Άρθρο
Τα πρώτα βήματα μιας νέας επαναστατικής αριστεράς

Εξώφυλλο του τευχους 101

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης γράφει για τις διαδικασίες διαμόρφωσης του ρεύματος που πρωτοστάτησε στο Πολυτεχνείο.

Η επαναστατική αριστερά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Παρά το μικροσκοπικό της μέγεθος, τις οργανωτικές της αδυναμίες και τις ιδεολογικές της συγχύσεις, κατάφερε να γίνει η φωνή του πιο αποφασισμένου και μαχητικού κομματιού του κινήματος, να κοντράρει την μετριοπάθεια της παραδοσιακής αριστεράς και να ακυρώσει τις προσπάθειες της Χούντας – και μαζί της και ολόκληρου του παλιού πολιτικού κατεστημένου – να εκτονώσουν την κρίση με έναν “ομαλό” τρόπο.

Αν θα γινόταν ή δεν θα γινόταν το Πολυτεχνείο χωρίς την επαναστατική αριστερά, αυτό η ιστορία δεν μπορεί, φυσικά, να το απαντήσει. Στους μήνες που μεσολάβησαν, όμως, ανάμεσα στην κατάληψη της Νομικής (Φλεβάρης του 1973) και την εξέγερση του Νοέμβρη, οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής (μεταρρυθμιστικής δηλαδή) αριστεράς έκαναν ότι μπορούσαν για να αποτρέψουν μια τέτοια “ακραία” εξέλιξη. Απέτυχαν – και ο καρπός αυτής της αποτυχίας τους ήταν το Πολυτεχνείο και όλα όσα το διαδέχτηκαν: το ναυάγιο της χουντικής “ομαλοποίησης”, το φιάσκο της “επιστράτευση της σαγιονάρας” τον Ιούλη του ’74, η κατάρρευση της δικτατορίας και η άγρια μεταπολίτευση – που καταδιώκει ακόμα και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα.

Σε εκλογικό επίπεδο η επαναστατική αριστερά έμεινε, μέχρι την εμφάνιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρακτικά στην αφάνεια. Στους χώρους δουλειάς, τους χώρους της εκπαίδευσης, στις γειτονιές και τα κινήματα, όμως, οι επαναστατικές ιδέες συνέχισαν να έχουν όλα τα επόμενα χρόνια σημαντική επιρροή. Και αυτή η επιρροή είναι, αναμφίβολα, ένα από τα “μυστικά” πίσω από την ανεξάντλητη μαχητικότητα που επιδεικνύει όλες αυτές τις δεκαετίες το κίνημα στην Ελλάδα.

Οι ρίζες

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου βρήκε την επαναστατική αριστερά στην Ελλάδα, μικρή διασπασμένη και αδύναμη. Τα περιθώρια για επαναστατική δράση ήταν έτσι και αλλιώς περιορισμένα μέσα στο καθεστώς της παρανομίας και των διώξεων.

Οι τροτσκιστικές ομάδες, που είχαν πληρώσει πολύ βαρύ φόρο αίματος στη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης, είχαν καταφέρει να ενωθούν το 1946 σε μια ενιαία οργάνωση, το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Η ενότητα αυτή, όμως, δεν κράτησε πολύ: το ΚΔΚΕ διασπάστηκε ξανά αμέσως μετά (το 1957) και ύστερα, μια φορά ακόμα, το 1958. Παρόλα αυτά το ΚΔΚΕ, που συμμετείχε και στην ΕΔΑ και τα άλλα νόμιμα μετωπικά σχήματα της αριστεράς, συνέχισε να εκδίδει το παράνομο περιοδικό του, το “Μαρξιστικό Δελτίο” μέχρι και τον Απρίλη του 1967. Στην διάρκεια της χούντας τα μέλη του πρωτοστάτησαν στην δημιουργία των Δημοκρατικών Επιτροπών Πάλης, μιας από τις πρώτες αντιδικτατορικές οργανώσεις της Ελλάδας.1 Αλλά η επιρροή του παρέμεινε μικρή.

Το μαοϊκό μαρξιστικό-λενινιστικό ρεύμα εμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1963 με το περιοδικό “Αναγέννηση”. Η Αναγέννηση είχε τις ρίζες της από τη μια στην δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει σε μια μερίδα σκληροπυρηνικών μελών του ΚΚΕ η καθαίρεση (στα πλαίσια της αποσταλινοποίησης που είχε αποφασίσει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956), κυριολεκτικά σε μια νύχτα, του Νίκου Ζαχαριάδη2 από την ηγεσία του κόμματος και από την άλλη στην ρήξη, την ίδια περίοδο, ανάμεσα στην Ρωσία και την Κίνα, τις δυο μεγαλύτερες “σοσιαλιστικές” χώρες της εποχής.

Η διαμάχη ανάμεσα στην Μόσχα και το Πεκίνο δεν είχε βέβαια καμιά σχέση ούτε με τα προβλήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού ούτε με τη μαρξιστική θεωρία: ήταν απλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας της Κίνας να απαγκιστρωθεί, διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά, από την σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Ο Μάο που κατηγορούσε τότε τον Χρουστσόφ για “ρεβιζιονισμό” και “συνθηκολόγηση με τον ιμπεριαλισμό”, θα υποδεχόταν μια δεκαετία αργότερα τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον ρεπουμπλικάνο πρόεδρο των ΗΠΑ που βομβάρδιζε με ναπάλμ το Βιετνάμ για επίσημες συνομιλίες στο Πεκίνο. Από την “Αναγέννηση” δημιουργήθηκε η Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ) που έγινε στη συνέχεια η μήτρα της μαοϊκής αριστεράς της Ελλάδας.

Η Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1960 δεν αποτελούσε κάποια εξαίρεση, όσον αφορά την επαναστατική αριστερά. Η ίδια, πρακτικά, εικόνα κυριαρχούσε την εποχή εκείνη σε όλη την Ευρώπη. Αυτό που άλλαξε τα πράγματα ήταν η έκρηξη του Μάη του 1968. Ξαφνικά οι επαναστάτες ανακάλυψαν μπροστά τους ένα τεράστιο ακροατήριο, έτοιμο να ρουφήξει κάθε καινούργια ριζοσπαστική ιδέα. Στην Βρετανία μια δεκαπενθήμερη εφημερίδα που πρωτοεκδόθηκε τον Απρίλη του 1968, με τίτλο Black Dwarf (Μαύρος Νάνος) από τον Τάρικ Άλι – που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίαζαν σαν τον ηγέτη της φοιτητικής εξέγερσης – ξεπέρασε μέσα σε λίγες βδομάδες κάθε προσδοκία κυκλοφορίας: τυπωνόταν σε 30.000 αντίτυπα.

“Στην Ιταλία”, γράφει ο Κρις Χάρμαν στο κλασσικό (πλέον) βιβλίο του για τον Μάη του ’68, “η επαναστατική αριστερά ήταν σχεδόν ανύπαρκτη πριν από το 1968. Οι οπαδοί της ήταν λίγοι, επισκιασμένοι ολοκληρωτικά από το ενάμιση εκατομμύριο μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, του μεγαλύτερου στην Ευρώπη. Οι οπαδοί της Τροτσκιστικής Τέταρτης Διεθνούς είχαν κρυφτεί τόσο βαθιά μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα που είχαν γίνει αόρατοι. Οι οπαδοί του Αμαντέο Μπορντίγκα είχαν μετατραπεί, ύστερα από μια απομόνωση δεκαετιών σε μια ασήμαντη σέχτα, που τύπωνε τελετουργικά τις ίδιες θέσεις κάθε μήνα στην εφημερίδα της...

Το κύμα της φοιτητικής και λίγο αργότερα της εργατικής έκρηξης τα άλλαξε όλα αυτά. Το 1973 η επαναστατική αριστερά της Ιταλίας ήταν πολύ μεγαλύτερη και με πολύ μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη χώρα, με δεκάδες χιλιάδες οπαδούς και τρεις καθημερινές εφημερίδες”.3

Ο “γύψος” του Παπαδόπουλου και του Παττακού προστάτεψε το 1968 τη Χούντα από την έκρηξη του Μάη. Αλλά οι ιδέες του βρήκαν τεράστια ανταπόκριση στους νέους και τις νέες που ζούσαν, είτε αυτοεξόριστοι για να αποφύγουν τις διώξεις, είτε για να σπουδάσουν ή για να δουλέψουν στην Ευρώπη. Αυτή η νέα επαναστατική αριστερά που γεννήθηκε από το Μάη του ’68 έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα που οδήγησε τον Νοέμβρη του 1973 στο Πολυτεχνείο.

Η “φιλελευθεροποίηση”

Μέχρι και σήμερα η κυρίαρχη αντίληψη για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ότι ήταν "αμερικανοκίνητο". Στο βιβλίο του "Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας", που στηρίχτηκε στα αρχεία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, ο Αλέξης Παπαχελάς, υποστηρίζει ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν ήξερε καν ότι οι συνταγματάρχες ετοίμαζαν πραξικόπημα. Η άποψη αυτή είναι μάλλον υπερβολική (αν όχι ύποπτη) – αλλά σίγουρα πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από την θεωρία του "αμερικανικού δακτύλου".

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο υποκινητής της Χούντας ήταν η ίδια η αστική τάξη της Ελλάδας. Αυτό που οδήγησε στην λύση του πραξικοπήματος ήταν ο τρόμος που κατάτρεχε την κυρίαρχη τάξη από την εποχή των Ιουλιανών κιόλας.

Η Χούντα, όμως, άρχισε να γίνεται εμπόδιο για την άρχουσα τάξη από πολύ νωρίς. Από τα τέλη του 1971 ξεκίνησε μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης, με τελικό στόχο μια ομαλή μετάβαση σε μια περιορισμένη και ελεγχόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αλλά όπως ξέρει και η τελευταία μαγείρισσα, δεν μπορείς να ανοίξεις το καπάκι μιας χύτρας την ώρα που είναι στη φωτιά: αντί για την εκτόνωση της πίεσης, αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι η έκρηξη.

Η διετία 1972-73 ήταν πραγματικά εκρηκτική για την Χούντα. Η διετία άνοιξε με μια δήλωση του Παπαγγελή, του γενικού γραμματέα του υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών: “επιθυμία του κ. Πρωθυπουργού”, είπε, “είναι να διενεργηθούν συντόμως αρχαιρεσίαι εις τους φοιτητικούς συλλόγους”.4 Το πρώτο βήμα ήταν η οργάνωση φοιτητικών συγκεντρώσεων στα πανεπιστήμια, με πρωτοβουλία της ίδιας της Χούντας, όπου οι φοιτητές θα συζητούσαν, σύμφωνα με τα σχέδιά της, το πρόγραμμα σπουδών. Οι συγκεντρώσεις όμως ξέφυγαν από τον έλεγχο: στη μια σχολή μετά την άλλη οι φοιτητές εκλέγουν επιτροπές με στόχο την οργάνωση των εκλογών που έχει υποσχεθεί η ίδια η δικτατορία. Ο τρόμος έχει σπάσει: στις 21 Απρίλη του 1972 γίνεται η πρώτη απόπειρα αντιδικτατορικής διαδήλωσης στα Προπύλαια από φοιτητές – που καταστέλλεται, όπως ήταν αναμενόμενο, άγρια. Αλλά το κίνημα δεν πτοείται: ακολουθεί μια δεύτερη απόπειρα, λίγες μέρες αργότερα, για τον γιορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς – που έχει την ίδια τύχη. Αλλά και πάλι το κίνημα δεν υποχωρεί.

Μέσα στους επόμενους μήνες η Χούντα θα δοκιμάσει τα πάντα για να καταφέρει να κλείσει ξανά το καπάκι: τα “δημοκρατικά ανοίγματα” μετατρέπονται την επομένη σε άγρια καταστολή και ύστερα ξανά σε ένα νέο γύρο “υποχωρήσεων”. Το αποτέλεσμα όμως είναι σταθερά το ίδιο: η οργή φουντώνει, οι ανταρσίες πληθαίνουν και τα πλήθη στις σχολές και τους δρόμους γίνονται ολοένα και μεγαλύτερα.

Αλλά αυτό δεν έγινε αυτόματα. Κάθε στροφή της Χούντας είναι και μια παγίδα, ανοίγει ένα σταυροδρόμι: το κίνημα πρέπει να διαλέξει, όπως ο Ηρακλής, ανάμεσα στον Δρόμο της Αρετής και τον Δρόμο της Κακίας. Ένα τυπικό παράδειγμα ήταν οι εκλογές που προκήρυξε η Χούντα στους φοιτητικούς συλλόγους το φθινόπωρο του 1972. Ο στόχος των εκλογών αυτών, όμως, δεν είναι πια η “σταδιακή φιλελευθεροποίηση” – όπως ήταν ένα χρόνο πριν, όταν ο Παπαγγελής έκανε τις δηλώσεις για τις “επιθυμίες” του πρωθυπουργού. Τώρα ο βασικός στόχος είναι ο τερματισμός της έκρυθμης κατάστασης – και αυτό με ένα μόνο τρόπο μπορεί να το πετύχει η Χούντα: με τη βία και τη νοθεία. “Μέσα σε αυτό το κλίμα”, γράφει ο Στ.Λυγερός, “ξεσπάει η πρώτη σημαντική αντίθεση στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος. Ενώ όλες οι πολιτικές δυνάμεις... συμφωνούν... στη σημασία της κατάχτησης των φοιτητικών συλλόγων... στο ζήτημα της συμμετοχής ή όχι στην επικείμενη νοθεία (εφ’ όσον δεν καταφέρναμε να ελέγξουμε την εκλογική διαδικασία) παρουσιάστηκαν αγεφύρωτες διαφορές”.5 Η ρεφορμιστική αριστερά, η “Αντιδιχτατορική ΕΦΕΕ”, η παράταξη του ΚΚΕ, και ο “Ρήγας Φεραίος”, η παράταξη του ΚΚΕ εσωτερικού, τάχθηκαν υπέρ της συμμετοχής στις εκλογές. Η επαναστατική αριστερά, αντίθετα, πίεζε για “δυναμική αποχή”. Και νίκησε. Η πρόταση για “δυναμική αποχή” προκάλεσε ένα τεράστιο ρεύμα μέσα στους φοιτητικούς χώρους που ανάγκασε στο τέλος ακόμα και τους ρεφορμιστές, σε κόντρα με την γραμμή τους, να αποσύρουν τους υποψήφιους τους.

Η Χούντα έκανε τις εκλογές. Και οι χαφιέδες της “εκλέχτηκαν” στις διοικήσεις των συλλόγων. Αλλά “ήταν μια πύρρεια νίκη... γιατί η πολιτική της απομόνωση αντί να σπάσει ολοκληρώ­θηκε”.6 Η αποτυχία της φάνηκε ανάγλυφα δυο μήνες αργότερα όταν οι φοιτητές της Νομικής κατέλαβαν την σχολή τους.

Η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στην ρεφορμιστική και την επαναστατική γραμμή δεν ήταν ούτε συγκυριακή, ούτε τυχαία. Λίγο πριν ξεσπάσει η εξέγερση του Πολυτεχνείου η κυρίαρχη άποψη μέσα στην αριστερά έλεγε ότι η Χούντα είχε καταφέρει, με την “πλύση εγκεφάλου” της τηλεόραση (ήρθε στην Ελλάδα το 1968) και το ποδόσφαιρο, να αποκοιμίσει τον κόσμο. Τόσο το ΚΚΕ, όσο και το ΚΚΕ εσωτερικού είχαν αποθέσει, στην πραγματικότητα, τις ελπίδες τους στην ομαλοποίηση που προωθούσε η ίδια η Χούντα. Οι δυναμικές κινητοποιήσεις έβαζαν σε δοκιμασία αυτή την πορεία. Η κατάληψη της Νομικής έκλεισε με μια πραξικοπηματική “έξοδο” των φοιτητών από το κτίριο οργανωμένη από τα στελέχη της Αντί-ΕΦΦΕ και του Ρήγα. Και ήταν ανοιχτά αντίθετοι στην κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη: “Οι ρεφορμιστές”, γράφει ο Λυγερός, “αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην επιτροπή (της κατάληψης) και μετά από λίγο εγκατέλειψαν επιδειχτικά το Πολυτεχνείο, με το επιχείρημα ότι η πρωτοβουλία της κατάληψης είναι ανεύθυνη και τυχοδιωχτική”.7 Και επέστρεψαν μόνο όταν η κατάληψη ήταν πια γεγονός.

Η μάχη των ιδεών

Η επαναστατική αριστερά αντίθετα, σε όλες της τις εκδοχές, δεν έτρεφε αυταπάτες για τα σχέδια ομαλοποίησης της Χούντας. Ο τίτλος του άρθρου στο “έκτακτο” φύλο της Μαμής, της εφημερίδας της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ, η οργάνωση από την οποία έχει προέλθει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) και μόνο είναι χαρακτηριστικός: “Χουντο-‘δημοκρατία’: πιο άγρια επίθεση του κράτους της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης”.

Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι η επαναστατική αριστερά, στο σύνολό της, είχε ξεμπερδέψει οριστικά τους λογαριασμούς της με τον ρεφορμισμό. Οι οργανώσεις που προέκυψαν κουβαλούσαν πολλές από τις ιδέες της παραδοσιακής αριστεράς – συχνά ατόφιες. Το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο ήταν κατά κανόνα ένα συνονθύλευμα των παλιών ρεφορμιστικών θεωριών – της εξάρτησης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, του “δύσμορφου” και “καθυστερημένου” χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, των λαϊκών μετώπων κλπ – και των νέων μαχητικών ιδεών κληροδοτημένων από την παράδοση του Τσε Γκεβάρα, τον αγώνα των Μαύρων Πανθήρων στην Αμερική ή την αντίσταση των Βιετκόνγκ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο ένοπλος αγώνας, το αντάρτικο πόλης απασχολούσαν συστηματικά τα έντυπα της επαναστατικής αριστεράς της εποχής εκείνης.

Τα κείμενα της ΟΣΕ και της Μαμής ξεχωρίζουν μέσα σε αυτή τη συζήτηση. Σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν της αριστεράς της εποχής εκείνης η ΟΣΕ επέμενε να συνδέει τη χούντα με την ίδια την αστική τάξη και τις επιδιώξεις του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Ο αγώνας ενάντια στην Χούντα δεν ήταν “παλλαϊκός” αλλά ταξικός. Τα παρακάτω αποσπάσματα από το τεύχος “Γενάρης-Φλεβάρης 1972” της Μαμής είναι αποκαλυπτικά:

“Ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων απένειμε στη χούντα βραβείο για τις καλές τις υπηρεσίες στην καπιταλιστική τάξη, ανακοινώνοντας ότι τα κέρδη (τους)... αυξήθηκαν μεταξύ 1965 και 1969 κατά 250%, δηλαδή πέντε φορές πιο γρήγορα από το “εθνικό εισόδημα” – με τα μεροκάματα φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για σύγκριση... Η αναγνώριση από τη μεριά των καπιταλιστών της συνέπειας, με την οποία η χούντα υπηρετεί τα συμφέροντά τους βρίσκεται πίσω από τη στροφή του αστικού πολιτικού κόσμου προς τα δεξιά (δηλαδή την συγκατάθεση τους στα σχέδια ομαλοποίησης του Παπαδόπουλου)...

Μπροστά σε τέτοιες εξελίξεις, το ταξικό περιεχόμενο του αντιδικτατορικού αγώνα είναι σήμερα πιο καθαρό παρά ποτέ...”.8

Το υποκείμενο αυτού του ταξικού πολέμου είναι η ίδια η εργατική τάξη – και όχι κάποιοι αποφασισμένοι, ένοπλοι ή μη, “απελευθερωτές”:

“Η οργάνωση των εργαζομένων μαζών ώστε να διεξάγουν αποτελεσματικά αυτούς τους αγώνες και μάλιστα με μορφή που να αποκλείει τα περιθώρια των ‘δημοκρατικών’ αστών και των ρεφορμιστών για μεσολάβηση είναι ο μόνος συνεπής αντιδικτατορικός αγώνας... Στην ολόπλευρη επίθεση των καπιταλιστών ας απαντήσουμε με την οργάνωση του αυτόνομου αγώνα της εργατικής τάξης”.9

Αυτές οι ιδέες ήταν μειοψηφικές, ακόμα και μέσα στην ίδια την επαναστατική αριστερά, την εποχή εκείνη. Η καταστολή των δεκαετιών του 1950 και ’60 από τη μια και η “αίγλη” του σταλινισμού – που αυτοπαρουσιαζόταν τότε ακόμα σαν η συνέχεια της Ρώσικης Επανάστασης, άφηνε λίγα περιθώρια στους επαναστάτες. Η επαναστατική αριστερά της μεταπολίτευσης κυριαρχήθηκε από τις ιδέες που ήταν πιο κοντά στον λόγο της επίσημης αριστεράς – από το ρεύμα του μαοϊσμού.

Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο σταλινισμός έχει, μετά τις επαναστάσεις του 1989-91 ξεφτίσει. Η ίδια η εργατική τάξη έχει συσσωρεύσει τεράστιες εμπειρίες μέσα από τους αγώνες που έχει δώσει (και συνεχίζει να δίνει). Και η επαναστατική αριστερά είναι σήμερα πιο δυνατή από ποτέ.

Οι ρεφορμιστές ποτέ δεν εγκατέλειψαν την λογική της “νοβαλτζίνης”. Αλλά σήμερα διαθέτουμε πολύ πιο ισχυρά αντίδοτα στα καταπραϋντικά τους. Μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, όπως έκαναν οι σύντροφοί μας την “ταραγμένη” διετία 1971-73 – και ακόμα καλύτερα.

 

1. Δ.Κατσορίδας, “Το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (1946-1967)”, Σπάρτακος, τεύχος 78, http://spartakos.okde.org/keimena/s78_kdke.htm

 

2. Ο Ζαχαριάδης είχε "εγκατασταθεί" με τον ίδιο ακριβώς πραξικοπηματικό τρόπο στην ηγεσία του ΚΚΕ από την σταλινική Κομμουνιστική Διεθνή το 1931. Τη δεκαετία του 1950 ο Ζαχαριάδης παύθηκε από γενικός γραμματέας, διαγράφτηκε από το κόμμα και εκτοπίστηκε (λίγο αργότερα) στη Σιβηρία.

3. Chris Harman, The Fire Last Time: 1968 and After, Bookmarks, 1988, pp 200-201.

4. Σταύρος Λυγερός, Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα, Εκδοτική Ομάδα Εργασία, 1977.

5. στο ίδιο, τόμος Α, σελ 117.

6. στο ίδιο, τόμος Α, σελ 121.

7. στο ίδιο, τόμος Β, σελ 52.

8. Οι ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα, Επιλογή από κείμενα της ΟΣΕ 1972-74, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011.

9. στο ίδιο.