Άρθρο
Λέανδρος Μπόλαρης, Luis Angel Fernandez Hermana, Mike Gonzalez. Χιλή 1972 - 1973: Η τραγωδία του κοινοβουλευτικού δρόμου

Εξώφυλλο του τευχους 101

Μια αιματηρή τραγωδία

Συμπληρώθηκαν φέτος το Σεπτέμβρη 40 χρόνια από τη «μαύρη» επέτειο του πραξικοπήματος του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή. Με αφορμή το πραξικόπημα που έγινε στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο κυκλοφόρησε το βιβλίο «Χιλή 1972-1973: η τραγωδία του κοινοβουλευτικού δρόμου».

Μέσα από τρία κείμενα των Mike Gonzalez, Λέανδρου Μπόλαρη και Luis Angel Fernandez Hermana, περιγράφεται η μεγάλη μάχη που έδωσε η εργατική τάξη στην Χιλή στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ένας αγώνας που συντάραξε όλη τη χώρα και τα συμπεράσματα του είναι ιδιαίτερα επίκαιρα για σήμερα – ειδικά για την Ελλάδα.

Το 1970 ο Σαλβαντόρ Αλιέντε κατάφερε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές ως επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας (UP, Unidad Popular). H Λαϊκή Ενότητα ήταν το μέτωπο που είχαν δημιουργήσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (μέλος του οποίου ήταν και ο Αλιέντε), το Κομμουνιστικό Κόμμα και άλλες μικρότερες οργανώσεις, όπως το MAPU και η Χριστιανική Αριστερά.

Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν τυχαία. Η εκλογική επιτυχία ήρθε μετά από ένα φοβερό κύμα εργατικών αγώνων. Το 1968 η χιλιανική ΓΣΕΕ (CUT) είχε οργανώσει μια πετυχημένη Γενική Απεργία ενάντια στα μέτρα που ήθελε να πάρει η Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση του Εδουάρδο Φρέι, ενώ το 1969 και το 1970 έγιναν 1939 και 5295 απεργίες αντίστοιχα με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων εργατών.

Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας δεν ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό, ίσα ίσα είχε πολλά κοινά με αυτό της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά κάποια σημεία του χτυπούσαν καμπανάκια στην ντόπια αστική τάξη και το «χωροφύλακα της περιοχής», τις ΗΠΑ. Ο κεντρικός άξονας του προγράμματος ήταν η εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση των ορυχείων χαλκού που μέχρι τότε έλεγχαν αμερικάνικες εταιρείες και η εθνικοποίηση 150 από τις 3500 βιομηχανικές επιχειρήσεις (αριθμοί που στην πράξη αποδείχτηκαν πολύ μικρότεροι). Από την πρώτη στιγμή ο Αλιέντε θέλησε να αποδείξει στη Δεξιά και στους καπιταλιστές ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές που θα έβαζαν σε κίνδυνο την εξουσία της αστικής τάξης.

Το Νοέμβρη του ’70 υπέγραψε τη «Συμφωνία των Εγγυήσεων» σαν μια «ύστατη απόδειξη του σεβασμού που έτρεφε προς το αστικό κράτος», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μ. Gonzalez. Aυτή η Συμφωνία ουσιαστικά κρατήθηκε κρυφή από τον κόσμο που υποστήριζε την Λαϊκή Ενότητα.

Η νίκη του Αλιέντε στις εκλογές δεν σταμάτησε τους εργατικούς αγώνες, αντίθετα έδωσε αυτοπεποίθηση σε πολλά κομμάτια εργατών να δώσουν μάχες απέναντι στα αφεντικά τους, όπως και σε αγρότες. Ανάμεσα στο Γενάρη και το Δεκέμβρη του 1971, ο αριθμός των απεργιών έφτασε τις 1.758, ενώ είχαν πραγματοποιηθεί και 1.278 καταλήψεις γης. Οι μισθοί των εργατών και των υπαλλήλων είχαν αύξηση, ενώ η ανεργία έπεσε κάτω από το 10%.

Η γραμμή της κυβέρνησης Αλιέντε με τη βοήθεια και των συνδικαλιστικών ηγεσιών που ελέγχονταν από το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν να δείξει η εργατική τάξη αυτοσυγκράτηση για να μην τρομάζουν τα σύμμαχα μεσαία στρώματα και να μην υπάρχει προβοκάρισμα της αστικής τάξης.

Το απέναντι στρατόπεδο όμως είχε άλλα σχέδια. Αν εξαιρέσει κανείς τους πρώτους μήνες που συνερχόταν από το σοκ της νίκης του Αλιέντε, στη συνέχεια πέρασε στην επίθεση με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης. Οργανώθηκαν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, όπως η «πορεία των άδειων κατσαρολικών» κατά την επίσκεψη του Φιντέλ Κάστρο και επιθέσεις δεξιών οργανώσεων σε καταλήψεις εργοστασίων και αγροκτημάτων. Πάνω από όλα αξιοποιήθηκε η οικονομική δύναμη των αφεντικών που φυγάδευαν κεφάλαια, σταματούσαν τις επενδύσεις, έκαναν σαμποτάζ.

Το αποκορύφωμα της επίθεσης των καπιταλιστών ήρθε με την απεργία των ιδιοκτητών φορτηγών τον Οκτώβρη του 1972 που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην χιλιανική οικονομία. Ο Αλιέντε δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει αυτή την εξέλιξη παρόλο που γνώριζε για την προετοιμασία της απεργίας. Μια σειρά άλλα κομμάτια που έλεγχε η Δεξιά, όπως οι μαγαζάτορες ή οι γιατροί, έδωσαν τη στήριξη τους στην απεργία, η οποία εξελίχθηκε σε πραγματική απειλή για την κυβέρνηση και μπορούσε να οδηγήσει ολόκληρη τη Χιλή σε οικονομικό χάος.

Αυτή που απέτρεψε αυτή την εξέλιξη ήταν η ίδια η εργατική τάξη και οι οργανώσεις που ξεπετάχτηκαν από τα σπλάχνα της για να αντιμετωπίσουν τα πρακτικά ζητήματα των μεταφορών, του εφοδιασμού, της τροφής, της υγείας που έβαζε σε κίνδυνο η απεργία. Σε αυτή την περίοδο γιγαντώθηκαν τα cordones industriales (οι «βιομηχανικές ζώνες» ή καλύτερα «δίκτυα») που πήραν τον έλεγχο σε ολόκληρες περιοχές και εργοστάσια. Η εργατική τάξη ξεπέρασε τις ηγεσίες της στην πράξη, ακόμα και τα πιο αριστερά κομμάτια του κινήματος, όπως το Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς (ΜΙR).

Η κυβέρνηση του Αλιέντε όμως ήταν προσκολλημένη στην στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου και γεμάτη αυταπάτες για τους θεσμούς. Αποφάσισε να θέσει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, λύνοντας τα χέρια του στρατού να επιτεθεί στις εργατικές οργανώσεις και βάζοντας στην κυβέρνηση τρεις στρατηγούς.

Τον Γενάρη του ’73 έφερε ένα νέο Οικονομικό Πλάνο ή αλλιώς το «σχέδιο Μίλας» (από το όνομα του κομμουνιστή Υπουργού) που αποτελούσε μια σχεδόν πλήρη παράδοση στις απαιτήσεις των αστών. Τα cordones απάντησαν ξανά με νέες φοβερές κινητοποιήσεις. Το Μάρτη του ’73 έγιναν εκλογές για το Κογκρέσο όπου η Λαϊκή Ενότητα πήρε το 44% των ψήφων. Η εργατική τάξη με την ψήφο της έδειχνε ότι θέλει να συγκρουστεί, αλλά η στρατηγική της Λαϊκής Ενότητας ήταν ο συμβιβασμός και η ταξική συνεργασία.

Αυτό δεν άλλαξε ούτε με την πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος από τον συνταγματάρχη Σούπερ τον Ιούνη του1973 κατά την οποία νέα cordones σχηματίστηκαν και οργάνωσαν την αυτοάμυνα της εργατικής τάξης. Αντίθετα ο Αλιέντε μετά από τρεις μέρες κήρυξε για δεύτερη φορά κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τον Αύγουστο έβαλε στο νέο Υπουργικό Συμβούλιο ξανά στρατηγούς, ανάμεσα τους και τον Πινοσέτ.

Ανάμεσα στο καλοκαίρι και τον Σεπτέμβρη όταν έγινε το πραξικόπημα, οι οργανώσεις της εργατικής τάξης χτυπήθηκαν ανελέητα και με την αξιοποίηση του Νόμου για τον Έλεγχο των Όπλων που επικυρώθηκε τον Αύγουστο.

Ήταν όμως αναπόφευκτη η ήττα και το πραξικόπημα; Και οι τρεις συγγραφείς συμφωνούν ότι αυτό που έλειψε ήταν το επαναστατικό κόμμα. Ο L. Hermana, μέλος της επαναστατικής αριστεράς της Χιλής, συνοψίζει «απλά και μόνο η επιθυμία για ανατροπή του συστήματος δεν αρκεί για τη νίκη, εκτός αν η εργατική τάξη διαθέτει το κατάλληλο εργαλείο για τη διασφάλιση του ηγετικού της ρόλου και για το τράβηγμα στο πλευρό της όλων των κομματιών που είναι αφοσιωμένα στη σοσιαλιστική επανάσταση».

Τιμή 8€, 128 σελίδες

Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλειο