Εξώφυλλο του τευχους 101
Ο Νίκος Λούντος εξηγεί γιατί το Πολυτεχνείο έπαιρνε έμπνευση από την Ταϊλάνδη και την έστελνε ως την Πορτογαλία.
Σε τρία επίπεδα: πρώτον η οικονομική κρίση που έγινε φανερή από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 έδωσε το μήνυμα ότι οι μέρες της μεταπολεμικής αφθονίας τελείωναν. Δεύτερο, η ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ σηματοδότησε πως η αδιαμφισβήτητη παντοδυναμία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως αυτή είχε χαραχτεί στα τέλη του Β΄ Π. Πολέμου, έφτανε κι αυτή στο τέλος της. Τρίτον, η εφταετία της Χούντας συμπίπτει σχεδόν με τον κύκλο κινηματικής έκρηξης του διεθνή Μάη του΄’68, που δεν περιορίζεται στο Παρίσι αλλά απλώνεται από τα αμερικάνικα Πανεπιστήμια μέχρι τα ιταλικά εργοστάσια για να φτάσει στην κατάρρευση και των άλλων δύο δικτατοριών της Νότιας Ευρώπης, στην Πορτογαλία και την Ισπανία.
Ο οικονομικός Χάρτης
Από τις αρχές της δεκαετίας του΄’70 αρχίζει να καταρρέει το σύστημα Μπρέτον Γουντς με το οποίο καθορίζονταν οι νομισματικές ισοτιμίες. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ καλπάζει, το δολάριο δέχεται άγρια χτυπήματα, η αμερικάνικη οικονομία βρίσκεται υπό πίεση και ο Νίξον το 1971 αποσύρει το αμερικάνικο νόμισμα από τη σταθερή ισοτιμία με το χρυσό. Οι εξελίξεις ήταν αντανάκλαση της πτωτικής πορείας που ακολουθούσε η αμερικάνικη ανταγωνιστικότητα στο διεθνή στίβο. Μέσα στα 20 προηγούμενα χρόνια η αμερικάνικη οικονομία είχε πέσει από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής σε λιγότερο από 30%. Το 1971 είναι η πρώτη χρονιά στην οποία οι αμερικάνικες εξαγωγές είναι λιγότερες από τις εισαγωγές.
Μέσα σε αυτή την περίοδο με αργούς ρυθμούς είχαν κερδίσει το δικό τους μερίδιο στην παγκόσμια αγορά χώρες της Ευρώπης, με πρώτη τη Δυτική Γερμανία, αλλά και η Ιαπωνία. Η κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς είναι το σημείο καμπής που έδειξε ότι ο μεταπολεμικός οικονομικός χάρτης του κόσμου έχει πλέον αλλάξει.
Οι εξελίξεις στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν ήταν άσχετες με αυτό το ξαναμοίρασμα της τράπουλας. Οι ΗΠΑ στον μεταπολεμικό κόσμο σήκωναν δυσανάλογα το φορτίο των στρατιωτικών δαπανών προς «όφελος» ολόκληρου του Δυτικού κόσμου. Οι καπιταλισμοί που ήταν σχετικά απαλλαγμένοι από τις δαπάνες για εξοπλισμούς είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να ανελιχθούν. Όσο περισσότερο βυθιζόταν στον πόλεμο στην Ινδοκίνα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η αμερικάνικη άρχουσα τάξη, τόσο εκτινάσσονταν οι δαπάνες, βάζοντας κι άλλο φρένο στην οικονομία. Ο Νίξον βρίσκεται αναγκασμένος να πάρει τη δύσκολη απόφαση να περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ακριβώς την ώρα που η βιετναμέζικη αντίσταση έδειχνε τις δυνάμεις της, μετά την «επίθεση της Τετ» το 1968. Οι λιγότεροι εξοπλισμοί δεν μείωσαν τη βαρβαρότητα του πολέμου. Ίσα ίσα αύξησαν κατακόρυφα τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς ενώ παράλληλα εξελίσσονταν διαπραγματεύσεις και απόσυρση στρατευμάτων εν μέσω της λεγόμενης «βιετναμοποίησης» του πολέμου.
H μείωση των στρατιωτικών δαπανών μπορεί να ήταν μια αναγκαστική επιλογή για την αμερικάνικη άρχουσα τάξη, αλλά με τη σειρά της αποσταθεροποίησε ακόμη περισσότερο την παγκόσμια οικονομία.
Εξάλλου, παράλληλα είχε εξελιχθεί η πτώση των ποσοστών κέρδους σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θα βρεθούν σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε οι μεγάλες οικονομίες να μπουν σε ύφεση. Το Γενάρη του ’73 τα χρηματιστήρια, από τη Γουόλ Στριτ και το Λονδίνο ως τη Γερμανία καταρρέουν. Για δύο χρόνια οι αγορές ψυχορραγούν φέρνοντας τους δείκτες σε σημείο που θα χρειαστεί περισσότερο από μια δεκαετία για να ξαναφτάσουν. Εν μέσω αυτής της χρηματιστηριακής κρίσης, ο «πόλεμος του Γιομ Κιπούρ» που θα ξεσπάσει τον Οκτώβρη του 1973 μαζί με τα επακόλουθά του θα πολλαπλασιάσει την τιμή του πετρελαίου και μαζί των τροφίμων και όλων των προϊόντων, δημιουργώντας μια κατάσταση ταυτόχρονης ύφεσης και πληθωρισμού.
Η διπλωματική σκακιέρα
Οι αρχές της δεκαετίας του ’70 είναι επίσης το σημείο όπου η γεωπολιτική σκακιέρα γίνεται πιο πολύπλοκη. Στο Ανατολικό στρατόπεδο η αλλαγή είναι πιο εμφανής. Το 1969 η Κίνα και η Ρωσία (δύο «κομμουνιστικές» δυνάμεις) συγκρούονται στρατιωτικά στον ποταμό Ουσούρι. Το 1971 ο Νίξον ανακοινώνει πως θα επισκεφθεί την Κίνα, κάτι που όντως κάνει το Φλεβάρη του 1972. Ο Μάο επιλέγει να σφίξει το χέρι του Νίξον την ώρα που εξελίσσεται ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η Κίνα παίρνει τη θέση της Ταϊβάν ως μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η «σινοσοβιετική διαμάχη» θα εκφραστεί και στον πόλεμο ανεξαρτησίας του Μπαγκλαντές από το Πακιστάν που θα συνεχιστεί σχεδόν ολόκληρο το 1971, ένας πόλεμος που στη συνέχεια της ίδιας χρονιάς θα τροφοδοτήσει μια αιματηρή σύγκρουση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Η Κίνα και η ΕΣΣΔ θα στηρίξουν διαφορετικές πλευρές σε αυτά τα γεγονότα.
Είναι η πρώτη φορά που η αμερικάνικη υπερδύναμη χρειάζεται να κάνει τέτοια διπλωματικά ανοίγματα για να κρατήσει τον έλεγχο. Όμως τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που θα ήθελαν. Το Μπαγκλαντές κερδίζει την ανεξαρτησία του και το Πακιστάν, η χώρα που θεωρούσαν τον βασικό αμερικάνικο πυλώνα στην περιοχή, κατατροπώνεται από την Ινδία. Με τον Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο να γίνεται πρωθυπουργός του Πακιστάν το Δεκέμβρη του 1971, οι ΗΠΑ είναι αναγκασμένες να συνεχίσουν τις διπλωματικές ακροβασίες για να μην βρεθούν να χάσουν από τον έλεγχό τους κράτη που θεωρούσαν σίγουρα.
Οι εξελίξεις στην ινδική υποήπειρο είναι χαρακτηριστικές μιας γενικότερης διαδικασίας, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 γίνεται καθαρό ότι τοπικές δυνάμεις που είχαν στηθεί στα πόδια τους κάτω από τις φτερούγες των δύο υπερδυνάμεων μετά τον πόλεμο, πλέον βλέπουν ευκαιρίες να κινηθούν αυτόνομα και να διεκδικήσουν περισσότερα για τον εαυτό τους. Πρόκειται για περιφερειακούς «υπο-ιμπεριαλισμούς» που τις περισσότερες φορές δεν στρέφονται κατά της Υπερδύναμης αλλά καταλήγουν σε διαμάχες μεταξύ τους, οξύνοντας την αντιπαράθεση για το ποιος είναι το τοπικό αφεντικό. Η σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας που θα κορυφωθεί με επίκεντρο την Κύπρο είναι το κατεξοχήν παράδειγμα, μιας και δυο χώρες του ΝΑΤΟ έφτασαν σε πολεμική σύγκρουση μεταξύ τους.
Δεν ήταν μόνο η «κρίση ηγεμονίας» των ΗΠΑ που δίνει αυτές τις δυνατότητες στους τοπικούς υπο-ιμπεριαλισμούς. Οι αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερη διεθνοποίηση των επενδύσεων. Η κλειστή αυτόκεντρη ανάπτυξη που επικρατούσε μετά τον πόλεμο (έστω και με αμερικάνικη χρηματοδότηση), από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’60 έχει δώσει τη θέση της στις διεθνείς ροές κεφαλαίου. Στις τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα οχταπλασιάστηκαν από το 1968 ως το 1974. Η ελληνική άρχουσα τάξη, για παράδειγμα, κάθε άλλο παρά έχει κλείσει τα μάτια σε αυτή τη διαδικασία, και γι’ αυτό, τα πιο δυναμικά της τμήματα προσανατολίζονται προς την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα από πολύ νωρίς.
Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου θα δημιουργήσει μια ακόμη πηγή χρήματος που κυκλοφορεί διεθνώς και ψάχνει για αποδέκτες. Τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη θα αυξήσουν τα έσοδά τους λόγω του πολέμου του ’73 και του εμπάργκο που επέβαλαν, αλλά τα έσοδα αυτά θα τα ανακυκλώσουν κυρίως με καταθέσεις σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Ακόμη και στη Λατινική Αμερική, όπου δυο μήνες πριν από το Πολυτεχνείο, ο στρατηγός Πινοτσέτ ανατρέπει την κυβέρνηση Αλιέντε και δολοφονεί κατά χιλιάδες τους αγωνιστές των συνδικάτων και της Αριστεράς, οι ΗΠΑ νιώθουν για πρώτη φορά ότι οι τοπικές άρχουσες τάξεις μπορεί να κινούνται εκτός ελέγχου.
Η κυβέρνηση του Μεξικού, που θα επωφεληθεί από τα δάνεια της εποχής (για να καταβαραθρωθεί στην επόμενη στροφή της κρίσης στις αρχές της δεκαετίας του `80) θα προσπαθήσει να βάλει φρένο στις άμεσες ξένες επενδύσεις από το 1970 και να στήσει έναν πόλο με γειτονικές χώρες. Όλα αυτά αφού είχε πρώτα σφαγιάσει το δικό της «Μάη», τον Οκτώβρη του 1968, με ελεύθερους σκοπευτές κατά των διαδηλωτών λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες που φιλοξενούσε στην πρωτεύουσα. Ο αντίκτυπος των οικονομικών αλλαγών φτάνει και στο Ανατολικό Μπλοκ, με χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία να καταφεύγουν στον δυτικό δανεισμό.
Ο ίδιος ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος του 1973 ήταν ένα σημαντικό δείγμα της απώλειας ελέγχου – και από τις δύο υπερδυνάμεις. Η ΕΣΣΔ δεν καταφέρνει να συγκρατήσει την Αίγυπτο και τη Συρία να εμπλακούν στον πόλεμο. Από τον Ιούλη του ’72 εξάλλου ο Σαντάτ έχει διώξει τους σοβιετικούς συμβούλους από την Αίγυπτο. Ούτε όμως και οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να σταματήσουν τις εξελίξεις. Δεν προβλέπουν σωστά την κατάσταση και τις επιπτώσεις, καθησυχάζουν το Ισραήλ πριν τον πόλεμο και όταν τελικά αρχίζουν να στέλνουν όπλα, προκαλούν τον εμπάργκο των αραβικών κρατών
Οι άρχουσες τάξεις σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο παίρνουν θέση μπροστά στη νέα μοιρασιά. Μέσα σε συνθήκες αυξημένων τιμών των πρώτων υλών, ολόκληρη η συζήτηση για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο ξανανοίγει. Ενώ ταυτόχρονα η «δια αντιπροσώπων» σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή οδηγεί τις άρχουσες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας να διαγκωνίζονται για το ποιος θα αποκτήσει το πάνω χέρι ως καλύτερος συνεργάτης των ΗΠΑ. Οι έλληνες εφοπλιστές που ήδη έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους στην μεταφορά πετρελαίου από τις χώρες του Κόλπου δεν θέλουν να χάσουν το ρόλο τους. Στην Κύπρο αυτή η αντιπαράθεση μεταφράζεται σε κλιμάκωση των σφαγών.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε ήδη ξεκινήσει το ξήλωμα των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου από πολύ νωρίς, εξωθώντας τους Τουρκοκύπριους να ζήσουν σε μια στενή περιοχή και σε ορισμένους θύλακες πάνω στο νησί. Για τον ελληνικό καπιταλισμό ο έλεγχος της Κύπρου μετατρεπόταν σε κορυφαίο ατού στη δεκαετία του ’70. Αντίστοιχα η Τουρκία είχε πλέον περισσότερους λόγους να υπερασπίσει και να διαφυλάξει τουλάχιστον τις συμφωνίες του 1959. Η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1974 θα είναι η χαριστική βολή για την ελληνική χούντα. Δεν αποτελεί όμως στιγμιαία «τρέλα» του Ιωαννίδη, αλλά εντάσσεται σε αυτή τη συνολική έξαψη λόγω της αυξημένης σημασίας και αστάθειας της περιοχής.
Οι ειδήσεις που έφταναν από το Βιετνάμ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 διαλαλούσαν σε ολόκληρο τον κόσμο ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με την υπερδύναμη του Δυτικού Κόσμου. «Το ηθικό, η πειθαρχία και το αξιόμαχο των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων... είναι χαμηλότερο και χειρότερο από ποτέ σ` αυτόν τον αιώνα και πιθανά σε όλη την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών», έγραφε ένας Συνταγματάρχης στην Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων τον Ιούνη του 1971. Και συμπλήρωνε: «Σύμφωνα με κάθε πιθανό δείκτη, ο Στρατός μας που παραμένει τώρα στο Βιετνάμ είναι σε κατάσταση που πλησιάζει την κατάρρευση, με μεμονωμένες μονάδες να αποφεύγουν ή να έχουν αρνηθεί να πολεμήσουν, να δολοφονούν τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς τους, ριγμένες στα ναρκωτικά και αποκαρδιωμένες, αν όχι κοντά στην ανταρσία».
Φαντάροι που δεν ήθελαν να πολεμήσουν πλέον, ένα κίνημα αντίστασης στο Βιετνάμ που δεν έλεγε να κοπάσει, οικονομική κρίση που απαιτούσε μείωση των εξοπλισμών και ένα αντιπολεμικό κίνημα μέσα στις ΗΠΑ που γινόταν όλο και πιο απειλητικό: αυτή τη δύσκολη εξίσωση είχε κληθεί να λύσει ο Νίξον για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Κατέληξε να γίνει ο μοναδικός πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που παραιτήθηκε. Μετά το άπλωμα του πολέμου στην Καμπότζη και το Λάος και την προσπάθεια να μειωθούν τα στρατεύματα, προωθώντας στην πρώτη γραμμή τον στρατό του Νότιου Βιετνάμ (η λεγόμενη βιετναμοποίηση), ακολούθησε νέα κλιμάκωση των βομβαρδισμών, ασταμάτητα από το Μάη ως τον Οκτώβρη του ’72. Είχε αποδειχθεί πως χωρίς την βαριά αμερικάνικη υποστήριξη, τα νοτιοβιετναμέζικα στρατεύματα δεν μπορούσαν να πάνε μακριά. Το Γενάρη του ’73 οι βομβαρδισμοί έδωσαν τη θέση τους στις διαπραγματεύσεις. Μέχρι το 1975 όλοι οι Αμερικάνοι φαντάροι θα είχαν επιστρέψει από το Βιετνάμ.
Για να καταφέρει όλα αυτά τα ζιγκ-ζαγκ απέναντι στις πιέσεις κάθε πτέρυγας της άρχουσας τάξης και του κινήματος, ο Νίξον είχε καταφύγει σε ένα μηχανισμό που τελικά τον οδήγησε στο πολιτικό του τέλος. Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ ήταν η αποκάλυψη πως οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν για λογαριασμό του Προέδρου όχι απλώς τα «αντεθνικά» στοιχεία, αλλά και ολόκληρο το Δημοκρατικό Κόμμα. Η παραίτηση του Νίξον ήταν η πιο εκρηκτική έκφραση της μετατροπής της οικονομικής κρίσης σε πολιτική κρίση μέσα στη χώρα που δεν περίμενε ποτέ ότι θα γνώριζε αυτό το φαινόμενο.
Ριζοσπαστικοποίηση
Ο ιδεολογικός αντίκτυπος όλης αυτής της καινούργιας αποσταθεροποίησης ήταν ραγδαίος και καθοριστικός. Το κύμα της ριζοσπαστικοποίησης που βρήκε έκφραση στον παγκόσμιο «Μάη του ’68» είχε στη βάση του ότι για εκατομμύρια ανθρώπους, πρώτα και κύρια νεολαία αλλά όχι μόνο, σε ολόκληρο τον κόσμο, γινόταν φανερό ότι το σύστημα δεν λειτουργεί. Η οικονομική άνθηση δύο δεκαετιών έφερε το στασιμοπληθωρισμό και τις χαμένες ελπίδες. Ενώ οι ρητορείες για τον «ελεύθερο κόσμο» απέναντι στον ολοκληρωτισμό έχαναν κάθε νόημα όταν γίνονταν γνωστές οι σφαγές στο Μι Λάι, όταν η αστυνομία ξέσπαγε δολοφονώντας διαδηλωτές από το Μεξικό ως τη Γαλλία, αλλά και όταν οι διακρίσεις κατά των Αφροαμερικάνων στις ΗΠΑ συνέχιζαν παρά τις υποσχέσεις των προέδρων.
Η ιδεολογική κρίση είχε ακόμη μεγαλύτερο εύρος γιατί είχαν πλέον κλονιστεί και οι βεβαιότητες της σταλινικής Αριστεράς για το υποτιθέμενο «σοσιαλιστικό» στρατόπεδο. Η Άνοιξη της Πράγας ήταν ο Μάης του ’68 για την Ανατολή και τα σοβιετικά τανκς που κατέστειλαν την εξέγερση έριξαν φως σε χιλιάδες αγωνιστές για το τι είδους καθεστώτα αποτελούν το Ανατολικό Μπλοκ. Στην Πολωνία το Δεκέμβρη του 1970 ξέσπασαν διαδηλώσεις για τις αυξήσεις στα τρόφιμα. Παρά τους δεκάδες νεκρούς και τους εκατοντάδες τραυματίες, οι γυναίκες – κατά κύριο λόγο – στις υφαντουργίες του Λοτζ ξεκίνησαν το Φλεβάρη του ’71 απεργία που ανάγκασε την κυβέρνηση να ανακοινώσει ότι καταργεί τις αυξήσεις στα τρόφιμα.
Το ντόμινο των γεγονότων που ξεκίνησαν ως φοιτητικές εξεγέρσεις στα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, του Βερολίνου και του Παρισιού μετατράπηκαν σε αντιπολεμικό κίνημα, εξέγερση στα γκέτο, χτίσιμο νέων συνδικάτων, άγριες απεργίες, σε μια νέα Αριστερά και στην κατάρρευση των δικατοριών σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. Μετά το Μάη του ’68 καμιά άρχουσα τάξη στον κόσμο δεν μπορούσε να κοιμάται ήσυχη. Ένα φοιτητικό κίνημα είχε τροφοδοτήσει τη μεγαλύτερη γενική απεργία. Σίγουρα δεν μπορούσε να κοιμάται ήσυχη η ελληνική άρχουσα τάξη που είχε το «προνόμιο» να πάρει μια πρόγευση για το πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα ήδη στον «πρώιμο» Μάη, στα Ιουλιανά του 1965.
Στην Ιταλία δεν τελειώνουν όλα το «καυτό φθινόπωρο» του 1969. Αντίθετα, οι εργατικοί αγώνες και η νεολαιίστικη οργή αλληλοτροφοδοτούνται οδηγώντας τα αφεντικά με την πλάτη στον τοίχο. Για να ξεπεράσει η χώρα την συνολική κρίση θεσμών που περνούσε χρειάστηκε τη βοήθεια της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, την οποία έδωσε ευχαρίστως το Κομμουνιστικό Κόμμα, δίνοντας ταυτόχρονα το φιλί της ζωής στον ιταλικό καπιταλισμό.
Όπως και η Γαλλία του ’68, η Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του ’70 με ακόμη πιο δραματικό τρόπο έδιναν ένα ακόμη μάθημα στην άρχουσα τάξη. Σε στιγμές που η εργατική τάξη κάνει έφοδο προς τα μπρος, αλλάζοντας όλες τις τις ιδέες και σπάζοντας από τους παραδοσιακούς δισταγμούς, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η ρεφορμιστική Αριστερά και συνολικά οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μπορεί να αποδειχθούν απολύπτως κρίσιμοι σύμμαχοι για τη σωτηρία του καπιταλισμού. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αλλά και τμήματα της επαναστατικής Αριστεράς οδηγήθηκαν στην αγκαλιά του «ιστορικού συμβιβασμού» μέσα από το δέλεαρ των εκλογών, της «αριστερής κυβέρνησης» ή της συμμετοχής στην όποια κυβέρνηση.
Για τους καπιταλιστές της Νότιας Ευρώπης, τα διδάγματα ήταν σημαντικά. Στην Ισπανία ο κύκλος των κινητοποιήσεων και της καταστολής που θα ανοίξει με κέντρο τους Βάσκους αλλά στη συνέχεια την εργατική αντίσταση συνολικά, θα αναγκάσει την άρχουσα τάξη να βρει δημοκρατική διέξοδο. Στην Πορτογαλία τους χειρισμούς των από πάνω θα τους προλάβει η επανάσταση. Και εκεί όμως, μια άρχουσα τάξη που είχε βρεθεί στα στενά της οικονομικής κρίσης και της αποσταθεροποίησης στις αφρικανικές αποικίες της, θα δει πως το μαστίγιο δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει τη δύναμη των εργατών, ανοίγοντας το δρόμο για την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Η χούντα των συνταγματαρχών και η άρχουσα τάξη πίσω της βρισκόταν αντιμέτωπη με όλες αυτές τις διεθνείς και εσωτερικές πιέσεις που συσσωρεύονταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η άρχουσα τάξη έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά προκλήσεις. Πώς θα πάρουν θέση στην αναδιάταξη της Ανατολικής Μεσογείου; Πώς θα εκμεταλλευθούν τους δεσμούς τους με τη Δυτική Ευρώπη; Το Γενάρη του 1973, η Αγγλία, η Δανία και η Ιρλανδία είχαν γίνει μέλη της ΕΟΚ, σβήνοντας κάθε αμφιβολία ότι υπήρχαν εναλλακτικά σχέδια συσπείρωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα είχαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας και με ποιο τρόπο θα ανταποκριθούν στην πίεση της οικονομικής κρίσης. Οι πιέσεις πάνω στα μεροκάματα είχαν αρχίσει. Ο πληθωρισμός έτρεχε. Έτσι είχε προκύψει και ο γύρος των εργατικών κινητοποιήσεων ήδη τα τελευταία χρόνια πριν από το Πολυτεχνείο. Η χούντα δεν ήταν ο «φυσιολογικός» χώρος για να συζητηθούν όλα αυτά. Γι’ αυτό και είχε κλιμακωθεί η πίεση ώστε να βρεθούν γέφυρες με τους αστούς πολιτικούς, να βρεθεί φόρμουλα κάποιας μετάβασης, φτάνοντας μέχρι την κυβέρνηση Μαρκεζίνη το Σεπτέμβρη του 1973.
Όμως, δεν ήταν μόνο η άρχουσα τάξη που κοίταζε το διεθνές σκηνικό. Ήταν και η εργατική τάξη και η νεολαία. Και το μήνυμα που έδινε έμπνευση και καθόρισε την εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν οι «ελεγχόμενες μεταβάσεις», δεν ήταν η επιστροφή στους πολιτικούς της δεκαετίας του ’60, ούτε οι ιστορικοί συμβιβασμοί. Ήταν το μήνυμα της εξέγερσης από τα ιταλικά εργοστάσια ως τη Σαϊγκόν. Ήταν το μήνυμα της Ταϊλάνδης που γράφτηκε στους τοίχους του Πολυτεχνείου. Ένα μήνα μόλις πριν το Νοέμβρη του ’73, οι μαζικές διαδηλώσεις στην Μπανγκόκ οδήγησαν στην πτώση της ταϊλανδέζικης χούντας που βρισκόταν στην εξουσία δέκα επιπλέον χρόνια από τον Παπαδόπουλο.
Το Πολυτεχνείο δεν ήταν ένα απομονωμένο ελληνικό γεγονός. Βρέθηκε στην καρδιά ενός κύκλου αποσταθεροποίησης του παγκόσμιου καπιταλισμού και ριζοσπαστικοποίησης των εργατών και της νεολαίας. Ενός συνδυασμού που σήμερα είναι ακόμη πιο εκρηκτικός.