Βασικά ερωτήματα
Οι κυρίαρχες ιδέες μας ενθαρρύνουν να απαντήσουμε “ναι” με πολλούς και διάφορους τρόπους. Με την άγνοια για τα βασικά επιστημονικά δεδομένα της ανθρώπινης εξέλιξης και ιστορίας. Με τις αρνητικές καθημερινές εμπειρίες της ζωής μέσα σε μια κοινωνία σκληρά ανταγωνιστική. Kαι με τα κυρίαρχα πρότυπα της κουλτούρας σε όλες της τις εκφράσεις. Δεν υπάρχει αγωνιστής που να μην έχει αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα – από τις απλές καθημερινές συζητήσεις μέχρι τις αντιπαραθέσεις στις συνελεύσεις, αλλά και από όσους τραγουδούν στον «Μικρό Κεμάλ» ότι ο κόσμος δεν αλλάζει.
Ο Μπιτσάκης πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα. Συγκεντρώνει όλα τα επιστημονικά επιχειρήματα από τη βιολογία, την ιστορία, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία για να αποδείξει ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι έμφυτη, αιώνια και αναλλοίωτη. Αντίθετα, είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη και εξελίχθηκε με το πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο, την ανάπτυξη του εγκεφάλου και της νόησης, τον ρόλο της εργασίας και την κοινωνική οργάνωση.
Στη διαδρομή αυτή ο Ευτύχης αντλεί από τον Λεόντιεφ και τον Βιγκότσκι, από τον Τόμας Μόρους και τον Λεκατσά, από τον Πιαζέ και τον Λεβόντιν, από τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Πρόκειται για πραγματικό πανόραμα όλων των φυσικών και κοινωνικών παραγόντων που ιστορικά επιδρούν στη διαμόρφωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, στη σκέψη, στα συναισθήματα, στα «ένστικτα», στο σύνολο της ανθρώπινης φύσης στην εξέλιξή της.
Μια τέτοια σύνθεση δεν είναι χωρίς τις παγίδες της. Ο Μπιτσάκης προσπαθεί ρητά να αποφύγει «τον αντικειμενισμό του στρουκτουραλισμού και την ανεπάρκεια του ψυχολογισμού», όπως γράφει στη σελίδα 101. Και καταλήγει σε μια μαρξιστική τοποθέτηση ότι:
«Η ανθρώπινη φύση προσδιορίζεται από τις συνθήκες, αποκαλύπτεται σε αυτές τις συνθήκες και ο άνθρωπος τροποποιώντας τις συνθήκες τροποποιεί τον ίδιο τον εαυτό του» (σελ. 104).
Μια τοποθέτηση την οποία συνδέει με την άποψη του Γκράμσι:
«Όλες οι φιλοσοφίες μέχρι σήμερα αντιλαμβάνονται το άτομο περιορισμένο στην ατομικότητά του. Αλλά τον άνθρωπο πρέπει να τον δούμε σε μια σειρά ενεργητικών σχέσεων, μια διαδικασία… Ο καθένας αλλάζει στο βαθμό που μεταβάλλεται το σύνολο των σχέσεων των οποίων είναι το κέντρο δράσης» (σελ. 118).
Πάνω σε αυτή την ανάλυση ο Ευτύχης στηρίζει το συμπέρασμα ότι το πέρασμα στον σοσιαλισμό δεν είναι μεν αναπόφευκτο, αλλά είναι εφικτό. Η πορεία προς μια κομμουνιστική κοινωνία δεν είναι μονόδρομος «πάνω στις ορειχάλκινες ράγες της ιστορίας», εξαρτάται από τον υποκειμενικό παράγοντα. Αλλά δεν υπάρχει κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο που να αδρανοποιεί αυτόν τον παράγοντα από την ίδια την ανθρώπινη φύση. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν είναι απόδειξη «ματαιοπονίας», ενός «φαύλου κύκλου» από τον οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Όπως γράφει στη σελίδα 121:
«μια σωστή διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού προϋποθέτει ένα απόθεμα σοσιαλιστικής συνείδησης, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει αυτό το απόθεμα. Χρειάζεται μια διαλεκτική ιστορική σχέση αλληλεπίδρασης της κοινωνικής πρωτοπορίας και των λαϊκών μαζών στη διάρκεια της οικοδόμησης των στοιχείων της νέας κοινωνίας, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην υπέρβαση της κληρονομημένης πραγματικότητας, υλικής και υποκειμενικής».
Δεν υπάρχει λοιπόν «ανθρωπολογικό εμπόδιο για μια αταξική κοινωνία». Αλλά, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Μπιτσάκης:
«Ωραία τα γράφει κανείς στο χαρτί … (όμως) “οι φιλοσοφικές αφαιρέσεις καθαυτές αποσπασμένες από την ιστορία δεν έχουν καμιά απολύτως αξία” (Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία) …(απαιτείται) “συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης” (Λένιν)» (σελ. 171).
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα και γίνονται ορατές οι αδυναμίες του ίδιου του συγγραφέα. Συνοπτικά και μέσα στα στενά όρια μιας βιβλιοκριτικής μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:
Στην προσπάθεια καταπολέμησης του «οικονομισμού» μοιάζει να έχει εγκαταλείψει τη σοβαρή μελέτη της σημερινής εικόνας του καπιταλισμού και να αποδέχεται κοινοτυπίες όπως ότι «οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι κυρίαρχες σε σχετικά μικρό μέρος του πλανήτη: Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία, Ρωσία» και ότι «αυτό που τείνει να κυριαρχήσει είναι κυρίως η κίνηση του παρασιτικού χρηματιστικού κεφαλαίου» (σελ. 75). Άμα χάνεις από τα μάτια σου τις Κίνες, τις Βραζιλίες, τις Αργεντινές και τις Αιγύπτους του σύγχρονου καπιταλισμού με τα εργοστάσια, τις κρίσεις, τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις τους και βλέπεις μόνο ευρωπαίους και αμερικάνους τραπεζίτες, τότε μπορεί και να παρασύρεσαι σε απόψεις ότι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας παραμένει θεμελιώδης αλλά δεσπόζουσα έχει γίνει η αντίθεση ανθρώπου-φύσης (σελ. 181). Αλίμονο αν μέσα στη σημερινή κρίση του καπιταλισμού δεχτούμε ότι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας δεν είναι δεσπόζουσα.
Συνακόλουθη με αυτή την αδυναμία είναι και η εικόνα για την σύγχρονη εργατική τάξη: «Ο παλιός τεχνίτης έχει εξαφανιστεί. Στη θέση του γεννήθηκε ένα αυτόματο: ένα σώμα εργαλειοποιημένο, εργάτης-μάζα, αποστερημένο από τον διανοητικό του εξοπλισμό και από το νοητικό του όργανο» (σελ. 71). Συγκρίνετε αυτή την τοποθέτηση με την ανάλυση του Γκράμσι: «Το μόνο πράγμα που μηχανοποιείται ολοκληρωτικά είναι οι σωματικές κινήσεις. Η μνήμη της τεχνικής, που έχει αναχθεί σε απλές επαναλαμβανόμενες κινήσεις με έντονο ρυθμό, φωλιάζει στα μυϊκά και νευρικά κέντρα και αφήνει το μυαλό ελεύθερο και αποδεσμευμένο για άλλες σκέψεις… ο «εκπαιδευμένος γορίλας» είναι μόνο μια φράση, ο εργάτης εξακολουθεί να είναι άνθρωπος και ακόμα και την ώρα της δουλειάς του σκέφτεται …και όχι μόνο σκέφτεται αλλά το γεγονός ότι δεν αντλεί καμιά άμεση ικανοποίηση από τη δουλειά του και βλέπει ότι προσπαθούν να τον μετατρέψουν σε εκπαιδευμένο γορίλα μπορεί να τον οδηγήσει σε σκέψεις που πολύ απέχουν από τον κομφορμισμό» (Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, αγγλική έκδοση 1971, σελ. 309-310).
Άμα βλέπεις μια εργατική τάξη τσακισμένη από τον τεϊλορισμό και τον φορντισμό, τότε μπορεί να βγάζεις συμπεράσματα όπως ότι «η ανάπτυξη του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι σχεδόν παντού αντιστρόφως ανάλογη με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 178) και να αναζητείς τις αιτίες όχι στις ευθύνες των ηγεσιών, αλλά «στην αναντιστοιχία του χαρακτήρα, της δομής και της λειτουργίας (του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος) με τη σημερινή πραγματικότητα» (σελ. 184). Δυστυχώς από ένα βιβλίο που στέκεται πολύ στην αλλοτρίωση της εργατικής τάξης λείπει κάθε αναφορά στον Λούκατς και στο έργο του για την ταξική συνείδηση, τις αντιφάσεις της και το ξεπέρασμά τους.
Το προχώρημα του κινήματος, το ξεπέρασμα των αντιφάσεων της εργατικής συνείδησης μέσα στον καπιταλισμό δεν γίνεται «αυτόματα», αλλά απαιτεί πολιτικές μάχες και επιλογές όπου παίζει κρίσιμο ρόλο η επαναστατική στρατηγική και τακτική της πρωτοπορίας. Ο Μπιτσάκης το αναγνωρίζει αυτό και θυμίζει ότι κατά τον Λένιν «η Οκτωβριανή Επανάσταση πέτυχε επειδή υπήρχε κόμμα οργανωμένο με συγκεκριμένη στρατηγική, κόμμα που μπορούσε να κερδίσει τις σύμμαχες δυνάμεις» (σελ. 179).
Αλλά όταν μιλάει για το πώς χάθηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση, έχει δυσκολία να εντοπίσει τις πολιτικές επιλογές όπου παίχθηκε εκείνη η κρίσιμη μάχη. Ο Τρότσκι και οι επαναστατικές επιλογές του ούτε καν αναφέρονται. Αντίθετα, ο Στάλιν παίρνει εύσημα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η νίκη της ΕΣΣΔ σ’ αυτόν τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τη νίκη της Οκτωβριανής καθώς και οι δυο νίκες επιτεύχθηκαν χάρη στον «ενθουσιασμό των λαών της ΕΣΣΔ» και «από αγάπη προς την πατρίδα και τον σοσιαλισμό»! (σελ. 188, 192).
Χάνοντας τις πολιτικές επιλογές, το βιβλίο καταλήγει σε αυτοαναίρεση σε ένα τόσο καίριο ζήτημα ερμηνεύοντας τον εκφυλισμό της ΕΣΣΔ με γενικότητες: επικράτησαν οι εγωιστικές τάσεις των γραφειοκρατών, οι εργάτες έγιναν… «παθητικοί υπάλληλοι» (!) και οι μηχανισμοί αυτονομήθηκαν με αποτέλεσμα να υπάρχει αστικός καταμερισμός εργασίας και το καθεστώς να είναι «κρατικός σοσιαλισμός». Τι ήταν το «σοσιαλιστικό» σε αυτή τη δομή που είχε αστικά χαρακτηριστικά αλλά «δεν ήταν κρατικός καπιταλισμός» (σελ. 193) παραμένει μυστήριο.
Όλα αυτά δεν είναι αδυναμίες που αφορούν μόνο το παρελθόν. Φτάνουν στο σήμερα. Φτάνουν στο χαρακτηρισμό του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ως «καταστροφικού». (σελ. 215). Και φτάνουν στη μεγαλύτερη πολιτική αντίφαση του Ευτύχη Μπιτσάκη στις σημερινές εξελίξεις, τη θέση του για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στη σελίδα 222 θυμίζει ότι ο Λένιν συμβούλευε τους επαναστάτες στην Αγγλία ότι θα έπρεπε να απαιτούν από το Εργατικό Κόμμα να νικήσει τον Λόυντ Τζωρτζ και τον Τσώρτσιλ και στη συνέχεια να είναι έτοιμοι ως επαναστατική αντιπολίτευση να επιτεθούν κατά της κυβέρνησης των Εργατικών. Σωστά αναρωτιέται γιατί η Αριστερά δεν αντιμετώπισε με αυτόν τον τρόπο το ΠΑΣΟΚ μετά την πτώση της Χούντας.
Αλλά στη συνέχεια απαιτεί από το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην κάνουν πολεμική σε μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όχι; Δεν πρέπει να υπάρχει «επαναστατική αντιπολίτευση» όπως συμβούλευε ο Λένιν; Ή μήπως ο Ευτύχης έχει αυταπάτες ότι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μας βάλει σε «συγκεκριμένη πορεία προς το σοσιαλισμό»;
Αν δεν έχει τέτοιες αυταπάτες και απλά συμβουλεύει την επαναστατική αριστερά, καλό είναι να θυμάται ότι για να έχει σωστή ταχτική αυτή η αριστερά πρέπει πρώτα απ’ όλα να υπάρχει. Αυτός είναι απαραίτητος όρος για να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης για μια κοινωνία απαλλαγμένη από τις βαρβαρότητες του καπιταλισμού.
Τιμή 18,70€, 243 σελίδες
Εκδόσεις Tόπος 2013