Μια θητεία - Το «επιτελικό κράτος» του Κυριακού Μητσοτάκη (2019-2024)
Δημήτρης Ψαρράς
282 σελίδες, 17€
Εκδόσεις Πόλις
Με το τελευταίο βιβλίο του «Μια θητεία – Το “επιτελικό κράτος” του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019-2024)», που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς, ο Δημήτρης Ψαρράς επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο «πολιτικό αίνιγμα» της σαρωτικής επικράτησης του Κ. Μητσοτάκη «εκμηδενίζοντας», όπως γράφει στον πρόλογο, «τους πολιτικούς του αντιπάλους και δημιουργώντας την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί εντός κι εκτός της ΝΔ».
Απέναντι στο πορτραίτο του Μητσοτάκη ως ενός «εξαιρετικά ικανού πολιτικού», που προβάλλουν οι υποστηρικτές του, το βιβλίο επικεντρώνεται στο να αποδομήσει τρεις προπαγανδιστικούς μύθους που πλαισιώνουν τη διακυβέρνηση του σημερινού πρωθυπουργού: την ίδρυση του «επιτελικού κράτους», την «καταπολέμηση του λαϊκισμού» και το «άνοιγμα προς το κέντρο».
Αντί γι’ αυτήν την εικόνα, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο Μητσοτάκης «εκμεταλλεύτηκε μια σειρά κοινωνικών και θεσμικών κρίσεων (πανδημία, υποκλοπές, Τέμπη κ.ά.) προκειμένου να συγκαλύψει τις δικές του ευθύνες και να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, ιδρύοντας το “Κράτος του Μαξίμου”, χρησιμοποιώντας ακραίο λαϊκισμό και αναθέτοντας τα πιο κρίσιμα κυβερνητικά πόστα σε στελέχη της Ακροδεξιάς».
Ο Ψαρράς, στηριγμένος στη δημοσιογραφική-ερευνητική ικανότητα που τον διακρίνει, εκθέτει αναλυτικά και με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες πολλές πτυχές των επιλογών του Μητσοτάκη από τη στιγμή έγινε αρχηγός της ΝΔ το 2016. Στα είκοσι δύο κεφάλαια του βιβλίου διαβάζουμε για το πώς επέλεξε τους «επιτελείς» που στελέχωσαν το «επιτελικό κράτος» του, αξιοποιώντας τους σκληρούς νεοφιλελεύθερους και ακροδεξιούς που κληρονόμησε από το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, αλλά και στελέχη κατ’ ευθείαν από τον ιδιωτικό τομέα. Για το πώς εκμεταλλεύτηκε την κρίση της πανδημίας και τη διάλυση του ΕΣΥ, την επέλασή του στα ΜΜΕ και τη «λίστα Πέτσα», τη ρατσιστική πολιτική της «ασύμμετρης απειλής» των προσφύγων, την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, την «ποινικοποίηση» της φτώχειας και την άλωση της Δικαιοσύνης, τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, το σκάνδαλο των υποκλοπών κ.ά.
«Ο Μητσοτάκης αντέγραψε την προδικτατορική ΕΡΕ», γράφει ο Ψαρράς. «Επανήλθε στον σκληρό ατλαντισμό, τον ωμό αντικομμουνισμό, την εξυπηρέτηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και την αδιαφορία για την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Ο μοναδικός του “εκσυγχρονισμός” ήταν ότι στηρίχθηκε στην πλήρη υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου». Ήταν ο φιλόδοξος πολιτικός που «οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους, θορυβημένοι από την εκλογή για πρώτη φορά μιας κυβέρνησης της Αριστεράς και ταρακουνημένοι ήδη από τις λαϊκές κινητοποιήσεις κατά την περίοδο της μεγάλης κρίσης, αναζητούσαν σαν αντίδοτο».
Μια ντοκουμενταρισμένη εξιστόρηση για τα έργα και τις ημέρες του Μητσοτάκη, είναι σίγουρα βοηθητική για «να μην ξεχνιόμαστε» για το ποιος είναι ο ίδιος και η κυβέρνησή του. Τα τελικά πολιτικά συμπεράσματα, όμως, του βιβλίου είναι πέρα για πέρα λάθος. Η πικρή γεύση που αφήνει είναι ότι, κρίμα, αλλά απέναντί μας έχουμε έναν Μητσοτάκη παντοδύναμο που έχει πετύχει τους στόχους του. Εξ ου και ο χαρακτηριστικός τίτλος του επίλογου του βιβλίου: «Η ήττα της Μεταπολίτευσης».
Το ηττοπαθές αυτό συμπέρασμα έρχεται σα συνέπεια της πολιτικής ανάλυσης που διατρέχει όλο το βιβλίο. Από τις σελίδες του απουσιάζουν τέσσερα βασικά πράγματα: η συνολική κρίση του συστήματος, οι αντιστάσεις και οι αγώνες των από τα κάτω και η ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, η κρίση της Αριστεράς του κοινοβουλευτικού δρόμου και η εναλλακτική στρατηγική της ανατροπής. Χωρίς αυτά, όμως, οι περιγραφές και τα ντοκουμέντα, όσο χρήσιμα και να είναι, δεν μπορούν να εξηγήσουν την πορεία και την πραγματική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα ο Μητσοτάκης, το γιατί «δεν του βγαίνουν» οι σχεδιασμοί του, και τα όρια της υποτιθέμενης «παντοδυναμίας» του. Και το κρισιμότερο: δεν δίνουν καμιά προοπτική στον αγώνα για την ανατροπή του.
Μια πλευρά της καταστροφικής «πολυκρίσης» του συστήματος συνολικά και παγκόσμια, από την οικονομία και το περιβάλλον μέχρι τους ανταγωνισμούς και τους πολέμους, είναι οι συνεχείς πολιτικές κρίσεις που απλώνονται σαν ντόμινο από την καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως τη Νότια Κορέα –και προφανώς δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Για παράδειγμα, ο Μητσοτάκης πολύ θα ήθελε να εφαρμόζει με άνεση τη διαβόητη «τριγωνοποίηση», δηλαδή να συνδυάζει πολιτικές δεξιές-κεντροδεξιές με «ολίγη» από κεντροαριστερά, για να μπορεί να πετυχαίνει τις συναινέσεις που χρειάζεται. Αλλά στην πράξη, η συνειδητή επιλογή του να ενσωματώσει στη ΝΔ τους Βορίδηδες και Γεωργιάδηδες, που σωστά επισημαίνει ο Ψαρράς, οδηγεί σε κάθε του βήμα σε πιέσεις για «τριγωνοποίηση» με την ακροδεξιά. Αυτό σημαίνει ότι αντί να είναι το «κέντρο του τριγώνου», η Νέα Δημοκρατία πολώνεται εσωτερικά και γίνεται πιο ευάλωτη. Και βέβαια, αν κοιτάξουμε προς τα πίσω, ένας προς ένα οι σχεδιασμοί του Μητσοτάκη για να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τα κρίσιμα ζητήματα που αναφέρει ο Ψαρράς (πανδημία, «θεομηνίες», ιδιωτικοποίηση Παιδείας και Υγείας, πρόσφυγες και μετανάστες, ακόμα και τα Τέμπη) τελικά του γύρισαν μπούμερανγκ.
Γιατί, στην πραγματικότητα, ο σημαντικότερος καταλύτης που κατρακύλησε τον Μητσοτάκη από το, έτσι κι αλλιώς ψεύτικο, «41τακατο», ήταν οι αγώνες και οι αντιστάσεις του κόσμου σε κάθε μέτωπο που άνοιγε και συνεχίζει να ανοίγει: από τους απεργούς νοσοκομειακούς και εκπαιδευτικούς που κυνηγάνε όπου εμφανιστούν τον Γεωργιάδη, τον Πιερακάκη και τον ίδιο τον Μητσοτάκη μέχρι τις φοιτητικές καταλήψεις, τις κινητοποιήσεις ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις και τη φασιστική απειλή, τις μάχες ενάντια στο σεξισμό της κυβέρνησης, τις μαζικές διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη κ.ά. Από αυτούς του αγώνες άντλησαν αυτοπεποίθηση οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές του μεγαλειώδη ξεσηκωμού και της πανεργατικής απεργίας για το έγκλημα των Τεμπών που ανάγκασαν τον «παντοδύναμο» Μητσοτάκη να απολογείται ότι «δεν με ενημέρωσαν καλά».
Χάνοντας αυτήν την εικόνα των αγώνων και των αντιστάσεων ο Ψαρράς καταλήγει και σε λάθος συμπεράσματα για τους «συσχετισμούς» μέσα στην ίδια την κοινωνία. Υποστηρίζει, για παράδειγμα, σε μια συνέντευξή του που έδωσε με αφορμή το βιβλίο του: «Δεν είχαμε καμία αριστερή πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία το 2015, ούτε την αποκτήσαμε στην πορεία». Και συνεχίζει λέγοντας ότι αυτό που κυριάρχησε ήταν μια συντηρητικοποίηση και ο Μητσοτάκης κέρδισε τη δεύτερη θητεία του «στρέφοντας την κοινωνία προς τα δεξιά». Ο Ψαρράς, αγνοώντας τις αντιστάσεις και την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου και υιοθετώντας τη θεωρία της συντηρητικοποίησης και των «αρνητικών συσχετισμών» (δεν είναι ο μόνος άλλωστε στην Αριστερά), δίνει συγχωροχάρτι και στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας παραδέχεται ότι «το αίνιγμα της επικράτησης του Κυρ. Μητσοτάκη δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τις προσδοκίες που δήθεν προκάλεσε στην κοινωνική πλειοψηφία ο αρχηγός της Ν.Δ., αλλά με την πολιτική συντριβή που υπέστη το μόνο κόμμα που ήταν σε θέση να αντισταθεί στην επικράτηση της νεοφιλελεύθερης και ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας». Η ερμηνεία, όμως, που δίνει για την «πολιτική συντριβή» του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε, υπαρκτές μεν αλλά, επιμέρους δευτερεύουσες διαπιστώσεις όπως ότι «με την εγκαθίδρυση του επιτελικού κράτος τα ΜΜΕ επιδόθηκαν σε μια συνεχή δυσφήμηση της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ» κλπ. Το γεγονός πως η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα του ότι η ηγεσία του έκανε τις πιο δεξιές προσαρμογές την ώρα που ο κόσμος ήθελε ένα κόμμα για να οργανώσει και να κλιμακώσει τους αγώνες του και κοίταγε προς τα αριστερά, δεν υπάρχει πουθενά στις σελίδες του βιβλίου. Αντίθετα, όπως αναφέρει ο Ψαρράς, «ο ΣΥΡΙΖΑ σκέφτηκε να αντιπαραθέσει μια συμμαχία κεντρο-αριστερών πολιτικών δυνάμεων… μόνο που πολύ γρήγορα η στρατηγική του αποδείχθηκε απολύτως αδιέξοδη, αφού δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές διαθέσεις των υπαρκτών κομματικών σχηματισμών… ειδικά του ΠΑΣΟΚ». Η κατάληξη ήταν ο Κασσελάκης.
Διαβάζοντας τη «Θητεία» του Δημήτρη Ψαρρά μπορεί κανείς να αντλήσει άφθονο υλικό για τον βίο και την πολιτεία ενός πολιτικού της άρχουσας τάξης, τις βρόμικες μηχανορραφίες του, τον πολιτικό κυνισμό του, την αγωνία του να εμφανίζεται πάντα ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο κλπ. Αυτό που δεν μπορεί να αντλήσει είναι επιχειρήματα για το πώς μπορεί να γίνει πράξη η μυριόστομη απαίτηση «κάτω οι δολοφόνοι» του κόσμου που θέλει να ανατρέψει τον Μητσοτάκη και το καταστροφικό σύστημα που αυτός υπηρετεί.