Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Ελληνικός Κομμουνισμός, Μια Διεθνική Ιστορία (1912-1974) "

Ελληνικός Κομμουνισμός, Μια Διεθνική Ιστορία (1912-1974) 
Κωστής Καρπόζηλος 

699 σελίδες, 22€
Εκδόσεις Αντίποδες

 

Ο συγγραφέας επισημαίνει από τον πρόλογό του ότι δεν γράφει μια ιστορία της Αριστεράς ή του ΚΚΕ συγκεκριμένα. Γράφει για τους πραγματικούς ανθρώπους που στρατεύτηκαν στην πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας και τις διασταυρούμενες, πολλές φορές, διαδρομές τους. 

Το εύρος και η χρονική διάρκεια αυτών των διαδρομών είναι πράγματι εντυπωσιακό. Από τις εργατικές συγκεντρώσεις της σοσιαλιστικής Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, στην άγνωστη ιστορία της «αναρχοσυνδικαλιστικής» Πανεργατικής Ένωσης της Κωνσταντινούπολης (και τον Σεραφείμ Μάξιμο)  και από κει στα συνέδρια της Κομιντέρν αλλά και στους Πόντιους και Μικρασιάτες που έρχονται στην Ελλάδα είτε ήδη οργανωμένοι είτε γίνονται κομμουνιστές. Κι από κει στο συγκλονιστικό κίνημα των φαντάρων της Μέσης Ανατολής το 1943 και 1944 και στις πόλεις των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης στη συγκλονιστική δεκαετία του ’60. 

Το πλεονέκτημα που έχει το εγχείρημα του Κ. Καρπόζηλου έναντι άλλων -όπως το βιβλίο του Μαραντζίδη («Στην σκιά του Στάλιν-Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού», βλ. βιβλιοκριτική ΣαΚ 159)- είναι ότι εντοπίζει τις μεγάλες τομές σε αυτή την ιστορική διαδρομή και τις συνθήκες που τις διαμόρφωσαν. Διαβάζοντας το βιβλίο έρχεται στον νου η γνωστή ρήση του Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ότι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία αλλά όχι σε συνθήκες που επιλέγουν ελεύθερα. 

Παράλληλα, από τις σελίδες του βιβλίου του προβάλλει η δυναμική του κόσμου της Αριστεράς. Η Αριστερά έχει βαθιές ρίζες. Είναι ένας από τους λόγους γιατί έχουν διαψευστεί και διαψεύδονται όσοι βιάζονται να κηρύξουν το τέλος της. Όμως, αν μιλάμε για την ιστορία, που φτάνουν αυτές οι ρίζες; Η κυρίαρχη απάντηση είναι ότι ρίχτηκαν όταν το ΚΚΕ έκανε τη μεγάλη στροφή της δεκαετίας του ’30, με την υιοθέτηση της στρατηγικής των σταδίων και της γλώσσας του έθνους. Το βιβλίο αναδεικνύει αυτό που στα σταλινικά εγχειρίδια έμπαινε στο περιθώριο λίγο πολύ σαν «προϊστορία»: τις επαναστατικές και διεθνικές ρίζες της Αριστεράς, που φτάνουν πίσω στο 1912 και τη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και τη δεκαετία του 1920 όταν το κομμουνιστικό κίνημα δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν είναι μια «εθνική» δύναμη, αλλά δύναμη επαναστατικής ανατροπής. Είναι μια διάσταση «που έχει καταχωνιαστεί κάτω από τον ογκόλιθο της λαϊκομετωπικής και αντιφασιστικής συμμαχίας, αυτής της εντυπωσιακής μεταμόρφωσης του παγκόσμιου κομμουνισμού μετά το 1935». 

Αυτή η «μεταμόρφωση» δεν ήταν μια ομαλή διαδικασία. Οι απαρχές της ήταν στη «μεγάλη ρήξη» ανάμεσα στη στρατηγική του Στάλιν και του Τρότσκι στη δεκαετία του 1920 στη Ρωσία. Ο Καρπόζηλος επισημαίνει τη σημασία της, εξετάζοντας το πέρασμα από ένα κόμμα, το ΚΚΕ, με σκληρή πειθαρχία αλλά ελεύθερη συζήτηση στον σταλινικό μονόλιθο όπου το κριτήριο για το πόσο καλός κομμουνιστής είσαι ήταν «η αναγνώριση της απόλυτης και αναμφισβήτητης πρωτοκαθεδρίας της Σοβιετικής Ένωσης». 

Η ανατροπή ήταν τεράστια. Ο Λένιν και ο Τρότσκι πήραν την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για να βοηθήσουν στη διαμόρφωση κομμουνιστικών κομμάτων σε όλον τον κόσμο που θα κέρδιζαν την πλειοψηφία της τάξης στην προοπτική της επανάστασης. Τα πρώτα συνέδρια της Διεθνούς ήταν σχολεία επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής αλλά και ελεύθερης συζήτησης. Όχι τυχαία. Για τους μπολσεβίκους η «σωτηρία» της Ρωσικής Επανάστασης ήταν η νίκη της εργατικής τάξης στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Η σταλινική αντεπανάσταση, σήμαινε ξήλωμα όλων των κατακτήσεων του Οκτώβρη για να κάνει τη Ρωσία μια υπερδύναμη στις πλάτες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Κι αυτό οδήγησε στη μετατροπή της Κομιντέρν και των κομμάτων σε «συνοριακές περιπόλους του υπουργείου Εξωτερικών» όπως έγραφε ο Τρότσκι το 1928. Μια τέτοια οπτική θα ενίσχυε τον πλούτο στοιχείων που καταθέτει ο συγγραφέας όπως για παράδειγμα την εξόντωση πολλών στελεχών του ΚΚΕ στη διάρκεια του Μεγάλου Τρόμου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30. 

Το που οδηγούσε η «λαϊκομετωπική και αντιφασιστική συμμαχία», δηλαδή η ταξική συνεργασία της «εθνικής ενότητας», φάνηκε με τον πιο δραματικό τρόπο στη δεκαετία του ’40, στο κίνημα της Αντίστασης και την ήττα του. Όμως, το βιβλίο, αναδεικνύει μια πολύτιμη και απαραίτητη διάσταση: ο κόσμος που πάλεψε στην Αντίσταση, και στρατεύτηκε στην κομμουνιστική υπόθεση πήγαινε πολύ πιο πέρα από τις «κεντρικές» ηγεσίες του. Και επιλέγει να αναδείξει αυτό το στοιχείο σε ένα κεφάλαιο με τίτλο Πόλεμος και Επανάσταση με κέντρο το κίνημα στον στρατό της Μέσης Ανατολής εκεί που, όπως σωστά επισημαίνει, «το κομμουνιστικό κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με τα όρια της πολιτικής του». Γιατί ο Παγκόσμιος Πόλεμος «έφερε τους κομμουνιστές […] αντιμέτωπους με υπαρκτές δυνατότητες επαναστατικής μεταβολής των ισορροπιών του προπολεμικού κόσμου» ενώ η επίσημη ας πούμε στρατηγική στην οποία είχαν διαπαιδαγωγηθεί έλεγε το αντίθετο. 

Εικόνες, από την πρώτη εκδήλωση του κινήματος τον Μάρτη του 1943 όπου «οπλίτες έδιναν διαταγές σε ανώτερους αξιωματικούς, έθεταν άλλους υπό περιορισμό, εισέβαλλαν στα αντίσκηνά τους κρατώντας στα χέρια απασφαλισμένες χειροβομβίδες για να επιβάλλουν τους όρους τους», παραπέμπουν στον ρωσικό στρατό του 1917. Το ίδιο και τον Απρίλη του 1944 όταν ο βρετανός πρέσβης Ρ. Λήπερ περιέγραφε αυτό το κίνημα ως «τίποτα λιγότερο από μια επανάσταση». Η οποία, όπως γνωρίζουμε, αποκηρύχτηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στον Λίβανο (και συνέχισε να την αποκηρύσσει ο Ζαχαριάδης. 

Ο Κ. Καρπόζηλος δεν παίρνει θέση για το αν μπορούσε να νικήσει και πώς αυτή η επανάσταση. Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να δώσει μια γεύση από τις «αντινομίες» που βίωναν οι στρατευμένοι αριστεροί, τον τρόπο με τον οποίο δικαιολογούσαν τις επιλογές τους. Αλλά έστω κι έτσι καταθέτει πληροφορίες, πιο πολύ φευγαλέες εικόνες, που μας κεντρίζουν να σκεφτούμε πως μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα μια διαφορετική τροπή: τους βρετανούς και αμερικανούς φαντάρους, που κινητοποίησε ο Ανρί Κουριέλ, Εβραίος Αιγυπτιώτης κομμουνιστής, ηγετική φυσιογνωμία του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα που ήταν προτεκτοράτο του βρετανικού ιμπεριαλισμού. 

Και βέβαια, περίοπτη θέση στη «διεθνική ιστορία» έχει η δεκαετία του ’60, η δεκαετία του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, της ριζοσπαστικοποίησης εργατών και φοιτητών, της παγκόσμιας έκρηξης του Μάη του ’68. Και εδώ η συμβολή του βιβλίου είναι πολύτιμη, γιατί ξεφεύγει από τα όρια μιας εξιστόρησης στην οποία υπάρχει μόνο η διάσπαση του ΚΚΕ τον Φλεβάρη του 1968 -στην περιβόητη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του- η οποία οδήγησε στην εμφάνιση δυο κομμάτων που διεκδικούσαν τον ίδιο τίτλο, του «ορθόδοξου» ΚΚΕ και του «ευρωκομμουνιστικού» ΚΚΕ Εσωτερικού. Όχι ότι αυτή η διάσπαση δεν είχε σημασία, το βιβλίο την  παρουσιάζει μέσα από γνωστούς και κάμποσους ξεχασμένους σήμερα πρωταγωνιστές της. Αλλά την εντάσσει σε κάτι πολύ ευρύτερο και βαθύ. 

Καταρχήν, το κύμα αμφισβήτησης που προκάλεσε η ήττα της «επίσημης» Αριστεράς, της ΕΔΑ και του ενιαίου ΚΚΕ με την επιβολή της χούντας στις 21 Απρίλη του 1967. Για τον αριστερό κόσμο που ζούσε σε πόλεις της Δυτ. Ευρώπης είτε ως φοιτητές είτε ως εργάτες (και για πολλούς που έφταναν από την Ελλάδα) αυτή η ήττα έθετε «καυτά ερωτηματικά, ανύπαρκτα προηγουμένως». 

Κι αυτά τα ερωτήματα και οι απαντήσεις τους, πήραν μορφή στη γέννηση αυτού που ο Καρπόζηλος ονομάζει Νέα Αριστερά, την επαναστατική Αριστερά που εμφανίστηκε με εντυπωσιακό τρόπο σε όλον τον κόσμο. Σε αυτή εντάσσει και την ομάδα που εξέδιδε «μια επαναστατική εφημερίδα με τον δηλωτικό τίτλο Η Μαμή». Κι όπως γράφει: «Η Μαμή αποτελούσε ένα από τα δεκάδες έντυπα μικρών ριζοσπαστικών οργανώσεων και ομάδων που στις πόλεις της καπιταλιστικής ‘Δύσης’ περιέγραφαν την αναμέτρηση με το στρατιωτικό καθεστώς μέσα από τη γλώσσα της κοινωνικής επανάστασης ως το πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας που θα στηριζόταν στην εξουσία των εργατών». Η Μαμή θα γινόταν η εφημερίδα της Οργάνωσης Σοσιαλιστικής Επανάστασης που θα ιδρυόταν στη συνέχεια και από την οποία προέρχεται το ΣΕΚ.

Όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, η «νέα αριστερά» δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Είχε τις ρίζες της στη δεκαετία του ’50, μετά το διπλό σοκ της επέμβασης των αγγλογάλλων στο Σουέζ και της καταστολής της Ουγγρικής Επανάστασης από τα ρωσικά τανκς. Τότε εμφανίστηκε, άλλωστε ο όρος νέα αριστερά. Κι επίσης σωστά, συνδέει αυτή την αριστερά με μια ολόκληρη ιστορική παράδοση: ένας αμερικάνος φοιτητής εξηγούσε ότι με αυτό τον όρο «εννοούμε την ομάδα εκείνη της γενιάς που αντιστοιχεί με τις ριζοσπαστικές ομάδες της δεκαετίας του ‘30». Και ταυτόχρονα τη συνδέει με τα ρεύματα αμφισβήτησης που είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα κόντρα στην επίσημη γραμμή της ΕΔΑ πριν τη χούντα. 

Και κάνει μια οξυδερκή παρατήρηση: Αυτό το κομμάτι της Αριστεράς «διέκρινε δυνατότητες εκεί που άλλοι έβλεπαν αδιέξοδα. Οι δυνατότητες συνοψίζονταν στην έννοια της επανάστασης. Η τελευταία όμως, δεν γινόταν αντιληπτή ως μια οραματική στιγμή στο απώτερο μέλλον, αλλά ως μια υπόθεση του διαρκούς παρόντος». Ή για να το πούμε με τα λόγια του Λούκατς από το βιβλίο Η Σκέψη του Λένιν, η επικαιρότητα της επανάστασης δεν σημαίνει ότι είναι δυνατή κάθε στιγμή. Σημαίνει ότι  αποτελεί «το σίγουρο κριτήριο για τις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν για όλα τα καθημερινά θέματα». 

Ο Κ. Καρπόζηλος γράφει στον επίλογο ότι «το φάντασμα του κομμουνισμού δεν πλανάται πάνω από τις κοινωνίες μας» αντίθετα «Το μέλλον δεν συνδέεται με τη δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης αλλά με σενάρια για το τέλος του κόσμου». Ωστόσο διαπιστώνει τα νέα κινήματα που έχουν εμφανιστεί στις συνθήκες που χαρακτηρίζονται από «κινητικότητα, ρευστότητα, μεταβολή». Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου -που στα μάτια των συγχρόνων του έμοιαζε με το τέλος του κόσμου- ο Λένιν επέμενε ότι η περίοδος των κρίσεων και των πολέμων είναι και εποχή των επαναστάσεων. Σήμερα, χρειάζεται να δυναμώσουμε την Αριστερά που πράγματι βλέπει δυνατότητες εκεί που άλλοι βλέπουν αδιέξοδα. Την επαναστατική Αριστερά.