Άρθρο
Βάρκιζα - Η πιο άδικη συνθηκολόγηση

Η ηγεσία υπογράφει τη συνθηκολόγηση, οι αντάρτες θρηνούν τον αφοπλισμό του κινήματος της Αντίστασης.

Πώς και γιατί το νικηφόρο κίνημα της Αντίστασης στη ναζιστική κατοχή οδηγήθηκε στη Βάρκιζα;
Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξετάζει τις απαντήσεις σε αυτό το καθοριστικό ερώτημα.

 

Ο κόσμος που καλωσόριζε τους Άγγλους ιμπεριαλιστές ως δημοκράτες συμμάχους στον αντιφασιστικό πόλεμο, όταν απελευθερωνόταν η Αθήνα, έφτασε, τον Δεκέμβρη του 1944, να τους πολεμάει στους δρόμους της πρωτεύουσας. Για την εργατική τάξη και τη νεολαία της Αθήνας και του Πειραιά ο Δεκέμβρης ήταν ένα επαναστατικό ξέσπασμα. Ήταν η κορύφωση ριζοσπαστικής δυναμικής που είχε χτιστεί μέσα από τους συγκλονιστικούς αγώνες της Κατοχής και είχε οξυνθεί μέσα στις συνθήκες των πρώτων βδομάδων μετά την Απελευθέρωση.

Για την ηγεσία του ΚΚΕ ο Δεκέμβρης ήταν μια ένοπλη διαπραγμάτευση για να αποκτήσει καλύτερες θέσεις στην κυβέρνηση. Το ΕΑΜ είχε αποχωρήσει από την κυβέρνηση «εθνικής ενώσεως» (με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου) στη 1 Δεκέμβρη όταν η κρίση για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και τη συγκρότηση «εθνικού στρατού» έφτασε σε αδιέξοδο. Αλλά από την αρχή της σύγκρουσης έκανε προτάσεις διευθέτησης. Για παράδειγμα, ο Παπανδρέου παραιτήθηκε στις 4 Δεκέμβρη, οι πολιτικοί αρχηγοί –και οι Βρετανοί διπλωμάτες αρχικά– κατέληξαν ότι πρωθυπουργός θα γίνει ο Θ. Σοφούλης, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων. Το ΕΑΜ συμφώνησε, δηλώνοντας ότι θα συμμετέχει στη νέα κυβέρνηση. Η διευθέτηση ναυάγησε μετά την άρνηση του Τσόρτσιλ, ο οποίος τηλεγράφησε στον Λήπερ, τον Βρετανό πρέσβη, ότι αν ο Παπανδρέου δεν αλλάξει γνώμη να τον κλείσουν σε ένα δωμάτιο μέχρι να έρθει στα συγκαλά του .

Ο ηρωισμός των μαχητών και των μαχητριών του ΕΛΑΣ που πολέμησαν στα οδοφράγματα, με την εργατική τάξη στο πλευρό τους, είναι αδιαμφισβήτητος. Για όλον αυτόν τον κόσμο και για δεκαετίες μετά, ήταν ο Κόκκινος Δεκέμβρης, μια επαναστατική στιγμή που μένει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη. Όμως, η ηγεσία της Αριστεράς οργάνωσε τη μάχη με σκοπό τον συμβιβασμό όχι την κατάληψη της εξουσίας. Αυτό χρειάζεται να το έχουμε στο νου μας, όταν η Δεξιά σήμερα (ξανα)μιλάει για «πραξικόπημα» και «επανάσταση» της Αριστεράς για να παρουσιάσει τον εαυτό της σαν υπερασπιστή της ελευθερίας και της δημοκρατίας.1 

Ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Αθήνα στις 4-5 Γενάρη του 1945. Ήταν μια στρατιωτική ήττα. Αλλά δεν ήταν συντριπτική. Ήδη από τις 21 Δεκέμβρη, ο στρατάρχης Αλεξάντερ επεσήμαινε στον Τσόρτσιλ ότι: «Εάν υποθέσομε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσομε την περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και να την κρατήσομε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσομε να συνθηκολογήση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνωμε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα.... εύχομαι να κατορθώσετε να βρήτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων». Ο Τσόρτσιλ συμφώνησε.2

Αυτή η εκτίμηση δεν άλλαξε μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, ακόμα και μετά την υπογραφή της ανακωχής με τους Βρετανούς στις 12 του μηνός. Την ίδια εκτίμηση είχε και η στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ όταν ρωτήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ. Για παράδειγμα, ο Θ. Μακρίδης (Έκτορας), επιτελάρχης του Γ.Σ του ΕΛΑΣ, απάντησε στην ερώτηση πόσο καιρό μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο ο ΕΛΑΣ με αυτή τη φράση: «Δυο χρόνια και το εγγυώμαι με το κεφάλι μου». Το ίδιο απάντησε κι ο Βελουχιώτης.3 Όμως, η επιλογή της ηγεσίας ήταν η επιδίωξη μιας πολιτικής συμφωνίας. 

Η Συμφωνία

Οι διαπραγματεύσεις για την «πολιτική λύση» ξεκίνησαν στις 2 Φλεβάρη στη βίλλα Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα, εξ’ ου και η ονομασία της Συμφωνίας που υπογράφτηκε με επισημότητα στις 12 Φλεβάρη στο υπουργείο Εξωτερικών. Η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ/ΚΚΕ πήγε εκεί με «εντολή» να κάνει μια σκληρή διαπραγμάτευση. 

Ο Γ. Σιάντος, α’ γραμματέας της Κ.Ε του ΚΚΕ και μέλος της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ έθεσε στις 3 Φλεβάρη το πλαίσιο που διεκδικούσε η Αριστερά. Συγκρότηση «εθνικού στρατού» «με στελέχη άξια που δεν είναι δωσίλογα ούτε δικτατορικά», «αυστηρότατη εκκαθάριση» των σωμάτων ασφαλείας, τιμωρία των δωσιλόγων, ελεύθερες εκλογές και δημοψήφισμα για το πολιτειακό το συντομότερο. Κεντρική διεκδίκηση ήταν η παύση κάθε δίωξης για «εγκλήματα» κατά τη «στάση» του Δεκέμβρη.4 

Το τελικό κείμενο, το «Πρακτικόν», της Συμφωνίας ανέφερε στο άρθρο 1: «Η Κυβέρνησις θα εξασφάλιση σύμφωνα προς το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερομένας Δημοκρατικάς Αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενον ανελεύθερον Νόμον. Θα εξασφαλίση επίσης την απρόσκοπτον λειτουργίαν των ατομικών ελευθεριών, ως του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και της δια του Τύπου εκφράσεως των στοχασμών. Ειδικώτερον η Κυβέρνησις θα αποκαταστήση πλήρως τας συνδικαλιστικάς ελευθερίας».

Το δημοψήφισμα θα γινόταν μέχρι το τέλος του έτους και μετά από αυτό θα γίνονταν «τάχιστα» εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Για την εκκαθάριση του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, που υποσχόταν, τον λόγο θα τον είχαν «ειδικά εκκαθαριστικά συμβούλια». Όσο για τους δημόσιους υπαλλήλους «ουδείς υπάλληλος θα διωχθή μόνο διά τα πολιτικά του φρονήματα».5 

Με βάση αυτή τη Συμφωνία ο ΕΛΑΣ παρέδωσε τα όπλα και αποστρατεύτηκε. Η ηγεσία παρουσίασε τη Συμφωνία σαν μια επιτυχία που έβαζε την Αριστερά πάλι στο «παιχνίδι» των «ομαλών», δηλαδή κοινοβουλευτικών, εξελίξεων. Ο Σιάντος δήλωνε «επί τη υπογραφή του πρωτοκόλλου» της ότι: «τερματίζει μια ανώμαλην περίοδον και διαγράφει καινούργιους ορίζοντας».6 

O Σιάντος μιλώντας στην 11η Ολομέλεια της Κ.Ε του ΚΚΕ τον Απρίλη του 1945, υποστήριζε ότι αν ο ΕΛΑΣ συνέχιζε τον ανταρτοπόλεμο, θα ξέμενε στα «βουνά» και σε κατεστραμμένες περιοχές, ενώ η αντίδραση και οι Αγγλοι θα κρατούσαν τις πόλεις και θα τσάκιζαν εκεί το κίνημα. Θα «καταντούσαμε μια αίρεση που θα μπορούσαν ακόμα να μας επικηρύξουν» είπε. Αντίθετα, η Συμφωνία «δεν είναι παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη».7

Στην πραγματικότητα οι μόνες συγκεκριμένες δεσμεύσεις στη συμφωνία αφορούσαν την Αριστερά. Η αποστράτευση του ΕΛΑΣ και η παράδοση των όπλων του ρυθμιζόταν, για παράδειγμα, με ένα λεπτομερές «Πρωτόκολλον Συμφωνίας διά τα Στρατιωτικά Ζητήματα». Σε ένα συμπληρωματικό «Πρωτόκολλον Αποστρατεύσεως» ο ΕΛΑΣ δήλωνε ακόμα και τις ποσότητες του οπλισμού τις οποίες θα παρέδιδε. Τελικά παρέδωσε πολύ περισσότερο οπλισμό απ’ ότι είχε δηλώσει. 

Από την άλλη η κυβέρνηση δεν δεσμευόταν ουσιαστικά σε τίποτα. Η εφαρμογή των διατάξεων για τις εκλογές, την ελεύθερη πολιτική δράση, τη τιμωρία των δωσιλόγων παραπέμπονταν στην ίδια και τους μηχανισμούς του κράτους που ανασυγκροτούταν. 

Το 2ο Άρθρο της Συμφωνίας δήλωνε, για παράδειγμα, ότι θα αρθεί ο Στρατιωτικός Νόμος. Όμως παράλληλα νεκρανάσταινε τη ΚΔ’ Συντακτική Πράξη του 1935 («περί μέτρων διαταράξεως της δημοσίας τάξεως») που είχε χρησιμοποιήσει ο Μεταξάς όταν επέβαλε τη δικτατορία του προβλέποντας ακόμα και αναστολή κρίσιμων άρθρων του Συντάγματος για τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες.

Όλες οι υποσχέσεις της Συμφωνίας για ελεύθερες εκλογές και πολιτική δράση έμειναν στα χαρτιά. Η «εκκαθάριση» του κρατικού μηχανισμού σήμαινε γενικό διωγμό των μελών του ΕΑΜ. Και οι διώξεις και καταδίκες των αγωνιστών/τριών της Αριστεράς πήραν γιγάντιες διαστάσεις. Ο Σιάντος μπορεί να μιλούσε για «νομικό έρεισμα», αλλά το άρθρο 3 της Συμφωνίας προέβλεπε τα εξής: «Αμνηστία. Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος». 

Η «ρύθμιση» ήταν απλή και χυδαία και φυσικά λειτούργησε με την αγαστή συνεργασία των «θεσμών» όπως της Δικαιοσύνης. Αγωνιστές σέρνονταν στις φυλακές με κατηγορίες για διάπραξη «αδικημάτων κατά της ζωής και περιουσίας» για να εισπράξουν βαριές ποινές μέχρι και εκτέλεση αργότερα. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα άρθρα 7 και 8 πρόβλεπαν εκκαθαρίσεις των δημοσίων υπαλλήλων και των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας που είχαν πάρει μέρος στον Δεκέμβρη.

Το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα είχε δώσει σκληρούς αγώνες στην Κατοχή.8 Οι κλαδικές του Εργατικού ΕΑΜ στις τράπεζες και στις δημόσιες υπηρεσίες είχαν πρωτοστατήσει στις διαμαρτυρίες για την πολιτική λιτότητας που εφάρμοσε η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά την Απελευθέρωση.9 Όλος αυτός ο κόσμος μπήκε στο στόχαστρο από τα «συμβούλια κρίσεων» που αθώωναν την ίδια στιγμή τους δωσίλογους. Για τους αστυνομικούς που εκτέθηκαν τον Δεκέμβρη φανερώνοντας την ένταξή τους στην ΟΠΛΑ (Εθνική Πολιτοφυλακή) και το ΕΑΜ, η μεταχείριση ήταν ακόμα σκληρότερη. Το αστικό κράτος έπρεπε να ανασυγκροτηθεί. Οι εκκαθαρίσεις ήταν ένα βασικό μέσο. 

Στην πραγματικότητα η Συμφωνία της Βάρκιζας εγκαινιάζει αυτό που έχει ονομαστεί Λευκή Τρομοκρατία, δηλαδή ένα κύμα βίας και διώξεων εις βάρος της Αριστεράς και του κινήματος της Αντίστασης. Στον απολογισμό που έκανε το ΕΑΜ τον Φλεβάρη του 1946 κατέγραφε 1.289 φόνους, 6.671 τραυματισμούς, 31.632 βασανισμούς, 509 απόπειρες φόνου, 677 καταστροφές γραφείων οργανώσεων και 80.000 συλλήψεις.10

Μια παραγνωρισμένη πτυχή της περιόδου που εγκαινίασε η Βάρκιζα ήταν η εργοδοτική επίθεση ενάντια στην οργανωμένη δύναμη της Αριστεράς στους χώρους δουλειάς: «Στον ιδιωτικό τομέα, οι εργοδότες χρησιμοποιούσαν τον νόμο 118/13.2.1945 (που βασιζόταν στο νόμο 44/25.11.1944 του κομμουνιστή υπουργού Εργασίας τότε, Πορφυρογένη) που έδινε σε βιομηχανικές επιχειρήσεις της περιοχής Αθηνών-Πειραιώς τη δυνατότητα να απολύουν πλεονάζον προσωπικό. Πόσοι εργάτες έχασαν έτσι τη δουλειά τους είναι άγνωστο. Ο μετέπειτα υπουργός Εργασίας Ζάκκας τους υπολόγιζε στα τέλη Απριλίου στις 3.500 αλλά θα πρέπει να ήταν περισσότεροι. Μόνο στο Πυριτιδοποιείο του γνωστού βιομήχανου Μποδοσάκη λέγεται ότι απολύθηκαν την περίοδο εκείνη 1.600 με 2.000 εργατοϋπάλληλοι».11

Η «Βάρκιζα» δεν ήταν μια «καλή συμφωνία» που την υπονόμευσε η Δεξιά και ο αστικός πολιτικός κόσμος. Ήταν δομημένη με τέτοιο τρόπο στις διατυπώσεις της που έδειχνε εξαρχής πού θα κατέληγε η εφαρμογή της. Γι’ αυτό ήταν μια συνθηκολόγηση κι ο κόσμος της Αριστεράς την εξέλαβε ως τέτοια εξαρχής. Οι διωγμοί έστειλαν τον κόσμο στο βουνό και ο Εμφύλιος Πόλεμος φούντωσε από τα μέσα του 1946. 

Αναγκαίος συμβιβασμός;

Ωστόσο, χρειάζεται να σταθούμε περισσότερο στην ίδια την επιλογή της Βάρκιζας. Από τότε μέχρι πρόσφατα έχουν διατυπωθεί μια σειρά επιχειρήματα τα οποία καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας αναγκαίος συμβιβασμός δεδομένων των «συσχετισμών». Το πρώτο έχει να κάνει με το διεθνές περιβάλλον το οποίο ήταν «αρνητικό». Αρνητικό από την άποψη της στάσης και των αποφάσεων των Συμμάχων. 

Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, από τις 4 μέχρι τις 11 Φλεβάρη του 1945, δηλαδή τις μέρες που διεξαγόταν και οι διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα, οι «Τρεις Μεγάλοι Σύμμαχοι» συζήτησαν και για τις εκκρεμείς υποθέσεις τους στην Ευρώπη. Οι αγγλοαμερικάνοι πίεζαν τον Στάλιν για την Πολωνία. Και ο Στάλιν άνοιξε το ζήτημα της Ελλάδας, κάνοντας όμως την επισήμανση ότι «δεν είχε καμιά πρόθεση να κριτικάρει τις βρετανικές ενέργειες εκεί, είτε να αναμιχθεί στην Ελλάδα».12

Επρόκειτο για τη συνέχεια, όσον αφορά την Ελλάδα, μιας «κατανόησης» που πήγαινε πίσω στο Μάη του 1944 όταν ο Ηντεν, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας συζητούσε τις σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια με τους Ρώσους διπλωμάτες και στην περίφημη «συμφωνία των ποσοστών» του Τσόρτσιλ με τον Στάλιν τον Οκτώβρη του 1944 στη διάρκεια της συνάντησής τους στη Μόσχα. Είναι σαφές ότι το τελευταίο που ενδιέφερε τον Στάλιν ήταν η επανάσταση στην Ελλάδα. 

Άρα, λέει αυτή η επιχειρηματολογία, η ηγεσία του ΚΚΕ πήρε το «μήνυμα» από την στάση της ΕΣΣΔ και έκανε τη ρεαλιστική επιλογή και για να μην απομονωθεί αλλά και για να μην «εκθέσει» τη ΕΣΣΔ που σήκωνε το κύριο βάρος του πολέμου ενάντια στη ναζιστική Γερμανία. 

Ένα πρώτο πρόβλημα με αυτό το συμπέρασμα είναι ότι αγνοεί τις πιέσεις που δέχονταν οι «Μεγάλοι Σύμμαχοι». Υποτίθεται ότι ο πόλεμος που διεξήγαγαν ήταν αντιφασιστικός, προάσπισης της δημοκρατίας και της ελευθερίας των λαών. Σε αυτή τη γλώσσα ήταν διατυπωμένες οι επίσημες συμφωνίες και διακηρύξεις τους. Ήταν υποκριτές, αλλά αυτό δεν τους απάλλασσε από την πίεση να εξηγήσουν στην «κοινή γνώμη» τις πράξεις τους. 

Ο Τσόρτσιλ είχε αντιμετωπίσει κατακραυγή στην ίδια τη Βρετανία (και τις ΗΠΑ) για το αιματοκύλισμα της Αθήνας τον Δεκέμβρη. Αν έφτανε στη Γιάλτα με το «ελληνικό ζήτημα» σε εκκρεμότητα και τη σύγκρουση να εξελίσσεται θα ήταν, το λιγότερο, ένας μεγάλος πονοκέφαλος γι’ αυτόν. Γι’ αυτό βιαζόταν «να σκεφθώμεν μιαν προσωρινήν τακτοποίησιν» όπως τηλεγραφούσε στον Ρούζβελτ ήδη στις 28 Δεκέμβρη.13 Η «προσωρινή τακτοποίηση» ήταν τελικά η Βάρκιζα με την οποία η ηγεσία της Αριστεράς έβγαλε τον Τσόρτσιλ (και τον Στάλιν) από τη δύσκολη θέση. 

Όμως, ο πραγματικός σύμμαχος του κινήματος στην Ελλάδα δεν βρισκόταν στα τραπέζια των «Μεγάλων». Βρισκόταν στους δρόμους και τα εργοστάσια της Ευρώπης. Το 1945 τίποτα δεν είχε «τελειώσει». Ο πόλεμος τέλειωνε, γεννώντας ένα κύμα ριζοσπαστικοποίησης και αγώνων. Το πού θα έφταναν δεν ήταν δεδομένο. Στην Ιταλία, την Γαλλία, το Βέλγιο, η πατριωτική ευφορία που συνόδευε την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή έδινε τη θέση της στην συναίσθηση της σκληρής –ταξικής– μεταπολεμικής πραγματικότητας. Σε όλη την Ευρώπη υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες που όπως έλεγε ένας εργάτης στο Μιλάνο του 1948: «θέλαμε να πάμε μακρύτερα».14 

 Από αυτή την άποψη, ο «Κόκκινος Δεκέμβρης» του 1944 μπορούσε να είναι το πρώτο επεισόδιο μιας φωτιάς που θα απλωνόταν στην Ευρώπη. Η ήττα του είχε πράγματι αρνητικές επιπτώσεις: «μην την πάθουμε όπως οι Έλληνες σύντροφοι» ήταν το κλισέ των απανταχού «ρεαλιστικών» ηγεσιών των Κομμουνιστικών Κομμάτων που ακολουθούσαν μέχρι κεραίας τη «γραμμή» του Στάλιν. Όμως, όπως αναφέρουμε αλλού:

«Οι μαχητές και μαχήτριες της Αντίστασης δεν εξαφανίστηκαν “ως διά μαγείας”. Και πολύ περισσότερο η απειλή που ένιωθε η άρχουσα τάξη δεν προερχόταν μόνο από τους “ενόπλους” αλλά κι από ένα κίνημα που αμφισβητούσε το διευθυντικό της δικαίωμα στο “σημείο της παραγωγής” γενικότερα και όχι μόνο στην Ιταλία. Ο αφοπλισμός της Αντίστασης ήταν σχετικά μια εύκολη υπόθεση σε σύγκριση με την προσπάθεια να εκτροχιαστούν, να πισωγυρίσουν και να σβήσουν οι διεκδικήσεις, οι προσδοκίες και οι μορφές οργάνωσης εκατομμυρίων εργατών και εργατριών…

…Το εργατικό κίνημα είχε τη δύναμη να γείρει την πλάστιγγα στη δική του μεριά. Η δύναμη του κινήματος μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα και τον παράγοντα που αποτελεί το πιο ισχυρό επιχείρημα, όσων λένε ότι η επανάσταση ήταν εκτός ημερησίας διάταξης στην Ευρώπη με την παρουσία του αγγλικού και αμερικανικού στρατού. Είναι λάθος να βλέπουμε το 1944-45 με τα γυαλιά του 1948-49. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν μπορούσαν να αντέξουν πολλούς “Δεκέμβρηδες” ούτε πολιτικά ούτε στρατιωτικά».

Κοινοβουλευτικός δρόμος

Πίσω από τις εκτιμήσεις για τον περίφημο «αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων» υπήρχε μια συνολική στρατηγική: του κοινοβουλευτικού δρόμου και της ταξικής συνεργασίας. Οι ρίζες αυτής της στρατηγικής ανάγονται στην επικράτηση της σταλινικής αντεπανάστασης στη Ρωσία. Από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός μπορούσε να «χτιστεί σε μία και μόνο χώρα», το κριτήριο για την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων έπαυε να είναι η ενίσχυση της δυναμικής της εργατικής τάξης στους αγώνες της και γινόταν η στήριξη των επιλογών της ρωσικής γραφειοκρατίας που «ήξερε καλύτερα». 

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 αυτή η τεράστια αλλαγή παίρνει και επίσημο χαρακτήρα στην πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος τον Γενάρη του 1934 σήμαινε την εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο όνομα ενός «σταδίου» αστικοδημοκρατικής αλλαγής. Ο Παντελής Πουλιόπουλος προειδοποιούσε ότι αυτή η αλλαγή, παρά τη ριζοσπαστική φρασεολογία που την έντυνε αρχικά, σήμαινε: «σταμάτημα και ασκητικός αυτοπεριορισμός του ελληνικού προλεταριάτου» στους αγώνες του ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης και των αυταρχικών επιθέσεων της άρχουσας τάξης.15 

Οι συμμαχίες με τα «προοδευτικά» κομμάτια της άρχουσας τάξης ήταν η συνέχεια. Στην ελληνική εκδοχή του Λαϊκού Μετώπου αυτό σήμαινε επιδίωξη συμμαχίας με τους Φιλελεύθερους –το ένα από τα δυο «πολιτικοστρατιωτικά μπλοκ» της άρχουσας τάξης– το 1935 και το 1936. Στο όνομα αυτής της συμμαχίας που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ θυσιάστηκε ο μεγάλος Μάης του ’36 στη Θεσσαλονίκη. 

Στην περίοδο της Αντίστασης αυτή η στρατηγική πήρε την πιο ξεκάθαρη και απόλυτη διάστασή της. H «εθνική ενότητα» μπορούσε να περιλάβει τους πάντες, εκτός από μια χούφτα συνεργατών του κατακτητή. Όπως είχε πει στις αναμνήσεις ο Γ. Ιωαννίδης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ «εθνική ενότητα από τον βασιλιά ως τον Ζεύγο» (ένα άλλο μέλος του Π.Γ). 

Ακόμα και αν η έκβαση της μάχης της Αθήνας ήταν διαφορετική –πιο «ισόπαλη»– πάλι η ηγεσία θα υπέγραφε μια Βάρκιζα. Γιατί ο προσανατολισμός της ήταν ο συμβιβασμός με την άρχουσα τάξη και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, με την ελπίδα ότι, «μετά τον πόλεμο», σε «ελεύθερες εκλογές» θα κατακτούσε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μια χιμαιρική ελπίδα, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.

Ο Δεκέμβρης και η επέμβαση των ξένων διέκοψε την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη» που εκτιμούσε η 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Ιούνη του 1945. Το ζήτημα ήταν να ξεκινήσει ξανά αυτή η ομαλότητα. Στο όνομα της «δημοκρατικής πανστρατιάς», η Βάρκιζα έπρεπε να τηρηθεί μέχρι κεραίας (και να αποκηρυχτεί ο Άρης Βελουχιώτης). Στην ίδια Ολομέλεια ο Ν. Ζαχαριάδης, γραμματέας και «αρχηγός» του ΚΚΕ, ξιφουλκούσε ενάντια σε όσους: «δεν καταλαβαίνουν την υποχωρητικότητά μας. Όπως είχαν άδικο και εκείνοι που κατέκριναν την “υποχωρητικότητά μας” όπως τη λένε στο Λίβανο. Γιατί και τότε όπως και ΤΩΡΑ εμείς αποβλέπουμε σε ένα σκοπό: στο να αυξήσουμε τις δυνάμεις της αντίστασης τότε, της Δημοκρατίας σήμερα».16

Βέβαια το «Εθνικόν Συμβόλαιον» του Λιβάνου τον Μάη του 1944 δεν ενίσχυσε τις δυνάμεις της Αντίστασης, της έβαλε μια θηλειά στον λαιμό με την υπογραφή της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ αποκήρυξαν το κίνημα των φαντάρων και των ναυτών της Μ. Ανατολής ως «άφρονας πράξεις ανευθύνων ατόμων». Αργότερα ο Γ. Παπανδρέου θα συνόψιζε ωμά και κυνικά: «Η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιξε τας πύλας της Ελλάδος, εις τρόπον ώστε την 3η Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ Κράτος, να είμεθα ημείς Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις».17 

Η Συμφωνία της Καζέρτας που υπέγραψε στις 26 Σεπτέμβρη η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του κινήματος στην ομώνυμη ιταλική πόλη, ήταν η συνέχεια του «Εθνικού Συμβολαίου» του Λιβάνου και έβαλε τον βρετανό στρατηγό Σκόμπι διοικητή όλων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και απαγόρευσε στον ΕΛΑΣ να μπει στην Αθήνα με την απελευθέρωση. 

Μετά τη Βάρκιζα

Συχνά αναπτύσσεται μια επιχειρηματολογία που υποστηρίζει ότι ο «κόσμος της Αριστεράς» διχάστηκε μετά τη Βάρκιζα. Οι πόλεις δεν είχαν όρεξη για ρήξεις και ο κόσμος της υπαίθρου είχε μόνη διέξοδο το βουνό, αλλά ήταν αδύναμος κοινωνικά και πολιτικά. Αυτό το αφήγημα λέει περίπου το εξής: οι αντάρτες παρέδωσαν κλαίγοντας τα όπλα τους τον Φλεβάρη και ενάμισι χρόνο μετά κάποιοι άλλοι αντάρτες πήραν τα όπλα ενώ οι πόλεις σιωπούσαν εξαντλημένες από την οικονομική δυσπραγία και την καταστολή. 

Το εντυπωσιακό στοιχείο, αντίθετα μ’ ότι ισχυρίζεται αυτή η άποψη, είναι ότι το εργατικό κίνημα ανέκτησε πολύ γρήγορα τον δυναμισμό του και έπαιρνε φόρα για την αντεπίθεσή του. H στρατιωτική ήττα στη Μάχη της Αθήνας δεν είχε σπάσει τη ραχοκοκαλιά του, τις μαζικές οργανώσεις στις μεγάλες πόλεις που είχαν στηρίξει τις μεγάλες μάχες της Αντίστασης. Το πού θα έφτανε το εργατικό κίνημα ήταν ανοιχτό στοίχημα. 

Για παράδειγμα τον Σεπτέμβρη του 1945 το ΕΑΜ γιόρτασε τα 4 χρόνια από την ίδρυσή του με μια γιγάντια συγκέντρωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Σύμφωνα με τις περιγραφές, το πλήθος έφτασε τις 40.000 άτομα, σχεδόν το 5% του πληθυσμού της πρωτεύουσας. Κι αυτό σε συνθήκες όπου η τρομοκρατία της Δεξιάς δεν περιοριζόταν σε κάποιες απομακρυσμένες αγροτικές περιφέρειες αλλά στο κέντρο και τις γειτονιές της πρωτεύουσας. 

Κι από τον Φλεβάρη είχαν ξεκινήσει ξανά οι απεργίες, που στη συνέχεια, όσο περνούσε η χρονιά θα έπαιρναν τη μορφή αλλεπάλληλων απεργιακών κυμάτων. Τα αιτήματά τους ήταν κυρίως οικονομικά. Όμως, οι άνθρωποι που έδιναν αυτές τις μάχες είχαν διαμορφώσει τις πολιτικές ιδέες τους μέσα στο καμίνι των ταξικών μαχών της Αντίστασης, δεν υπήρχε ένα «τείχος» ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική. Ο Αμερικάνος στρατιωτικός ακόλουθος Γουίλιαμ Μακνή παρατηρούσε για παράδειγμα:

«Απουσιάζει πλήρως ή σχεδόν πλήρως κάθε αίσθηση κοινού συμφέροντος. Οι εργαζόμενοι θεωρούν τους εργοδότες τους ως φυσικούς εχθρούς τους. Οι εργοδότες αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους ως απείθαρχους, ανέντιμους και άπληστους. Η πολιτική παράλυση της χώρας εκτείνεται μέχρι τις σχέσεις στην οικονομία».18

Στα συνδικάτα σάρωνε η Αριστερά παρά τις λυσσασμένες προσπάθειες της κυβέρνησης και των Άγγλων συμβούλων να στήσουν έναν ολόκληρο μηχανισμό από σωματεία-σφραγίδες για να εγκαταστήσουν τους δικούς τους «εργατοπατέρες». Στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ τον Μάρτη του 1946 οι 1.100 από τους 1.436 αντιπροσώπους ανήκαν στον Εργατικό Αντιφασιστικό Συνασπισμό (ΕΡΓΑΣ) τη συνέχεια του Εργατικού ΕΑΜ. Αυτό που είχε προηγηθεί, εν μέσω απεργιών, ήταν μια αλυσίδα τέτοιων νικών σε Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα. 

Αξίζει να επισημάνουμε ότι αυτές οι νίκες δεν περιορίζονταν μόνο σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη αλλά στα περισσότερα επαρχιακά κέντρα. Όπως δεν υπήρχε σινικό τείχος που χώριζε την οικονομία από την πολιτική, τον πολιτικό από τον συνδικαλιστικό αγώνα, έτσι δεν υπήρχε ένα τέτοιο τείχος που να χώριζε κάποια υποτίθεται «συμβιβασμένη» εργατική τάξη από την αγροτιά που δεχόταν τα πλήγματα της δεξιάς τρομοκρατίας. 

Αυτή τη δυναμική σπατάλησε για μια ακόμα φορά η ηγεσία του ΚΚΕ με ένα συνδυασμό συμβιβασμών προς τα πάνω και κινήσεων που ονόμαζε «αγέρωχες» για χάρη του κόσμου που αντιδρούσε στις υποχωρήσεις. Όμως κάθε τέτοια χειρονομία και κίνηση προκαλούσε ρίγη τρόμου στο αστικό στρατόπεδο. Ήταν αντιφατική η προσπάθεια της ηγεσίας να κρατήσει το κίνημα σε «λογικά πλαίσια» και ακόμα και τις ένοπλες απαντήσεις να τις βλέπει σαν «μέσο πίεσης για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις». Η αντίληψη ότι το κίνημα είναι μια μηχανή που ανάβει και σβήνει με το πάτημα ενός κουμπιού είναι το σήμα κατατεθέν όλων των ρεφορμιστικών και γραφειοκρατικών ηγεσιών. Το ΚΚΕ κυριαρχούσε στα συνδικάτα αλλά επέμενε ότι οι απεργίες έπρεπε να γίνονται με το σταγονόμετρο. Τον Ιούλη του 1946 η κυβέρνηση πέρασε από τη Βουλή το περιβόητο Γ’ Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» που φίμωσε τα συνδικάτα και με βάση τις διατάξεις του ξεκίνησαν οι πρώτες εκτελέσεις από έκτακτα στρατοδικεία. Η απάντηση της ηγεσίας ήταν μια αναιμική 24ωρη απεργία. Με αυτό το τρόπο, όμως, το κίνημα του 1945-46 εξαντλήθηκε και έχασε τη δυναμική του και τελικά ηττήθηκε στον Εμφύλιο. 

Η εργατική τάξη έχει τις δυνάμεις να παλεύει κόντρα σε όλες τις κάλπικες αναλύσεις των «αρνητικών συσχετισμών». Αλλά για να νικήσει χρειάζεται μια επαναστατική Αριστερά μαζική και ριζωμένη εκεί που δίνει τις μάχες της η τάξη.

 

Σημειώσεις

1. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι το βιβλίο των Στ. Καλύβα και Σπ. Τσουτσουμπή, Δεκεμβριανά-Η δυναμική μιας πολύπλευρης σύγκρουσης, ένα τομίδιο που κυκλοφόρησε μαζί με την Καθημερινή της 2/12/2024.

2. Ουίνστον Τσώρτσιλ: 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκης, τόμος ΣΤ', σελ. 336.

3. Εννοούσαν αντάρτικο αγώνα από τα βουνά εκεί όπου «δεν πατάει ρόδα» όπως είπε ο Βελουχιώτης. Αναφέρεται στο Θανάσης Χατζής, Η Νικηφόρα Επανάσταση που Χάθηκε, Μέρος Τέταρτο Τέλος του Έπους αρχή της Τραγωδίας, Δωρικός 1983, σελ. 358.

4. Από την έκδοση Οι Συμφωνίες που υποδούλωσαν την Αντίσταση, Εφημερίδα των Συντακτών 30/11/2024, σ.σ. 39-40.

5. «Το Πρακτικόν της Συμφωνίας» στο Οι Συμφωνίες, ο.π. σ.σ. 48 και 49.

6. Στο ίδιο σελ. 59.

7. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Τόμος Πέμπτος (1940-1945), Σύγχρονη Εποχή 1981, σελ. 425.

8. Βλέπε για παράδειγμα, Λέανδρος Μπόλαρης, Αντίσταση, Η Επανάσταση που Χάθηκε, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 3η έκδοση, σ.σ. 108-129.

9. Για μια παρουσίαση αυτών των αντιδράσεων βλ. Δημήτρης Μαριόλης, Η αδύνατη ταξική ανακωχή, Η πολιτική του ΕΑΜ στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και στα συνδικάτα μέχρι τα Δεκεμβριανά, ΚΨΜ 2015.

10. Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, Στα Πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, Κοινωνική πόλωση, Αριστερά και αστικός κόσμος στη μεταπολεμική Ελλάδα, Βιβλιόραμα 2006, σελ. 194.

11. Άγγελος Αυγουστίδης, Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα Κατά τη Δεκαετία του ’40 και τα Περιθώρια της Πολιτικής, Καστανιώτης 1999, σελ. 238.

12. Gabriel Kolko, The Politics of War, Pantheon 1990, σελ. 359.

13. Αναφέρεται στο Θανάσης Χατζής, ο.π, σελ. 325.

14. Λ. Μπόλαρης, Αντίσταση…, ο.π, σελ. 55.

15. Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2006, σελ. 175.

16. Η 12η Ολομέλεια της Κ.Ε του ΚΚΕ (1945) Η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε του ΚΚΕ (1956), Μνήμη 1985, σελ. 64.

17. Γεώργιος Παπανδρέου, Κείμενα, τομ. Β΄, Εκδόσεις Βλάσση, 1990, σ. 267

18. William Hardy McNeill, The Greek Dilemma, War and Aftermath, V. Gollanz, London 1945, σελ. 227.