Ο Λέανδρος Μπόλαρης συνεχίζει το αφιέρωμα, παρουσιάζοντας το κίνημα που ξεπήδησε τις μέρες του Πολυτεχνείου.
Η εξέγερση του Νοέμβρη ήταν αυθόρμητη – στην κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 14 Νοέμβρη οδήγησε η πρωτοβουλία της στιγμής φοιτητών της επαναστατικής αριστεράς σε σχολές που βρίσκονταν σε συνέλευση. Όμως, όπως έλεγε κι ο Λένιν, καθαρό αυθόρμητο δεν υπάρχει. Η κατάληψη που έγινε το κέντρο της εξέγερσης ήταν καταστάλαγμα των εμπειριών του μαχητικού φοιτητικού κινήματος που είχε αναπτυχθεί τα δυο προηγούμενα χρόνια. Χρειάστηκαν πολύ συνειδητές πολιτικές μάχες μέσα στο Πολυτεχνείο για να κρατηθεί η κατάληψη κι οι πλευρές που συγκρούστηκαν οργανωτικά και πολιτικά σε αυτές δεν έπεσαν από τον ουρανό στην Αθήνα εκείνου του Νοέμβρη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν η ενεργητική και μαζική συμμετοχή των «απ’ έξω»: της νεολαίας πέρα από τους φοιτητές, των εργατών. Κι αυτό το χαρακτηριστικό ήταν προϊόν ευρύτερων διεργασιών και εξηγεί τη δυναμική του εργατικού κινήματος στη μεταπολίτευση.
Το φοιτητικό κίνημα
Τον Απρίλη του 1972 οι περίπου 1.700 σπουδαστές της σχολής υπομηχανικών κατέβηκαν σε αποχή ενάντια σε ένα νόμο της χούντας που υπονόμευε τα επαγγελματικά τους δικαιώματα. Μερικές δεκάδες από αυτούς κατάφεραν να πραγματοποιήσουν συγκέντρωση στα Προπύλαια πριν τη διαλύσει η αστυνομία με ξύλο και συλλήψεις. Ήταν η πρώτη, σχετικά μαζική, κινητοποίηση που ήρθε σε σύγκρουση με τη χούντα –σημάδι ότι το μαζικό κίνημα θα έχει από ’δω και πέρα το λόγο.
Το φοιτητικό κίνημα έπαιξε το ρόλο του πυροκροτητή της εξέγερσης. Αυτός ο ρόλος είχε να κάνει με βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες. Ο φοιτητικός πληθυσμός είχε αυξηθεί θεαματικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το 1972 στα ΑΕΙ υπήρχαν περίπου 71.000 φοιτητές. Οι πόρτες των Πανεπιστημίων άνοιγαν για τα παιδιά των «πληβείων» μιας και οι ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού που αναπτυσσόταν απαιτούσαν ένα εργατικό δυναμικό με μεγαλύτερο μορφωτικό επίπεδο. Οι νεολαιίστικοι αγώνες στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (το κίνημα του 15%) είχαν κατακτήσει ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα είναι μόνο δημόσια αλλά και δωρεάν.
Η χούντα είχε προσπαθήσει να επιβάλλει την πειθαρχία του στρατώνα στο πανεπιστήμιο, για να σβήσει τις μαχητικές, ριζοσπαστικές παραδόσεις του κινήματος των προηγούμενων χρόνων. Σύμφωνα με τα διατάγματά της ακόμα και μια εκδρομή χρειαζόταν την έγκριση του πρύτανη. Ένα από τα μέτρα που είχε επιβάλει η χούντα ήταν η ποινή της διακοπής της αναβολής από τη στρατιωτική θητεία για τους φοιτητές «λόγω μη επιδεικνυόμενης εθνικής διαγωγής».
Τα πανεπιστήμια είναι χώροι που κατεξοχήν παράγονται και αναπαράγονται ιδέες – της άρχουσας τάξης. Είναι επίσης κι ο χώρος όπου χιλιάδες νέοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν με σχετική άνεση το κατά πόσο αυτές οι ιδέες βγάζουν νόημα σε σύγκριση με την κοινωνική πραγματικότητα. Η πειθαρχία της δουλειάς στο εργοστάσιο και στο γραφείο αφήνει λιγότερα τέτοια περιθώρια στους εργάτες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η αμφισβήτηση του τρόπου που λειτουργεί σε κάθε δοσμένη στιγμή η κοινωνία είναι πιο εύκολο να ανάψει στο πανεπιστήμιο αλλά αυτή η σπίθα για να θεριέψει πρέπει να φτάσει εκεί που παράγονται τα κέρδη των καπιταλιστών. Ή όπως έλεγε ένα σύνθημα του Μάη του ’68 ο αγώνας πρέπει να περάσει «από τα αδύνατα χέρια των φοιτητών στα δυνατά χέρια των εργατών».
Τα μηνύματα του Γαλλικού Μάη και του κύματος των εξεγέρσεων και των αγώνων της περιόδου, οι ιδεολογικές αναζητήσεις και τα πολιτικά ζητήματα που τις πυροδοτούσαν έφταναν και εδώ και «ζυμώνονταν» μέσα κι έξω από τις σχολές – σε παρέες, φοιτητικά στέκια. Αυτές οι διεργασίες είχαν και οργανωτικά αποκρυσταλλώματα.
Από τα τέλη του ’71-αρχές΄’72, στα Πανεπιστήμια υπήρχε κινητικότητα, όταν η Χούντα άρχισε να δίνει αόριστες υποσχέσεις για την εκλογή νέων ΔΣ στους συλλόγους (με διαδικασίες που θα έλεγχε η ίδια). Σε σχολές όπως η Πάντειος, το Πολυτεχνείο, η Ιατρική, η Νομική, έχουν συγκροτηθεί Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα που οργανώνουν τη μάχη ενάντια στους διορισμένους της χούντας και τους ελιγμούς τους. Αυτές οι επιτροπές γίνονται το φυτώριο των ομάδων της επαναστατικής αριστεράς που θα πρωταγωνιστήσουν στην εξέγερση.
Στις 21 Φλεβάρη οι φοιτητές της Νομικής μαζί με φοιτητές της Φυσικομαθηματικής κατέλαβαν τη Νομική. Ένα κατειλημμένο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, με πάνω από τέσσερις χιλιάδες φοιτητές να φωνάζουν συνθήματα ενάντια στη δικτατορία και να απευθύνονται στον κόσμο προκάλεσε τρόμο στη Χούντα.
Εργάτες
Υπήρχαν και άλλες δονήσεις που προειδοποιούσαν για τον σεισμό που πλησίαζε. Μια σειρά εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, με οικονομικά αιτήματα, που για τη χούντα όμως αποτελούν πολιτική πρόκληση.
Η χούντα είχε καταργήσει με νόμο από το 1969 το δικαίωμα της ΓΣΕΕ (παρόλο που την έλεγχαν διορισμένοι εργατοπατέρες τσιράκια της) να υπογράφει Εθνική Συλλογική Σύμβαση. Τα κατώτερα μεροκάματα και μισθούς τα αποφάσιζαν οι «υπουργοί» και ο «πρωθυπουργός» της. Τις εργατικές κινητοποιήσεις τις πυροδοτούσε η αύξηση του κόστους ζωής – ο πληθωρισμός έπαιρνε την ανηφόρα ενώ τα μεροκάματα άσθμαιναν πίσω – και μια σειρά επιθέσεις που έβαζε μπροστά η χούντα για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Η χούντα αναγκάστηκε τρεις φορές μέσα στο΄’73 να αναπροσαρμόσει τα κατώτερα μεροκάματα – σημάδι του πανικού της για την εργατική δυσαρέσκεια.
Τον Αύγουστο του 1973 κατεβαίνουν σε απεργία οι οδηγοί των τρόλεϊ. Ένας μαχητικός εργάτης εξηγούσε αργότερα το υπόβαθρο της κινητοποίησης:
«Την εποχή εκείνη η χούντα είχε απολύσει πολλούς παλιούς τραμβαγέρηδες που είχαν παλιότερα εκδηλωθεί σαν αριστεροί ή δημοκράτες, με βάση το ‘Ψήφισμά’ της για εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, των οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Θεωρούσε, λοιπόν η χούντα ότι με την εκκαθάριση αυτή και τις προσλήψεις νέων με ‘υγιή φρονήματα’ θα έβρισκε την ησυχία της.
Όμως, αυτό το ‘ξεκαινούργιωμα’ στην πραγματικότητα βοήθησε να γίνει η απεργία στα τρόλεϊ. Οι νέοι έβλεπαν πως δεν είχαν συμφέρον να δεχτούν για το υπόλοιπο της μακράς ακόμα καριέρας τους να εργάζονται μέσα σε συνθήκες καταπίεσης, παραβίασης των νόμων, με μικρούς μισθούς κλπ.
Είχαν κάθε διάθεση να αγωνιστούν. Και πράγματι το έκαναν. Πάλεψαν για ό,τι αντικειμενικά οι ίδιες οι συνθήκες δουλειάς τους υπαγόρευσαν, μόλις συνειδητοποίησαν ορισμένα πράγματα και μπόρεσαν να οργανωθούν καλύτερα».1
Αυτό το τελευταίο έχει σημασία: οι «νέοι» στον ΗΛΠΑΠ χρειάστηκε πρώτα να προχωρήσουν στην ίδρυση ενός νέου σωματείου κόντρα στο εργοδοτικό, και μετά να δώσουν μάχη να πάρουν στα χέρια τους το «παλιό» σωματείο. Ήταν μια διαδικασία που κράτησε μήνες με συνεχείς πιέσεις από το υπουργείο και την εργοδοσία (σε κάποια φάση απαγόρευσε το μοίρασμα ανακοινώσεων και τη συλλογή συνδρομών του σωματείου στα αμαξοστάσια).
Όταν έγινε τελικά η απεργία στις 27 Αυγούστου μόλις τα 17 από τα 150 τρόλεϊ κυκλοφόρησαν με απεργοσπάστες «στελέχη» της εταιρείας.2 Οι εργάτες κέρδισαν τη συλλογική σύμβαση που διεκδικούσαν.
Η ορμητική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στις δεκαετίες του ’60 και των αρχών του ’70 είχε δημιουργήσει μια νέα εργατική τάξη – στην οικοδομή, τις μεταφορές, τις επιχειρήσεις «κοινής ωφέλειας». Οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες3 ήταν μια σπανιότητα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το 1973 απασχολούνταν σε αυτά περίπου 45.000 εργάτες-τριες. Αυτά τα νέα τμήματα θα βρεθούν μπροστά στην έκρηξη της μεταπολίτευσης. Το Πολυτεχνείο ήταν σημείο αναφοράς για όλον αυτόν τον κόσμο.
Οι οικοδόμοι είχαν ανοίξει την προηγούμενη φάση των αγώνων της δεκαετίας του ’60 όταν τον Δεκέμβρη του 1960 είχαν ξηλώσει τα πλακάκια από το κέντρο της Αθήνας και είχαν συγκρουστεί με την αστυνομία. Στα Ιουλιανά βρέθηκαν πάλι στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων. Οι οικοδόμοι δεν είχαν μόνιμους χώρους δουλειάς όπου απασχολούνταν σε μεγάλους αριθμούς. Με έναν τρόπο, αυτή τη συλλογικότητα την αναπλήρωνε η «πιάτσα» ιδιαίτερα γύρω από την Ομόνοια. Μια μελέτη αναφέρει: «δεκάδες χιλιάδες οικοδομικοί εργάτες πέρασαν από κει, γνώρισαν, συζήτησαν, συνειδητοποίησαν τα προβλήματά τους και πάλεψαν ενωμένοι ενάντια στην εργοδοσία, την αστυνομία και το χαφιέ». Η ίδια μελέτη διαπιστώνει: «Μέσα απ’ όλη την σειρά 10 χρόνων αγώνων, σιγά-σιγά ξεχώρισαν εκείνοι οι πρωτοπόροι εργάτες που την αυθόρμητη άρνηση του ρεφορμισμού της μάζας των οικοδόμων, την μετέβαλαν σε συνειδητή πολιτική αντιπαράθεση. Σ’΄ όλες τις επαναστατικές ομάδες και οργανώσεις, μετά το 1967, οι εργάτες αντιπροσωπεύονται σχεδόν αποκλειστικά από οικοδόμους».4
Δεν είναι τυχαίο ότι στην εργατική συνέλευση που θα πραγματοποιηθεί στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο πρωταγωνίστησαν οικοδόμοι από το χώρο της επαναστατικής αριστεράς.
«Φιλελευθεροποίηση»
Οι αγώνες του φοιτητικού κινήματος, όπως η κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη του ’73, έδιναν το «σήμα» ότι η χούντα δεν ήταν πανίσχυρη, ότι οι μαζικοί αγώνες μπορούν να την αμφισβητήσουν: αυτό το συμπέρασμα έβγαζαν για παράδειγμα ολόκληρα τμήματα των εργατών που άρχισαν να κινούνται.
Ο «γύψος» που προσπάθησε να βάλει η χούντα είχε αρχίσει να ραγίζει. Η προοπτική ότι αυτό το ράγισμα θα μετατρεπόταν σε έκρηξη, πιάνοντας το νήμα από κει που το κίνημα είχε σταματήσει το 1965, έβαζε πίεση στη χούντα να «φιλελευθεροποιηθεί» ετοιμάζοντας την «ομαλή» μετάβαση σε ένα καθεστώς κοινοβουλευτικό αλλά αυταρχικό και με τους χουντικούς στον έλεγχο. Σ’ αυτούς τους ελιγμούς ανταποκρίνονταν με διάφορους τρόπους τα κομμάτια των αστών πολιτικών – οι «γεφυροποιοί», όπως ο μακαρίτης ο Ε. Αβέρωφ (πρόεδρος της ΝΔ από το 1981 μέχρι το ’86), έπιαναν δουλειά. Τους διακατείχε ο ίδιος φόβος για το κίνημα.
Όπως επεσήμαινε η Μαμή, η εφημερίδα της ΟΣΕ, σε ένα κείμενό της τον Απρίλη του 1973:
«Το κίνημα έδειξε το δυναμισμό του, με την πρώτη του κιόλας εμφάνιση επέβαλε νέους ρυθμούς στις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι έβαλε τέρμα στις μανούβρες των αστών για ομαλοποίηση. Σημαίνει όμως ότι έδειξε στην πράξη το πόσο ευάλωτα είναι τα σχέδια των καπιταλιστών…
Η χούντα από την πλευρά της οχυρώνεται, αποκλείει την επιστροφή στην ’ομαλότητα’ μέσα στο 1973 και ’74 (λόγος Παπαδόπουλου στις 3/3/73)…
Οι αντιπολιτευόμενοι αστοί μετακινήθηκαν ομαδόν προς τα δεξιά και συσπειρώθηκαν γύρω από τη ‘λύση Καραμανλή’. Ο επίδοξος αυτός αντικαταστάτης του Παπαδόπουλου συνεχίζοντας την πάγια τακτική του να προβάλλεται σαν το τελευταίο καταφύγιο του νόμου και της τάξης σε κάθε παραπάτημα της χούντας, ζητάει ξανά να αναλάβει αυτός επικεφαλής μιας ‘δυνατής και έμπειρης’ κυβέρνησης με έκτακτες εξουσίες… ΕΡΕ, ΕΚ, και πλήθος παράγοντες δεν ζητούν πια ‘άρση του στρατιωτικού νόμου και ελεύθερες εκλογές’ αλλά ‘ισχυρή κυβέρνηση με έκτακτες εξουσίες’».
Τον Ιούνη του 1973 η χούντα προσπάθησε να λύσει το γόρδιο δεσμό των αδιεξόδων της με την «αβασίλευτο» δημοκρατία, την οργάνωση ενός ψευτο-δημοψηφίσματος για να την επικυρώσει –και λίγο μετά όρκισε «πρωθυπουργό» ένα παλιό αστό πολιτικό, τον Σπ. Μαρκεζίνη.
Σ’ αυτήν την κατάσταση άρχισαν να πολλαπλασιάζονται τα προμηνύματα για την έκρηξη που ερχόταν: οι σποραδικές απεργίες, η κλιμάκωση των μαχών στα πανεπιστήμια. Στις 4 Νοέμβρη το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου μετατρέπεται σε αντιχουντική διαδήλωση και οι συγκρούσεις απλώνονται στο κέντρο της Αθήνας. Είναι η πρώτη φορά που οι διαδηλωτές παίρνουν στο κυνήγι την αστυνομία.
Το σταυροδρόμι της εξέγερσης
Η κατάληψη του Πολυτεχνείου ξεκίνησε όταν κατέφτασαν εκεί οι φοιτητές από τις συνελεύσεις που γίνονταν στη Νομική μετά από πληροφορίες ότι η αστυνομία χτυπάει τους συναδέλφους τους στο Πολυτεχνείο. Την επόμενη μέρα χιλιάδες εργάτες και νεολαία από τις γειτονιές, από τα κοντινά φροντιστήρια, συνέρρευσαν μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο, σε μια μόνιμη αντιχουντική διαδήλωση διώχνοντας την αστυνομία.
Η εργατική συνέλευση που πραγματοποιείται μέσα στο Πολυτεχνείο διακηρύσσει ότι: «Είναι αγώνας για το πέρασμα της εξουσίας στον εργαζόμενο λαό και όχι στους δημαγωγούς που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται με τα απατηλά περί ‘δημοκρατίας’ συνθήματά τους». Η συνέλευση πρότεινε τη συνέχιση της κατάληψης και τη δημιουργία μιχτών επιτροπών φοιτητών-εργατών για να «μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα» και «να προπαγανδίζουν το σύνθημα της δημιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς, με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασμα των εργαζόμενων σε οικονομική και πολιτική απεργία».
Μια κατάληψη που είχε ξεκινήσει ως φοιτητική διαμαρτυρία μετατρεπόταν σε μια μαζική εξέγερση για την ανατροπή της χούντας. Το μαζικό κίνημα είχε πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ακριβώς αυτό που δεν ήθελαν δηλαδή οι «από πάνω» όποια σενάρια και να στήριζαν. Ούτε ο Καραμανλής ούτε οι κεντρώοι πολιτικοί βρήκαν να πουν μια λέξη συμπαράστασης στην εξέγερση.
Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού κράτησαν εχθρική στάση στην κατάληψη. Οι ηγεσίες τους προσπάθησαν να οργανώσουν την «απαγκίστρωση» ή «συντεταγμένη αποχώρηση»5 από το Πολυτεχνείο την Τετάρτη που απέτυχε (δεν έπεισε τα ίδια τα στελέχη τους). Δεν ήταν ζήτημα μιας λάθους εκτίμησης της στιγμής. Ήταν πολιτικός προσανατολισμός: την Παρασκευή 16 Νοέμβρη πρότειναν στην εκλεγμένη Συντονιστική Επιτροπή διακήρυξη που καλούσε «όλα τα αντιδικτατορικά κόμματα και οργανώσεις να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πρόγραμμα που θα αποκαταστήσει τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία». Στην ουσία επρόκειτο για ένα κάλεσμα ενότητας με τους αστούς πολιτικούς που εκείνη ακριβώς την περίοδο αναζητούσαν τον τρόπο προσαρμογής στα σενάρια της χούντας για «ομαλή μετάβαση».
Αντίστοιχα ήταν και τα συμπεράσματα που έβγαλαν αυτές οι δυνάμεις μετά το αιματοβαμμένο ματοκύλισμα της εξέγερσης και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη. Για παράδειγμα η εφημερίδα της αντι-ΕΦΕΕ, η Πανσπουδαστική Νο 8 με το περίφημο άρθρο που κατάγγελνε την κατάληψη σαν έργο «350 προβοκατόρων του Ρουφογάλη της ΚΥΠ» δήλωνε ότι «το φοιτητικό κίνημα δεν ήθελε με κανένα τρόπο η εκδήλωσή μας αυτή να συντελέσει ώστε να συγκρουστούν κατά μέτωπο στη συγκεκριμένη στιγμή οι λαϊκές δυνάμεις με την σιδερόφρακτη δικτατορία». Το ΚΚΕ εσ. εκτιμούσε ότι η κατάσταση «γύρισε πίσω στις 21 Απριλίου 1967». Η ρεφορμιστική Αριστερά όχι μόνο υποτιμάει πάντα το δυναμισμό του κινήματος και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης, αλλά και τα αποτελέσματα των αγώνων.
Η εκτίμηση της ΟΣΕ, της οργάνωσης από την οποία προήλθε το ΣΕΚ, ήταν στον αντίποδα εκείνων των ηττοπαθών εκτιμήσεων: «Ο λαϊκός αγώνας του Πολυτεχνείου άνοιξε καινούργια ανώτερη φάση για το κίνημα. Παρ’ όλες τις θυσίες, παρ’ όλο το δολοφονικό όργιο της χούντας, το Πολυτεχενείο ήταν τεράστια πολιτική νίκη του λαϊκού μας κινήματος και των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων σ’ αυτό…».6
Η πτώση της χούντας
Η άμεση συνέχεια της εξέγερσης επιφανειακά έμοιαζε να επιβεβαιώνει τις αναλύσεις περί του «πρόωρου» χαρακτήρα της. Ο Ιωαννίδης, ο διοικητής της ΕΣΑ, ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, πάγωσε τις διαδικασίες «φιλελευθεροποίησης» και κλιμάκωσε την καταστολή.
Στην πραγματικότητα, μετά το Πολυτεχνείο τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Η εμπειρία της μαζικής εξέγερσης – ακόμα και της καταστολής της – είχε επιταχύνει όλες τις διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης που την είχαν γεννήσει. Ήταν θέμα χρόνου μόλις το κίνημα θα έπαιρνε μια ανάσα, να ξαναβγεί στο δρόμο και να περάσει στους χώρους δουλειάς. Στους πρώτους μήνες του 1974 πολλαπλασιάζονται τα περιστατικά εργατικών κινητοποιήσεων και απεργιών.
Γεγονότα έξω από την Ελλάδα τροφοδοτούν αυτές τις διεργασίες. Τον Απρίλη του 1974 η «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» ανατρέπει τη δικτατορία στην Πορτογαλία, ένα καθεστώς που μετρούσε σαράντα χρόνια. Τους επόμενους μήνες αυτό που είχε ξεκινήσει σαν μια κίνηση των ανώτερων αξιωματικών να απαλλάξουν το πορτογαλέζικο καπιταλισμό από τα βαρίδια του μετατράπηκε σε μια επανάσταση με απεργίες, καταλήψεις γης και εργοστασίων, μορφές εργατικού ελέγχου και τους φαντάρους να αδελφώνονται με τους εργάτες.
Η χούντα προσπάθησε να βρει διέξοδο από αυτές τις πιέσεις οργανώνοντας το πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο στην Κύπρο. Υπολόγιζε ότι έτσι θα επέβαλε τον έλεγχο του ελληνικού καπιταλισμού στο «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» της ανατολικής Μεσογείου, θα κέρδιζε αποφασιστική υπεροχή ενάντια στην Τουρκία. Ταυτόχρονα θα έπαιρνε την πρωτοβουλία των κινήσεων στο εσωτερικό και θα αποκτούσε ένα, προσωρινό έστω, «λαϊκό» έρεισμα.
Όλα πήγαν στραβά για τη χούντα. Το πραξικόπημα κόλλησε στην αντίσταση των ελληνοκυπρίων εργαζόμενων. Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων της ως «εγγυήτριας δύναμης». Κι όταν ήρθε η ώρα της πολεμικής κινητοποίησης ήρθε η διάλυση.
Το φιάσκο της «επιστράτευσης της σαγιονάρας» όπως έχει μείνει γνωστή δεν ήταν προϊόν κάποιας συνωμοσίας. Ο κόσμος που ντύθηκε στο χακί δεν είχε καμιά διάθεση να σκοτωθεί για το γόητρο των χασάπηδων του Πολυτεχνείου που ήθελαν να βάλουν στον «γύψο» και την Κύπρο. Το πρωί της 20ης Ιούλη σε σύσκεψη που έγινε στο Πεντάγωνο ο ναύαρχος Αραπάκης, αρχηγός ΓΕΝ, απάντησε ως εξής στην πρόταση Ιωαννίδη να κηρυχτεί πόλεμος στην Τουρκία: «Ποιος εγγυάται ότι οι επιστρατευμένοι θα υπακούσουν στις εντολές των αξιωματικών;».7
Κανείς δεν μπορούσε να το εγγυηθεί και μια βόλτα στα έμπεδα της επιστράτευσης έδειχνε τις πραγματικές διαθέσεις. Έτσι στήθηκε όπως-όπως η παράδοση της εξουσίας σε μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Καραμανλή. Όμως, η «μετάβαση» κάθε άλλο παρά ομαλή θα ήταν. Στη φωτιά των αγώνων της μεταπολίτευσης η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να παραχωρήσει πράγματα που ούτε τα φανταζόταν μερικά χρόνια πριν. Το Πολυτεχνείο ήταν το αποφασιστικό γεγονός σε αυτή τη διαδικασία. Σαράντα χρόνια μετά, αυτό το «φάντασμα πλανιέται» πάνω από την άρχουσα τάξη.
1. Συλλογικό, Το Πολυτεχνείο είναι ΕΔΩ, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2011, σελ. 16-17.
2. Τα στοιχεία για το σωματείο και την απεργία από το: Θεόδωρος Θεοδώρου, Στοιχεία για την Εργατική Τάξη στην Ελλάδα Σήμερα, εκδοτική ομάδα Εργασία, 1975.
3. Με 500 και περισσότερους εργάτες-τριες.
4. Ομάδα μελέτης, Οι οικοδόμοι και η οικοδομή στη μεταπολεμική Ελλάδα, εκδοτική ομάδα Εργασία, 1975, σελ. 35-36 και 65.
5. Οι φράσεις και η συλλογιστική που εκφράζανε είναι διατυπωμένες στην Απόφαση της 4ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, Ιούλης 1976 και την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ εσ. μετά την εξέγερση που είχε τίτλο «Μαθήματα από το λαϊκό ξεσηκωμό του Νοέμβρη και τα καθήκοντα του κόμματος σήμερα».
6. «Η λαϊκή εξέγερση του Νοέμβρη ξεκίνημα επαναστατικών αγώνων για το μαζικό κίνημα», Δεκέμβρης 1973, περιλαμβάνεται στην έκδοση: Οι ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα: επιλογή από τα κείμενα της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση 1972-74, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012.
7. Καθημερινή, 23 Ιούλη 1994.