Βιβλιοκριτική
Μάο Τσετούγκ, Φιλοσοφικά κείμενα

Εξώφυλλο του βιβλίου

Μια απολογητική «διαλεκτική»

 

Το 1949 στην Κίνα έγινε επανάσταση. Ηγέτης της ήταν ο ηγέτης του ΚΚ Κίνας, Μάο Τσετούγκ.

Σε καμία περίπτωση όμως, η κινεζική επανάσταση, επειδή ήταν νικηφόρα, ήταν και σοσιαλιστική.

Η διαφορά είναι προφανώς ριζική. Τουλάχιστον για όσους και όσες αναφέρονται σήμερα στη μαρξιστική θεωρία και πολιτικά αγωνίζονται για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και για τον σοσιαλισμό.

Το ότι δεν ήταν σοσιαλιστική η επανάσταση σημαίνει ότι, το 1949, η εργατική τάξη στην Κίνα ήταν ο παθητικός θεατής όλων των αποφασιστικών μαχών που «θεωρητικά» οδήγησαν στην «απελευθέρωσή» της, χωρίς αυτό να σημαίνει ταυτοχρόνως ότι ήταν ανίκανη ή αδιάφορη να αγωνισθεί γι’ αυτόν το σκοπό.

Γιατί αυτό έχει τόση σημασία;

Γιατί στα δυο πρώτα δοκίμια του βιβλίου («Για την Πράξη» και «Για την Αντίθεση»), γραμμένα δώδεκα χρόνια πριν, το 1937, μπορεί κανείς να ανακαλύψει τον τρόπο με τον οποίο το ΚΚΚ, υπό την καθοδήγηση του Μάο, είχε αρχίσει να μεταβάλλεται συνειδητά σε κόμμα εντελώς πια ξεκομμένο από την εργατική τάξη.

Απ’ αυτή την άποψη, ο τίτλος «Φιλοσοφικά Κείμενα» είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικός. Ο «διαλεκτικός υλισμός» αποτελούσε την επικυρωμένη με κρατικό διάταγμα του 1930 (!) και απολύτως κυρίαρχη σταλινική εκδοχή της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου δόγματος, η μαρξιστική φιλοσοφία εμφανίζεται ως παγιωμένο σύνολο γενικών αφηρημένων αρχών, οι οποίες είναι ικανές και επαρκείς στο να εφαρμόζονται ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.

Στοιχειωδώς ν’ ανατρέξει κανείς σε κείμενα του Μαρξ, του Ένγκελς ή του Λένιν κατανοεί ότι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα της υλιστικής προσέγγισης είναι ο σαφέστερος δυνατός ιστορικός προσδιορισμός των θεωρητικών γενικεύσεών τους. Η οργάνωση του εννοιολογικού θεωρητικού τους πλαισίου επιχειρεί να αποκαταστήσει την εξέλιξη των πραγματικών δεδομένων σε χρόνο και χώρο.

Αντιθέτως, η αναζήτηση γενικών και αφηρημένων αρχών με καθολική ισχύ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιδεαλιστικής, είτε αστικής είτε θρησκευτικής και θεολογικής σκέψης.

Ευτυχώς, μια σημείωση του επιμελητή επαναφέρει την ανάγνωση από τους λαβύρινθους του ύφους και της γλώσσας του αφηρημένου και αγιοποιημένου «μαρξισμού» στην ιστορική πραγματικότητα: στόχος αμφοτέρων των δοκιμίων υπήρξε να «ξεπεραστεί το σοβαρό σφάλμα της δογματικής σκέψης που μπορούσε κανείς να εντοπίσει στους κόλπους τους κόμματος εκείνη την εποχή» (σελ. 71).

Τόσο στο «Για την Πράξη» όσο και στο «Για την Αντίθεση» αποκαλύπτεται ποιοι ήταν οι φορείς αυτής της «εσφαλμένης και δογματικής» σκέψης: οι «αριστεριστές», κάποιοι που «λογαριάζουν τις ψευδαισθήσεις τους για αλήθεια» (σελ. 68, 72). Οι υποτιθέμενοι δογματικοί αριστεριστές ήταν οι «τσεντουσιουιστές» (σελ. 95) – οι υποστηρικτές των αντιλήψεων του Τσεν Του-Σιού, του ιδρυτή και γραμματέα του ΚΚΚ μέχρι το 1927.

Σε αμφότερα τα κείμενα, ο Μάο είναι εναρμονισμένος με τη σταλινική πρακτική να μεταβάλλει τον Τσεν Του-Σιού σε αποδιοπομπαίο τράγο των αλλεπάλληλων προδοσιών της σταλινικής ηγεσίας της Κομιντέρν απέναντι στην εργατική τάξη που οδήγησαν στη συντριβή της κινέζικης επανάστασης του 1924-27 και την άγρια σφαγή της εργατικής τάξης στη Σαγκάη και την Καντόνα.

Παρόλο που είναι κείμενα που απευθύνονταν στα κομματικά στελέχη, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά – όχι επικέντρωση, που θα ήταν, από την άποψη της μαρξιστικής θεωρίας, και το πραγματικό ζητούμενο – στην αναγκαιότητα το ΚΚΚ να στηρίξει την εργατική τάξη να τσακίσει την –όχι και ιδιαιτέρως ισχυρή – κρατική μηχανή της συμμαχίας γαιοκτημόνων και αστών. Αυτό, όμως, θα ήταν αριστερίστικο, όπως μόλις είδαμε (όντως, κάτι τέτοιο, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, θα το είχε κάνει μόνο ο Λένιν)!

Αντιθέτως, στη σελίδα 99, αντιλαμβανόμαστε πόσο «διαλεκτικά» υποστέλλεται ακόμα και ο στόχος του τερματισμού της εξουσίας των γαιοκτημόνων στον έναν και μοναδικό στόχο του ΚΚΚ, αυτόν της εθνικής απελευθέρωσης από την ιμπεριαλιστική ιαπωνική εισβολή του 1931: με τη διαφορά μεταξύ «κύριας και κύριας πλευράς της αντίθεσης» (στο απόσπασμα με τίτλο: Μόνο στην πρώτη έκδοση).

Είναι προφανές ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη τα κομματικά στελέχη της «Αντι-ιαπωνικής Στρατιωτικής και Πολιτικής Σχολής» του 1937 να επεξεργασθούν το πώς θ’ αναθερμάνουν το επαναστατικό πνεύμα της εργατικής τάξης στις πόλεις. Ο Μάο ενδιαφερόταν για την οικοδόμηση και τον έλεγχο ενός πανίσχυρου αντάρτικου στρατού αγροτών και, στη συνέχεια, μιας πανίσχυρης ανεξάρτητης εθνικής οικονομίας.

Απ’ αυτή την άποψη, ο «διαλεκτικός υλισμός» του Μάο ταιριάζει περισσότερο στον παντογνώστη πλατωνικό φιλόσοφο-βασιλέα της «Πολιτείας», τον ευσεβή βασιλέα του «Ιερού» Αυγουστίνου ή τον «λύκο εναντίον λύκου» του Χομπς. Προετοίμασε με τον καλύτερο τρόπο τα στελέχη της ανώτατης κρατικής γραφειοκρατίας που θα ήταν η άρχουσα τάξη της Κίνας μετά το 1949.

Η επαναστατικότητα του μαρξισμού στην πολιτική φιλοσοφία αφορά στο ότι τόσο η κεντρικότητα όσο και η δυνατότητα πολιτικής χειραφέτησης και κοινωνικής απελευθέρωσης της εργατικής τάξης θεμελιώνονται στη θέση της στη διαδικασία της υλικής παραγωγής. Δεν αφορά ούτε την ηθική ούτε τη γνώση αφηρημένα.

Η επαναστατικότητα του μαρξισμού στην καθημερινή πολιτική πρακτική αφορά στο ότι επιχειρεί συνεχώς και πάντοτε να κινητοποιεί, να παρακινεί, να καθοδηγεί την εργατική τάξη να κάνει πράξη η ίδια καθημερινά τη δυνατότητά της να είναι το υποκείμενο της επαναστατικής αλλαγής των σύγχρονων κοινωνιών.

Αν δεν τίθεται το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης, του εργατικού ελέγχου και διεύθυνσης της παραγωγής και της οικονομίας από τους ίδιους τους εργάτες και τις εργάτριες, «από τη συντριπτική πλειονότητα των εκατομμυρίων προς όφελός τους», η αρνητική κινεζική εμπειρία υπενθυμίζει ότι η πολιτική σιχαίνεται τα κενά.

Τόσο σε θεωρητικό όσο και σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού και πολιτικής πράξης το κενό θα καλυφθεί από άρχουσες τάξεις γραφειοκρατών που όση καλή θέληση και αν λένε ότι έχουν ή όση γνώση και αν έχουν στη διάθεσή τους, όση πίστη και αν επιδεικνύουν στη «θεά ύλη», τη συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών των εκατομμυρίων εργατών και εργατριών που παράγουν τον απίστευτο πλούτο που μας περιβάλλει, θα την αντιμετωπίζουν με την ίδια άθλια πραγματικότητα που σήμερα επιχειρούν να της επιβάλλουν οι παλιές άρχουσες τάξεις.

Τιμή 14.40€, 324 σελίδες

Εκδόσεις “Εκτός των τειχών” 2013