Άρθρο
Μάχες που μπορεί να κρίνουν το μέλλον

Εξώφυλλο του τευχους 100

Αυτό το φθινόπωρο οι απεργίες μπορούν να αποδειχτούν καθοριστικές για την τύχη της κυβέρνησης, γράφει η Μαρία Στύλλου.

 

Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Σοσιαλισμός από τα Κάτω», τον Ιούνη του 1992, στο εισαγωγικό άρθρο κάναμε τη διαπίστωση ότι «Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε θα πρέπει να είναι καθαρό ότι υπάρχουν ξανά εκείνες οι αντικειμενικές συνθήκες που κάνουν το καπιταλιστικό σύστημα παγκόσμια ευάλωτο και ασταθές». Μ’ αυτόν τον τρόπο περιγράφαμε δυο παράλληλες διαδικασίες που συμβαίνανε εκείνη την περίοδο. Η πρώτη ήταν η παγκόσμια αστάθεια μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και η δεύτερη η εμφάνιση ξανά των εργατικών αγώνων, μετά από την ύφεση τους στη δεκαετία του ’80.

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Μητσοτάκη βρισκόταν για δεύτερη χρονιά αντιμέτωπη με ένα κίνημα που θύμιζε μεταπολίτευση. Απεργίες και καταλήψεις στα σχολεία, εξέγερση στην Πειραϊκή-Πατραϊκή στην Πάτρα, απεργίες ενάντια στις απολύσεις συμβασιούχων στο δημόσιο, κατάληψη της Τράπεζας Ελλάδος και απεργία στα αμαξοστάσια της ΕΑΣ για να μην ιδιωτικοποιηθούν τα λεωφορεία.

Εικοσιένα χρόνια αργότερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο καπιταλισμός έχει μπει στη βαθύτερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του ’30, μια κρίση που διαρκεί έξι χρόνια συνέχεια από το 2007. Τα διάφορα φάρμακα που δοκίμασαν δεν αποδίδουν κι αυτό έχει οδηγήσει στην πολιτική και ιδεολογική αμφισβήτησή του, σε εκρήξεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις, και στην Ελλάδα σε ένα απεργιακό κίνημα από τα μεγαλύτερα.

Η διαφορά του τότε με το σήμερα, η πραγματική αλλαγή, είναι ο ρόλος του εργατικού κινήματος σ’ αυτές τις εξελίξεις. Δεν είναι μόνο οι αντικειμενικοί όροι που έχουν αλλάξει αλλά και οι υποκειμενικοί.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ διαλύθηκε μέσα σε ένα χρόνο, κάτω από την πίεση της κατάληψης της ΕΡΤ από τους εργαζόμενους. Και σήμερα, τρεις μήνες αργότερα η κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, κινδυνεύει να καταρρεύσει κάτω από ένα απεργιακό κίνημα που παλεύει για να μη διαλυθούν τα σχολεία, τα νοσοκομεία, να μην γίνουν τα δημόσια αγαθά και οι υπηρεσίες βορά στα χέρια του κεφάλαιου.

Η εικόνα αυτών των αλλαγών βάζει καθήκοντα στους επαναστάτες που μέχρι τώρα δεν τα είχαν φανταστεί. Δεν είμαστε πια θεατές των εξελίξεων και ανήμποροι να τις επηρεάσουμε. Δεν είμαστε μόνο αυτοί που αναλύουν την πορεία της ιστορίας αλλά κι αυτοί που μπορούμε να παίξουμε σημαντικό ρόλο για να καθορίσουμε το προς τα πού θα πάει. Κι αυτά παίζονται σήμερα και όχι αύριο. Είναι κομμάτι της οργάνωσης αυτών των απεργιών και όχι των επόμενων. Και παράλληλα της οργάνωσης της μάχης για την ενότητα της εργατικής τάξης και όχι τη διαίρεση της – της μάχης για να κλείσουν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να πάρουν χαρτιά όλοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, για να στηρίξουμε τα αδέλφια μας στη Μέση Ανατολή, για να μην αφήσουμε έναν νέο πόλεμο να ξεδιπλωθεί, όπως του Ιράκ και του Αφγανιστάν στη Συρία.

Αυτό το μνημόνιο ποιος θα το πάρει;

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση ότι ετοιμάζουν νέο μνημόνιο, από την είδηση της Καθημερινής της Κυριακής (1/9), ότι ο Σαμαράς στις επόμενες εκλογές ετοιμάζεται να κατέβει με σύνθημα «όχι στο νέο μνημόνιο, όχι στα νέα μέτρα». Κι αν αυτή είναι η γελοία πλευρά της ιστορίας, η δήλωση του Στουρνάρα ότι θα χρειαστούμε, ανεξάρτητα από το πρωτογενές πλεόνασμα, να δανειστούμε 10 δις για να καλύψουμε τα ελλείμματα για την επόμενη διετία, είναι η τραγική επιβεβαίωση.

Στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς της Δευτέρας 2/9, υπήρχε άρθρο του Β. Μύνχαου όπου σύγκρινε την Ελλάδα με το Ντητροϊτ. Το άρθρο αυτό πήρε δημοσιότητα στα ηλεκτρονικά μίντια, και δικαίως. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι τρεις παρατηρήσεις που κάνει ο συγγραφέας.

Η πρώτη ότι «η πτώση των μισθών δεν δημιούργησε ισορροπία στην οικονομία. Η απασχόληση των συνδικαλισμένων εργατών εξαφανίστηκε από το Ντιτρόιτ, παρόλ’αυτά η ανεργία έφτασε στο 27, 8% το 2009, περίπου το ίδιο με αυτή της Ελλάδας σήμερα».

Η δεύτερη ότι «και στις δυο περιπτώσεις η αισιοδοξία ότι η ανάκαμψη βρίσκεται πίσω από τη γωνία αποδείχτηκε ψεύτικη».

Και τρίτη και σημαντικότερη «ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να φύγει από τη νομισματική ένωση και να υιοθετήσει το δικό της νόμισμα. Αλλά δεν νομίζει ότι θα το κάνει, παρόλο που είναι για το συμφέρον της, επειδή οι πολιτικοί λόγοι θα καθορίσουν τις εξελίξεις».

Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού (ΣΑΚ 99) ο Πάνος Γκαργκάνας στο άρθρο του με τίτλο «Η παγκόσμια οικονομική κρίση – νέα φάση αναταραχής», διαπιστώνει ότι «η αποτυχία του συνδυασμού “ποσοτικής χαλάρωσης” και μνημονίων να θεραπεύσει την κρίση στην Ευρωζώνη φαίνεται όχι μόνο στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο».

Αυτές τις μέρες συνεδριάζουν οι G20 στη Πετρούπολη και έχουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα. Η απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ να βάλει φρένο στον φτηνό δανεισμό των τραπεζών από το φθινόπωρο, ανεβάζοντας τα επιτόκια, θα έχει συνέπειες σε όλες τις οικονομίες.

Από τη μια, στις αναδυόμενες οικονομίες που θα μεγαλώσει την κρίση τους. «Η οικονομική κρίση είναι τώρα και τις αναδυόμενες οικονομίες, σ’αυτές που η θεωρία της εξαίρεσης αποδείχτηκε επώδυνα λανθασμένη… ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής σ’ αυτό το δράμα είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζαςτων ΗΠΑ που καθορίζει την οικονομική της πολιτική με βάση τι συμφέρει στις ΗΠΑ» (Φ.Τ. 3/9, σελ. 8).

Και από την άλλη στην ίδια την Ευρώπη όπου η άνοδος των επιτοκίων θα περιορίσει τις προοπτικές ανάκαμψης κλείνοντας τη στρόφιγγα των δανείων προς τις επιχειρήσεις.

Στην Ελλάδα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσα από τα μνημόνια δεν έχει σημάνει δάνεια προς τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με άρθρο στην Καθημερινή (1/9), οι ανάγκες επιχειρήσεων και νοικοκυριών για δάνεια είναι αυτή τη στιγμή 35 δις €, ενώ οι τράπεζες προγραμματίζουν να δώσουν μόνο 5 δις, τα 3 δις στις επιχειρήσεις και τα 2 δις στα νοικοκυριά.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ένα νέο δάνειο και το συνακόλουθο μνημόνιο για την Ελλάδα, με τι όρους κα μέσα σε ποιες πολιτικές συνθήκες, είναι ζήτημα διεθνούς συζήτησης και διαπραγματεύσεων.

Έχουν πολιτική λύση;

Όταν έπεφτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1993, επειδή έχασε την πλειοψηφία του ενός βουλευτή που είχε σ’ εκείνη τη Βουλή, δεν μπήκε σε αμφισβήτηση το ποιος θα τη διαδεχτεί. Το ΠΑΣΟΚ, με ηγεσία τον Αντρέα Παπανδρέου σχημάτισε κυβέρνηση, κερδίζοντας μια άνετη πλειοψηφία σε εκείνες τις εκλογές. Αυτή τη δυνατότητα που είχαν τότε, την έχουν χάσει σήμερα.

Η Ν.Δ. με τα καλύτερα γι’ αυτήν γκάλοπ βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με του ΣΥΡΙΖΑ, και το ΠΑΣΟΚ μόνο σαν τσόντα μπορεί να συνεχίσει να συμμετέχει σε κυβερνήσεις. Τα σενάρια μιας μεγάλης κεντροαριστεράς είναι η νέμπουλα που κυριαρχεί στα ΜΜΕ, και που η συγκεκριμενοποίηση της φτάνει μέχρι την φιέστα στο ΙΣΤΑΜΕ που ετοίμασε ο Βενιζέλος για τις 3 Σεπτέμβρη.

Φέτος το ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησε να οργανώσει ανοιχτή συγκέντρωση για να γιορτάσει την ίδρυση του, γιατί φοβήθηκε ότι ακόμα και σ’ αυτό το μικρό ακροατήριο μπορούσε να γίνει δεκτός με γιουχαΐσματα. Το παράδειγμα τον κυνηγάει από τις κομματικές συγκεντρώσεις που προσπάθησε να οργανώσει στην Κρήτη και που σε κάθε μια τον φυγάδευσαν από την πίσω πόρτα. Η παρουσία Σημίτη και ΓΑΠ μαζί με το Βενιζέλο στην εκδήλωση στο ΙΣΤΑΜΕ δεν είναι επίδειξη ενότητας αλλά επιβεβαίωση της κλιμακούμενης κατάρρευσης του από τον ένα αρχηγό στον άλλο.

Αυτή η κατάσταση είναι αδιέξοδη και ήδη τροφοδοτεί συνεχώς διάφορα σενάρια που όλα συμφωνούν σε δυο σημεία:

Το ένα ότι αυτή η κυβέρνηση έχει φάει τα ψωμιά της και άρα αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάει σε εκλογές. Τώρα τα όριο μπαίνει για την άνοιξη. Με την προοπτική να γίνουν τριπλές εκλογές, για Βουλή, Ευρωβουλή και τοπική αυτοδιοίκηση.

Και το δεύτερο, μια κυβέρνηση συνεργασίας, με ανοιχτό από πού μέχρι πού. Ο Τατσόπουλος από τον ΣΥΡΙΖΑ το έκφρασε ανοιχτά, κάνοντας την πρόταση για συνεργασία όλων των πολιτικών κομμάτων, από τη Ν.Δ. μέχρι και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κουβέλης με την πρόταση Οικουμενικής που θα τη στήριζε και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η πραγματικότητα πίσω απ’ όλα αυτά τα σενάρια είναι οι δυσκολίες που είχαν μέχρι τώρα όλες οι κυβερνήσεις του Μνημονίου να σταματήσουν το εργατικό κίνημα και τις απεργίες. Γι’ αυτό, όπως παλιά σε τέτοιες στιγμές η ελπίδα ήταν ότι αυτό μπορεί να το καταφέρει το ΠΑΣΟΚ, τώρα κάποιοι ελπίζουν ότι μπορεί να το πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το καυτό φθινόπωρο

Για τον Σαμαρά το φετινό φθινόπωρο είναι κρίσιμο. Όπως η Θάτσερ έβαλε στόχο να τσακίσει την απεργία των ανθρακωρύχων το 1983-84, γιατί αντιπροσώπευαν το πιο μαχητικό κομμάτι της εργατικής τάξης εκείνη την περίοδο, το ίδιο θα ήθελε να πετύχει τώρα ο Σαμαράς στους εκπαιδευτικούς, τους νοσοκομειακούς, στους δήμους, στα ΜΜΕ, στα πιο δυνατά και οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης. Δεν σκέφτεται μόνο ότι έτσι θα μπορέσει να προχωρήσει χωρίς αντίσταση στο επόμενο μνημόνιο, αλλά ότι μ’αυτόν τον τρόπο θα τσακίσει την επιρροή και τη δύναμη της αριστεράς μέσα στους εργατικούς χώρους. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο μια οικονομική, αλλά και μια πολιτική και ιδεολογική μάχη που δίνει τώρα η κυβέρνηση.

Για το εργατικό κίνημα αυτό το φθινόπωρο είναι η μεγάλη ευκαιρία. Η απόφαση των εκπαιδευτικών από τα συνέδρια του Ιούνη, να προχωρήσουν σε απεργία διαρκείας με το άνοιγμα των σχολείων τον Σεπτέμβρη, καθόρισε την ατζέντα για το φθινόπωρο. Είχε προηγηθεί η έκρηξη στην ΕΡΤ.

Η απόφαση των εργαζομένων της ΕΡΤ να καταλάβουν τη ραδιοτηλεόραση στην Αγία Παρασκευή και όλους τους περιφερειακούς σταθμούς για να μην περάσουν το κλείσμο και οι απολύσεις, ήταν το ψηλότερο σημείο που μπορεί να φτάσει το εργατικό κίνημα. Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ συμπληρώνουν τρεις μήνες κατάληψης, έχουν απορρίψει κάθε συμβιβαστική πρόταση της κυβέρνησης με αντάλλαγμα τη διάλυση της συλλογικότητας τους, και έχουν γίνει το παράδειγμα και μέτρο σύγκρισης για όλους τους αγώνες που ακολούθησαν.

Μια σειρά από νοσοκομεία που έδωσε ο Γεωργιάδης διαταγή να κλείσουν, αποφάσισαν ότι δεν φεύγουν, και ότι κρατάνε το νοσοκομείο ανοιχτό. Παράδειγμα το νοσοκομείο Λοιμωδών στην Άγια Βαρβάρα. Σε συνέλευση που έγινε την τελευταία βδομάδα του Αυγούστου οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να κρατήσουν ανοιχτό το νοσοκομείο και να μείνουν εκεί. Στην πρόκληση του Γεωργιάδη μαζί με τον διοικητή να το κλείσουν, η απάντηση ήταν η κλιμάκωση. Αυτό δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Τέσσερα νοσοκομεία στα Βόρεια προχώρησαν σε συντονισμό ενάντια στα κλεισίματα, και για μια ολόκληρη βδομάδα από τις 19-23 Αυγούστου τα νοσοκομεία Αμαλία Φλέμινγκ και Σισμανόγλειο βρίσκονταν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.

Η διαφορά από παλιότερες μάχες που έδιναν τα νοσοκομεία σε σύγκριση με σήμερα είναι ο συντονισμός τους. Από περιφερειακούς συντονισμούς, όπως στο Αιγαίο, τον συντονισμό στα Βόρεια, μέχρι τον κεντρικό συντονισμό μέσα από το Συντονιστικό Νοσοκομείων Επιτροπών Αγώνα Υγειονομικών. Η συναυλία στο τέλος Ιούλη στα Προπύλαια με την κάλυψη της ΕΙΝΑΠ, ο συντονισμός των νοσοκομείων μέσα στο καλοκαίρι, η πρόταση στην ΠΟΕΔΗΝ και ΟΕΝΓΕ να προχωρήσουν σε 48ωρη απεργία στις αρχές του Σεπτέμβρη και τώρα η οργάνωση γενικών συνελεύσεων σε όλα τα νοσοκομεία για να βγει απεργία και συντονισμός με τους καθηγητές, δείχνουν πως η οργάνωση μπορεί να περάσει στη βάση των νοσοκομείων. Επίσης δείχνει το ρόλο που μπορεί να παίξει η αντικαπιταλιστική αριστερά μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες.

Αυτά ισχύουν συνολικότερα για τους αγώνες αυτό το φθινόπωρο. Η κυβέρνηση δεν έχει απέναντι της έναν εύκολο αντίπαλο. Αντιμετωπίζει μάχες που μπορεί να κρίνουν το μέλλον της. Η ΕΡΤ έκρινε την τύχη της τρικομματικής, οι απεργίες στην εκπαίδευση και στην υγεία μπορεί να σημαδέψουν τις εξελίξεις από δω και πέρα.

Ποιος μπορεί να δώσει τη λύση;

Οι απεργίες στα σχολεία και τα νοσοκομεία για να μην διαλυθεί η δημόσια υγεία και παιδεία δείχνουν πολύ απλά το ποιος μπορεί να παλέψει για τις ανάγκες των εργαζομένων. Όχι μόνο για να μη χάσουν τις δουλειές τους, αλλά και για να κρατήσουν ανοιχτές τις υπηρεσίες που εξασφαλίζουν την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας και ζωής. Η λειτουργία της ΕΡΤ από τους ίδιους τους εργαζόμενους δεν κρατάει μόνο ανοιχτή τη δυνατότητα για 2.500 χιλιάδες κόσμο να κρατήσει τη δουλειά του, αλλά συγκρούεται ταυτόχρονα με τις κυρίαρχες ιδέες και ανοίγει το δρόμο για καινούργιες. Αυτό σημαίνει ότι μέσα από τις οικονομικές μάχες που δίνουν οι εργάτες/τριες για τις δουλειές τους, τους μισθούς τους, τις συντάξεις τους, αρχίζουν ταυτόχρονα να φέρνουν παραδείγματα οργάνωσης μιας καινούργιας κοινωνίας που συλλογικά οι εργαζόμενοι και θα μπορούν να την οργανώσουν και να την διαμορφώσουν.

Τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν εμπιστεύονται αυτή τη δύναμη και δεν βλέπουν έτσι τις εξελίξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση πάνω στο σύνθημα «κυβέρνηση της αριστεράς». Δεκαπέντε μήνες αργότερα, την παραμονή του μεγάλου απεργιακού Σεπτέμβρη και της βαθύτερης πολιτικής κρίσης, το μοτίβο έχει γίνει: «Κυβέρνηση με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ». Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ανοιχτός σε όλες τις συνεργασίες -με όλους τους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις που αυτές απαιτούν.

Το ΚΚΕ, παρότι δεν βλέπει τον εαυτό του κυβερνητικό εταίρο, προωθεί μια σχέση συγκράτησης με το απεργιακό κίνημα. Οι απεργίες διαρκείας καταγγέλονται ως “τυχοδιωκτικές” π.χ. στους εκπαιδευτικούς. Οι καταλήψεις στα νοσοκομεία ως “προβοκάτσιες”. Οι συσχετισμοί κρίνονται ως αρνητικοί και το φάρμακο είναι η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ.

Και τα δυο κόμματα, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται την ίδια αντιμετώπιση. Η εκλογική μάχη είναι ανώτερη από τις απεργίες. Το πού οδηγεί αυτή τη στρατηγική το έχουμε ζήσει πολλές φορές. Η ιστορία – ελληνική και παγκόσμια – είναι γεμάτη από παραδείγματα. Φέτος συμπληρώνονται τα 40 χρόνια από το Πολυτεχνείο και θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για την εξέγερση που οδήγησε στην ανατροπή της Χούντας. Η ρεφορμιστική αριστερά και τότε δεν πίστευε σε μια τέτοια προοπτική και αυτό κόστισε στο κίνημα. Του έκλεψαν τις νίκες από τα χέρια του οι πολιτικάντηδες της μεταπολίτευσης, και σ’ αυτό έχουν μεγάλη ευθύνη και τα δυο κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς εκείνης της περιόδου: το ΚΚΕ και το ΚΚΕ (Εσωτ.).

Η επαναστατική αριστερά

Η διαφορά από τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το ΣαΚ, είναι ότι σήμερα η παρουσία της επαναστατικής αριστεράς είναι πολύ πιο μεγάλη και αριθμητικά και πολιτικά. Μια παρουσία που έχει γίνει αισθητή ιδιαίτερα στις μάχες των τελευταίων χρόνων: στο να ξεκινήσουν οι απεργίες ενάντια στο Μνημόνιο και να συνεχίσουν, στα μεγάλα συλλαλητήρια στις πανεργατικές και στις πλατείες όπου ήταν μάχη κάθε φορά εάν θα τα διαλύσουν τα ΜΑΤ και τα δακρυγόνα, στον αντικυβερνητικό χαρακτήρα όλων αυτών των κινητοποιήσεων και την πολιτική ενοποίηση των αγώνων. Πάλεψε για τη σύνδεση του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος με την οργανωμένη εργατική τάξη και τις μάχες της και τέλος για τη διαμόρφωση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλη αυτή την εξέλιξη.

Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο εργατικό κίνημα, ένα μεγάλο του κομμάτι έχει μπολιαστεί από τις επαναστατικές ιδέες. Ότι οι προσπάθειες για οργάνωση των αγώνων από τα κάτω, κάτω από τον έλεγχο της βάσης δεν ξεπηδάνε μόνο αυθόρμητα από τη ριζοσπαστικοποίηση χιλιάδων αλλά στηρίζονται και στην πολιτικοποίηση που έχει χτίσει τις εμπειρίες της και έχει προσανατολιστεί επαναστατικά. Οι ορίζοντες αυτού του κοματιού δεν εξαντλούνται στην προοπτική για κυβέρνηση της αριστεράς, αλλά πηγαίνουν παραπέρα.

Αυτά τα προχωρήματα ξαναδοκιμάζονται μέσα σ’ αυτή την περίοδο, μέρα με τη μέρα, μάχη με τη μάχη. Η οργανωμένη επαναστατική αριστερά, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ανάμεσά τους το ΣΕΚ, χρειάζεται να βοηθήσουν να ξεδιπλωθεί η δυναμική του φετινού φθινόπωρου. Να ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις στις απεργίες που ξεκινάνε και που ξέρουμε ότι μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Να στηρίξουμε τους συντονισμούς που δίνουν δύναμη στους αγώνες και να κερδίσουμε όλους τους αγωνιστές της αριστεράς προς αυτή την προσπάθεια. Να συνδέσουμε τις απεργίες με τις αντιπολεμικές, τις αντιρατσιστικές και τις αντιφασιστικές μάχες. Να αναδείξουμε την προοπτική του εργατικού ελέγχου σαν τον μόνο τρόπο για να γίνουν πράξη οι ελπίδες για διαγραφή του χρέους και για απαλλαγή από τα δεσμά του ευρώ.

Είναι τόσο χειροπιαστό το τι σημαίνει να δυναμώσουμε και να ριζώσουμε την επαναστατική αριστερά μέσα σε κάθε χώρο, και στην Ελλάδα και παντού.

Η επανάσταση δίπλα μας, στην Αίγυπτο, κρίνεται από τη δυνατότητα του εργατικού κινήματος να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια των στρατηγών, όπως το τράβηξε και κάτω από τον Μουμπάρακ και τον Μούρσι. Είναι αυτό για το οποίο παλεύουν οι επαναστάτες εκεί. Και εμείς μαζί τους. Για μια επαναστατική αριστερά που δεν ψάχνει για το «λιγότερο κακό» αλλά για την ανατροπή του καπιταλισμού και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή και στον κόσμο ολόκληρο.

Σαράντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και 21 χρόνια από την έκδοση αυτού του περιοδικού, πιστεύουμε ακράδαντα ότι το εργατικό κίνημα και η επαναστατική αριστερά μπορούν μαζί να καθορίσουν τις εξελίξεις.