Άρθρο
Συρία: Το “πεζοδρόμιο” ξανά στο προσκήνιο στη Μέση Ανατολή

8/12, Δαμασκός. Φωτό: Καράμ αλ Μάσρι/Reuters

Η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αλλάζει τα δεδομένα στη Μέση Ανατολή. 
Ο Νίκος Λούντος αναλύει τη νέα δυναμική του αραβικού πεζοδρομίου.

 

Η κατάρρευση του συριακού καθεστώτος τον περασμένο Δεκέμβρη ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις του 2024. Οι πάντες θεωρούσαν την πιθανότητα ανατροπής του Άσαντ εντελώς εκτός συζήτησης ακόμη και λίγες μέρες προτού ο πρώην δικτάτορας της Συρίας πάρει το αεροπλάνο και ζητήσει καταφύγιο στη Μόσχα αφήνοντας πίσω του μέχρι και κοντινά μέλη της οικογένειάς του. Το καθεστώς Άσαντ είχε συντρίψει τις δυνάμεις που ξεκίνησαν την επανάσταση εναντίον του το 2011, είχε προκαλέσει μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, εκατομμύρια πρόσφυγες στο εσωτερικό και το εξωτερικό, είχε βομβαρδίσει σαρωτικά ολόκληρες περιοχές, είχε στείλει στα διαβόητα μπουντρούμια αναρίθμητο πλήθος αγωνιστών. Περιφερειακές και μεγάλες δυνάμεις είχαν ταυτόχρονα κάνει τη Συρία σουρωτήρι, με χερσαίες εισβολές, βομβαρδισμούς κατά το δοκούν, παρεμβάσεις, εξοπλισμούς και χρηματοδοτήσεις πολιτοφυλακών. Δεκατρία χρόνια μετά το 2011, ο Άσαντ φαινόταν να κυβερνάει πιο αδιαμφισβήτητα από ποτέ, αν και στεκόμενος πάνω σε ένα σωρό από πτώματα και ερείπια. Κι όμως, όταν τα γεγονότα συγκρούονται με τις προβλέψεις, καλό είναι να βγάζουμε συμπεράσματα από τα γεγονότα. Η ανατροπή του συριακού καθεστώτος είναι ένα μεγάλο μήνυμα ότι μέσα στις συνθήκες πολλαπλής αστάθειας που εντείνονται, τα πάντα είναι πιθανά. 

Οι εξελίξεις δεν εντάσσονται χρονικά μόνο στην κλίμακα του 2024, ούτε στη δεκαετία μετά την αραβική Άνοιξη του 2011, αλλά πολύ βαθύτερα. Πρόκειται για ανατροπή ενός καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε πριν από περισσότερα από 50 χρόνια. Ο πατέρας του Μπασάρ αλ-Άσαντ, Χάφεζ, πήρε την εξουσία στα χέρια του το Νοέμβρη του 1970 οργανώνοντας πραξικόπημα ενάντια στους υπόλοιπους ηγέτες του Μπάαθ, του κόμματος που είχε πάρει την εξουσία το 1963. Το καθεστώς του Άσαντ βασίστηκε στον τρόμο από την αρχή και για το μισό αιώνα που ακολούθησε. Η πτώση του είναι μια δικαίωση γενιών και γενιών αγωνιστών, όχι μόνο Σύριων αλλά και Παλαιστίνιων και Λιβανέζων, που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να συγκρουστούν μαζί του στη διάρκεια αυτών των χρόνων. Είναι δικαίωση για τον κόσμο που επιχείρησε το μεγάλο άλμα το 2011, μετατρέποντας τις τοπικές εξεγέρσεις που ξέσπασαν με έμπνευση από τα γεγονότα της Αιγύπτου και της Τυνησίας, σε μια γενικευμένη επανάσταση που πνίχτηκε στο αίμα.

Η αίσθηση της αναπνοής μετά από δεκαετίες κρατικής ασφυξίας ήταν το πιο εμφανές συναίσθημα που απλώθηκε στους δρόμους των πόλεων και των χωριών της Συρίας με το που έγινε κατανοητή η κατάρρευση του καθεστώτος. Η ίδια αίσθηση απλώθηκε στις συριακές κοινότητες στο Λίβανο, στις υπόλοιπες χώρες όπου έχουν καταφύγει εξόριστοι Σύριοι και βέβαια στην Ελλάδα και την Ευρώπη όπου η ανατροπή έγινε αφορμή για πανηγυρικές διαδηλώσεις. Όσοι βιάστηκαν να μεταφέρουν τη συζήτηση στο “και τώρα τι θα γίνει;” έπαιρναν την απάντηση ότι ένα τεράστιο βάρος έχει φύγει από τους ώμους του κόσμου της Συρίας και εκατομμύρια άνθρωποι νιώθουν ότι τώρα μπορούν να δώσουν τις δυνάμεις τους και να γίνουν κομμάτι της αλλαγής ώστε αυτοί και αυτές να καθορίσουν το “τι θα γίνει”. Οι φυλακές άνοιξαν, γενιές αγωνιστών γύρισαν στα μέρη καταγωγής τους και ξανασυναντήθηκαν. Ο κόσμος που έχει ζήσει στη Συρία ξέρει πως ο τρόμος που προκαλούσε το καθεστώς Άσαντ είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από τον οποιοδήποτε φόβο μπροστά στο άγνωστο.

Κατάρρευση

Η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκε η αλυσίδα των γεγονότων που έφτασαν μέχρι τη φυγή του Άσαντ σχετίζεται με την απώλεια της οποιασδήποτε δυνατότητας του καθεστώτος να κυβερνά μέσω της πειθούς. Η κρατική τρομοκρατία μετατράπηκε σε σχεδόν μοναδική πολιτική του καθεστώτος. Κάτω από την εικόνα του σκληρού μηχανισμού που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το βούρδουλα απέναντι στην παραμικρή αμφισβήτηση, κρυβόταν ένα άδειο κέλυφος, όσο άδειοι έμειναν και οι στρατώνες και τα μέγαρα του καθεστώτος όταν πλέον ήταν κατανοητό ότι ο ένοπλοι της οργάνωσης Χαγιάτ αλ Ταχρίρ αλ-Σαμ (Επιτροπή για την απελευθέρωση της Ευρύτερης Συρίας - HTS), πλησίαζαν την πρωτεύουσα. Ο στρατός κατέρρευσε, δεν έδωσε καν τη μάχη. Μέσα σε λίγες ώρες δεν είχε μείνει κανείς για να υπερασπιστεί το καθεστώς.

Μια αντίστοιχη δυναμική είχε εκφραστεί και στην επανάσταση του 2011, αν και τότε ήταν οι μαζικές κινητοποιήσεις που έσπασαν την πυγμή του καθεστώτος και έφεραν στο φως την ανυπαρξία πραγματικής συναίνεσης στη Συρία. Η προέλαση στα τέλη του 2024 ξεκίνησε από το Ίντλιμπ, στα βορειοδυτικά, το οποίο είχε περάσει στα χέρια ισλαμιστικών δυνάμεων από τις οποίες προέρχεται και η HTS ήδη το 2015. Από εκεί η HTS μαζί με άλλες αντάρτικες δυνάμεις έφτασαν να παρουν σχετικά εύκολα το Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, μέσα σε λίγες μέρες στα τέλη Νοέμβρη. Τρεις μέρες αργότερα πήραν στα χέρια τους τη Χαμά. Λίγο αργότερα πήραν και τη Χομς ακόμη νοτιότερα. Η πτώση της Χαμά πρακτικά απέκλεισε την πρόσβαση από τη Δαμασκό προς όλες τις παραλιακές περιοχές της Συρίας, οι οποίες θεωρούνταν ό,τι πιο κοντινό σε προπύργιο του καθεστώτος. Καθώς τα δυτικά και βορειοδυτικά έπεφταν σαν τραπουλόχαρτα, ανατρεπόταν όλη η ισορροπία που είχε επικρατήσει στα ανατολικά τα τελευταία χρόνια. Εξελίσσονταν πολυμέτωπες συγκρούσεις ανάμεσα σε δυνάμεις του καθεστώτος, τις “Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις” (SDF) που έχουν τη βάση τους στο κουρδικό αντάρτικο και στηρίζονταν από τις ΗΠΑ, το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), ρωσικές δυνάμεις και άλλες πολιτοφυλακές με στήριξη από το Ιράν. Οι δυνάμεις του καθεστώτος άρχισαν να αποσύρονται προς τη Δαμασκό, οι Ρώσοι άρχισαν να τα μαζεύουν. Εκείνες τις ώρες κανείς δεν ήξερε αν όλα αυτά ήταν κομμάτι μιας οργάνωσης της αντεπίθεσης ή απλή υποχώρηση. Οι SDF πέρασαν τον Ευφράτη και πήραν τον έλεγχο του Ντέιρ αλ-Ζορ, της μεγαλύτερης πόλη της ανατολικής Συρίας. Ο Νότος της χώρας, από όπου είχε ξεκινήσει η επανάσταση το 2011, ανταποκρίθηκε στις εξελίξεις και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν σαν μόνη επιλογή να επιδίωξουν τη διάσωση της Δαμασκού, ελπίζοντας σε μια ακόμη σειρά σαρωτικών βομβαρδισμών για να ξαναπάρουν τον έλεγχο της χώρας κάποια στιγμή στο μέλλον. Ο Άσαντ μέσα στον πανικό τις μέρες της προέλασης των ανταρτών προσπάθησε να πείσει τους προστάτες του ότι η υποχώρηση των δυνάμεών του ήταν προσωρινή και τακτική, ζητώντας για μια ακόμη φορά στρατιωτική βοήθεια. Έκανε επαφές και με τους Ρώσους και με τους Ιρανούς και μάλιστα φρόντισε να κυκλοφορήσουν γρήγορα οι φωτογραφίες από τις συναντήσεις για να δείξει ότι αυτό που εξελίσσεται δεν είναι παρά ένα ακόμη κύμα αμφισβήτησης το οποίο θα ποδοπατηθεί. Όμως, όπως έγραφαν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (FT) σε άρθρο τους στις 8 Δεκέμβρη, το Ιράν είχε ήδη χάσει την εμπιστοσύνη του Άσαντ και ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Αραγτσί, στη συνάντηση του είπε πως η Τεχεράνη δεν ήταν σε θέση να στείλει περισσότερες δυνάμεις για να υποστηρίξουν το καθεστώς του, «ωστόσο [σύμφωνα με τους FT, λέει ο Αραγτσί] δεν περιμέναμε ότι η κατάρρευση θα έρθει τόσο γρήγορα ή ότι θα αποκαλύψει τέτοια κενότητα στο καθεστώς του. Αυτό ήταν σοκ και για εμάς».

Το κρέμασμα που υπέστη ο Άσαντ από τους Ρώσους ήταν ακόμη πιο θανατηφόρο. Η ρώσικη στρατιωτική υποστήριξη υπήρξε καθοριστική για τη σωτηρία του καθεστώτος σε ολόκληρη τη δεκαετία του 2010, ιδιαίτερα από το 2015 και έπειτα όταν το συριακό κράτος κινδύνευε να μείνει ξανά ίσως μόνο με τη Δαμασκό και τα παράλια. Ο ρώσικος στρατός έκανε ανοιχτή επέμβαση το Σεπτέμβρη του 2015 και τα επόμενα χρόνια προχώρησε σε δεκάδες χιλιάδες βομβαρδισμούς και αποστολές. Για τη Ρωσία η επέμβαση είχε πολλαπλή σημασία. Αφορούσε την ίδια τη Συρία και τη διατήρηση των σχέσεων με το καθεστώς, από τις οποίες εξαρτιόταν ο έλεγχος της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς. Αλλά οι ρώσικες βλέψεις ήταν πολύ ευρύτερες. Η βάση της Ταρτούς στήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 με συμφωνία της τότε ΕΣΣΔ με τη Συρία. Όταν στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, η Αίγυπτος απομακρύνθηκε από την ΕΣΣΔ, η Ταρτούς μετατράπηκε σε μοναδική ρώσικη βάση στη Μεσόγειο και τη δεκαετία το ‘80 αναβαθμίστηκε. Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ στη δεκαετία του 2000 (επέκταση ΝΑΤΟ το 2004, πόλεμος στη Γεωργία το 2008) και το ξαναμοίρασμα της Μέσης Ανατολής που ξεκίνησε το 2003 έκανε ακόμη πιο σημαντική τη βάση για τη Ρωσία. Επιχειρήθηκαν αναδιαπραγματεύσεις για την επέκτασή της, αλλά ήταν η επέμβαση του 2015 που έφερε τη Ρωσία σε ακόμη πιο ισχυρή θέση να απαιτήσει ανταλλάγματα από τον Άσαντ. Η επέμβαση ήταν αυτή που έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να πάρει στον έλεγχό της και αεροπορική βάση στη Λατάκια. Η βάση χτίστηκε το 2015 σαν κέντρο της ρώσικης επιχείρησης για τη σωτηρία του Άσαντ και σχεδόν 10 χρόνια κατέληξε να γίνει η βάση στη οποία κατέφυγε ο Άσαντ κυνηγημένος για να φύγει προς τη Μόσχα. Την αεροπορική βάση που έστησε στη Συρία, η Ρωσία την αξιοποίησε πολύ ευρύτερα, για παράδειγμα για την επέμβασή της στον εμφύλιο στη Λιβύη.

Όμως, οι ρώσικες δυνάμεις ήταν από την αρχή ελάχιστα ικανοποιημένες από το καθεστώς και από τις ένοπλες δυνάμεις του. Η διαφθορά και ο συγκεντρωτισμός του καθεστώτος, όσο αγρίευε η καταστολή, τόσο δυνάμωναν, και μαζί αυξάνονταν οι ανησυχίες των Ρώσων ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια ο Άσαντ ήταν ανίκανος να κρατήσει τη χώρα στον έλεγχό του. Η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή της Ρωσίας αντί να εκσυγχρονίσει το καθεστώς και το στρατό, το έκανε ακόμη πιο φοβικό. Ο Άσαντ που παραδοσιακά έτρεμε απέναντι ακόμη και σε υποψία σχηματισμού εναλλακτικού κέντρου εξουσίας, άρχισε να ανησυχεί ακόμη και για τις μονάδες του στρατού που εκπαίδευαν οι Ρώσοι. 

Το καθεστώς είχε για δεκαετίες μάθει να ισορροπεί και να παζαρεύει ανάμεσα σε διαφορετικές ξένες δυνάμεις, καταφέρνοντας να συγκεντρώνει όλο και περισσότερο την εξουσία μέσα στη Συρία. Όμως τα πράγματα πλέον στη Μέση Ανατολή έχουν γίνει πολύ πολυπλοκότερα από ό,τι ήταν κάποιες δεκαετίες πριν. Τελικά, το καθεστώς έσπασε. Μία από τις διαδικασίες που εξελίσσονταν τα λίγα τελευταία χρόνια και πιθανώς έγινε η θρυαλλίδα για ό,τι ακολούθησε ήταν η προσπάθεια του Άσαντ να επανενταχθεί στην κανονικότητα του κλαμπ των Αραβικών καθεστώτων και να γεφυρώσει το χάσμα με τις χώρες του Κόλπου. Το 2023, ο Άσαντ έγινε ξανά δεκτός με κάθε επισημότητα στη συνεδρίαση του Αραβικού Συνδέσμου. Το 2011, οι υπόλοιποι δολοφόνοι της περιοχής τον είχαν πετάξει (υποκριτικά) έξω, με αφορμή την καταστολή κατά της επανάστασης. Όμως από το 2021 ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για επανένταξη της Συρίας και τελικά ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο ντε φάκτο ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας, στη Σύνοδο του Συνδέσμου στην Τζέντα το Μάη του ‘23 τον υποδέχθηκε προσωπικά αγκαλιάζοντας και φιλώντας τον, ξαναδίνοντάς του την έδρα της Συρίας, την οποία προσωρινά μάλιστα είχαν δώσει στην αντιπολίτευση. Όλες αυτές οι αλλαγές είχαν σύνθετες αιτίες που έχουν να κάνουν και με τις εξελίξεις στη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη και την Αίγυπτο. Αλλά από πλευράς Άσαντ, το στοίχημα ήταν τραβηγμένο. Στη διάρκεια των μεγάλων συγκρούσεων μέσα στη Συρία, το συριακό καθεστώς έλεγε πως οι χώρες του Κόλπου ήταν αυτές που έπαιζαν σαν μαριονέτες τους αντάρτικους στρατούς. Υποτίθεται πως η Συρία ήταν κομμάτι του “Άξονα της αντίστασης” μαζί με το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τους Χουθίτες της Υεμένης. Και τώρα, ο Άσαντ αγκαλιαζόταν με τον μεγαλύτερο μακελάρη της Υεμένης και της αντίστασής της. 

Αποσταθεροποίηση

Το καθεστώς στην πραγματικότητα έβλεπε σαν μεγαλύτερο κίνδυνο την προοπτική να γίνει κομμάτι της σύγκρουσης Ιράν-ΗΠΑ-Ισραήλ και προσπαθούσε να βγάλει την ουρά του απ’έξω. Πίστευε πως θα έβρισκε μεγαλύτερη ασφάλεια δίπλα στον μπιν Σαλμάν και τον Σίσι της Αιγύπτου. Στο κάτω κάτω, ο Σίσι με αντίστοιχο τρόπο είχε πλημμυρίσει με αίμα τους δρόμους του Καϊρου και είχε γεμίσει τις φυλακές για να τσακίσει την επανάσταση του 2011 και τώρα ήταν ένας από τους βασικούς που επιχειρούσαν να ξαναστήσουν γέφυρες με τον Άσαντ. Όμως, τελικά, αυτή η διαδικασία αποσταθεροποίησε τις σχέσεις και με το Ιράν και με τη Ρωσία. 

Προφανώς επηρέασαν τα χτυπήματα που δέχτηκε η Χεζμπολάχ μέσα στο 2024, φτάνοντας ως τον αποκεφαλισμό της με τη δολοφονία του Χάσαν Νασραλα, αλλά και το Ιράν (βομβαρδισμός του ιρανικού προξενείου στη Δαμασκό από το Ισραήλ και χτυπήματα στο Ιράν τον Απρίλη, δολοφονία του ηγέτης της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, μέσα στην Τεχεράνη στα τέλη Ιούλη, λίγο μετά τη δολοφονία του διοικητή της Χεζμπολάχ Φουάντ Σουκρ στο Λίβανο και νέες ισραηλινές επιδρομές στο Ιράν τον Οκτώβρη). Όμως είναι λάθος μια περιγραφή που βλέπει την πτώση του καθεστώτος Άσαντ απλώς σαν ένα ακόμη κομμάτι της Αντίστασης που έπεσε χάρη στην ισραηλινή επιθετικότητα. Αν έκανε κάτι η ισραηλινή επιθετικότητα ήταν ότι επιτάχυνε τις κινήσεις του καθεστώτος να απεκδυθεί οποιασδήποτε σύνδεσης με την Αντίσταση. Ήδη, τον Οκτώβρη του ‘23 ο Άσαντ είχε κλείσει την πρεσβεία της Υεμένης και είχε πρακτικά απελάσει τους εκπροσώπους των Χουθιτών πίσω στην Υεμένη. Αυτά δεν ήταν “σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και το Ισραήλ”, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ήταν ανταλλάγματα για τις αγκαλιές του Μπιν Σαλμάν και ταυτόχρονα ακόμη μια προδοσία απέναντι στους Παλαιστίνιους, τη στιγμή που μετά την επιχείρηση της παλαιστινιακής Αντίστασης στις 7 Οκτώβρη του ‘23, οι Χουθίτες είχαν αναδειχθεί σε διεθνές σύμβολο της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη.

Η επαναπροσέγγιση με τις χώρες του Κόλπου ήταν επίσης μια προσπάθεια να απεξαρτηθεί από τις απαιτήσεις της Ρωσίας. Σύμφωνα με ένα αμερικάνικο θινκ-τανκ: “Η έντονη εμπλοκή της Ρωσίας στην Ουκρανία από το 2022 και μετά επηρέασε τις δεσμεύσεις της στη Συρίας, αν και αρχικά όχι σε μεγάλο βαθμό. Μόνο στα τέλη του 2023 - αρχές του 2024 η Ρωσία άρχισε να περικόπτει δραστικά την υποστήριξη προς τους Σύριους. Πίσω από αυτή την κίνηση δεν ήταν απλά τα αυξανόμενα κόστη του πολέμου στην Ουκρανία. Ήταν ξεκάθαρο πως εξελίσσονταν δυναμικές που είχαν να κάνουν με τις σχέσεις Ρωσίας-Συρίας. Αυτό που ξεχωρίζει ήταν μια εκστρατεία διώξεων από πλευράς Συρίας σε βάρος φιλο-Ρώσων αξιωματικών του στρατού. Όποιο και να είναι το ακριβές βάρος των διάφορων παραγόντων, οι Ρώσοι εφάρμοσαν ακόμη πιο άγριες περικοπές στη στήριξή τους, εγκαταλείποντας τις συριακές ένοπλες δυνάμεις στο έλεος όσον αφορά τη χρηματοδότηση και την επιμελητεία”. 

Ο πραγματικός κόσμος της Αντίστασης ξέρει πολύ καλά το ρόλο του καθεστώτος Άσαντ σαν σταθεροποιητή της περιοχής και όχι σαν βράχο του αντιμπεριαλισμού εδώ και δεκαετίες. Ο πατέρας Άσαντ είχε στείλει το συριακό στρατό στο Λίβανο το 1976 στο πλευρό των δεξιών πολιτοφυλακών για να υποτάξει την παλαιστινιακή Αντίσταση. Η Χεζμπολάχ στα πρώτα της βήματα χρειάστηκε να συγκρουστεί όχι μόνο με το Ισραήλ αλλά και με το στρατό του Άσαντ. Ο ρόλος του μικρού χωροφύλακα απέναντι στους Παλαιστίνιους και στις ριζοσπαστικές δυνάμεις της περιοχής δεν έληξε με το τέλος του λιβανέζικου εμφύλιου. Αντίθετα, απλώθηκε και έγινε ακόμη πιο βάρβαρος απέναντι στις δυνάμεις του πολιτικού Ισλάμ. Στη σφαγή της Χαμά το 1982, περικύκλωσαν την πόλη, άφησαν τον κόσμο χωρίς ηλεκτρικό και φαγητό και μετά ξεκίνησαν να δολοφονούν τουλάχιστον 20 χιλιάδες ανθρώπους, εξορίζοντας μέχρι και 100 χιλιάδες μόνο και μόνο με την υποψία ότι ήταν μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ο επικεφαλής αυτού του μαζικού εγκλήματος, ο θείος του Άσαντ, Ριφάτ, επιχείρησε πατώντας πάνω στη φήμη του ως “χασάπης της Χαμά” να κάνει πραξικόπημα κατά του πατέρα του Άσαντ και όταν απέτυχε κατέφυγε στην Ευρώπη. Πέρασε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ανενόχλητος μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας ως “πολιτικός πρόσφυγας”. Και αυτός όπως και ο Χάφεζ, αλλά και άλλα μέλη της οικογένειας Άσαντ είχαν παντρευτεί και κάνει δεσμούς με την οικογένεια Μαχλούφ, την πιο πλούσια οικογένεια της Συρίας. Το πραξικόπημα του Χάφεζ αλ-Άσαντ το 1970 ήταν στενά δεμένο με το άνοιγμα προς το φιλελευθερισμό, τις υποσχέσεις προς τους καπιταλιστές της Συρίας ότι μπορούν να φέρουν τα κεφάλαιά τους από το Λίβανο και από τον Κόλπο και να κερδοσκοπήσουν χωρίς το φόβο ότι θα τους τα πάρει το κράτος. Μαζί με αυτή την υπόσχεση πήγαινε η δέσμευση ότι θα κόβονταν οι δεσμοί με το ριζοσπαστικό παρελθόν του κόμματος Μπάαθ, τμήματα του οποίου έψαχναν απαντήσεις στα αριστερά.

Για αυτούς τους λόγους, όταν έπεσε το καθεστώς και πλέον όλοι μπορούσαν να μιλήσουν ανοιχτά, τόσο η Χαμάς, όσο και οι Χουθίτες της Υεμένης αλλά και άλλες δυνάμεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης όπως η Ισλαμική Τζιχάντ δεν βγήκαν να χύσουν δάκρυα για τον Άσαντ. “Το Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης Χαμάς συγχαίρει τον αδελφό συριακό λαό για την επιτυχία του στην επίτευξη των φιλοδοξιών του για ελευθερία και δικαιοσύνη”, είπε στην ανακοίνωσή της η Χαμάς. 

Το ίδιο το Ιράν είχε ήδη αποστασιοποιηθεί από την άνευ όρων υποστήριξη στον Άσαντ, πριν από τις τελευταίες επιθέσεις του Ισραήλ. Όπως έγραφε η Εργατική Αλληλεγγύη: “Παρά τις εύκολες αναλύσεις που παρουσίαζαν τον Άσαντ σαν το «Λιοντάρι» του λεγόμενου «Άξονα της Αντίστασης» ενάντια στις ΗΠΑ και το σιωνιστικό κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ, ο Άσαντ δεν είχε κάνει το παραμικρό όσο το Ισραήλ ισοπεδώνει τη Γάζα, όταν χτυπούσε τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο ακόμα και όταν βομβάρδιζε ιρανικές εγκαταστάσεις στην ίδια τη Συρία. Σύμφωνα με την εφημερίδα Financial Times (8/12): «Ο Saeed Laylaz, αναλυτής προσκείμενος στη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Masoud Pezeshkian στο Ιράν, δήλωσε: “Ο Άσαντ είχε γίνει περισσότερο βαρίδι παρά σύμμαχος, πράγμα που σημαίνει ότι ο χρόνος του είχε τελειώσει. Η υπεράσπισή του δεν μπορούσε πλέον να δικαιολογηθεί, ακόμη και αν σήμαινε ένα σημαντικό πισωγύρισμα για το Ιράν. Η συνέχιση της υποστήριξής του απλώς δεν είχε νόημα και θα είχε δυσβάσταχτο κόστος”.  Κάποιοι τον αποκαλούσαν ακόμη και προδότη. “Η αδράνειά του μας κόστισε ακριβά και ευθυγραμμίστηκε με περιφερειακούς παράγοντες που του υποσχέθηκαν ένα μέλλον που δεν υλοποιήθηκε ποτέ”. Κάποιοι στην κυβέρνηση του Ιράν πίστευαν ότι ο Άσαντ είχε αρχίσει να φλερτάρει αραβικά κράτη όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δελεασμένος από τις υποσχέσεις για μεταπολεμική βοήθεια στην ανοικοδόμηση με αντάλλαγμα την απομάκρυνσή του από το Ιράν, δήλωσαν αναλυτές και πολιτικοί».”

“Αρνητική εξέλιξη”;

Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως η άποψη πως η ανατροπή του Άσαντ είναι “αρνητική εξέλιξη” για την Αριστερά είναι εντελώς μονόπλευρη και δεν μας βοηθάει για να προετοιμαστούμε για το ακόμη πιο ασταθές περιβάλλον που έχουμε μπροστά μας. Μια μικρή μειοψηφία έκλαψε για την πτώση του Άσαντ, επειδή είχε απλώς πιστέψει τα παραμύθια που πουλούσε το καθεστώς. Μεγαλύτερη εμβέλεια είχε όμως μια ερμηνεία που αν και δεν ήταν διατεθειμένη να υποστηρίξει το καθεστώς, θεώρησε πως η ανατροπή του ήταν “αντικειμενικά αρνητική”. 

Το άρθρο του Τάρικ Αλί στο Sidecar του New Left Review, γραμμένο μόλις λίγες ώρες μετά τη φυγή του Άσαντ είναι χαρακτηριστικό. Ο Αλί είναι σημαντική πηγή γνώσης και εμπειρίας όσον αφορά τη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αλλά αυτή τη φορά βιάστηκε να πάρει θέση λέγοντας πως στις πρώτες του φράσεις “Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που παρακολουθούμε στη Συρία σήμερα είναι μια τεράστια ήττα, ένα μικρό 1967 για τον αραβικό κόσμο” και κλείνοντας: “Γεωστρατηγικά, πρόκειται για θρίαμβο για την Ουάσιγκτον και το Ισραήλ”. Η σύγκριση με το 1967 είναι εντελώς δυσανάλογη. Αν μη τι άλλο, οι αραβικές χώρες που ηττήθηκαν στον πόλεμο του ‘67 είχαν βρεθεί σε τροχιά σύγκρουσης με το Ισραήλ. Το καθεστώς του Νάσερ είχε ρισκάρει την ύπαρξή του μέσα σε αυτήν την πορεία. Ακολούθησε κύμα μετατόπισης των “ριζοσπαστικών” αραβικών καθεστώτων προς τα δεξιά και προς την καταστολή απέναντι στην Αριστερά. Τότε, ανάμεσα σε άλλα, το Ισραήλ άρπαξε τα Υψώματα του Γκολάν από τη Συρία και μέσα σε αυτά τα σχεδόν 60 χρόνια, το καθεστώς της Συρίας δεν έκανε τίποτα άλλο από το να διατηρεί εκείνη την ισορροπία της ήττας του ‘67, καταστέλλοντας όποιον επιχειρούσε να την αμφισβητήσει. Το 1967, μετά την ήττα, απλώθηκε πέπλο θλίψης σε όλη την περιοχή. 

Η πτώση του Άσαντ έφερε εκατομμύρια Σύριους και Παλαιστίνιους να πανηγυρίζουν και να δηλώνουν απελευθερωμένοι. Βρισκόμαστε σε εποχή ταχείας κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κι αυτό σημαίνει πως θα ξεπηδάνε ολοένα και περισσότερες εστίες και επεισόδια βίας και αποσταθεροποίησης. Μέσα σε συνθήκες συμπυκνωμένης βίας, όπως συμβαίνει και με τις εκρήξεις, ανοίγουν δυνατότητες κίνησης προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Τάρικ Αλί διαλέγει μόνο μία από όλες αυτές τις πτυχές της πραγματικότητας και την παρουσιάζει σαν καθοριστική, χωρίς καν να παρουσιάζει επιχειρήματα.

Αυτό δεν σημαίνει πως οι ιμπεριαλιστές και το Ισραήλ δεν είχαν ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις, ούτε ότι δεν κάνουν το παν για να επωφεληθούν. Είναι εντελώς αφελές να προσπαθήσει κανείς να δει τις πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αφήνοντας στην άκρη τον ιμπεριαλισμό, λες και πρόκειται για κάποιον εξωτερικό και δευτερεύοντα παράγοντα. Το Ισραήλ εισέβαλε αμέσως στη Συρία και βομβάρδισε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ναυτικές εγκαταστάσεις και κάνοντας εκατοντάδες χτυπήματα μόλις μέσα στα πρώτα δύο 24ωρα. Όμως, κανένας σοβαρός αναλυτής δεν θεωρεί πως η επίθεση αυτή έγινε μετά την πτώση του Άσαντ επειδή μέχρι τότε το Ισραήλ φοβόταν τον Άσαντ. Ίσα ίσα, το Ισραήλ παρά τον ανταγωνισμό του με το καθεστώς της Συρίας ποτέ δεν έφτασε να τα παίξει όλα για όλα ρισκάροντας την ανατροπή του Άσαντ και την πρόκληση ενός επικίνδυνου κενού. Οι μυστικές υπηρεσίες του Ισαρήλ βρίσκονταν σε επικοινωνία με το καθεστώς, το οποίο τους εξασφάλιζε ότι δεν θα δημιουργούνταν εκπλήξεις ούτε στο Γκολάν, ούτε πουθενά. Η πτώση του Άσαντ δεν αύξησε την ασφάλεια του Ισραήλ, αντίθετα διεύρυνε το πεδίο στο οποίο το Ισραήλ βλέπει καινούργια σημεία αποσταθεροποίησης και απειλής. Οι βομβαρδισμοί στη Συρία γίνονται για να προλάβουν τέτοιες αλλαγές.

Το καινούργιο καθεστώς που στηνεται στη Συρία, γύρω από την HTS, έκανε το παν από τις πρώτες μέρες να καθησυχάσει το Ισραήλ, να διαχωριστεί από την παλαιστινιακή Αντίσταση και να ξεχωρίσει τα γεγονότα στη Συρία από τη γενοκτονία που εξελισσόταν στη Γάζα. Αυτή ήταν η μία πλευρά του επιχειρούμενου αναβαπτίσματος των ισλαμιστών γύρω από τον πρώην Τζολάνι και νυν αλ-Σάραα από πρώην τζιχαντιστές, τρομοκράτες, αλ-Κάιντα, αλ-Νούσρα, ακόμη και Ισλαμικό Κράτος σε συνομιλητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ. 

Η άλλη πλευρά ήταν οι όρκοι στη “δημοκρατία” και στο “σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων” που συνόδεψαν το πέρασμα του αλ-Σάρααα από το τουρμπάνι στο δυτικό κοστούμι. Όμως, οι ισλαμιστές μ’αυτόν τον τρόπο αναπαράγουν την τακτική που ακολουθούσε ο Άσαντ και μάλιστα από πιο αδύναμη θέση. Προσπαθούν να τους ικανοποιήσουν όλους. Έχουν δεσμευτεί απέναντι στην Τουρκία, χωρίς τη στήριξη της οποίας δεν θα είχαν πετύχει την προέλασή τους, ότι θα περιορίσουν τη δράση των Κούρδων της Συρίας. Ο αλ-Σάραα το παρουσιάζει αυτό ως υπεράσπιση της “ενότητας της χώρας”, το ίδιο λεξιλόγιο δηλαδή που χρησιμοποιούν όλα τα καθεστώτα απέναντι στις μειονότητές τους. Όμως, αγώνα για την “ενότητα της χώρας” όταν γλείφεις το Ισραήλ, το οποίο κατέχει εδάφη εδώ και δεκαετίες και συνεχίζει να σφυροκοπάει όπως θέλει, δύσκολα μπορείς να ισχυριστείς ότι κάνεις. 

Προς το παρόν, ο αλ-Σάραα φαίνεται να έχει περιορίσει τις αντιδράσεις των πολλών ακόμη ισλαμιστικών πτερύγων, οργανώσεων και πολιτοφυλακών, αλλά αν συνεχίσει να καλοπιάνει τον Τραμπ, το Ισραήλ αλλά και από την άλλη να απαρνείται τις τζιχαντιστικές του ρίζες, είναι σίγουρο ότι η ανακωχή θα φτάσει στο τέλος της. Όπως είδαμε παραπάνω, το πολιτικό Ισλάμ στη Συρία έχει ρίζες πολύ βαθύτερες από τις οργανώσεις των τζιχαντιστών που εκμεταλλεύτηκαν το χάος που προκάλεσε η κατασταλτική μανία του Άσαντ.

Εξάλλου, οι ένοπλοι του νέου καθεστώτος δεν ελέγχουν ούτε κατά διάνοια την αχανή έκταση της Συρίας και όχι μόνο επειδή οι Κούρδοι δεν έχουν αναγνωρίσει τη νέα εξουσία. Στην πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό Εκόνομιστ, ο δημοσιογράφος παρατηρεί πως ο τρόπος που απαντούσε στις ερωτήσεις ήταν σαν ένας φιλόδοξος “ισχυρός άντρας”, τύπου Σίσι, ο οποίος με την υπόσχεση ότι θα οδηγήσει μεταβατικά τη χώρα προς κάποια ομαλότητα μπορεί και να κρατήσει για πάντα την εξουσία. Όμως, “Αυτή η προβολή διαψευδόταν από την απουσία προσωπικού στο προεδρικό μέγαρο. Δεν υπήρχε εκεί ούτε κάποιος για να σερβίρει καφέ. Δίπλα του καθόταν ο Υπουργός Εξωτερικών και επίσης πρώην τζιχαντιστής αλ-Σαϊμπάνι, ο οποίος διηύθυνε τη διαδικασία”.

Από τις πρώτες μέρες

Το Επαναστατικό Αριστερό Ρεύμα που συμμετέχει στη Διεθνή Σοσιαλιστική Τάση μαζί με το ΣΕΚ, συμμετείχε στην επανάσταση του 2011 και πανηγύρισε την πτώση του Άσαντ. Αλλά στήριξε και οργάνωσε από τις πρώτες μέρες τις διαδηλώσεις ενάντια στη νέα εισβολή του Ισραήλ, σε κόντρα με τη φιλο-ιμπεριαλιστική γραμμή του HTS. Στην διακήρυξή τους γράφουν: “Τερματισμός κάθε ξένης κατοχής: Να εργαστούμε για την εκδίωξη όλων των ξένων δυνάμεων από τη Συρία και την απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών, συμπεριλαμβανομένων των Υψιπέδων του Γκολάν. Στεκόμαστε ενάντια στην ισραηλινή κατοχή: Να αντισταθούμε στις συνεχιζόμενες επιθέσεις του Ισραήλ και επαναβεβαιώσουμε την επαναστατική και βασισμένη σε αρχές υποστήριξη του Παλαιστινιακού αγώνα”, ενώ σαν άμεσο καθήκον για την παρέμβαση στις εξελίξεις αναδεικνύουν το εξής: “Να ενώσουμε τα αριστερά και δημοκρατικά κινήματα στη Συρία: Οι συριακές μάζες είναι πρόθυμες για όλες τις μορφές ακτιβισμού και απορρίπτουν τόσο την επιστροφή στο παλιό καθεστώς όσο και ένα νέο αυταρχικό σύστημα βασισμένο σε θρησκευτικές και εθνοτικές διακρίσεις. Η Αριστερά πρέπει να εμπλακεί σε αυτούς τους αγώνες και να συντονίσει τις προσπάθειες για το γενικότερο καλό της εργατικής τάξης και όλων των Σύρων, οικοδομώντας ένα δημοκρατικό σύστημα χωρίς διακρίσεις, που θα εξασφαλίζει κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.”