Άρθρο
Πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη;

Εξώφυλλο του τευχους 101

Η Μαρία Στύλλου επιχειρηματολογεί γιατί τα κόμματα της Αριστεράς – ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού – έπρεπε να βάζουν άλλη προοπτική και για την εξέγερση και για τη συνέχεια.

Η συζήτηση σήμερα για τη θέση της αριστεράς μπροστά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου μοιάζει παρελθοντολογική. Το ΚΚΕ και η Πανσπουδαστική Νο 8 που κατάγγελνε την εξέγερση σαν «προβοκατόρικη» και τα άρθρα του Λεωνίδα Κύρκου στην ΚΟΜΕΠ που υποστήριζε τη συμμετοχή στα ανοίγματα του Παπαδόπουλου, μοιάζει ότι δεν συνδέονται με το σήμερα. Η επίσημη αριστερά έχει σταματήσει να τα αναφέρει. Δεν ανήκουν στην ιστορία της. Τώρα πια όλοι μαζί συμμετέχουμε στον τριήμερο γιορτασμό, και υπερθεματίζουμε για τα παιδιά που θυσιάστηκαν για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Η δικτατορία στις 21 Απρίλη του 1967 ήταν ένα τρομερό χτύπημα για την Αριστερά και προκάλεσε τεράστιο προβληματισμό στον κόσμο της μέσα και έξω από την ΕΔΑ. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τη «Γενιά του 114» που είχε δώσει σκληρούς αγώνες όλο το προηγούμενο διάστημα, είχε πλούσιες εμπειρίες και έθετε αμείλικτα ερωτήματα.

Η ΕΔΑ είχε δημιουργηθεί το 1951, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958, κερδίζοντας το 25% και 79 βουλευτές, αλλά από τις εκλογές του 1961 έχασε αυτή τη θέση – τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Tην πήρε η Ένωση Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το 1964 έγιναν βουλευτικές εκλογές που η Ένωση Κέντρου βγήκε πρώτο κόμμα παίρνοντας 44%. Η νίκη δεν ήταν τόσο αθώα. Η ΕΔΑ είχε πάρει απόφαση να μην κατέβει σε 24 εκλογικές περιφέρειες και τα μέλη της να ψηφίσουν την Ένωση Κέντρου. Σ’ αυτές τις εκλογές το κόμμα της αριστεράς πήρε ποσοστό 9%, χάνοντας 16 μονάδες μέσα σε 6 χρόνια. Γιατί; Μήπως ο κόσμος πήγε δεξιά; Μήπως είχε αξεπέραστες αυταπάτες για την Ένωση Κέντρου και άρα χρειάζονταν τακτικοί ελιγμοί εκ μέρους της αριστεράς; Τα γεγονότα διαψεύδουν μια τέτοια ανάλυση. Μέσα στο ’64, στην πρώτη χρονιά της νέας κυβέρνησης, ξέσπασαν μια σειρά από δυνατές απεργίες και αγροτικές κινητοποιήσεις, παρά τις προσπάθειες του Γ. Παπανδρέου να ελέγξει τις αντιδράσεις. Ο κόσμος προχωρούσε μπροστά, όχι προς τα πίσω.

Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η εξέγερση το καλοκαίρι του 1965, τα λεγόμενα Ιουλιανά. Απέναντι στον βασιλιά και την ηγεσία του στρατού που σχόλασαν την κυβέρνηση του Γ.Π., ο κόσμος ξεσηκώθηκε, και για 70 μέρες είχε καταλάβει τους δρόμους σε όλες τις πόλεις. Στην βαθειά πολιτική κρίση της κυρίαρχης τάξης, απαντούσε στο πεζοδρόμιο. Ο κόσμος της αριστεράς, το 25% του ’58 και ακόμα μεγαλύτερο, καθορίζοντας τον τόνο και την προοπτική, έβαλε τη δική του πρόταση για τις εξελίξεις. «Γενική απεργία», σύγκρουση με τα Ανάκτορα, «Πάρ’ τη μάνα σου και μπρος», κλιμάκωση της σύγκρουσης αντί για οπισθοχώρηση.

Η ηγεσία της ΕΔΑ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να σταματήσει αυτή την εξέγερση. Εάν ο Μορίς Τορέζ (γαλλικό ΚΚ), δήλωνε το 1936 ότι οι κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν πώς «να σταματάνε μια απεργία», στην Ελλάδα η ΕΔΑ έδειξε ότι ήξερε πώς να σταματήσει τα Ιουλιανά. Ακόμα κι αν έλπιζε η ηγεσία της ότι αυτός ο ρόλος μπορούσε να την ευνοήσει, η πραγματικότητα ήταν ότι μετά από δυο χρόνια η χούντα ανέλαβε να λύσει την πολιτική κρίση, με τεράστιο κόστος και για την αριστερά και για το κίνημα.

Η διάσπαση της αριστεράς: δύο κόμματα, μια αντιμετώπιση

Η δικτατορία επίσπευσε την κρίση μέσα στην ΕΔΑ. Τον Φλεβάρη του 1968, το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήταν η κεντρική πολιτική δύναμη μέσα στην ΕΔΑ, διασπάστηκε στα δύο. Απ’ αυτή τη διάσπαση δημιουργήθηκαν δυο Κομμουνιστικά Κόμματα. Το ένα κράτησε το όνομα ΚΚΕ (πολλοί έβαζαν δίπλα στον τίτλο το «εξωτερικού» για ένα αρχικό διάστημα), και το δεύτερο διάλεξε τον τίτλο ΚΚΕ (εσωτ.). Ο προσδιορισμός Εσωτερικού, ήταν για ιδεολογικούς λόγους. Ήθελε να τονίσει ότι το ΚΚΕ (εσ.) είχε μεγαλύτερη σύνδεση με το κίνημα στην Ελλάδα, σε σχέση με το ΚΚΕ που έπαιρνε την γραμμή από τη Μόσχα.

Αυτές οι επιφανειακές διαφορές δεν εμπόδισαν και τα δυο κόμματα να διαμορφώσουν μια τακτική απέναντι στη δικτατορία, που είχε πολλά κοινά σημεία. Το κοινό σημείο και των δύο ήταν ότι η δικτατορία δεν μπορεί να ανατραπεί από το κίνημα σαν αυτό που είχε προηγηθεί, αλλά χρειάζεται ένα σχέδιο συντεταγμένης διαδοχής. Αυτό είχε στο κέντρο του την προοπτική για εκλογές, και πρακτικά σήμαινε συμμαχίες με αστικά πολιτικά κόμματα και κινήσεις που άνοιγαν το δρόμο προς αυτές.

Η μεγαλύτερη ευκαιρία για την ισχυροποίηση αυτής της άποψης και τη συγκεκριμενοποίηση αυτής της γραμμής, ήταν το 1973, όταν η Χούντα μπήκε σε κρίση μετά την κατάληψη της Νομικής, την ανταρσία στο Πολεμικό Ναυτικό, (υπόθεση Βέλος), τις απεργίες που ξεκίναγαν. Η περιγραφή της δικτατορίας εκείνη την περίοδο ήταν ότι παράπαιε και βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού.

Κάτω απ’ αυτές τις πιέσεις, η Χούντα υπόσχεται εκλογές στις αρχές του 1974 και προχωράει στο να διορίσει τον Σπύρο Μαρκεζίνη σαν πρωθυπουργό. Η αντιμετώπιση και των δύο ΚΚΕ ήταν να αξιοποιήσουν αυτό το άνοιγμα και να αναζητήσουν τρόπους που μπορούσαν να μπουν σ’ αυτό. Έψαχναν συμμαχίες με τα διάφορα κόμματα και αστούς πολιτικούς που θα τους άνοιγαν αυτές τις δυνατότητες.

Ο Λεωνίδας Κύρκος, από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ εσ. ξεκίνησε από νωρίς να υποστηρίζει ότι η Αριστερά έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις ρωγμές της Χούντας, ακόμα και το χουντοσύνταγμα.

«Να συνενώσουμε τις αντιθέσεις στην κύρια και να επωφεληθούμε από τις αντιφάσεις…

Σε ό,τι αφορά το Σύνταγμα του ’68,1 η θέση μας είναι θέση αρχής: ο λαός ουδέποτε θα το νομιμοποιήσει… Στον βαθμό που η τυπική αναγνώριση του Συντάγματος διαστέλλεται κατηγορηματικά από τη νομιμοποίησή του και δεν αποτελεί βήμα για την ένταξή του στην πολιτεία της 21.4, αλλά πράξη αναγκαία για να μεταφερθεί ο αγώνας μέσα στους θεσμούς που δημιούργησε η Χούντα, για την ανατροπή της, στον βαθμό αυτό δεν αποτελεί πράξη αντιστρατευόμενη στη γραμμή της συνεπούς αντιδικτατορικής πάλης…».2

Το 1973, λίγες μέρες πριν το Πολυτεχνείο, όχι μόνο ο Κύρκος αλλά όλη η ηγεσία του ΚΚΕ εσ. υποστηρίζει τη συμμετοχή στις χουντοεκλογές. «[Τ]ο βασικό πρόβλημα σήμερα δεν είναι η συμμετοχή ή μη στις εξαγγελλόμενες εκλογές. Όσο λάθος θα ήταν μια βιαστική απόφαση τώρα για συμμετοχή στις εκλογές, ανεξάρτητα από τις συνθήκες διεξαγωγής τους, άλλο τόσο λάθος θα ήταν ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της συμμετοχής σε αυτές...» (απόσπασμα από άρθρο του Μπάμπη Δρακόπουλου, γραμματέα του ΚΚΕ εσ., στο Βήμα στις 19/10/1973).3

Την ίδια περίοδο που ο Κύρκος έγραφε για «αγώνα μέσα στους θεσμούς της Χούντας» ψάχνοντας για συνεργασία με πεφωτισμένα κομμάτια της, στο ΚΚΕ γινόταν επίσης στροφή και ταυτόχρονα αλλαγή ηγεσίας.

Από την «Παλλαϊκή αντίσταση» στην «Προχωρημένη δημοκρατία»

Το 1973, το ΚΚΕ προχωράει στο 9ο συνέδριο, και αντικαθιστά τον Κολιγιάννη4 με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Η πραγματική αλλαγή είχε γίνει ένα χρόνο πιο πριν, το Δεκέμβρη του 1972 στη 17η Ολομέλεια.

Στην εισήγηση που κάνει ο Φλωράκης στο συνέδριο, κάνει κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ για την περίοδο ’61-’68 και μ’ αυτόν τον τρόπο, στην πολιτική της ΕΔΑ για την ίδια περίοδο και προχωράει στο να χαράξει την καινούργια γραμμή του ΚΚΕ. Μέσα απ’ αυτό το συνέδριο, το ΚΚΕ περνάει από τη γραμμή της Παλλαϊκής αντίστασης απέναντι στη δικτατορία, σ’ αυτή της «Προχωρημένης Δημοκρατίας». Ο στόχος είναι η αποκατάσταση της δημοκρατίας που στην πορεία θα γίνει πιο προχωρημένη. Με άλλα λόγια, να διεκδικήσει και το ΚΚΕ εκλογές και να προχωρήσει σε συνεργασίες που θα άνοιγαν το δρόμο σ’ αυτή την προοπτική.

Κανένα από τα δύο ΚΚ δεν πίστευαν στη δύναμη του κινήματος να ανατρέψει τη Χούντα, και κανένα από τα δύο δεν ήταν διατεθειμένο να υποστηρίξει μια εξέγερση που η δυναμική της μπορούσε να φέρει την πτώση της δικτατορίας και να ανοίξει μια προοπτική που ξεπερνούσε τα όρια μιας ελεγχόμενης «φιλελευθεροποίησης» του χουντικού καθεστώτος.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν τους βρήκε απροετοίμαστους, όπως συνηθίζουν να δηλώνουν εκ των υστέρων. Τουναντίον, τους βρήκε προετοιμασμένους σε μια προοπτική που απόρριπτε την είσοδο των μαζών στο προσκήνιο για να καθορίσουν τις εξελίξεις και, έτσι, να χαλάσουν τα σχέδια της αλλαγής φρουράς κάτω από τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης και των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Γι’ αυτό και το ΚΚΕ προσπάθησε να διαλύσει την κατάληψη του Πολυτεχνείου από το ξεκίνημα της, και το ΚΚΕ (εσωτερικού) έδινε μάχη να βγάλει από τη Συντονιστική Επιτροπή απόφαση που θα καλούσε σε παλλαϊκή συνεργασία όλες τις δυνάμεις για να φτιάξουν όλοι μαζί μια κοινή κυβέρνηση. Ακόμα και μετά το Πολυτεχνείο, την άνοιξη του 1974, ο Μπάμπης Δρακόπουλος (γραμματέας του ΚΚΕ εσ.) καλούσε να δημιουργηθεί κυβέρνηση από τον… βασιλιά.

Είχαν συνέπειες αυτές οι αντιμετωπίσεις για την πορεία της ίδιας της εξέγερσης;

Η απάντηση είναι ναι! Παρόλο που είναι δύσκολη η πρόβλεψη, τι θα γινόταν εάν τα δυο κόμματα της αριστεράς είχαν κρατήσει άλλη θέση, εντούτοις χρειάζεται να το τολμήσουμε.

Το αίτημα για «Γενική απεργία» μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, εάν τα κόμματα της αριστεράς το υποστήριζαν, και είχαν τη δυνατότητα να τραβήξουν μαζί τις καινούργιες πολιτικές δυνάμεις που τότε διαμορφώνονταν, όπως το ΠΑΚ. Το ΠΑΚ, και οι φοιτητές του, ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και με τις συνεργασίες με τα παλιά πολιτικά κόμματα που είχαν στηρίξει και στρώσει το δρόμο στη Χούντα. Δεν ήταν το μόνο: πολλές νέες αντιδικτατορικές δυνάμεις και κινήσεις, με επιρροές και σχέσεις με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, βρίσκονταν στη μέση και θα μπορούσαν να τραβηχτούν προς την αριστερά. Μια αποφασιστική στήριξη της κατάληψης και του καλέσματος για Γενική απεργία θα απομόνωνε τους γεφυροποιούς με τη Χούντα και θα άλλαζε τους πολιτικούς όρους, από τα σαλόνια στους δρόμους.

Η επαναστατική αριστερά ήταν μικρή, δεν είχε τη δύναμη να σπρώξει και να οργανώσει τις εξελίξεις προς τα εκεί, παρόλο που το προσπάθησε. Η Εργατική Συνέλευση ήταν απόπειρα για Γενική Απεργία αλλά επικοινωνούσε μόνο με το αυθόρμητο. Χιλιάδες ανταποκρίθηκαν και βγήκαν στους δρόμους, αλλά ήταν δύσκολο μέσα σε τρεις μέρες να καλυφθεί το κενό μιας ηγεσίας που κοιτούσε αλλού.

Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Χούντα να ανασυνταχτεί. Να μπορέσει να συσπειρώσει τις δυνάμεις του στρατού που της έμεναν ακόμα πιστές και να τις βάλει να τσακίσουν την εξέγερση. Αυτό το ρόλο δεν μπορούσε να τον παίξει η αστυνομία. Όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες στιγμές, οι δυνάμεις της δεν ήταν αρκετές μπροστά σε μια γενικευμένη εξέγερση όπου την Παρασκευή μια λαοθάλασσα κόσμου, πλημμύρισε την Αθήνα και όλες τις μεγάλες πόλεις, όχι μόνο για να συμπαρασταθεί στους φοιτητές, αλλά και πρόθυμη να ανταποκριθεί στα καλέσματα των εξεγερμένων. Η απόφαση της Εργατικής Συνέλευσης για «γενική απεργία» ήταν σωστή, αλλά οι δυνάμεις για να την πραγματοποιήσουν, για να την οργανώσουν, ήταν πολύ περιορισμένες. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι ο ρόλος των δύο ΚΚ σ’ αυτή τη στιγμή ήταν καθοριστικός. Η στάση τους, από αποχή μέχρι καταγγελία του Πολυτεχνείου, βάρυνε για το μέλλον της εξέγερσης.

Παρόλ’ αυτά, η σταθεροποίηση της Χούντας ήταν προσωρινή, όπως φάνηκε σύντομα. Η πτώση της Χούντας μετά από 8 μήνες από το Πολυτεχνείο, τον Ιούλη του 1974, άνοιξε την έκρηξη ενός κινήματος που ήθελε να αλλάξει τα πάντα και που πήρε την ονομασία της Αποχουντοποίησης. Στο κέντρο της ήταν η τιμωρία των πρωταγωνιστών της δικτατορίας και όλων όσων συνεργάστηκαν μαζί της. Αυτό σήμαινε επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εφοπλιστές, διοικητές δημοσίων οργανισμών, Πανεπιστημίων, κλπ. Στην πραγματικότητα περιλάμβανε την αφρόκρεμα της κυρίαρχης τάξης και συγκρουόταν με όλους τους καταπιεστικούς μηχανισμούς τους κράτους – αστυνομία, στρατό, δικαστήρια, φυλακές.

Ήταν μια πολιτική μάχη που άνοιξε με μαζικούς όρους, αμέσως μετά την πτώση της χούντας και που απλώθηκε παντού. Στις σχολές, οι φοιτητές έδιωχναν κλωτσηδόν τους χουντικούς συνεργάτες. Στα εργοστάσια, οι εργάτες προχωρούσαν σε απεργίες και οργάνωσαν τα δικά τους συνδικάτα, απέναντι στις διορισμένες ηγεσίες της Χούντας. Αυτές οι μάχες τροφοδοτούσαν μια σειρά από συνδικαλιστικούς και οικονομικούς αγώνες που ξεκίναγαν εκείνη την περίοδο, όχι μόνο για να φτιάχνουν συνδικάτα μέσα στους χώρους δουλειάς, αλλά για αυξήσεις, συλλογικές συμβάσεις, δωρεάν παιδεία και υγεία, αγώνες ενάντια στην γυναικεία καταπίεση, διεκδικήσεις για ίση αμοιβή, κλπ.

Στην πραγματικότητα αυτοί που πήραν μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, έπιαναν το νήμα λίγους μήνες αργότερα από ’κει που το έκοψαν τα τανκς στις 17 Νοέμβρη το βράδυ, για να το συνεχίσουν κάτω από τις νέες συνθήκες.

Και τα δύο ΚΚΕ τρέχουν όχι να προχωρήσουν μπροστά αυτό το κίνημα και να το βαθύνουν, αλλά να το περιορίσουν στα όρια της σταθεροποίησης της Μεταπολίτευσης του Καραμανλή. Η συλλογιστική «Καραμανλής ή Τάνκς», όπως το είπε ο Μίκης Θεοδωράκης, ήταν το κοινό υπόβαθρό τους. Πρακτικά αποδέχονται τον Καραμανλή, στηρίζουν την άποψη ότι οι εκλογές έπρεπε να γίνουν στις 17 Νοέμβρη, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, αντίθετα μ’ αυτά που διεκδικούσε το κίνημα, και στη συνέχεια, αρχίζουν να καταγγέλλουν την επαναστατική αριστερά σαν «αριστεροχουντικούς προβοκάτορες». Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το κόμμα της δεξιάς με νέο όνομα (Ν.Δ.), αλλά με παλιό ηγέτη, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, πήρε το 54,4% των ψήφων, ενώ η Ενωμένη Αριστερά πήρε 9,5%. Στις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη του 1974, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ (εσ.) κατέβηκαν σε ενιαίο συνδυασμό. Το ΚΚΕ (εσ.) εξέλεξε δύο βουλευτές, έναν η ΕΔΑ και το ΚΚΕ πέντε.

Στιγμιαίο λάθος;

Έχουν σημασία όλα αυτά σήμερα; Μήπως θα έπρεπε μετά από τόσα χρόνια να θεωρήσουμε ότι εκείνα ήταν λάθη παλιών ηγεσιών που ανήκουν σε μια άλλη εποχή; Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται να σταθούμε στις αιτίες που χωρίζουν την προσέγγιση των ρεφορμιστικών ηγεσιών από τις προσδοκίες του κόσμου και την επαναστατική του πτέρυγα.

Ποιό ήταν το βασικό πρόβλημα της πολιτικής αυτών των ηγεσιών τότε; Ήταν η αδυναμία τους να συνδέσουν τα δημοκρατικά αιτήματα του κόσμου που αντιστεκόταν στη Χούντα με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη δυναμική της. Η αντιμετώπισή τους όρθωνε ένα τείχος ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Τοποθετούσαν την κατάκτηση δημοκρατικών ελευθεριών σε ένα πλαίσιο «αποκατάστασης της δημοκρατίας» που μπορούσε να υλοποιηθεί μέσα από συνεργασίες με τα άλλα κόμματα, ενώ έβλεπαν τα αιτήματα της εξέγερσης και τις μορφές πάλης που επιδίωκε για να τα επιβάλει σαν «πρόωρα», σαν να άνηκαν σε κάποιο επόμενο στάδιο. Η συνεργασία με τα παλιά αστικά κόμματα (που είχαν ευθύνη για τη δικτατορία) εμφανιζόταν ως ρεαλιστική, ενώ μια Γενική Απεργία που απαιτούσε να περάσει η εξουσία σε άλλη τάξη θεωρούταν «προβοκατόρικη».

Αυτή η διάκριση δεν είναι καινούργια ούτε αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η ρεφορμιστική πολιτική που συστηματικά υποτιμάει τις δυνατότητες της τάξης και του κινήματός της είναι κυρίαρχη μέσα στην Αριστερά από την εποχή της σταλινικής στροφής των Κομμουνιστικών Κομμάτων στη δεκαετία του ’30, όταν έπαψαν να στηρίζουν την ανατροπή του καπιταλισμού και υιοθέτησαν τη στρατηγική των σταδίων.

Ο Παντελής Πουλιόπουλος στο βιβλίο του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;» (έκδοση Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο) γράφει:

«Οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Ελλάδας πάνω στο χαρακτήρα και τις καινούργιες δυνάμεις της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα, για πρώτη φορά καθώς λένε, μέσα στην δεκαπεντάχρονη ιστορία του κόμματος, χαράζουν μια νέα στρατηγική προγραμματική αρχή, ριζικά αντίθετη με το ό,τι ίσα με τώρα δεχόταν το κόμμα στο πρόγραμμα του: Η επανάσταση που θα ανατρέψει την εξουσία των καπιταλιστών στην Ελλάδα δεν θα είναι πια η προλεταριακή, παρά θα είναι μια άλλη, αστικοδημοκρατική».5

Η παρέμβαση εκείνη του Παντελή Πουλιόπουλου ήταν μια προσπάθεια υπεράσπισης της στρατηγικής της Διαρκούς Επανάστασης, μιας στρατηγικής που είχε τις ρίζες της στον Μαρξ μέσα στη φωτιά των επαναστάσεων του 1848, θριάμβευσε στη Ρώσικη επανάσταση χάρη στις επεξεργασίες του Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» το 1917 και βρήκε τον καλύτερο υπερασπιστή της, στη θεωρία και στην πράξη, στο πρόσωπο του Τρότσκι. Αυτόν το στρατηγικό προσανατολισμό τσάκισε η σταλινική αντεπανάσταση μέσα στα Κομμουνιστικά Κόμματα και αυτό καθόρισε την πολιτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων από τη δεκαετία του ’30 και μετά.

Στη δεκαετία του ’30, αυτός ο φραγμός που έλεγε ότι το κίνημα δεν μπορούσε να πάει πέρα από δημοκρατικά αιτήματα σήμανε την ήττα της επανάστασης στην Ισπανία και των καταλήψεων του ’36 στη Γαλλία, για χάρη μιας κοινής κυβέρνησης με τα αστικά κόμματα. Στη δεκαετία του ’40 σήμανε την υποταγή των αντιφασιστικών κινημάτων, στις ανάγκες των Συμμάχων αρχικά και στις ανάγκες του καπιταλισμού για οικονομική ανασυγκρότηση στη συνέχεια.

Εκτός από την τραγωδία της Βάρκιζας εδώ, στη Γαλλία και στην Ιταλία χαραμίστηκαν τα κινήματα της Αντίστασης που διεκδικούσαν να προχωρήσουν και να καθορίσουν τις εξελίξεις. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας περιόρισαν αυτή τη δύναμη στη συμμετοχή τους στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις ανόρθωσης της οικονομίας. Εκείνη η συμμετοχή δεν σήμαινε κατακτήσεις για την εργατική τάξη. Μετά τη σταθεροποίησή τους οι αστοί πέταξαν την Αριστερά όσο πιο πολύ μπορούσαν στο περιθώριο. Μόνο με τους αγώνες στις επόμενες δεκαετίες κέρδισε η εργατική τάξη το «κράτος πρόνοιας» και όχι γιατί τα χάρισε ο καπιταλισμός.

Ο Μάης του ’68 σηματοδοτεί ξανά την έφοδο των μαζών στην ιστορία, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιαπωνία. Στην Ευρώπη η προοπτική της επανάστασης ξανανοίγει ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες. Στη Γαλλία οι φοιτητές γίνονται εφαλτήριο για τις καταλήψεις των εργοστασίων, στην Ιταλία το καυτό φθινόπωρο έβαλε σε κρίση όλο το σύστημα, στο Νότο: σε Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία, η εξέγερση ανατρέπει δικτατορίες και φέρνει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα των ορίων αυτής της αλλαγής. Όμως, το ΚΚ της Ιταλίας τρέχει να προσαρμόσει ακόμα περισσότερο τη στρατηγική του μέσα στις καινούργιες συνθήκες. Μιλάει για τον «ιστορικό συμβιβασμό», που βάζει στο κέντρο του την ανάγκη της συνεργασίας των κομμουνιστικών κομμάτων με τα παραδοσιακά κόμματα της αστικής τάξης, σε κοινές κυβερνήσεις.

Η θεωρητικοποίηση αυτής της τακτικής από τον Νίκο Πουλαντζά στο βιβλίο του «Κράτος – εξουσία – Σοσιαλισμός», προσπαθεί να ισχυριστεί ότι η ανατροπή του καπιταλισμού χρειάζεται να αντικατασταθεί από τον «Δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό». Πρόκειται για μια θεωρία που λέει ότι είναι δυνατόν η Αριστερά να συνδυάζει τη στήριξη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι παλεύει για την άμεση δημοκρατία. Με κάποιο μαγικό τρόπο μέσα από το βούρκο του κοινοβουλευτισμού μπορεί να ανθίσει ένας «σοσιαλισμός με δημοκρατία».6

Ο τρόπος που μπαίνουν τα διλήμματα από τη ρεφορμιστική συλλογιστική μπροστά στον κόσμο που παλεύει αλλάζει από περίοδο σε περίοδο. Πριν από 70 χρόνια εμφανιζόταν σαν ρεαλιστικό ότι ο κόσμος της Αντίστασης παλεύει μαζί με τους Άγγλους ενάντια στον Χίτλερ, μέχρι που ο Σκόμπι ματοκύλισε την Αθήνα. Σήμερα εμφανίζεται ρεαλιστικό ότι άλλο ο αντιμνημονιακός αγώνας και άλλο οι αντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις που μπορεί να ακολουθήσουν αργότερα. Όμως η ρεφορμιστική στρατηγική είναι το κοινό υπόβαθρο. Αυτό στην εξέγερση του Πολυτεχνείου σήμανε και για τα δύο Κ.Κ. την προσαρμογή στα όρια που έβαλε η αστική αντιπολίτευση. Και είναι σαφές ότι μ’ αυτόν τον τρόπο χάθηκε πριν 40 χρόνια μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία για το κίνημα στην Ελλάδα.

Σήμερα, μέσα στη βαθύτερη κρίση του καπιταλισμού, όταν οι από πάνω δεν μπορούν να συνεχίσουν όπως πριν και οι από κάτω παλεύουν για να τους ξεφορτωθούν, ο ρόλος της Αριστεράς είναι καθοριστικός. Δεν περιμένουμε να προκύψει αν δεν αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του παρελθόντος. Όπως γράφαμε σε ένα προηγούμενο αφιέρωμα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου:

«Η διαφορά ανάμεσα στην επαναστατική και την ρεφορμιστική αριστερά δεν έχει να κάνει με διαφορά ταχύτητας, δηλαδή δεν είναι μια διάκριση ανάμεσα σε “ανυπόμονους” ή “υπεραισιόδοξους” από τη μια μεριά και “αργούς αλλά σταθερούς” από την άλλη. Είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης και του κινήματος, και σ’ αυτούς που πάντα το υποβαθμίζουν σε δεύτερο ρόλο».7

Οργανώνουμε, λοιπόν, μέσα στις μάχες και μέσα στις νέες ευκαιρίες που ανοίγονται. Χρειαζόμαστε ξανά ένα Πολυτεχνείο για να τους ανατρέψουμε και αυτό σημαίνει δυνατή επαναστατική αριστερά.

 

1. Το 1968 έγινε η αναθεώρηση του Συντάγματος από τη Χούντα. Το λεγόμενο Χουντοσύνταγμα.

 

2. Λεωνίδας Κύρκος (ψευδώνυμο Κ. Λουκίδης) στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος Ιούλης-Αύγουστος 1972.

3. Η πηγή αυτής της συνέντευξης είναι το βιβλίο: Τάκης Μπενας, Το Ελληνικό ’68, εκδόσεις Θεμέλιο.

4. Ο Κώστας Κολιγιάννης έγινε γραμματέας στο ΚΚΕ το 1956 μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη.

5. Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;, έκδοσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2007.

6. Νίκος Πουλαντζάς, Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2001.

7. Άρθρο του Πάνου Γκαργκάνα με τίτλο «Επαναστατική Αριστερά» στο βιβλίο: Το Πολυτεχνείο είναι εδώ, έκδοσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2003.