Βιβλιοκριτική
Δημήτρης Χριστόπουλος: Στο ρίσκο της κρίσης. Στρατηγικές της αριστεράς των δικαιωμάτων

Εξώφυλλο του τευχους 100

Δικαιώματα ή καπιταλισμός;

 

 

Το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου, που περιέχει σε επεξεργασμένη μορφή κείμενα τα οποία είχε δημοσιεύσει ο συγγραφέας στην περίοδο 2010-2013, αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση για τις απαντήσεις της Αριστεράς απέναντι στην κρίση. Σ’ αυτήν την προσπάθεια βοηθά το γεγονός ότι είναι γραμμένο απλά, αν και όχι απλοϊκά, με σκοπό να διευκολύνει τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τη σκέψη του και όχι να τον εντυπωσιάσει.

Ο συγγραφέας διακηρύσσει εξαρχής την κατεύθυνση των αναζητήσεών του: ορίζει ως «Αριστερά των δικαιωμάτων» τον πολιτικό χώρο που επιλέγει το στρατόπεδο των αδύνατων στην ταξική πάλη αλλά ταυτόχρονα σέβεται τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων και θεωρεί το αστικό κράτος ως «πολιτική συμπύκνωση των ταξικών σχέσεων εξουσίας αλλά και ως μηχανισμό εγγυήσεων των δικαιωμάτων μας» (σελ. 20). Έτσι, ο Δ. Χριστόπουλος, ενώ αναγνωρίζει το ρόλο του κράτους ως μηχανισμού ταξικής κυριαρχίας, ταυτόχρονα του αποδίδει και έναν υπερταξικό χαρακτήρα. Η «κουλτούρα συνταγματικών εγγυήσεων» της μεταπολίτευσης όμως είναι το αποτέλεσμα αγώνων που το κίνημα επέβαλε στο κράτος. Με τα λόγια του Λένιν, «Τι είναι το Σύνταγμα; Ένα χαρτί πάνω στο οποίο έχουν γραφτεί τα δικαιώματα του λαού. Πού βρίσκεται η εγγύηση για την πραγματική αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων; Στη δύναμη εκείνων των τάξεων του λαού που απέκτησαν επίγνωση αυτών των δικαιωμάτων και μπόρεσαν να τα κερδίσουν». Οι αφετηρίες του συγγραφέα αποτελούν τη βασική αντίφαση που διαπερνά όλο το βιβλίο.

Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Ο συγγραφέας ξεκινά με μια διεισδυτική κριτική στο νεοφιλελεύθερο λόγο περί μεταρρυθμίσεων, η σκόπιμη ασάφεια του οποίου αποσκοπεί στο να κρύψει τη βαρβαρότητα των αλλαγών που διαλύουν το κοινωνικό κράτος πίσω από το μανδύα του «εκσυγχρονισμού». Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση που δεν μειώνει μόνο τις κοινωνικές παροχές του κράτους αλλά και ενισχύει τον ιδεολογικό και κατασταλτικό ρόλο του, θέτει το πρόταγμα «να τους ταράξουμε στη μεταρρύθμιση» στη θέση του «επικίνδυνα αθώου» συνθήματος του Μάη «Μεταρρυθμίσεις=χλωροφόρμιο». Ωστόσο, η επαναστατική πολιτική δεν μεταθέτει τα πάντα «επέκεινα της ανατροπής» αλλά, όπως έγραφε η Ρ. Λούξεμπουργκ την οποία επικαλείται ο Δ. Χριστόπουλος, στηρίζει τους αγώνες για μεταρρυθμίσεις αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ανάγκη ανατροπής του συστήματος.

Οι καλύτερες σελίδες του βιβλίου βρίσκονται στα κεφάλαια που αναφέρονται στο ρατσισμό και το φασισμό, πράγμα καθόλου τυχαίο αφού πρόκειται για ζητήματα τα οποία ο συγγραφέας έχει αναδείξει τόσο επιστημονικά, όσο και με τη δράση του μέσα από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Έτσι, υπενθυμίζει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοζαν στους μετανάστες «ένα ιδιότυπο νεοφιλελεύθερο διαλυτικό «Μνημόνιο» αρκετά πριν την έλευση του Μνημονίου το 2010» (σελ. 84). Τα πράγματα χειροτέρευσαν βέβαια στην εποχή της κρίσης όταν υιοθέτησαν την απάνθρωπη στρατηγική «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα», κάνοντας τη ζωή των μεταναστών αφόρητη με το κυνικό επιχείρημα ότι έτσι θα πάψει η χώρα να αποτελεί μεταναστευτικό προορισμό. Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής προτείνει σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διευκόλυνση της κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών, μέσα από την απόδοση ιθαγένειας, το άνοιγμα διαδικασίας νομιμοποίησης και την καταγραφή των χωρίς χαρτιά μεταναστών.

Διεισδυτικές είναι οι αναλύσεις του και για το ζήτημα της ιθαγένειας. Ο Χριστόπουλος υπενθυμίζει αυτό που έχει αναλύσει εκτεταμένα σε προηγούμενο βιβλίο του (Ποιός είναι έλληνας πολίτης;, Βιβλιόραμα, 2012), ότι δηλαδή όπως πριν από πενήντα χρόνια το ζήτημα «ελληνική ιθαγένεια» αφορούσε τους κομμουνιστές και πριν από τριάντα χρόνια τη μειονότητα της Θράκης, έτσι σήμερα η Δεξιά το χρησιμοποιεί σαν αιχμή του δόρατος του ρατσισμού, αλλά και ως πεδίο μάχης για την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία απέναντι στην Αριστερά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκτιμήσεις του Χριστόπουλου για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ο συγγραφέας αποδίδει σημαντικές ευθύνες σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς, τόσο επειδή δέχτηκαν να συγκυβερνήσουν με το ΛΑΟΣ, όσο και διότι χρησιμοποίησαν συστηματικά το ρατσισμό, που είναι η άλλη όψη της ταξικότητας των μνημονιακών πολιτικών στις οποίες «δεν χωράνε» όχι μόνο οι μετανάστες αλλά ούτε οι ντόπιοι. Στο επίπεδο της αντιφασιστικής στρατηγικής, ο Χριστόπουλος προτείνει τη συγκρότηση ενός πλατιού αντιφασιστικού μετώπου που να υπερβαίνει την τομή του Μνημονίου και να περιλαμβάνει και συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις. Ο συγγραφέας δεν αγνοεί την «ηθική ανυποληψία του αστικού πολιτικού κόσμου» και δεν παραλείπει να απαντήσει στη «θεωρία των δύο άκρων» που ταυτίζει την Αριστερά με την ακροδεξιά. Υποτιμά όμως το γεγονός ότι το αντιφασιστικό μέτωπο αν δεν θέλει να μείνει ευάλωτο στην «αντισυστημική» ρητορεία των νεοναζί οφείλει να είναι ριζοσπαστικό, παίρνοντας ταυτόχρονα ευρείες πρωτοβουλίες που να προκαλούν ρήγματα στο μνημονιακό στρατόπεδο. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η πετυχημένη καμπάνια της ΚΕΕΡΦΑ «Αθήνα πόλη αντιφασιστική».

Ο συγγραφέας αφιερώνει επίσης μερικές σελίδες εμπεριστατωμένης κριτικής στον διαχρονικό εθνικισμό των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στις μειονότητες. Θεωρεί όμως την άποψη που συνδέει τον κρατικό εθνικισμό με τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης στα Βαλκάνια ως «οικονομίστικη», εκτιμώντας ότι «αιτία της ελληνικής μεταψυχροπολεμικής πολιτικής στο Μακεδονικό είναι η αγοραία επένδυση στον εθνικιστικό λόγο» (σελ. 190). Ίσως εδώ θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Δ. Χριστόπουλο την "επικίνδυνη αθωότητα" που καταλογίζει στους επαναστάτες του Μάη. Οι έλληνες καπιταλιστές πραγματοποίησαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια τεράστια διείσδυση στη γειτονική χώρα, όπως και γενικά στα Βαλκάνια, που για να είναι αποτελεσματική έπρεπε να έχει τη στήριξη της «ισχυρής Ελλάδας», μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Οι κυβερνήσεις ανέπτυξαν την πολιτική του εμπάργκο και των βέτο και χρησιμοποίησαν τον εθνικισμό όχι μόνο για λόγους μικροπολιτικής αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν τους καλύτερους δυνατούς όρους της διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή και για να αναβαθμίσουν τη γεωστρατηγική του θέση.

Συνολικά, το βιβλίο παρέχει πλούσια ερεθίσματα στη συζήτηση για τον προσανατολισμό της Αριστεράς, ιδιαίτερα στο βαθμό που οι απαντήσεις του έχουν ως γνώμονα μια «στρατηγική της υλοποίησης», δηλαδή «ένα σχέδιο μετουσίωσης των ιδεών που ενώνουν και σφυρηλατούν συλλογικότητες σε δράσεις με πολιτικό περιεχόμενο και κοινωνικό εκτόπισμα» (σελ. 202). Για να λυθεί όμως «η αντίφαση ανάμεσα σε δικαιώματα και καπιταλισμό» την οποία υπογραμμίζει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, θα πρέπει αυτές οι ιδέες και οι δράσεις να μπολιαστούν με την προοπτική της ανατροπής του συστήματος και όχι με τη λογική των αλλαγών στο πλαίσιο των θεσμών του.

Τιμή 14,91€, 213 σελίδες

Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2013