Βιβλιοκριτική
Άννα Φραγκουδάκη: Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς

Εξώφυλλο του τευχους 100

Θεσμικές αυταπάτες

 

Μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή έχει ανοίξει μια πλατιά συζήτηση σχετικά με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, στην οποία φιλοδοξεί να συμβάλλει με το τελευταίο βιβλίο της η Άννα Φραγκουδάκη. Καταρχήν η συγγραφέας κάνει μια ενδελεχή ανάλυση των ακροδεξιών οργανώσεων στην Ελλάδα που ξεπέρασαν το όριο του 3% και μπήκαν στο κοινοβούλιο (ΛΑΟΣ, ΧΑ). Σωστά επισημαίνει ότι, παρόλο που οι δυο αυτές ακροδεξιές οργανώσεις ακολουθούν μεταξύ τους διαφορετικές τακτικές ως προς τις θέσεις, τους στόχους και την τοποθέτησή τους απέναντι στους κανόνες της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, έχουν κοινή ιδεολογία που τη συνθέτει ο φανατικός εθνικισμός, ο αυταρχισμός, ο αντισημιτισμός και η ξενοφοβία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η Φραγκουδάκη τοποθετεί ξεκάθαρα στο τόξο της ακροδεξιάς και το ΛΑΟΣ, αναφέροντας πληθώρα στοιχείων που εκφράζουν το ακραία εθνικιστικό και ρατσιστικό του πρόσωπο. Γυρίζει πίσω στη δεκαετία του ΄90 σε μια περίοδο όπου οι φασίστες, παρόλο που ήταν θλιβερή μειοψηφία, άρχισαν να απολαμβάνουν ιδιαίτερης προβολής από τα ΜΜΕ, ποντάροντας ιδιαίτερα στα εθνικά ζητήματα. Η μετατροπή τους σε «περιζήτητες τηλεπερσόνες», σε συνδυασμό με το ότι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών κομμάτων τούς αποδέχτηκαν ως ισότιμους συνομιλητές, έδωσε χώρο και υπόσταση στους φασίστες.

Η είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή το 2007 νομιμοποίησε την ακροδεξιά και τράβηξε συνολικά το πολιτικό σκηνικό στα δεξιά, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην τριμερή κυβέρνηση του Λ. Παπαδήμου, όπου για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση φασίστες, όπως ο Βορίδης, γίνονται υπουργοί. Είναι προφανές ότι οι φασίστες του ΛΑΟΣ με τις γραβάτες έστρωσαν το δρόμο στους «λεβέντες με τις μαύρες μπλούζες» της Χρυσής Αυγής. Δίκαια, η συγγραφέας επισημαίνει ότι η ΧΑ είναι μια εγκληματική ναζιστική συμμορία, που εφαρμόζει τη χιτλερική θεωρία της κυριαρχίας στους δρόμους σαν προθάλαμο για την κυριαρχία της στο κράτος και χρησιμοποιεί τη βία ως κεντρική «πολιτική» της πρακτική.

Όμως, προχωρώντας την ανάλυση της η Φραγκουδάκη σχετικά με το ρατσισμό και τον εθνικισμό σαν αίτιες που οδήγησαν στην άνοδο της ακροδεξιάς, εμφανίζει αδυναμίες. Δεν θεωρεί ότι ο ρατσισμός αποτελεί βασική αιτία της ακροδεξιάς ανόδου. Η λανθασμένη της εκτίμηση απορρέει από το γεγονός ότι εστιάζει μόνο στην απουσία κρατικής μεταναστευτικής πολιτικής και εξαφανίζει την επιθετική ρατσιστική πολιτική που αποτελεί κεντρική επιλογή των κυβερνήσεων, ιδιαίτερα από το 2008 και μετά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και πανευρωπαϊκά. Η πολιτική που κλείνει τους μετανάστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης-κολαστήρια, που στήνει φράχτες στον Έβρο, που ενισχύει τη FRONTEX και οργανώνει επιχειρήσεις σκούπα, είναι αυτή που οπλίζει τα χέρια των νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Ο ρατσισμός κατά των μεταναστών και ιδιαίτερα των μουσουλμάνων – και όχι τόσο ο αντισημιτισμός – είναι η αιχμή του δόρατος. Η ισλαμοφοβία, που αποτελεί πλέον τη βάση του κυρίαρχου ρατσιστικού λόγου, ανοίγοντας ξανά ζητήματα διακρίσεων με βάση το χρώμα και επαναφέροντας επιχειρήματα περί ανωτερότητας και κατωτερότητας των πολιτισμών, δεν αναφέρεται από τη Φραγκουδάκη, που μοιάζει να ξεχνά ότι αυτές οι θεωρίες δίνουν τροφή στους φασίστες.

Αντίθετα, τονίζεται περισσότερο ο εθνικισμός. Τον εμφανίζει, όμως, σαν κοινωνικό φαινόμενο και όχι σαν πολιτική στρατηγική της κυρίαρχης τάξης. Η άποψή της ότι ο «παραδοσιακός εθνικισμός» είναι σήμερα ανεπίκαιρος λόγω της παγκοσμιοποίησης και των υπερεθνικών πολιτικών θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αποδειχτεί μύθος. Η εθνικιστική καμπάνια για το όνομα της Μακεδονίας το ’92, για παράδειγμα, ήταν μια πρωτοβουλία που ήρθε από τα πάνω για να εξυπηρετήσει στόχους, τόσο στην εξωτερική, όσο και στην εσωτερική πολιτική της χώρας, που φιλοδοξούσε να πάρει μέρος στη μοιρασιά, όχι μόνο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά όλων των Βαλκανίων. Επιπλέον, χαρακτηριστική είναι η εθνικιστική πολιτική που έχει ακολουθηθεί από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε ζητήματα που άπτονται των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις, που διεκδικούν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, έχει οδηγήσει τις δυο χώρες στα πρόθυρα πολέμου τρεις φορές (1976,1987,1996), αποδεικνύοντας ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί μια ξεπερασμένη τακτική για τους καπιταλιστές, όπως θέλει να θεωρεί η συγγραφέας. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ενίσχυσε τον εθνικισμό και τον έφερε πιο έντονα στο προσκήνιο. Άλλωστε, ο εθνικισμός – οικονομικός και πολιτικός – βρίσκεται διαρκώς στη φαρέτρα της άρχουσας τάξης, αποτελεί δομικό κομμάτι του καπιταλισμού και δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει κεντρικό ρόλο στο εσωτερικό των χωρών, προκειμένου να εξαπατά την εργατική τάξη και να την πείθει ότι οι όποιες θυσίες γίνονται προς όφελος του εθνικού συμφέροντος.

Το βασικότερο όμως πρόβλημα, που εμφανίζει το βιβλίο της Φραγκουδάκη, ο αναγνώστης το συναντά στις αναφορές της σχετικά με το κίνημα και την Αριστερά, αφού σαν αιτία για την άνοδο της ακροδεξιάς θεωρεί την εμφάνιση ενός γενικευμένου καθεστώτος ανομίας με σημείο σταθμό την εξέγερση του Δεκέμβρη ‘08, επεκτείνοντας το στις απεργίες και στα κινήματα που ακολούθησαν, καθώς και στην αδιέξοδη, όπως καταλήγει, αντιμνημονιακή της πολιτική. Έτσι, αν και προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις από τη “θεωρία των δυο άκρων” καταλήγει να ενσωματώνει ακριβώς αυτό το σχήμα. Δεν ήταν οι πλατείες των αγανακτισμένων και οι ομαδικές μούντζες στη Βουλή αυτές που ζέσταναν το αυγό του ναζιστικού φιδιού, ούτε η Αριστερά επειδή είναι αντιμνημονιακή, αντι-ΕΕ και οργανώνει απεργίες. Έχοντας τέτοια εκτίμηση δεν είναι τυχαίο ότι το αντιφασιστικό κίνημα απουσιάζει εντελώς από το βιβλίο. Η παρατήρηση της Φραγκουδάκη ότι η βία της ΧΑ δεν καταδικάζεται από την πλειοψηφία της κοινωνίας ξεχνάει ότι οι φασιστικές επιθέσεις σε γειτονιές και οι προσπάθειες της ΧΑ να παρέμβει μέσα σε εργασιακούς χώρους έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων και έχουν δημιουργήσει ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο με τη συμμετοχή ευρύτερων κομματιών κόσμου, συνδικάτων και οργανωμένων πολιτικών χώρων σε όλη την Ελλάδα, από την Κρήτη μέχρι την Ξάνθη και από τη Μανωλάδα μέχρι τις συνοικίες της Αθήνας, με αποκορύφωμα την πανελλαδική και διεθνούς εμβέλειας κινητοποίηση «19 Γενάρη - Αθήνα Πόλη Αντιφασιστική».

Το πώς εκτιμά και με ποιά εργαλεία την αντικειμενική κατάσταση η Φραγκουδάκη έχει τεράστια επίπτωση στην πολιτική στρατηγική που προτείνει. Η ανάλυσή της χάνει το πραγματικό υποκείμενο που μπορεί να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και την άνοδο της ακροδεξιάς και καταλήγει να βλέπει ως μόνη λύση μια «σοσιαλδημοκρατική ευρωπαϊκή πολιτική» στα πλαίσια της ΕΕ και της ΟΝΕ, ξεχνώντας πως οι θεσμοί του αστικού κράτους βρίσκονται σε πλήρη σύμπνοια με τις ανάγκες του κεφαλαίου και όχι της κοινωνίας. Η καπιταλιστική κρίση και η άνοδος της ακροδεξιάς δεν θα αντιμετωπιστούν με επικλήσεις στους θεσμούς αλλά με ενίσχυση του κινήματος, ανοίγοντας την αντικαπιταλιστική προοπτική και δυναμώνοντας το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο. Μ` αυτή την έννοια το βιβλίο της Άννας Φραγκουδάκη σίγουρα είναι ένα χρήσιμο βιβλίο κυρίως, όμως, λόγω της ανάλυσης σχετικά με το ποια είναι η ακροδεξιά στην Ελλάδα και λιγότερο για τις απαντήσεις που έχει να προσφέρει στο κίνημα.

Μαργαρίτα Παπαμηνά

Τιμή 15,98€, 278 σελίδες

Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2013