καπιταλιστές, να είναι διαρκής κατέληγε ο Τρότσκι, μια θέση που αργότερα ανέπτυξε στο βιβλίο «Διαρκής Επανάσταση» πατώντας στην επαναστατική παράδοση του Μαρξ και του Ένγκελς και την εμπειρία της επανάστασης του 1905.
Ο Τρότσκι υποστήριξε συνολικότερα ότι η ανάλυση που (ξεκινώντας από τη βάση ότι μια σοσιαλιστική επανάσταση είναι αδύνατη σε μια οικονομία με καθυστερημένες παραγωγικές δυνάμεις όπως η τσαρική Ρωσία) καθιστούσε απαραίτητο ένα πρώτο «στάδιο» αστικοδημοκρατικής επανάστασης, έχει λάθος αφετηρία.
Αυτό που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό του 20ου αιώνα, υποστήριζε, είναι η «συνδυασμένη και ανισόμερη» ανάπτυξη. Καμιά χώρα δεν αναπτύσσεται από μόνη της απομονωμένη από όλο τον πλανήτη, αντίθετα, το παγκόσμιο σύστημα καθορίζει την εξέλιξη των επί μέρους «εθνικών» μονάδων του. Οι καθυστερημένες περιοχές του πλανήτη δεν ήταν υποχρεωμένες να περάσουν από όλα τα ενδιάμεσα στάδια για να φτάσουν στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αρκούσε μια γερμανική εταιρεία να ανοίξει ένα εργοστάσιο όπλων στην Πετρούπολη ή μια αγγλική εταιρεία να φτιάξει μια υφαντουργία στη Βεγγάλη για να βρεθεί η τελευταία λέξη της ανάπτυξης μέσα σε μια θάλασσα από «υπανάπτυξη». Η Ρωσία του 1917 μπορεί να ήταν μια αγροτική χώρα αλλά πλάι πλάι στο ξύλινο άροτρο υπήρχε η μεταλοβιομηχανία Πουτίλοφ με 70.000 εργάτες, μια από τις μεγαλύτερες σε όλο τον κόσμο. Δίπλα στη μεγάλη μάζα των χωρικών αναπτυσσόταν ένα μικρό προλεταριάτο που σκεφτόταν και αντιδρούσε όπως το προλεταριάτο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες της Δύσης.
Οι προοπτικές της επανάστασης στη Ρωσία δεν καθορίζονταν από το επίπεδο ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού αλλά από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μια εργατική επανάσταση θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για τον σοσιαλισμό στη Ρωσία τραβώντας στο πλευρό της τις αγροτικές μάζες πυροδοτώντας επαναστάσεις στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτό ακριβώς συνέβη στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917 που πυροδότησε μια σειρά από επαναστάσεις και εξεγέρσεις όπως η Γερμανική Επανάσταση το 1918-23 και η «Κόκκινη Διετία» το 1919-20 στην Ιταλία.
Το 1917 ο Τρότσκι, που για πολλά χρόνια παρέμενε «ανένταχτος» επαναστάτης εντάσσεται στους Μπολσεβίκους. Στην αυτοβιογραφία του “Η Ζωή μου” χαρακτηρίζει την επιλογή του να μην ενταχτεί στο κόμμα των Μπολσεβίκων πριν το 1917 ως το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής του.
Το 1917 με τις «Θέσεις του Απρίλη», ο Λένιν (που στην θεωρία του για τον ιμπεριαλισμό υποστήριζε ότι η ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα σπάσει εκεί που είναι ο αδύναμος κρίκος της, στη Ρωσία δηλαδή, όπως και συνέβη) ήρθε να συμφωνήσει στην πράξη με τον Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση. Έδωσε μάχη μέσα στους μπολσεβίκους για να πείσει το κόμμα ότι η επανάσταση, που το Φλεβάρη του 1917 είχε γκρεμίσει τον τσάρο για να νικήσει, θα πρέπει να προχωρήσει στο δικό της εργατικό κράτος με το σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ».
Σημειώσεις
1. Λέων Τρότσκι «1905»
2. Λέων Τρότσκι «1905»
3. Αλεξάνδρα Κολλοντάι «Selected Writings of Alexander Kollontai»
4. Socialist Review Νο422
5. Λέων Τρότσκι «1905»
6. Λέων Τρότσκι «H Ζωή μου»
7. Τόνι Κλιφ «Λένιν», πρώτος τόμος
8. Λένιν «Άπαντα» τόμος 9, γράμμα στους Μπογκντάνωφ και Γκούτσεφ 11/2/1905
9. Τζον Μόλινιου «Μαρξισμός και Κόμμα»
10. Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα»