Άρθρο
Μια 20ετία εργατικής αντίστασης και ριζοσπαστικοποίησης

Εξώφυλλο του τευχους 100

Οι συγκλονιστικές μάχες που δίνει το εργατικό κίνημα ενάντια στα Μνημόνια τα τελευταία χρόνια δεν έπεσαν από τον ουρανό. Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει τις κρίσιμες καμπές της εικοσαετίας που προηγήθηκε.

Για να εκτιμήσουμε σωστά το εύρος, το βάθος και τη δυναμική της σημερινής εργατικής αντίστασης, πρέπει να εξετάσουμε τις μάχες που έχει δώσει το εργατικό κίνημα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τουλάχιστον. Η εργατική τάξη δεν ήταν ένα άγραφο λευκό χαρτί όταν η παγκόσμια κρίση χτύπησε τον ελληνικό καπιταλισμό και οι μάχες ενάντια στα Μνημόνια πατάνε σε πολιτικές και αγωνιστικές εμπειρίες χρόνων – δεν ήταν αυτόματα αντανακλαστικά αγανάκτησης.

Η τριετία του Μητσοτάκη

Το καλοκαίρι του 1992 όταν κυκλοφορούσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας, η εργατική τάξη έμπαινε σε τροχιά κατά μέτωπο σύγκρουσης με την κυβέρνηση του Μητσοτάκη. Ήταν το καλοκαίρι που ξεκίνησε η μεγάλη απεργία της ΕΑΣ, ένας σκληρός αγώνας που έγινε σύμβολο για όλο το εργατικό κίνημα. Το επόμενο τεύχος που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς είχε στο πρωτοσέλιδό του τον τίτλο Φθινόπωρο Ταξικής Πόλωσης: «Μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου η πόλωση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους καπιταλιστές θα βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων. Υπάρχει η δυνατότητα η εργατική τάξη να βγει νικηφόρα απ’ αυτήν», ήταν η θέση του σχετικού άρθρου.

Η πτώση της κυβέρνησης τρία χρόνια μετά, ήταν η επισφράγιση της ήττας του θατσερισμού αλά ελληνικά. Στη Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του ’80 η κυβέρνηση της Θάτσερ συνέτριψε τη μια μετά την άλλη τις «βαριές ταξιαρχίες» του εργατικού κινήματος με πιο γνωστή την ήττα της απεργίας των ανθρακωρύχων του 1984-85. Το ότι στην Ελλάδα αυτή η στρατηγική απέτυχε, είχε σαν αιτία τις μάχες που έδωσαν χιλιάδες εργάτριες και εργάτες.

Δεν ήταν μια αυτόματη διαδικασία. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου ακόμα στο τιμόνι, έκανε άλματα στην προσαρμογή της στις ιδέες της «ελεύθερης αγοράς». Στο επίπεδο της αντιπολιτευτικής τακτικής απέναντι στον Μητσοτάκη, το ΠΑΣΟΚ στήριζε τη λεγόμενη θεωρία του «ώριμου φρούτου»: η κυβέρνηση θα καταρρεύσει από μόνη της σαν ώριμο φρούτο στις κάλπες. Σκληρές απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις θα αποξένωναν ψηφοφόρους και θα απομάκρυναν αυτή τη στιγμή. Ο Λαλιώτης, μέλος του στενού ηγετικού κύκλου του ΠΑΣΟΚ τότε, δήλωνε στο Συνέδριο του ΕΚΑ ότι: «η εποχή των συνδικαλιστών τύπου Σκάργκιλ έχει περάσει». Ο Σκάργκιλ ήταν ο ηγέτης της απεργίας των ανθρακωρύχων στην Βρετανία. Κι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έκαναν μεγάλες προσπάθειες να εφαρμόσουν αυτή την γραμμή. Σε πείσμα αυτών των πιέσεων, η εργατική τάξη δεν κάθισε να περιμένει πότε θα πέσει το φρούτο από το δέντρο.

Οι εργάτες και οι εργάτριες στα «προβληματικά» εργοστάσια συγκρούστηκαν με την πολιτική των απολύσεων και των κλεισιμάτων. Στη δεκαετία του ’80 το ΠΑΣΟΚ είχε αναγκαστεί να ιδρύσει τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) μετά από σκληρούς αγώνες χιλιάδων εργατών σε επιχειρήσεις που είχαν φουντάρει οι ιδιοκτήτες τους. Η κρατικοποίηση είχε γίνει με όρους που έβγαζαν λάδι τους πρώην ιδιοκτήτες και τις τράπεζες. Τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ ήθελε να τις ξεφορτωθεί. Τα «φιλέτα» θα περνούσαν σε ιδιώτες, οι υπόλοιπες θα «εκκαθαρίζονταν» και οι εργάτες θα πετιόντουσαν στο δρόμο.

Τον Σεπτέμβρη του 1990, οι περίπου 900 εργάτες της Πειραϊκής-Πατραϊκής στο εργοστάσιο της Πάτρας αποφάσισαν να κάνουν κατάληψη. Η κατάληψη της Π-Π έγινε το κέντρο όλου του εργατικού κινήματος της πόλης και ζωντάνεψε ξανά μορφές πάλης που είχαν «ξεχαστεί» από καιρό. Χιλιάδες εργαζόμενοι από άλλα εργοστάσια, από Τράπεζες, ΔΕΚΟ όπως ο ΟΤΕ, έσπευδαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους με κάθε τρόπο. Αντίστοιχα, οι κινητές ομάδες περιφρούρησης των απεργών της Π-Π βρέθηκαν να περιφρουρούν την απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων και άλλων εργαζόμενων στη διάρκεια της πρώτης Γενικής Απεργίας για το Ασφαλιστικό εκείνο τον Σεπτέμβρη και αργότερα.

Η απεργία διαρκείας της ΕΑΣ, των μπλε λεωφορείων της Αθήνας, ξεκίνησε στα τέλη Ιούλη 1992. Η κυβέρνηση είχε βάλει από την αρχή στο στόχαστρο το ισχυρό συνδικάτο των εργαζόμενων στην επιχείρηση, θέλοντας να δώσει ένα σκληρό μάθημα σε όλη την εργατική τάξη. Απαίτησε να αποδεχτούν 1.200 απολύσεις.

Οι εργαζόμενοι σε μια καυτή γενική συνέλευση στο Σπόρτιγκ αποφάσισαν τετραήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες («και τα σαββατοκύριακα» όπως επέβαλε δια βοής η συνέλευση στην ηγεσία). Η κυβέρνηση προχώρησε στην απόλυση όλων των εργαζομένων και στην ιδιωτικοποίηση των λεωφορείων, στην παράδοσή τους στις ΣΕΠ (κάτι σαν τα ΚΤΕΛ), τους «νοικοκυραίους» όπως τους αποκάλεσε ο Μητσοτάκης.

Από την αρχή η απεργία υιοθέτησε σκληρές μορφές πάλης. Οι απεργοί κρατούσαν τα αμαξοστάσια, και ομάδες τους άρχισαν να κυκλοφορούν στο κέντρο της Αθήνας εμποδίζοντας την κυκλοφορία των φορτηγών του στρατού που είχε επιστρατεύσει η κυβέρνηση για να μεταφέρουν επιβάτες.

Στις 20 Αυγούστου, εξήντα χιλιάδες εργαζόμενοι πλημμυρίζουν την Ομόνοια σε ένα συλλαλητήριο συμπαράστασης στην ΕΑΣ. Το σύνθημα που κυριαρχεί είναι το «ΕΑΣ, ΕΑΣ, να φύγει ο κερατάς!» (ο Μητσοτάκης). Από κει και πέρα, το πολιτικό σύνθημα «Κάτω η Νέα Δημοκρατία» κυριαρχεί σε όλες τις εργατικές συγκεντρώσεις. Την επόμενη μέρα το βράδυ, τα ΜΑΤ προσπαθούν να διώξουν τους απεργούς από το αμαξοστάσιο του Βοτανικού. Χιλιάδες συγκεντρώνονται για να τα αντιμετωπίσουν και οι συγκρούσεις απλώνονται μέχρι την Ομόνοια.

Τον Σεπτέμβρη οι απεργοί αποφασίζουν να ανέβουν στην Θεσσαλονίκη για να διαδηλώσουν έξω από τα εγκαίνια της ΔΕΘ. Η κυβέρνηση εξαπολύει μια υστερική προπαγάνδα κινδυνολογίας για να αποτρέψει τη διαδήλωση. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες προσπαθούν να βάλουν φρένο. Στη γενική συνέλευση που πραγματοποιείται στη Λάρισα αγωνιστές της βάσης κερδίζουν την πλειοψηφία στη συνέχιση της πορείας προς τη Θεσσαλονίκη. Τελικά, η κυβέρνηση φράζει το δρόμο των απεργών με τα ΜΑΤ έξω από τη πόλη και αυτή τη φορά η συνδικαλιστική ηγεσία επιβάλει την επιστροφή στην Αθήνα.

Ο αγώνας της ΕΑΣ συνεχίστηκε για 18 μήνες, περνώντας δύσκολες φάσεις. Οι ΕΑΣίτες συνέχισαν να είναι στο δρόμο μέχρι την πτώση της κυβέρνησης, ακόμα και όταν τα αμαξοστάσια και τα λεωφορεία είχαν περάσει στον έλεγχο των ΣΕΠ και της κυβέρνησης.

Το καλοκαίρι του 1993 οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση. Ήταν η σταγόνα που έφερε τη ΝΔ στο χείλος του γκρεμού. Τυπικά τη σπρωξιά για να πέσει την έδωσε ο Σαμαράς, αλλά η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση είχε σπάσει τα μούτρα της μπροστά στην εργατική αντίσταση.

Οι ανταρσίες ενάντια στο «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ

Το εργατικό κίνημα που ανέτρεψε τον Μητσοτάκη είχε τις ελπίδες του στο ΠΑΣΟΚ. Σύντομα αυτές οι αυταπάτες άρχισαν να διαψεύδονται. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανέλαβε να προχωρήσει κομμάτι-κομμάτι τις επιθέσεις που είχαν κολλήσει με το ναυάγιο της κυβέρνησης της ΝΔ.

Η διαφορά με την τριετία του Μητσοτάκη ήταν ότι σε αυτή την προσπάθεια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Μπορεί οι «εκσυγχρονιστές» του ΠΑΣΟΚ, όπως κι όλης της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, να θεωρούσαν βαρίδια την ιδιαίτερη σχέση των κομμάτων τους με την οργανωμένη εργατική τάξη. Παρόλα αυτά χρειάζονταν την συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Στο 4ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, το 1996, οι ψήφοι των συνδικαλιστών έγειραν την πλάστιγγα για την εκλογή του Σημίτη στην προεδρία του κόμματος.

Μαζί με αυτή την στροφή στην ΠΑΣΚΕ σημειώθηκε και μια αντίστοιχη ανακατάταξη στις συμμαχίες στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Την προηγούμενη περίοδο την πορεία της ΓΣΕΕ τη καθόριζε η συμμαχία της ΠΑΣΚΕ με την Αριστερά. Τώρα το τιμόνι το έπαιρνε η «συγκυβέρνηση» ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ.

Όμως, αυτή η δεκαετία σημαδεύτηκε από ανταρσίες της βάσης του ΠΑΣΟΚ και της εργατικής τάξης συνολικά, που καθόρισαν την συνέχεια. Ανταρσίες τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο της ταξικής πάλης.

Η «ήπια δημοσιονομική προσαρμογή» που διαλαλούσε η κυβέρνηση σήμαινε στην πραγματικότητα συμπίεση των μισθών και λιτότητα. Τον Γενάρη του 1997 οι καθηγητές της ΟΛΜΕ ξεκινάνε απεργία διαρκείας με ένα αίτημα ριζοσπαστικό: 250.000 δραχμές κατώτερο μισθό, συν τα τρίμηνα, που σήμαινε 310.000 δρχ καθαρά για τον πρωτοδιόριστο.

Την απόφαση για την απεργία την πήραν συνελεύσεις στις οποίες συμμετείχαν περίπου 30.000 καθηγητές. Κράτησε για οχτώ βδομάδες και τα ποσοστά συμμετοχής συνέχιζαν να είναι πλειοψηφικά μέχρι το τέλος. Μεγάλο ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η δράση των απεργιακών επιτροπών στις ΕΛΜΕ.

Η απεργία των καθηγητών στρίμωξε άγρια την κυβέρνηση του Σημίτη. Για να αποφύγει το ξέσπασμα απεργιών σε όλο το δημόσιο τομέα ενάντια στο μισθολόγιο που κατέβαζε αλλά και τις ΔΕΚΟ, η κυβέρνηση χρειάστηκε να καταπιεί την αδιαλλαξία της και να αρχίσει να δίνει αυξήσεις στα επιδόματα σε μια σειρά κλάδους που ζητούσαν αυξήσεις πάνω από το 7% που έδινε η κυβέρνηση. Συνολικότερα, αναγκάστηκε να χαμηλώσει ταχύτητα σε όλες τις επιθέσεις από το ασφαλιστικό μέχρι τις εργασιακές σχέσεις.

Η απεργία θα μπορούσε να νικήσει και όπως η προηγούμενη του 1988 να ανοίξει το δρόμο για άλλες απεργίες που θα έκαναν κομμάτια την πολιτική της λιτότητας. Αυτό δεν έγινε λόγω των συμβιβασμών των συνδικαλιστικών ηγεσιών – όχι μόνο της ΠΑΣΚΕ αλλά και της Αριστεράς. Αλλά η κυβέρνηση βγήκε χαμένη απ’ αυτή τη μάχη.

Το άλλο μέτωπο που εκφράστηκαν οι ανταρσίες ήταν η πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Από αυτή την άποψη κομβική ήταν η απεργία των 46 ημερών της Ιονικής Τράπεζας το 1998. Η κυβέρνηση αποφάσισε να την πουλήσει στον Κωστόπουλο της Άλφα Μπανκ. Οι εργαζόμενοι κατέλαβαν το Μηχανογραφικό Κέντρο της Τράπεζας στον Πειραιά παραλύοντας κάθε απεργοσπαστική απόπειρα. Όταν η κυβέρνηση έστειλε τα ΜΑΤ να εκκενώσουν το χώρο, χιλιάδες εργαζόμενοι από το Λιμάνι, τη Ζώνη, τις ΔΕΚΟ έτρεξαν να συμπαρασταθούν. Το συνέδριο του ΕΚΑ διέκοψε τις εργασίες του, μετά από πρόταση συνδικαλιστών της επαναστατικής αριστεράς, για να πάει με διαδήλωση στο χώρο της κατάληψης.

Η κυβέρνηση έβγαλε παράνομη την απεργία της Ιονικής στα δικαστήρια. Οι απεργοί ανάγκασαν την ηγεσία της ΟΤΟΕ να καλύψει με δικιά της απόφαση την απεργία –εκατοντάδες συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία της όταν συνεδρίαζε το Γενικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Όταν κι η απεργία της ΟΤΟΕ κηρύχτηκε παράνομη, οι απεργοί κι οι συμπαραστάτες τους έβαλαν πίεση στην ΓΣΕΕ να κηρύξει την απεργία.

Την πλειοψηφία στο Σύλλογο της Ιονικής την είχε για χρόνια η παράταξη της ΠΑΣΚΕ (ΔΗΣΚ-Ιονικής). Με το ξεκίνημα της απεργίας ο πρόεδρος του συλλόγου Γ. Μαρκάκης ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ Τραπεζών και σύντομα όλη η παράταξη αποχωρεί από την ΠΑΣΚΕ. Ήταν η πρώτη φορά που οι ανταρσίες ενάντια στον Σημίτη παίρνουν ανοιχτή οργανωτική μορφή. Ήταν δείγμα του πόσο είχε αρχίσει να τρίζει ο έλεγχος των «εκσυγχρονιστών» στα συνδικάτα και προάγγελος για το μέλλον.

Οι ρήξεις δεν περιορίστηκαν σε κάποια σωματεία. Σήμερα το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ) του Δ. Τσοβόλα έχει ξεχαστεί. Όμως, η αποχώρηση της «κίνησης Τσοβόλα» από το ΠΑΣΟΚ που συγκροτήθηκε στο ΔΗΚΚΙ ήταν έκφραση της στροφής στ’ αριστερά μέσα στην εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η στροφή εκφράστηκε εκλογικά στις ευρωεκλογές του 1999. Τα ποσοστά της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΝ) μαζί με του ΔΗΚΚΙ έφτασαν το 19,7%. Ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό που είχε πάρει συνολικά η Αριστερά για δεκαετίες. Αν αυτή η στροφή δεν εκφράστηκε και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις η ευθύνη ανήκε στις ηγεσίες της Αριστεράς (και του Τσοβόλα) που σπατάλησαν την ευκαιρία.

Η αρχή του τέλους για την κυβέρνηση Σημίτη ήρθε με την μεγάλη Γενική Απεργία ενάντια στην ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» του Γιαννίτση – υπουργός Εργασίας – τον Απρίλη του 2001. Η «μεταρρύθμιση» συνοψιζόταν σε αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση και περικοπή συντάξεων. Η επιτυχία της απεργίας ήταν απόλυτη. Οι υπολογισμοί μιλάνε για εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές σε όλη την Ελλάδα – στην Αθήνα είχαν γεμίσει ασφυκτικά το Πεδίο του Άρεως, την Πατησίων και το μεγαλύτερο μέρος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, δημόσιοι υπάλληλοι, διαδήλωναν δίπλα-δίπλα σε εργοστασιακούς εργάτες – τα πιο κοντινά εργοστάσια ήρθαν με πορεία στη συγκέντρωση μετά την πρωινή περιφρούρηση.

Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και ο Γιαννίτσης παραιτήθηκε. Ήταν μια θεαματική ήττα παρόλο που οι επιθέσεις στο ασφαλιστικό συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα.

Η συνέχεια για την κυβέρνηση ήταν μια κρίση μετά την άλλη. Το 2004 ο Σημίτης παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Δέκα χρόνια πριν, φάνταζε ο ανίκητος «εκσυγχρονιστής», επικεφαλής των τεχνοκρατών με τα «γκρίζα κοστούμια» που προχωρούσαν ακάθεκτοι. Το εργατικό κίνημα, ουσιαστικά, έφερε την πτώση του Σημίτη.

Η ΝΔ αποτυγχάνει ξανά

Η σύγκρουση με την κυβέρνηση της ΝΔ ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές του 2004 από τους συμβασιούχους. Ήταν οι 250.000 εργαζόμενοι που ο Καραμανλής είχε υποσχεθεί ότι θα μονιμοποιήσει. Στις 14 Μάη 2004, χιλιάδες συμβασιούχοι από δήμους, νοσοκομεία, τον ΟΣΕ, υπουργεία και μια σειρά άλλες υπηρεσίες διαδηλώνουν με σύνθημα «Ψεύτες, Ψεύτες…». Αυτή η πίεση ανάγκασε την ΓΣΕΕ, που σφύριζε αδιάφορα, να κηρύξει απεργία στις 3 Ιούνη με αίτημα τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων.

Το κίνημα των συμβασιούχων ήταν η απόδειξη του πόσο λάθος είχαν οι θεωρίες που υποστήριζαν ότι πέρα από το στενό πυρήνα των «προνομιούχων» σε ΔΕΚΟ και στενό δημόσιο, η υπόλοιπη εργατική τάξη ήταν έρμαιο των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και του ρουσφετιού. Οι συμβασιούχοι είχαν αρχίσει να οργανώνονται είτε στα σωματεία των υπόλοιπων εργαζομένων είτε στα δικά τους εκεί που δεν υπήρχαν άλλα. Ήταν κόσμος που δούλευε χρόνια σε αυτές τις υπηρεσίες και είχε την αυτοπεποίθηση που δίνει η δύναμη της συλλογικότητας στο χώρο δουλειάς. Πρωτοπόρο ρόλο σε αυτή τη μάχη έπαιξαν οι γυναίκες. Τα συνδικάτα των καθαριστριών σχολείων, των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών είχαν τη δύναμη να κάνουν την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Ένα μέτρο σύγκρισης για την αδυναμία της κυβέρνησης ήταν ότι το 1991 ο αγώνας των «εκτάκτων του Δημοσίου» είχε τελειώσει σύντομα με τη μαζική τους απόλυση. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Το 2005 η απόπειρα της κυβέρνησης να βάλει χέρι στα ασφαλιστικά ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων προκάλεσε την απεργία διαρκείας της ΟΤΟΕ. Όλα τα προηγούμενα χρόνια η Ομοσπονδία ήταν «κάστρο» του εκσυγχρονιστικού συνδικαλισμού (ο Χρ. Πρωτόπαπας ήταν για παράδειγμα πρόεδρός της πριν περάσει στην ΓΣΕΕ και μετά στις υπουργικές καρέκλες). Στην απεργία, όμως, ξαναζούν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μορφές δράσης όπως οι συνελεύσεις σε καταστήματα και οι απεργιακές φρουρές.

Η απεργία της ΟΤΟΕ άλλαξε συνολικά το «κλίμα» μέσα στα συνδικάτα. Η άνοιξη του 2005 είχε ξεκινήσει με μια επιτυχία της κυβέρνησης: την συναίνεση της συνδικαλιστικής ηγεσίας της ΟΜΕ-ΟΤΕ (ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ) στην κατάργηση της μονιμότητας, δηλαδή της κάλυψης των κανονισμών εργασίας, για τους νεοπροσλαμβανόμενους εργαζόμενους. Το χτύπημα των εργασιακών σχέσεων ήταν ο όρος για το «πετυχημένο» ξεπούλημα της επιχείρησης. Όμως, αντί ο ΟΤΕ να γίνει το μοντέλο για όλες τις ΔΕΚΟ έγινε το μαύρο πρόβατο.

Η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να καλέσει απεργίες συμπαράστασης στην ΟΤΟΕ και τρεις γενικές απεργίες ανάμεσα στο Μάη και τον Ιούλη του 2005. Το σύνθημα που πρωτάρχισε να ακούγεται στις απεργιακές συγκεντρώσεις ήταν το «Καραμανλή θυμίσου το 1993». Τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς στα εγκαίνια της ΔΕΘ ένα τεράστιο εργατικό ποτάμι διαδήλωσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 2006 οι δάσκαλοι κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας με βασικό αίτημα 1.400 ευρώ κατώτερο μισθό για τον πρωτοδιόριστο. Ήταν μια απεργία που βγήκε κάτω από την οργανωμένη πίεση της βάσης, των συνελεύσεων.

Τον Δεκέμβρη του 2007 η κυβέρνηση της ΝΔ εξαπέλυσε μια νέα επίθεση στο Ασφαλιστικό, αυτή τη φορά υπουργός Εργασίας ήταν η Πετραλιά. Η Γενική Απεργία εκείνο τον Δεκέμβρη ήταν σεισμός. Εντυπωσιακή ήταν η συμμετοχή των εργατριών στην απεργιακή συγκέντρωση – η «μεταρρύθμιση» είχε κεντρική αιχμή την επίθεση στο όρια ηλικίας για την συνταξιοδότησή τους. Και αυτή τη φορά η συνέχεια ήταν απεργίες διαρκείας σε τρεις δυνατούς κλάδους: τη ΔΕΗ, τους δήμους και την Τράπεζα της Ελλάδας. Οι απεργοί της ΤτΕ έδωσαν μια γεύση του τι μπορεί να σημάνει δύναμη της τάξης να επιβάλει το δικό της έλεγχο. Παρέλυσαν τις ηλεκτρονικές πληρωμές του δημοσίου για τόκους του χρέους ή για πληρωμές εξοπλιστικών προγραμμάτων, αλλά εξασφάλισαν ότι οι πληρωμές των συντάξεων θα γίνονται κανονικά.

Η κυβέρνηση της ΝΔ κατάρρευσε το 2009 κάτω από τη διπλή πίεση της χειροτέρευσης της οικονομικής κρίσης (παρά τις διακηρύξεις της για «θωρακισμένη οικονομία) και της εργατικής και νεολαιίστικης αντίστασης. Το κίνημα των καταλήψεων και η απεργία διαρκείας των πανεπιστημιακών τo 2006-2007 είχαν βυθίσει την «ναυαρχίδα των μεταρρυθμίσεων» – την επίθεση στη τριτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 που πυροδότησε η δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου έδειξε με τον πιο έντονο τρόπο και το βάθος της ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας και την απομόνωση της κυβέρνησης.

Το εργατικό κίνημα απέναντι στην καπιταλιστική κρίση

Τρία γεγονότα στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010 «φωτογραφίζουν» τη δυναμική του εργατικού κινήματος στις παραμονές του πρώτου Μνημόνιου (Μάης 2010). Στα τέλη του χρόνου οι 250 εργάτες της υποδηματοποιίας ELITE στο Περιστέρι κάνουν κατάληψη, περιφρουρούν τις εγκαταστάσεις και τα αποθέματα, κόντρα στο κλείσιμο και τις απολύσεις. Στις 17 Δεκέμβρη οργανώνεται η πρώτη προσπάθεια για μια γενική απεργία «από τα κάτω». Οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αρνούνταν πεισματικά να κηρύξουν γενική απεργία, για να μην δημιουργήσουν πρόβλημα στη νέα κυβέρνηση του ΓΑΠ. Με πρωτοβουλία συλλόγων δασκάλων και ΕΛΜΕ, μια σειρά σωματεία και ομοσπονδίες πήραν παρόλα αυτά την απόφαση για απεργία.

Το αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων και διεργασιών ήταν η συγκλονιστική Γενική Απεργία της 24 Φλεβάρη 2010. Υπολογίζεται ότι περίπου 2,5 εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες πήραν μέρος.

Η εργατική τάξη που μπήκε στη μάχη ενάντια στα μνημόνια, δεν ήταν ούτε ηττημένη ούτε διαλυμένη. Ενας τρόπος να το δούμε αυτό είναι η κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και των μισθών. Στο τεύχος του Μάρτη-Απρίλη 2012 το περιοδικό μας έγραφε: «Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, το 2009, οι μέσες πραγματικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα ήταν 20% ανώτερες του 1999 (παρόλο που η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν μεγαλύτερη, άρα η εκμετάλλευση των εργατών εντάθηκε). Πάλι σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2009, ο κατώτατος μηνιάτικος μισθός αποτελούσε το 45,2% του μέσου μισθού σε βιομηχανία, κατασκευές και υπηρεσίες».

Δεύτερον, η εργατική τάξη μπήκε στη μάχη με εμπειρίες οργάνωσης και αγώνα. Αυτό συνήθως αγνοείται από αναλύσεις – δεξιά και αριστερά – που μιλάνε για «συνδικαλιστική έρημο» και βλέπουν τον συνδικαλισμό ως προνόμιο των «αριστοκρατών» του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αν εξετάσουμε όμως προσεκτικά τις μάχες που ξετυλίχτηκαν αυτά τα τρία χρόνια θα δούμε εργάτριες κι εργάτες να παλεύουν σε δεκάδες μικρά και μεγάλα εργοστάσια, σε καταστήματα, σε κλάδους και υπηρεσίες με τις πιο «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις. Και τέτοιοι αγώνες έχουν παρελθόν που φτάνει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Επίσης, το εργατικό κίνημα έχει πλούσιες πολιτικές εμπειρίες, οι οποίες δεν «ποσοτικοποιούνται» εύκολα, αλλά είναι υπαρκτές και καθοριστικές. Οι μάχες που έδωσαν οι εργάτες ενάντια στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν και πολιτικές. Το αντιπολεμικό κίνημα του 1999 (ενάντια στο ΝΑΤΟϊκό πόλεμο στη Σερβία) αγκάλιασε εκατοντάδες χιλιάδες, αλλά ήταν οι σιδηροδρομικοί της Θεσσαλονίκης που έκοψαν το δρόμο στα νατοϊκά άρματα που είχαν ξεφορτωθεί στο λιμάνι. Το 2001 στις παραμονές της αντικαπιταλιστικής διαδήλωσης στη Γένοβα ενάντια στους G8, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν το 65% να στηρίζει τους διαδηλωτές. Το ίδιο ισχύει με το γιγάντιο αντιπολεμικό κίνημα του 2003. Οι σημερινοί 35αρηδες και 40ρηδες που δουλεύουν ή είναι άνεργοι, έχουν ζήσει σαν μαθητές ή φοιτητές τους αγώνες ενάντια στον Μητσοτάκη, τον Σημίτη, ενάντια στον πόλεμο, έχουν επηρεαστεί από τις ιδέες του κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.

Μέσα στα τρία χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, το εργατικό κίνημα κατάφερε να ανατρέψει δυο κυβερνήσεις. Τα πολιτικά κόμματα στα οποία στηριζόταν επί σχεδόν σαράντα χρόνια η άρχουσα τάξη για να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της και να εξασφαλίζουν την «κοινωνική ειρήνη» είναι σε βαθιά κρίση. Η θανατερή κρίση του ΠΑΣΟΚ κάνει πιο έντονη και την κρίση στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία: εξακολουθεί να είναι πρόβλημα για τους αγώνες, αλλά δεν μπορεί να παίξει το ρόλο που έπαιζε παλιότερα.

Επιθέσεις

Στο επίπεδο των επιθέσεων η άρχουσα τάξη μοιάζει με το δολοφόνο που αναγκάζεται να επιστρέφει συνέχεια στον τόπο του εγκλήματος. Παράδειγμα οι επιθέσεις στο συνδικαλισμό και τις εργασιακές σχέσεις των ΔΕΚΟ. Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1983 με το «άρθρο 4» του Αρσένη, η συνέχεια ήταν οι επιθέσεις του Μητσοτάκη, η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να καταργήσει τους Κανονισμούς Εργασίας το 1998, ο νόμος που πέρασε ο Αλογοσκούφης το 2005. Κάθε φορά οι νόμοι περνούσαν και έμεναν στα χαρτιά. Όλα αυτά πατάνε πάνω στις μάχες και τις νίκες της εικοσαετίας που πέρασε και δίνουν πρωτοφανέρωτες δυνατότητες για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά.

Τον Δεκέμβρη του 1929 σε ένα άρθρο γραμμένο λίγο μετά το Κραχ στη Γουολ Στρητ ο Τρότσκι επεσήμαινε ότι: «Όταν αναλύουμε το ζήτημα της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε λεπτό ότι το προλεταριάτο αποκτάει τη ‘μονολιθικότητά’ του μόνο στις περιόδους της πιο ισχυρής επαναστατικής παλίρροιας. Στη ‘καθημερινότητα’ της καπιταλιστικής κοινωνίας, το προλεταριάτο κάθε άλλο παρά μονολιθικό είναι. Ακόμα περισσότερο, η ετερογένειά των στρωμάτων του εκδηλώνεται πιο έντονα ακριβώς στις καμπές του δρόμου».

Ο Τρότσκι έκανε αυτές τις διαπιστώσεις σε μια κριτική στους αριστερούς συνδικαλιστές της Γαλλίας. Ένα τμήμα τους θεωρούσε ότι το ξέσπασμα μερικών απεργιών ήταν απόδειξη ότι η επανάσταση ήταν προ των πυλών. Ένα άλλο έλεγε ότι η επανάσταση είναι χαμένη στο αόριστο μέλλον, μιας και οι αγώνες που ξεσπούσαν ήταν σκέτες εκρήξεις απόγνωσης που προκαλούσε η κρίση σε ανοργάνωτα κομμάτια εργατών.

Ο Τρότσκι είχε μια διαφορετική μέθοδο να εξετάζει την ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης, πέρα από την αποσπασματικότητα των εντυπώσεων της στιγμής. «Οι πολιτικές ιδέες του προλεταριάτου κάθε άλλο παρά αλλάζουν αυτόματα προς μια κατεύθυνση. Τις κορυφώσεις τις ταξικής πάλης ακολουθούν συρσίματα, την παλίρροια η άμπωτις που εξαρτιόνται από περίπλοκους συνδυασμούς υλικών και ιδεολογικών συνθηκών, εσωτερικών και εξωτερικών» (στο: Leon Trotsky, The “Third Period” of the Comintern’s Mistakes, www.marxists.org/archive/trotsky/1929/12/index.html).

Το ζήτημα τότε και τώρα είναι ποια Αριστερά, με ποια στρατηγική και ποιες πολιτικές επιλογές παρεμβαίνει σε αυτή την πολύπλοκη διαδικασία. Μια Αριστερά που υποτιμάει ή αγνοεί την κληρονομιά όλων αυτών των μαχών των προηγούμενων είκοσι χρόνων, δεν μπορεί να οδηγήσει το κίνημα προς τα μπρος. Το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, αντίθετα είναι από την εμφάνισή του κομμάτι της προσπάθειας της επαναστατικής Αριστεράς να παρέμβει σε αυτή τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης για να την οδηγήσει στη συνολική και συνειδητή σύγκρουση με τον καπιταλισμό.