Εξώφυλλο του τευχους 100
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης ανοίγει τη συζήτηση για την επαναστατική Αριστερά που χρειαζόμαστε σήμερα,αξιοποιώντας τις πλούσιες εμπειρίες των τελευταίων είκοσι χρόνων.
Τα 100 τεύχη έκδοσης του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω αντιστοιχούν σε μια εικοσαετή προσπάθεια οικοδόμησης της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα.
Στην προσπάθεια αυτή, οι συντάκτες του περιοδικού (οι συντρόφισσες και σύντροφοι της ΟΣΕ, της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση, από την οποία προήλθε το ΣΕΚ) δεν μπήκαν χωρίς ιδεολογικές αποσκευές. Ήδη από το πρώτο τεύχος του ΣΑΚ, τον Ιούνη του 1992, λεγόταν ξεκάθαρα ότι: “Σ' αντίθεση με την υπόλοιπη Αριστερά που έχει κάνει τον αγνωστικισμό σημαία της, η ΟΣΕ υποστηρίζει ότι οι καθαρές πολιτικές απόψεις είναι όπλο για την εργατική τάξη και τους αγώνες της”. Σήμερα, ωστόσο, εκτός από αυτές τις κρίσιμες ιδεολογικές αποσκευές, ο στόχος της έκδοσης αυτού του περιοδικού – το χτίσιμο ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος – μπορεί να ενισχυθεί από τις εμπειρίες και τα πραγματικά προχωρήματα εκατομμυρίων ανθρώπων τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν.
Ας συνοψίσουμε τα τρία διαδοχικά κύματα αυτών των εμπειριών: 1) τους εργατικούς αγώνες στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1990 (από την ΕΑΣ στην Ελλάδα μέχρι – πιο κομβικά – τη γενική απεργία του 1995 στη Γαλλία) που σήμαναν την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία των “εκσυγχρονισμένων” σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τη σύγκρουσή τους με τη βάση τους και τη διάψευση των ελπίδων εκατομμυρίων εργατριών και εργατών. Ως αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας, 2) την αντικαπιταλιστική ριζοσπαστικοποίηση των αρχών της δεκαετίας του 2000 με το κίνημα του Σηάτλ και της Γένοβας, και τη συγχώνευση του αντικαπιταλισμού με το μαζικότερο αντιπολεμικό κίνημα στην ιστορία, αρχικά κατά του πολέμου στο Αφγανιστάν το 2001 και ιδίως κατά του πολέμου στο Ιράκ το 2003. Και τέλος, 3) τους αγώνες που ξεδιπλώνονται από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης το 2008 μέχρι σήμερα: γενικές απεργίες στην Ευρώπη με επίκεντρο τον ευρωπαϊκό Νότο και βέβαια την Ελλάδα, κινήματα πλατειών (Πουέρτα ντελ Σολ, Σύνταγμα) και κινήματα Occupy στις ΗΠΑ και αλλού, φοιτητικά κινήματα και νεολαιίστικες εξεγέρσεις σε πολλές χώρες (Κεμπέκ, Χιλή, Βρετανία, Αυστρία, κλπ), εξεγέρσεις και μαζικά ξεσπάσματα σε Τουρκία, Βραζιλία, Βουλγαρία, κοκ. Και βέβαια, όλα αυτά ταυτόχρονα με το επαναστατικό κύμα που κωδικά αποκαλούμε Αραβική Άνοιξη, με συγκλονιστικότερο παράδειγμα την Αιγυπτιακή Επανάσταση, τη σημαντικότερη επαναστατική διαδικασία της εποχής μας.
Στόχος αυτού του άρθρου είναι να ξανανοίξει τη συζήτηση όσον αφορά κάποιες από τις βασικές επιλογές για το χτίσιμο της Αριστεράς πάνω στις οποίες έχουμε πολλές φορές επιχειρηματολογήσει από τις στήλες αυτού του περιοδικού, υπό το φως αυτών των κινηματικών εμπειριών. Ας ξεκινήσουμε με δύο βασικές παραδοχές.
Τα μαζικά κινήματα...
Η πρώτη παραδοχή είναι ότι, για όποιον επιθυμεί μια αντικαπιταλιστική εναλλακτική λύση στο σήμερα, το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι τα μαζικά κινήματα που μόλις περιγράψαμε. Παρότι η σοσιαλδημοκρατία έχει ξεθωριάσει και ο σταλινισμός μετά το 1989 έχει χρεωκοπήσει, οι ιδέες του "σοσιαλισμού από τα πάνω" εξακολουθούν να έχουν επιρροή. Η ιδέα, για παράδειγμα, ότι η μόνη ρεαλιστική αντίσταση στον αμερικάνικο καπιταλισμό σήμερα μπορεί να προέλθει όχι από ένα “θολό” και “συγχυσμένο” μαζικό κίνημα, αλλά από ένα κράτος (ή μια συμμαχία κρατών) που θα αντιστρατεύεται τις ιμπεριαλιστικές του βλέψεις εξακολουθεί να είναι δημοφιλής. Ένα κράτος εξάλλου, λέει αυτή η άποψη, ειδικά αν έχει αριστερό ή αντι-ιμπεριαλιστικό παρελθόν, είναι πιο πιθανό να αντισταθεί αποτελεσματικά στην καπιταλιστική τάξη από ένα “θολό” και “συγχυσμένο” μαζικό κίνημα.
Κι όμως, είναι μόνον μέσα από τα θολά, συγχυσμένα και αντιφατικά κινήματα του σήμερα που μπορούν να αναγεννηθούν τα επαναστατικά οράματα και οι σοσιαλιστικές ιδέες στον 21ο αιώνα. Τα κινήματα αυτά είναι απαραίτητα όχι μόνο γιατί οι άρχουσες τάξεις δεν θα εγκαταλείψουν την εξουσία τους οικειοθελώς αλλά γιατί μόνο μέσα από τις διαδικασίες που αυτα εκκινούν μπορεί η εργαζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας να αλλάξει τον εαυτό της, να αποτινάξει "τη σκουριά των αιώνων" (όπως την αποκαλούσε ο Μαρξ) και να μεταμορφωθεί από τάξη κυριαρχούμενη σε τάξη κυρίαρχη.
Μπορεί στην ηγεσία των κινημάτων αυτών αρχικά να φιγουράρουν γραφειοκρατικές ηγεσίες. Μπορεί η ταξική τους σύνθεση να ποικίλλει, από τις μεσαίες τάξεις που διαδηλώνουν ενάντια στην ιδιαίτερη πολιτική μορφή του καθεστώτος μέχρι τους εργάτες και τις εργάτριες που βρίσκουν την ευκαιρία να εκδηλώσουν την οργή τους ενάντια στα αφεντικά. Μπορεί τα αιτήματα τους να είναι στην αρχή δημοκρατικά και μεταρρυθμιστικά. Τίποτα από αυτά όμως δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στην κατανόηση της βαθιάς απελευθερωτικής δυναμικής τους.
Κι αυτό γιατί κάθε μαζικό κίνημα σαν κι αυτά που απαριθμήσαμε παραπάνω σηματοδοτεί την εισβολή των μαζών στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο, των ίδιων μαζών που μόλις πριν λίγο βυθίζονταν φαινομενικά στους καθημερινούς ρυθμούς της παθητικότητας και της υποταγής. Γράφει, περιγράφοντας αυτές τις μοναδικές στιγμές ο Κόλιν Μπαρκερ: "Τεράστιες μάζες ανθρώπων εκρήγνυνται στην ενεργό πολιτική ζωή με τρόπο που λίγες μέρες ή ώρες πριν, θα έμοιαζε απίθανος... Οι παλιές συνήθειες της υποταγής και της αδιαφορίας καταρρέουν. Η "κοινή γνώμη" της ταξικής κοινωνίας παραπαίει. Οι καθημερινές κοινωνικές σχέσεις μετασχηματίζονται. Οι ιστορικές ιεραρχίες... απειλούνται. Η λαϊκή αυτοπεποίθηση και η φαντασία προχωράει με άλματα... Κάθε "γιορτή των καταπιεσμένων" εμπεριέχει μια ξαφνική απελευθέρωση μιας συλλογικής ευχαρίστησης. Οι προοπτικές αλλάζουν, οι ορίζοντες του εφικτού επεκτείνονται".1
...και η διαπάλη στο εσωτερικό τους
Είναι τόσο ελκυστικές οι στιγμές αυτές των μαζικών κινημάτων που δίνουν πάντοτε αφορμή για να ξεπηδήσουν ιδέες που θέλουν το κίνημα να παγώσει για πάντα σ' αυτές. Ένας από τους πιο ριζοσπάστες σύγχρονους διανοητές, ο Αλαίν Μπαντιού, επενδύει τις ελπίδες της κοινωνικής αλλαγής στη στιγμή αυτή της εξέγερσης που την αποκαλεί "Συμβάν", καλώντας ταυτόχρονα το κίνημα να αντισταθεί στον πειρασμό της πολιτικοποίησης και της εξουσίας (με τα δικά του λόγια, στη "μορφή-κόμμα").2
Δυστυχώς για τους εκφραστές αυτών των απόψεων, τα μαζικά κινήματα – και ακόμα περισσότερο οι επαναστάσεις – δεν είναι στιγμές, αλλά διαδικασίες. Και όσο κι αν οι ζωντανές γενιές κάνουν φουριόζικα την εμφάνισή τους, οι νεκρές γενιές εξακολουθούν να τις βαραίνουν. Ας δούμε τη ζωντανή εμπειρία του κινήματος.
Οι νέοι επαναστάτες της Ταχρίρ που ξεκίνησαν μόνοι τους τις διαδηλώσεις κατά του Μουμπάρακ στις 25 Γενάρη του 2011 είδαν αίφνης όλα τα παλιά κόμματα και τους θεσμούς του αιγυπτιακού κράτους, από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα μέχρι το Στρατό, να διεκδικούν την ηγεσία του αντιδικτατορικού κινήματος. Οι νέοι ακτιβιστές που υπερασπίστηκαν το πάρκο Γκεζί απέναντι στις μπουλντόζες του Ερντογάν είδαν σύντομα τους Κεμαλικούς και τους Γκρίζους Λύκους να καταφθάνουν στις μαζικές διαδηλώσεις και να τις χρωματίζουν με τα συνθήματα και τις σημαίες τους. Οι ακτιβιστές για τα δωρεάν εισιτήρια στη Βραζιλία πυροδότησαν ένα κίνημα εκατομμυρίων, δίνοντας όμως ταυτόχρονα το άνοιγμα στα κόμματα της Δεξιάς να παρέμβουν με τα δικά τους αιτήματα, για τους δικούς τους ιδιοτελείς εκλογικούς σκοπούς απέναντι στο κυβερνητικό Κόμμα των Εργατών. Το σημαντικότερο απ' όλα: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μετά από το αρχικό ξάφνιασμα, το κράτος και η κυρίαρχη τάξη δεν εξαφανίστηκαν, τουναντίον ανασυντάχτηκαν, επιχειρώντας να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος.
Οι εμπειρίες αυτές δεν ακυρώνουν σε τίποτα την πρώτη παραδοχή: την ανάγκη για ολόψυχη συμμετοχή στα μαζικά κινήματα. Κάνουν ωστόσο αναγκαία και μια δεύτερη. Οι πρωτοπόρες μειοψηφίες που έπαιξαν τον ρόλο του καταλύτη για το ξέσπασμα του κινήματος πρέπει να κάνουν αυτό ακριβώς που τις αποτρέπουν οι εραστές του αυθόρμητου: να πολιτικοποιήσουν δηλαδή την οπτική τους, να βαθύνουν την κατανόηση του κόσμου γύρω τους και να πλατύνουν τους στόχους τους μέχρι την οριστική υλοποίησή τους.
Αν πρέπει να μεταφράσουμε τα καθήκοντα αυτά όσον αφορά τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, εκείνες δηλαδή τις κρίσιμες συγκεντρώσεις οργανωμένων επαναστατών που μας έχει κληροδοτήσει το παρελθόν, τότε αυτό σημαίνει: πυροδότηση μαζικών κινημάτων και σύνδεση με αυτά, αλλά ταυτόχρονα οργανωμένη μάχη για το πολιτικό τους ξεκαθάρισμα, τον ταξικό τους προσανατολισμό, τη δημιουργία νέων θεσμών εργατικής αυτενέργειας που θα ηγεμονεύσουν οργανικά και θα αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα του κινήματος, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, που τελικά δεν είναι άλλο από την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την κατάληψη της εξουσίας.
Στην θεωρία ακούγεται ίσως απλό. Τι πρέπει όμως να κάνουν στην πράξη οι μειοψηφίες που αντιλαμβάνονται αυτά τα καθήκοντα;
Τι να κάνουμε; Συγκρότηση...
Ας τοποθετηθούμε αρνητικά. Αυτό που πρέπει να κάνουν καταρχήν οι μειοψηφίες αυτές είναι να συγκροτηθούν και όχι να διαλυθούν. Στην ιστορία της επαναστατικής Αριστεράς ο πειρασμός της διάλυσης έχει πλούσιο παρελθόν, έχει πάρει μάλιστα το στριφνό όνομα “λικβινταρισμός” (αν το μεταφράσουμε ακριβώς σημαίνει “ρευστοποίηση”). Οι στιγμές του ξεσπάσματος των μαζικών κινημάτων είναι συνήθως αυτές στις οποίες η πίεση για διάλυση κάθε ανεξάρτητης οργάνωσης – εκτός αυτής του κινήματος – είναι η μεγαλύτερη.
Η πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίστροφη: αν το κίνημα είναι πετυχημένο, τότε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις – τόσο ανοργάνωτες όσο και οργανωμένες – θα μπουν σ' αυτό και θα παρέμβουν για να το καθορίσουν, είτε μέσω της απειρίας τους είτε μέσω της πολιτικής τους. Η διάλυση της ανεξάρτητης οργάνωσης των πιο προωθημένων πολιτικά μειοψηφιών θα σημάνει την αδυναμία τους να καθορίσουν το μέλλον του κινήματος. Γράφει ο Κρις Χάρμαν στο κείμενό του “Κόμμα και Τάξη”: “...το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης δεν είναι ποτέ ομοιόμορφο. Όσο ραγδαία και αν διδάσκεται η μάζα των εργατών στη διάρκεια μιας επαναστατικής κατάστασης, μερικά κομμάτια της θα εξακολουθούν να είναι πιο προχωρημένα από κάποια άλλα. Το να αρκείσαι απλώς στον αυθόρμητο μετασχηματισμό ισοδυναμεί με το να δέχεσαι άκριτα οποιαδήποτε παροδική κατάσταση δημιουργεί το αυθόρμητο”.3
Οι Αιγύπτιοι επαναστάτες έχουν βρεθεί αρκετές φορές μπροστά σε “παροδικές καταστάσεις που δημιουργεί το αυθόρμητο”: η πιο πρόσφατη είναι η μαζική υποστήριξη στο Στρατό ενάντια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις της 30 Ιούνη κατά του Μούρσι, με ορατό κίνδυνο να μετατραπεί το κίνημα σε υποχείριο της αντεπανάστασης. Στις πλατείες το 2011, είχαμε να αντιμετωπίσουμε ανάλογα, αν και πιο ταπεινά, καθήκοντα: το κίνημα του Συντάγματος εξελισσόταν ταυτόχρονα με τα πογκρόμ της Χρυσής Αυγής και το ρατσιστικό όργιο της ΕΛΑΣ (διεργασίες που τα αποτελέσματά τους έγιναν ορατά έναν χρόνο αργότερα, στα εκλογικά αποτελέσματα). Δεν ήταν μόνο ο αρχικά “ακομμάτιστος” χαρακτήρας του Συντάγματος που δημιουργούσε πρόβλημα στο άνοιγμα τέτοιων ζητημάτων: η “κοινή γνώμη” ακόμα και των συμμετεχόντων στη λεγόμενη Κάτω Πλατεία του Συντάγματος ήταν ότι η προβολή αντιφασιστικών και αντιρατσιστικών επιχειρημάτων (όπως το έκανε η ΚΕΕΡΦΑ και το ΣΕΚ) ήταν “άκαιρη” και “υπερβολική”.
Η ανάγκη για ανεξάρτητη οργάνωση σε τέτοιες στιγμές δεν προκύπτει από κάποια εμμονή στην επαναστατική καθαρότητα. Τουναντίον, επειδή ακριβώς δεν αρκεί η σεκταριστική επανάληψη επαναστατικών τσιτάτων αλλά χρειάζεται “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης” για να αποφασιστούν οι πρωτοβουλίες που απαιτούν οι περιστάσεις, η συγκρότηση ενός οργανωμένου χώρου που θα αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα είναι αναντικατάστατη. Πολλοί μέσα στο κίνημα μπορεί να μην βρίσκουν ελκυστικό τον όρο “κόμμα”, αλλά για τους μαρξιστές ο σκοπός του κόμματος είναι να δώσει στους πιο προχωρημένους αγωνιστές αυτόν ακριβώς τον οργανωμένο χώρο.
...και εξώστρεφη παρέμβαση
Αν το ένα ξεκαθάρισμα έχει να κάνει με τον πειρασμό της διάλυσης, το άλλο αφορά τον χαρακτήρα της οργανωμένης δράσης. Κέντρο της δράσης μιας μειοψηφίας που επιχειρεί να καθορίσει την τύχη ενός κινήματος πρέπει να είναι η εξώστρεφη παρέμβασή της στο κίνημα. Εκεί θα κριθεί η επιτυχία των ιδεών της, εκεί θα φανεί η χρησιμότητα της ύπαρξής της. Και πάλι, αυτή η παραδοχή δεν είναι αυτονόητη.
Εξαιτίας των αποτυχιών της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού, μεγάλο κομμάτι νέων ακτιβιστών θεωρεί σημαντικότερη την οικοδόμηση “απελευθερωμένων” χώρων που θα φέρνουν την κοινωνία που οραματιζόμαστε στο σήμερα, χωρίς να περιμένουμε την επανάσταση (που μπορεί να μην έρθει και ποτέ). Στην Αριστερά, η άποψη αυτή έχει εσωτερικευτεί ως εξής: το κόμμα που χτίζουμε πρέπει να είναι το “έμβρυο”, ο “προάγγελος” και η “εικόνα” της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας.4
Πρόκειται για σοβαρή παρανόηση τού ποιός τελικά είναι το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής: η εικόνα της μελλοντικής κοινωνίας στο σήμερα βρίσκεται στους αγώνες της εργατικής τάξης και των κινημάτων ενάντια στην εκμετάλλευση και κάθε είδους καταπίεση. “Έμβρυο” αυτής της μελλοντικής κοινωνίας είναι εκείνοι οι θεσμοί που σε στιγμές μαζικών εκρήξεων δημιουργούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι (τα εργατικά συμβούλια, οι επιτροπές βάσης, κλπ, όποια ονομασία κι αν παίρνουν σε κάθε εποχή) για να οργανώσουν την πάλη τους και τελικά να πάρουν την εξουσία. Το κόμμα είναι το εργαλείο των πιο πρωτοπόρων αγωνιστών προκειμένου να καθορίσουν ότι αυτή η διαδικασία θα τελεσφορήσει.
Από αυτή την άποψη, το κόμμα είναι γέννημα του παλιού κόσμου: αποτελείται από ανθρώπους που εξακολουθούν να είναι χαραγμένοι από τις ιδέες και τις πρακτικές της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Ένα επανασταστικό κόμμα πρέπει να παλεύει αδιάλειπτα ενάντια σε αυτές τις ιδέες και τις πρακτικές. Αλλά η επιτυχία του τελικά κρίνεται από τις πολιτικές μάχες που δίνει στο κίνημα και την ταξική πάλη, όχι από τον εσωτερικό του μικρόκοσμο. Ο κίνδυνος που διατρέχει, αν επιχειρήσει να υποδυθεί τον “προάγγελο της σοσιαλιστικής κοινωνίας” δεν είναι μονάχα η τραγική διάψευση που θα βιώσουν τα μέλη του. Είναι περισσότερο αυτός της σεκταριστικής απόμόνωσης: ας φανταστούμε τους επαναστάτες της Τακσίμ να εκδηλώνουν την αθεϊα τους (εικόνα όντως από τη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία), αντί να προσπαθούν να συνδεθούν με τα εκατομμύρια των γυναικών με μαντήλα που μπαίνουν στο κίνημα ή εξακολουθούν ακόμα να στηρίζουν τον Ερντογάν.
Η συγκρότηση σε ανεξάρτητη οργάνωση έχει νόημα μόνο αν συνοδεύεται από τη διαρκή προσπάθεια παρέμβασης προς τα έξω, ώστε να εγκολπώνεται τις καινούργιες πρωτοπορίες που το κίνημα – και για τους μαρξιστές πρωταρχικά η εργατική τάξη – διαρκώς δημιουργεί. Οι επιλογές αυτές είναι κρίσιμες. Αλλά η υλοποίησή τους χρειάζεται οργάνωση. Και τα οργανωτικά ζητήματα αποτέλεσαν πάντοτε πηγή τεράστιων αντιπαράθεσεων ανάμεσα στους ίδιους τους επαναστάτες. Ας δούμε κάποια από αυτά.
Οργάνωση και ηγεσία
Σύμφωνα με τα όσα είπαμε, μια επαναστατική οργάνωση συσπειρώνει στους κόλπους της πρωτοπόρους αγωνιστές και αγωνίστριες που επιδιώκουν να κερδίσουν το κίνημα στην επαναστατική προοπτική. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι διαθέτει μια ομοιογένεια που είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των σοσιαλδημοκρατικών κόμματων, τα οποία έχοντας μια κοινοβουλευτική και εκλογική στρατηγική δέχονται ως μέλη τους όλα τα κομμάτια της τάξης χωρίς καμία διαφοροποίηση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν λύνει από μόνο του τα οργανωτικά ζητήματα.
Επειδή ακριβώς η οικοδόμηση επαναστατικών οργανώσεων είναι μια πολύχρονη και κοπιαστική διαδικασία, τα μέλη τους έχουν πολλαπλές αφετηρίες: καταρχάς ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές γενιές, πράγμα που συνήθως απεικονίζεται στο γεγονός ότι έχουν διαφορετικές εμπειρίες από διαφορετικά κινήματα. Αν μιλάμε για την Ελλάδα, οι μεγαλύτεροι πολιτικοποιήθηκαν στην Κατοχή και την Αντίσταση, άλλοι στη δεκαετία του '60 και το Πολυτεχνείο, άλλοι στη δεκαετία του '80 και αργότερα, άλλοι είναι “της Γένοβας” ή “του αντιπολεμικού” του Ιράκ και ούτω καθεξής.
Οι διαφορές είναι επιπλέον κοινωνικές: υπάρχουν πρώτα και κύρια εργαζόμενοι – ιδιωτικοί και δημόσιοι. Υπάρχουν όμως και φοιτητές, μαθητές, άνεργοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, κλπ. Οι διαφορές αυτές συνήθως έχουν επίπτωση στον χρόνο που αφιερώνουν τα μέλη στις δράσεις της οργάνωσης, ειδικά αν συνοδεύονται από κοινωνικές υποχρεώσεις όπως είναι η οικογένεια και τα παιδιά. Η επαναστατική στράτευση απαιτεί το μάξιμουμ της αφοσίωσης όσων εθελοντικά την αποδέχονται, αλλά είναι κοινή εμπειρία όσων είναι μέλη ενός επαναστατικού κόμματος ότι ακόμα και μέσα σε αυτό υπάρχουν πολλές και διαφορετικές ταχύτητες, διαθεσιμότητες και εμπειρίες.
Η αντικειμενική αυτή κατάσταση καθιστά αναγκαία την ύπαρξη ηγεσίας. Οι μαρξιστές προτιμάμε να αναγνωρίζουμε αυτή την αναγκαιότητα και να την οργανώνουμε, σε αντίθεση με τους αναρχικούς που την απορρίπτουν. Όσοι έχουν κάνει ακόμα και το συντομότερο πέρασμα από τον αναρχικό χώρο μπορούν να πιστοποιήσουν ότι κι εκεί υπάρχουν ηγεσίες, χωρίς όμως ποτέ να ομολογούνται. Και είναι κοινή εμπειρία ότι η ύπαρξη μιας ηγεσίας που είναι θεσμισμένη είναι λιγότερη επικίνδυνη από μια ηγεσία που δεν είναι, και γι' αυτό είναι έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο.
Η επαναστατική οργάνωση πρέπει έτσι, ανα τακτά χρονικά διαστήματα, να επιλέγει για ηγεσία της συντρόφισσες και συντρόφους που έχουν τα προσόντα, κυρίως την προσήλωση, τη θέληση και το ταλέντο, να οργανώσουν την οικοδόμησή της. Η ηγεσία αυτή θα πρέπει να συνθέτει δημιουργικά την εμπειρία και τις γνώσεις των μεγαλύτερων μελών της οργάνωσης, μαζί με τη ζωντάνια και την ευκινησία των νεότερων. Ένα από τα σημαντικότερα προσόντα μιας επαναστατικής ηγεσίας είναι η ικανότητά της να εντοπίζει σε κάθε συγκυρία τον αποφασιστικό κρίκο από τον οποίο εξαρτάται το προχώρημα του κινήματος και η επέκταση της επιρροής της οργάνωσης. Στις στροφές και τα γυρίσματα, ανάλογα με τα πάνω και τα κάτω του κινήματος, είναι που αναδεικνύονται τα στελέχη του κόμματος και τα μέλη του γίνονται ηγέτες.
Ο Γκράμσι λέει ότι το κόμμα θα πρέπει να είναι “αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής διαδικασίας κατά την οποία συγκλίνουν το αυθόρμητο κίνημα των επαναστατικών μαζών και η οργανωτική θέληση του κέντρου”.5 Η φόρμουλα αυτή ισχύει όχι μονάχα στη σχέση του κόμματος με την τάξη, αλλά και στη σχέση της ηγεσίας του κόμματος με τα ίδια του τα μέλη. Στο σημείο αυτό είναι που θα πρέπει να μιλήσουμε για τον Λένιν.
Η πρόκληση του λενινισμού
Έστω κι αν η σταλινική αντεπανάσταση μετέτρεψε τον Λένιν σε μούμια και τον “λενινισμό” σε κρατική θρησκεία, ο Λένιν έκανε – με την πρακτική και τις ιδέες του – τη σημαντικότερη παρέμβαση στην ιστορία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα, δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να μιλάμε για λενινισμό. Η καλύτερη σύνοψη αυτής της παρέμβασης έχει δοθεί από τον Ούγγρο επαναστάτη Γκέοργκ Λούκατς στο βιβλίο του “Η Σκέψη του Λένιν”.
Αυτό που θα μας απασχολήσει εδώ πιο συγκεκριμένα είναι η παρέμβαση του Λένιν στα οργανωτικά ζητήματα, πάνω απ' όλα η επιμονή του στον “επαγγελματισμό” της επαναστατικής δράσης, απέναντι στον ερασιτεχνισμό (τη “χειροτεχνία” όπως την αποκαλούσαν τότε) που επικρατούσε στο ρωσικό σοσιαλιστικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι πολλές οι αναλύσεις που θέλουν την επιμονή αυτή του Λένιν να είναι απλά αποτέλεσμα των ιδιαίτερων ρωσικών συνθήκων (τσαρισμός, απαγόρευση νόμιμης δράσης, κλπ). Είναι ωστόσο αναλύσεις λαθεμένες.
Η επιμονή στον επαγγελματισμό έχει τόση αξία για τους επαναστάτες μιας προηγμένης δυτικής δημοκρατίας του 21ου αιώνα όση είχε για εκείνους της καθυστερημένης Ρωσίας των αρχών του 20ού. Απέναντι στον οργανωτικό φιλελευθερισμό των διάσπαρτων σοσιαλιστικών ομάδων και των χύμα συνδικαλιστών, ο Λένιν προτείνει πανεθνικό δίκτυο επαναστατών, πανεθνική εφημερίδα, επαγγελματίες επαναστάτες και δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Βιώνοντας τα πιο πρόσφατα κύματα αγώνων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, θα έλεγε κανείς πως η παρέμβαση του Λένιν γράφτηκε για το σήμερα.
1) Πανεθνικό δίκτυο επαναστατών: για να αντιμετωπίσεις τις ανάγκες του κινήματος, είτε μιλάμε για το αντιφασιστικό κίνημα κατά της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα είτε μιλάμε για μια κοινωνική επανάσταση όπως στην Αίγυπτο, χρειάζεσαι όχι μια ομοσπονδία χαλαρά συνδεδεμένων ομάδων, αλλά μια πειθαρχημένη πανεθνική οργάνωση. Δεν πρόκειται για συντηρητικό κόλλημα κάποιων γραφειοκρατών, αλλά για αναγκαιότητα που πηγάζει από την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Η επανάσταση είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης και αποκεντρωμένης έκρηξης εκατομμυρίων ανθρώπων. Αλλά η οριστική νίκη της, δηλαδή το τσάκισμα του αστικού κράτους και η μεταβίβαση της εξουσίας από μια τάξη σε μια άλλη, είναι το πιο συγκεντρωτικό καθήκον στον κόσμο. Αν οι επαναστάτες δεν έχουν οικοδομήσει τη συλλογικότητα που θα υλοποιήσει αυτό το καθήκον μέχρι την τελική του κατάληξη, είναι καταδικασμένοι να βλέπουν τις μαζικές εκρήξεις για τις οποίες μόχθησαν να υποκλέπτονται από άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν τον μηχανισμό να το κάνουν (συνήθως το κράτος).
2) Πανεθνική εφημερίδα: η συλλογική βούληση αυτής της πανεθνικής οργάνωσης, και ακόμα παραπέρα της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να χτιστεί με διατάγματα ούτε με διοικητικά μέτρα. Για τον λόγο αυτό, η ύπαρξη μιας πανεθνικής εφημερίδας είναι απαραίτητη. Συνήθως, επιχειρηματολογούμε για την αναγκαιότητα της εφημερίδας χρησιμοποιώντας την αναλογία της “σκαλωσιάς” σε μια οικοδομή. Είναι ο συλλογικός προπαγανδιστής που χρησιμοποιεί κάθε μέλος του κόμματος (ακόμα κι αν μπήκε σ' αυτό πολύ πρόσφατα και διαθέτει λίγες εμπειρίες) και ο συλλογικός οργανωτής, για τις ανάγκες κάθε μάχης που δίνει το κίνημα και η τάξη.
Ταυτόχρονα όμως, η πανεθνική εφημερίδα και το χτίσιμο μιας συλλογικότητας γύρω από το γράψιμο και την ανάγνωσή της είναι η απάντηση στο ερώτημα του Γκράμσι: πώς μπορούμε να χτίσουμε “μια ομοιογενή συλλογική συνείδηση”,6 “μια κοινή γλώσσα ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν είναι επαγγελματίες διανοούμενοι”.7 Η εφημερίδα δεν είναι απλως ζήτημα διάδοσης της προπαγάνδας (αν ήταν έτσι, το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα αχρήστευαν τη σημασία της). Είναι ο συγκεκριμένος τρόπος που έχουν οι επαναστάτες για να δημιουργήσουν, με τα λόγια του Λένιν:
“ένα δίκτυο ενεργών υποκειμένων... που... δεν θα κάθονταν να περιμένουν το κάλεσμα για την εξέγερση, αλλά θα εμπλέκονταν σε τέτοια σταθερή δράση που θα αποτελούσε εγγύηση για την επιτυχία της εξέγερσης όταν αυτή θα ξεσπούσε. Τέτοια δραστηριότητα θα δυνάμωνε τις σχέσεις μας με τις πλατύτερες μάζες των εργατών... θα καλλιεργούσε τη δυνατότητα του ορθού υπολογισμού της γενικής πολιτικής κατάστασης... θα εκπαίδευε όλες τις τοπικές οργανώσεις να απαντήσουν ταυτόχρονα στα ίδια πολιτικά ερωτήματα, γεγονότα και συμβάντα... και να αντιδράσουν σε αυτά τα “γεγονότα” με τον πιο αυστηρό, ομοιόμορφο και πρόσφορο δυνατό τρόπο”.8
3) Επαγγελματίες επαναστάτες: για να οργανώσει πιο αποτελεσματικά τα καθήκοντά του, ένα επαναστατικό κόμμα, πρέπει να απαλλάξει ένα κομμάτι των μελών του από τα βάρη που συνεπάγεται η ταξική εκμετάλλευση και να εξασφαλίσει τους πόρους προκειμένου αυτά να αφιερωθούν πλήρως στις ανάγκες της οργάνωσης της ταξικής πάλης. Τα αφεντικά διαθέτουν έναν στρατό από επιτελείς (κρατικούς αξιωματούχους, πολιτικό προσωπικό των αστικών κομμάτων, διανοούμενους, κλπ) για να εξασφαλίζουν τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους. Η αμφισβήτηση του δικαιώματος της εργατικής τάξης να αποκτήσει κι αυτή το δικό της “επαγγελματικό” επιτελείο ισοδυναμεί με αμφισβήτηση τής δυνατότητάς της να αναλάβει την εξουσία.
Υπάρχουν απόψεις που ανάγουν τη γραφειοκρατικοποίηση της ρώσικης επανάστασης στην επιλογή του Λένιν για επαγγελματίες επαναστάτες. Μάλιστα κάποιες από αυτές τονίζουν τον αποχωρισμό των επαγγελματιών επαναστατών από την παραγωγή και τις συνέπειες που αυτό έχει. Είναι λάθος αντιλήψεις όχι μόνο γιατί αποτυχαίνουν να εντοπίσουν τις πραγματικές αιτίες του σταλινικού φαινομένου.9 Αλλά και γιατί το κλειδί της επαναστατικής πολιτικής δεν βρίσκεται στην κοινωνιολογία: η εργατική συνείδηση που γεννιέται μέσα στη σφαίρα της παραγωγής είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την εκπόνηση επαναστατικής θεωρίας. Η τελευταία είναι γέννημα συνολικότερης αναμέτρησης με την ιστορία του κινήματος, την ιδεολογία και άλλων τάξεων, την πολιτική κατάσταση και ούτω καθεξής.
Ο Μαρξ και ο Λένιν μπορεί να μη βίωσαν τα δεσμά της μισθωτής εργασίας, αλλά με το έργο τους και την αδιάρρηκτη σχέση τους με το εργατικό κίνημα, προσέφεραν τα σημαντικότερα εργαλεία στο οπλοστάσιό του. Είναι από αυτή τη στενή και αμφίδρομη σχέση με τους αγώνες του εργατικού κινήματος που κρίνεται η επιτυχία ή η αποτυχία των επαγγελματιών επαναστατών, όχι από κάποιο κοινωνιολογικό ντετερμινισμό.
4) Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός: για να λειτουργεί αποτελεσματικά μια επαναστατική οργάνωση χρειάζεται τη μεγαλύτερη ελευθερία στη συζήτηση και τη μεγαλύτερη ενότητα στη δράση. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σημαίνει συλλογική συζήτηση και συναπόφαση της δράσης του κόμματος με βάση την εμπειρία των μελών. Και, στη συνέχεια, δοκιμή της απόφασης αυτής στην πράξη από όλα τα μέλη του κόμματος, προκειμένου να ελεγχθεί η ορθότητά της.
Γιατί δημοκρατία; Γιατί συγκεντρωτισμός;
Ας δώσουμε έμφαση και στις δύο πλευρές αυτής της λειτουργίας (που είναι κάτι πολύ παραπάνω από οργανωτική φόρμουλα). Η δημοκρατία στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό δεν είναι μία πολυτέλεια που μπορεί να απαλειφθεί. Δημοκρατία σημαίνει την αξιοποίηση της εμπειρίας και της κρίσης όλων των μελών του κόμματος που είναι διασκορπισμένα σε πολλά και διαφορετικά σημεία του κοινωνικού πεδίου και των πολιτικών πρωτοβουλιών. Τα μέλη του κόμματος είναι το συσσωρευμένο κεφάλαιό του, είναι το χρυσάφι του. Αν δεν συμμετάσχουν στη λήψη των αποφάσεων (περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών), τότε ούτε η εκτίμηση στην οποία θα φτάσει το κόμμα θα είναι επιστημονική, ούτε η μετέπειτα δράση του θα είναι επαρκώς συγκεντρωμένη.
Η δημοκρατική συζήτηση θα πρέπει να επιδιώκει την ανάδειξη των διαφωνιών, όχι την απόκρυψή τους. Κι αυτό γιατί, οι διαφωνίες αυτές είναι συνήθως θεμελιωμένες σε επιχειρήματα που το κόμμα θα συναντήσει στον έξω κόσμο. Γι' αυτό η συλλογική αντιμετώπιση των διαφωνιών, σε ένα κλίμα ελεύθερης και συντροφικής συζήτησης, δυναμώνει, αντί να αδυνατίζει, την ενότητα και τη δράση του κόμματος.
Ο συγκεντρωτισμός, από την άλλη, δεν είναι “η λυπητερή” της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα. Είναι η παραδοχή ότι κανένας δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο μόνος του, χωρίς να είναι κομμάτι μιας συλλογικότητας. Και, γι' αυτό, η συλλογικότητα θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει ενιαία και πειθαρχημένα τις αποφάσεις της στον έξω κόσμο. Για να ολοκληρωθεί η δοκιμή και για να γίνουν τα αποτελέσματά της αντικείμενο εκ νέου συζήτησης, όλο το κόμμα (ακόμα και αυτοί που μειοψήφησαν) θα πρέπει να στρατευτεί στην υλοποίηση των αποφάσεων, ειδάλλως δεν θα μάθουμε ποτέ αν αυτές απέτυχαν επειδή ήταν λαθεμένες ή επειδή δεν υλοποιήθηκαν από όλα τα μέλη.
Συγκεντρωτισμός σημαίνει ότι το κέντρο μέσα στο κόμμα είναι ένα. Η παραδοχή αυτή δεν αποκλείει τις ζωντανές αντιπαραθέσεις και τις διαφορετικές απόψεις, που σε διάφορες στιγμές μπορούν να μορφοποιηθούν σε φράξιες και να τεθούν σε συζήτηση και ψηφοφορία. Σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν μόνιμα διαμορφωμένα εναλλακτικά κέντρα έξω από τις συλλογικές αποφάσεις και τα δημοκρατικά εκλεγμένα σώματα του κόμματος. Οι μόνιμες φράξιες έχουν σαν συνέπεια την ουσιαστική κατάργηση της συζήτησης αφού κάθε αντικείμενο αντιπαράθεσης καθορίζεται πλέον όχι από τα επιχειρήματα, αλλά από την τοποθέτηση κάθε μέλους υπέρ της μίας ή της άλλης φράξιας, με παραλυτικές συνέπειες για την ενιαία δράση του κόμματος.
Η επιτυχία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ως τρόπου λειτουργίας του κόμματος και σύνδεσής του με την τάξη δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη. Αυτό που σίγουρα ωστόσο την κάνει πιο εφικτή είναι η διαρκής επιδίωξη για ιδεολογική ενότητα μεταξύ των μελών του. Τα βασικά πορίσματα του επαναστατικού μαρξισμού, έτσι όπως εμπλουτίζονται και ανανεώνονται θεωρητικά και πρακτικά από το επαναστατικό κόμμα, πρέπει να γίνονται διαρκώς κοινό κτήμα των μελών. Οι ιστορικές εμπειρίες του κινήματος και οι τρέχουσες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαρκούς ενδιαφέροντος και συζήτησης στα φόρουμ που αυτό διαθέτει.
Η ιδεολογική αυτή ενότητα δεν αποσκοπεί στο δογματικό κλείσιμο της συζήτησης. Ούτε θωρακίζει το κόμμα από την ύπαρξη διαφωνιών. Αν υπήρχε ένα πεπερασμένο σώμα ιστορίας και ιδεολογίας που μπορούσε να απαντήσει εκ των προτέρων σε όλα τα πρακτικά προβλήματα της επαναστατικής δράσης, τότε το επαναστατικό κόμμα δεν θα χρειαζόταν ούτε συζήτηση ούτε πολιτική ηγεσία: θα του αρκούσε ένας ιστορικός για να εντοπίζει κάποια ιστορική αναλογία με το παρελθόν, κι ένας βιβλιοθηκονόμος για να ταξινομεί τον όγκο των σχετικών βιβλίων. Η ιδεολογική ενότητα είναι χρήσιμη, προκειμένου να διευκολύνει την πολιτική συζήτηση και δράση του κόμματος στα κρίσιμα ζιγκ-ζαγκ της ταξικής πάλης, εξασφαλίζοντας ότι το σημείο εκκίνησής τους είναι εξαρχής επαρκώς προωθημένο, χωρίς να χρειάζεται διαρκώς επιστροφή στην αλφάβητο.
Η εμπειρία του ΣΕΚ
Το ΣΕΚ είναι μια συλλογικότητα που έχει τις ρίζες της στην επαναστατική Αριστερά που γεννήθηκε μέσα από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Βίωσε την παλίρροια της Μεταπολίτευσης, μαζί και τη διάψευση των προδοκιών της. Τη δεκαετία του 1980, η ΟΣΕ επιβίωσε ως μια μικρή ιδεολογική ομάδα που έδινε μάχες για την καθαρότητα κάποιων κεντρικών ιδεολογικών επιλογών – οι βασικότερες από αυτές επαναβεβαιώνονται σε αυτό εδώ το τεύχος. Το γεγονός ότι η ΟΣΕ δεν προήλθε από τη διάσπαση ενός μαζικού ρεφορμιστικού κόμματος έκανε εξαρχής δυσκολότερο το έργο οικοδόμησης ενός μαζικού, αυτοτελούς ρεύματος με τις ιδέες που πρέσβευε.
Ωστόσο, αξιοποιώντας τις πολιτικές ευκαιρίες που γεννήθηκαν ιδίως στο γύρισμα της δεκαετίας του 1990, η ΟΣΕ κατόρθωσε να μεγαλώσει μετατρεπόμενη σε οργάνωση συγκεκριμένης προπαγάνδας – κρισιμο ρόλο σε αυτό έπαιξε η έκδοση της εφημερίδας Εργατική Αλληλεγγύη που από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έγινε βδομαδιάτικη. Από το 1997 και μετά, το ΣΕΚ μπορούσε όλο και περισσότερο να αναλάβει καθήκοντα ενός μικρού αλλά εξαιρετικά εξωστρεφούς κόμματος.
Στην πορεία αυτή το ΣΕΚ προσπάθησε να φέρει σε πέρας ταυτόχρονα και τα δύο καθήκοντα για τα οποία επιχειρηματολόγησε αυτό εδώ το άρθρο. Αφενός ταυτίστηκε με την πυροδότηση μαζικών κινημάτων: το αντικαπιταλιστικό κίνημα και η Πρωτοβουλία Γένοβα, το αντιπολεμικό και η Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο, η μάχη ενάντια στον φασισμό και τον ρατσισμό και η δράση της ΚΕΕΡΦΑ, είναι κάποια από αυτά. Αφετέρου έδωσε, μέσα σ' αυτά τα κινήματα, τη μάχη για το δυνάμωμα των επαναστατικών ιδεών, των ιδεών του Μαρξ και του Λένιν, της Ρόζας και του Τρότσκι, του Γκράμσι και του Κλιφ. Μια από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών για το ΣΕΚ είναι μαζί με άλλες συντρόφισσες και συντρόφους η οικοδόμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του μετώπου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που επιχειρεί να προβάλλει μια πολιτική εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα των ρεφορμιστικών ηγεσιών.
Μπορούμε σήμερα βάσιμα να ισχυριστούμε ότι το δυνάμωμα του ΣΕΚ βοηθάει όλα αυτά τα μέτωπα και τους αγώνες να νικήσουν, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να γίνεται κατανοητός σαν μια εκδήλωση στείρου κομματικού πατριωτισμού. Γνωρίζουμε ότι η οικοδόμηση ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της. Ξέρουμε ακόμα από την ιστορία του επαναστατικού κινήματος ότι ένα τέτοιο κόμμα δεν θα φτιαχτεί μονάχα στρατολογώντας μονάδες στις γραμμές του, αλλά μέσα από διασπάσεις μαζικών ρεφορμιστικών κομμάτων, συγχωνεύσεις με καινούργιες πρωτοπορίες που το κίνημα θα δημιουργήσει και άλλους ανορθόδοξους δρόμους.
Ωστόσο, αν κάτι δείχνει η ιστορία του 20ού αιώνα είναι ότι μόνο η έγκαιρη και στοχοπροσηλωμένη προετοιμασία ενός οργανωμένου δικτύου επαναστατών πριν τις μεγάλες εκρήξεις, όπως το έκανε ο Λένιν πριν το 1917, μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη στην οριστική επίτευξη του ιστορικού της σκοπού, την κατάκτηση της εξουσίας. Ο καπιταλισμός στις αρχές του 21ου αιώνα προσφέρει ήδη στις επαναστάτριες και τους επαναστάτες καινούργιες ευκαιρίες για να δοκιμάσουν τις ιδέες τους.
Ο Τόνι Κλιφ συνήθιζε να θυμίζει και να παραφράζει τον τρόπο με τον οποίο ο Κάτων ο Πρεσβύτερος τελείωνε τους λόγους του: Cartago delenda est – Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί. Έτσι κι εμείς, στις αρχές του 21ου αιώνα, έχουμε να επιμείνουμε: το επαναστατικό κόμμα πρέπει να χτιστεί.
1. Colin Barker (ed), Revolutionary Rehearsals, Haymarket Books, Chicago 2002, pp 224-225.
2. βλ. σχετικά: Alain Badiou, Η κομμουνιστική υπόθεση, Πατάκης, Αθήνα 2009, ιδίως σελ. 221-254.
3. Κρις Χάρμαν, “Κόμμα και Τάξη”, Σοσιαλισμός από τα Κάτω, νο.78, Γενάρης-Φλεβάρης 2010, σελ. 37.
4. βλ. αναλυτικότερα: “Το κόμμα, η τάξη και το κίνημα - Πού βρίσκεται το «πρόπλασμα» της μελλοντικής κοινωνίας;”, Εργατική Αλληλεγγύη, τ. 938.
5. Antonio Gramsci, Selection from Political Writings 1920-1926, Laurence and Wishart, 1977, p. 198. Μεταφρασμένο το απόσπασμα αναφέρεται στο: Κρις Χάρμαν, Κρις Μπαμπερι, Αντόνιο Γκράμσι – Η ζωή και οι ιδέες ενός επαναστάτη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2007, σελ. 39.
6. Αντόνιο Γκράμσι, Η οργάνωση της κουλτούρας, Στοχαστής, Αθήνα 2005, σελ. 73.
7. Αντόνιο Γκράμσι, Παρελθόν και Παρόν, Στοχαστής, Αθήνα 2005, σελ. 122.
8. Αναφέρεται στο: Κρις Χάρμαν, ο.π., σελ. 39.
9. βλ. σχετικά: Τόνι Κλιφ, Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2005.