Ο Προκόπης Παπαστράτης αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία των Ελλήνων αντιφασιστών στρατιωτών στη Μέση Ανατολή τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Α) Η διαδικασία συγκρότησής τους έχει ως αποτέλεσμα αυτές οι ένοπλες δυνάμεις να διαφέρουν σε βασικά σημεία από ό,τι ίσχυε γι’ αυτές μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας και από ό,τι θα ισχύσει μετά την απελευθέρωση της.
Β) πρόκειται για ένοπλες δυνάμεις που σε μεγάλο βαθμό αποτελούνται από εθελοντές που κατατάσσονται για να πολεμήσουν.
Γ) ανασυγκροτούνται και επιχειρούν σε ξένο έδαφος, υπάγονται στο Βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των συμμαχικών δυνάμεων.
Δ) η πολιτικοποίηση των ενόπλων δυνάμεων, αρχίζει από πολύ νωρίς, επεκτείνεται ραγδαία και στα τρία όπλα και εκδηλώνεται με ανοικτές επεμβάσεις στις πολιτικές εξελίξεις.
Αυτή η πολιτικοποίηση και ουσιαστικά η ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων εξελίσσεται ταυτόχρονα με την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στις οποίες οι δυνάμεις αυτές συμμετέχουν. Παράλληλα αυτές οι πολιτικές διεργασίες αναπτύσσονται σ’ ένα χώρο φιλόξενο. Οι ελληνικές παροικίες στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή γενικότερα, όπου οι μονάδες στρατοπεδεύουν, τα πλοία ναυλοχούν και οι αεροπορικές μοίρες προσγειώνονται υποδέχονται και στηρίζουν τους στρατευμένους άνδρες. Οι ελληνικές παροικίες στη Μέση Ανατολή συνιστούν ένα μικρόκοσμο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που υφίσταται στην Ελλάδα αλλά και της πολιτικής κατάστασης όπου ξεχωρίζει ο διαχωρισμός μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών πριν από την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά. Αυτές οι κοινότητες συνιστούν γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί η συζήτηση για τις ελληνικές εξελίξεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών που έχουν συγκεντρωθεί στην Αίγυπτο αλλά και μεταξύ των ανδρών των ενόπλων δυνάμεων.
Τα πλοία του πολεμικού ναυτικού που διέφυγαν από τα γερμανικά βομβαρδιστικά αρχίζουν να συμμετέχουν από τις αρχές του καλοκαιριού του 1941, σε επιχειρήσεις με το βρετανικό στόλο στη Μεσόγειο. Το Ναυτικό ενισχύεται με νέα πλοία και αναπτύσσεται στο δεύτερο μεγαλύτερο στόλο στη Μεσόγειο. Στο Στρατό συγκροτούνται 2 Ταξιαρχίες, ένα Σύνταγμά Τεθωρακισμένων Οχημάτων, ο Ιερός Λόχος που επιχειρεί ως μονάδα καταδρομών πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Μαζί με ένα αριθμό βοηθητικών μονάδων ο ελληνικός στρατός αριθμούσε περίπου 18.500 άνδρες. Στην Αεροπορία συγκροτήθηκαν 5 μοίρες διώξεων και βομβαρδισμού.
Η σταδιακή εδραίωση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ως η σημαντικότερη αντιστασιακή οργάνωση και το γεγονός ότι ελέγχεται από το ΚΚΕ καθορίζουν την πολιτική που ακολουθεί η Αγγλία και η Ελληνική Κυβέρνηση Εξορίας. Από τις αρχές του 1943 αντιδρούν στις πολιτικές εξελίξεις με βάση το φόβο ότι το ΕΑΜ θα καταλάβει την εξουσία την κρίσιμη περίοδο της απελευθέρωσης. Ένα τέτοιο γεγονός θα ανέτρεπε την πολιτική της Αγγλίας να αποκαταστήσει την επιρροή της στην απελευθερωμένη Ελλάδα με τη βοήθεια της αστικής πολιτικής ηγεσίας, που πάντα διακρινόταν για την ιδιοτελή προθυμία της να παίξει αυτό το ρόλο.
Η ίδρυση της ΑΣΟ
Πολύ γρήγορα, τον Οκτώβριο 1941 ιδρύεται στο στρατό η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ). Είναι ενδεικτικό ότι ιδρύεται, από μία ομάδα κομμουνιστών με επικεφαλής τον Γιάννη Σαλά από την Ικαρία, που υπηρετεί με το βαθμό του δεκανέα. Πριν αναπτυχθεί η οργανωμένη αντίσταση στην Ελλάδα και ενώ η ελληνική κυβέρνηση εξορίας και ο Γεώργιος επαναπαύονται στις τιμές που τους έχει αποδώσει η Αγγλική κυβέρνηση και για λόγους προπαγάνδας, μετά τον νωχελικό περίπλου της Αφρικής που επέλεξαν για να φθάσουν στο Λονδίνο. Στους στόχους της ΑΣΟ περιλαμβάνεται η δημιουργία ενός μεγάλου και καλά εκπαιδευμένου αντιφασιστικού στρατού που θα συνεχίσει να πολεμά στο πλευρό των συμμάχων και θα συμβάλλει στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Ένας άλλος σημαντικός στόχος είναι να εμποδίσει την επιβολή ενός καθεστώτος ενάντια στη θέληση του ελληνικού λαού. Αυτοί οι στόχοι απαντούσαν στην υφιστάμενη τότε κατάσταση γιατί η κυβέρνηση εξορίας ήταν απρόθυμη να καταργήσει το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά που διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι το Φεβρουάριο του 1942. Ο βασικός στόχος της ΑΣΟ να συνεχίσει ο ελληνικός στρατός τον πόλεμο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη θέση των βασιλικών αξιωματικών στο στράτευμα, όπως άλλωστε και του πρωθυπουργού Τσουδερού, ότι η Ελλάδα είχε επιτελέσει το καθήκον της και το μόνο που έπρεπε τώρα να κάνει ήταν να προετοιμάσει προσεκτικά ένα κατάλληλο στρατό που θα αποκαταστήσει το νόμο και την τάξη στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Τη θέση του αυτή είχε διατυπώσει ο Τσουδερός σε υπόμνημα του στο Γεώργιο ήδη από τον Ιούνιο 1941, άλλη μία ένδειξη των προτεραιοτήτων που τον απασχολούσαν και των σχεδίων που εξυφαίνονταν ενώ οι δυνάμεις του Άξονα στην Ελλάδα εφάρμοζαν τα πρώτα σκληρά μέτρα.
Η ΑΣΟ κυκλοφορούσε τη δική της παράνομη εφημερίδα «Αντιφασίστας». Παραρτήματα της οργάνωσης γρήγορα συγκροτήθηκαν στο Ναυτικό και την Αεροπορία με τις δικές τους εφημερίδες «Ελευθερία» και «Αστέρας». Ένα αποτελεσματικό δίκτυο οργανώσεων συγκροτήθηκε παράλληλα που επεξέτεινε την επιρροή πέρα από το χώρο των ενόπλων δυνάμεων. Η ΑΣΟ συνεργαζόταν στενά με την Αντιφασιστική Οργάνωση Ελλήνων στην Αίγυπτο και την Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ).1
Πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα η σημασία αυτής της ισχυρής εργατικής ένωσης τόσο για τη συμβολή της στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και για τον πολύ μεγάλο αριθμό απωλειών μεταξύ των μελών της στη διάρκεια του. Αυτό το ελεγχόμενο από κομμουνιστικές οργανώσεις δίκτυο επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο με την ίδρυση τον Φεβρουάριο 1943 του «Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου» (ΕΑΣ) για να διαδώσει στην ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου τις αρχές και τους στόχους του ΕΑΜ. Το περιοδικό «Ο ‘Ελλην» που εξέδιδαν αντιμετώπιζε πάντοτε προβλήματα με τις αγγλικές αρχές στην Αίγυπτο αλλά κατάφερε να συνεχίσει την έκδοση του μέχρι το 1945.
Αυτό το ευρύ αντιφασιστικό μέτωπο συμμετέχει ενεργά στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή την περίοδο αυτή.
Ο έλεγχος του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τις δυνάμεις του Άξονα έχει μεταφέρει στα πρώτα χρόνια του πολέμου τις στρατιωτικές συγκρούσεις έξω από τα γεωγραφικά όρια αυτής της ηπείρου.
Η εμφάνιση και η αυξανόμενη επιρροή του ΕΑΜ έχει σοβαρό αντίκτυπο στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Ο διχασμός μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών είναι εμφανής και στο σώμα των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων. Στη βασική αντιπαράθεση τους, την συντεχνιακού χαρακτήρα τήρηση της επετηρίδας ιεραρχίας, θα προστεθεί και η ανησυχία τους από την εδραίωση της επιρροής της ΑΣΟ στο στράτευμα χωρίς αυτό να οδηγήσει σε προσέγγιση αυτών των δύο παρατάξεων των αξιωματικών.
Στο πλαίσιο αυτό οι βασιλικοί αξιωματικοί, που είχαν κυριαρχήσει στις ένοπλες δυνάμεις μετά την αποτυχία του βενιζελικού κινήματος του 1935, για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, μετά την ανάκληση στην ενεργό υπηρεσία βενιζελικών αξιωματικών, αλλά και να προωθήσουν τις πολιτικές τους επιδιώξεις συγκροτούν τις δικές τους μυστικές οργανώσεις. Στο δεύτερο εξάμηνο του 1941, ιδρύεται η «Εθνική Νέμεσις» που αριθμεί αρκετές εκατοντάδες μέλη και εκδίδει τη δική της παράνομη εφημερίδα. Άλλη μία δεξιά οργάνωση ιδρύεται τον Ιανουάριο 1943 η «Εθνική Πανελλήνια Οργάνωσις». Στη διάρκεια του 1942 και στις αρχές του 1943 αυξάνεται η ένταση και τα επεισόδια μεταξύ των δύο παρατάξεων των αξιωματικών με περιπτώσεις ανυπακοής και άρνησης υπηρεσιών από τους βασιλικούς-μεταξικούς αξιωματικούς επειδή οι διοικητές τους είναι βενιζελικοί και ενώ οι μονάδες τους συμμετέχουν στις επιχειρήσεις του Ελ-Αλαμέιν. Την ίδια περίοδο η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση επεκτείνει την επιρροή και τον έλεγχο της στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων.
Η πρώτη εξέγερση
Αυτή η ένταση κορυφώνεται στις αρχές Μαρτίου 1943 και η ΑΣΟ επεμβαίνει δυναμικά πιστεύοντας ότι υπάρχει οργανωμένη προσπάθεια των βασιλικών αξιωματικών να απομακρύνουν τους βενιζελικούς αξιωματικούς από το στρατό. Η ΑΣΟ με τις Επιτροπές Στρατιωτών αναλαμβάνει τον έλεγχο και στις δύο ταξιαρχίες και θέτει σε περιορισμό και υπό φρούρηση όλους τους «αντιδραστικούς αξιωματικούς» στις σκηνές τους. Σε έγγραφο στον Άγγλο υπουργό, υπεύθυνο για τη Μέση Ανατολή, διαβεβαιώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι επιθυμούν να συνεχίσουν να συμμετέχουν στην πολεμική προσπάθεια των συμμάχων και καταγγέλλει τα «θλιβερά απομεινάρια» του φασιστικού μεταξικού καθεστώτος ότι προετοιμάζονται να διαλύσουν το στρατό υποβάλλοντας μαζικά τις παραιτήσεις τους. Ήδη στα τέλη Φεβρουαρίου 138 αξιωματικοί είχαν υποβάλλει τις παραιτήσεις τους. Είναι προφανές ότι μία τέτοια ενέργεια και μάλιστα από αξιωματικούς σε καιρό πολέμου επισύρει άμεση παραπομπή σε στρατοδικείο και εξάντληση της αυστηρότητας της στρατιωτικής δικαιοσύνη, πράγμα το οποίο δεν έγινε. Το κύριο αίτημα της ΑΣΟ ήταν να παραιτηθεί η κυβέρνηση και να αντικατασταθεί από μία πραγματικά δημοκρατική σύμφωνα με τη θέληση του ελληνικού λαού.
Η βρετανική στρατιωτική αποστολή στη 1η Ταξιαρχία αναφέρει ότι τα γεγονότα αυτά ήταν μία οργανωμένη επανάσταση που την προκάλεσε η αντίδραση στην κυβέρνηση Τσουδερού και η φασιστική πολιτική που εφάρμοζαν ορισμένοι αξιωματικοί. Ο Άγγλος διοικητής της 9ης Στρατιάς που επισκέφθηκε τις δύο Ταξιαρχίες συμφώνησε και η αρμόδια Βρετανική Εξεταστική Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι αιτίες αυτών των ταραχών ήταν «σχεδόν καθαρά πολιτικές».2
Ο Γεώργιος και ο Τσουδερός έφθασαν στο Κάιρο από το Λονδίνο για να επιλύσουν την πολιτική κρίση, ενώ ο Churchill είχε ήδη αναθέσει στον Άγγλο υπουργό Μέσης Ανατολής να χειριστεί την υπόθεση. Ο Τσουδερός δεν μπορούσε πλέον να αγνοεί τις Επιτροπές Στρατιωτών όπως είχε επιλέξει να κάνει μέχρι τότε. Όπως ανέφερε στο κλιμάκιο υπουργών που έδρευε στο Λονδίνο, οι χαμηλές βαθμίδες έχουν επαναστατήσει και το αποτέλεσμα είναι ότι η σύνθεση του σώματος των αξιωματικών δεν έχει πλέον καμία σημασία.
Η επισήμανση αυτή του Τσουδερού σημαίνει ότι για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία πραγματοποιήθηκε μία στρατιωτική επανάσταση από τα κάτω. Ουσιαστικά, αυτές οι εξελίξεις σήμαιναν ότι ήταν η πρώτη φορά που μία ελληνική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να διαπραγματευτεί με μία Οργάνωση που ελεγχόταν από χαμηλόβαθμους βαθμοφόρους και στρατιώτες που ήταν ταυτόχρονα μεσαία στελέχη του ΚΚΕ. Ήταν σαφές ότι οι αγγλικές και οι ελληνικές αρχές δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα άλλο γιατί ήταν αντιμέτωπες με μία επανάσταση που είχε εξαπλωθεί. Οι Επιτροπές Στρατιωτών στην Αεροπορία και στο Ναυτικό είχαν εκφράσει την αλληλεγγύη τους στις δύο Ταξιαρχίες αλλά δεν είχαν επαναστατήσει ανοικτά. Οι Επιτροπές στο Ναυτικό είχαν αποφασίσει να απέχουν από επαναστατικές κινήσεις για να μην εμποδιστεί η συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Όμως, ο Γιάννης Σαλάς, γραμματέας της ΑΣΟ, πίστευε ότι παρά το γεγονός ότι είχαν τον πλήρη έλεγχο του στρατού δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να έχουν την ευθύνη της κρίσης επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο οι βασιλικοί αξιωματικοί να προκαλέσουν σοβαρές ταραχές. Αντιλαμβανόταν επίσης ότι οι Επιτροπές Στρατιωτών δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ασκούν τη διοίκηση των δύο Ταξιαρχών. Η καλύτερη λύση θα ήταν αντιπρόσωποι της Αντίστασης στην Ελλάδα να αποτελέσουν τον πυρήνα της κυβέρνησης. Επειδή όμως αυτό ήταν αδύνατο στην δεδομένη συγκυρία, ο Σαλάς αποφάσισε ότι ο Τσουδερός μπορούσε να συνεχίσει ως πρωθυπουργός αλλά να συμπεριληφθούν στην κυβέρνηση δημοκρατικοί υπουργοί, από τους πολιτικούς που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στο Κάιρο και στους οποίους έγινε σαφές ότι πρέπει να παραμερίσουν τις διαφορές τους με τον Τσουδερό, του οποίου ζητούσαν την απομάκρυνση και να δεχθούν την τοποθέτηση τους. Η απόφαση πάρθηκε μετά από εκτεταμένες συζητήσεις και προβληματισμό στα ηγετικά κλιμάκια της ΑΣΟ. Όπως επισήμανε ο Γιάννης Σαλάς στο Γιώργο Αθανασιάδη, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και από τους πρωτεργάτες του αντιφασιστικού αγώνα στην Αίγυπτο, «…ο σχηματισμός κυβέρνησης με στοιχεία μόνο του Κέντρου, ύστερα από επαναστατική εκδήλωση των αντιφασιστικών δυνάμεων, είναι σοβαρή δεξιά παρέκκλιση. Μα το επαναστατικό κίνημα ακροβατεί σήμερα στο αριστερό χείλος του ιστορικού δρόμου. Μία αριστερή παρέκκλιση ισοδυναμεί με πήδημα στο χάος. Ενώ η δεξιά παρέκκλιση σου δίνει τη δυνατότητα να ξαναγυρίσεις στο σωστό ιστορικό σου δρόμο».3 Τόνισε επίσης ο στρατός θα υποστηρίξει ό,τι βλέπει θετικό στις ενέργειες της κυβέρνησης αλλά θα αφαιρέσει την εμπιστοσύνη του αν κάνει η καινούργια κυβέρνηση ό,τι και η προηγούμενη.
Με την εκ των υστέρων γνώση προκύπτει ότι το αντιφασιστικό κίνημα δεν υπολόγισε το μέγεθος της αντίδρασης των Άγγλων που στη διάρκεια του πολέμου έλεγχαν πολιτικά και στρατιωτικά το χώρο της Μέσης Ανατολής. Αυτοί με τη συνεργασία της κυβέρνησης Τσουδερού εφάρμοσαν μία πολιτική φθοράς, διώξεων και προκλήσεων απέναντι σ΄αυτό το κίνημα που έλεγχε τις ένοπλες δυνάμεις. Παρά το γεγονός ότι γνώριζαν την έκταση της επιρροής που είχαν οι Επιτροπές Στρατιωτών, οι Άγγλοι για λάθος λόγους καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας δεν μπορούσαν να διαλύσουν, ή έστω να αδρανοποιήσουν, τις ένοπλες δυνάμεις συμμάχου χώρας και μάλιστα της Ελλάδας στην αντίσταση της οποίας στις δυνάμεις του Άξονα το 1940-1941 στήριζαν το μεγάλο μέρος της προπαγάνδας τους.
Για τους ίδιους λόγους το Foreign Office απορρίπτει την πρόταση του Βρετανού πρεσβευτή στην Ελλάδα R.Leeper αλλά και του Τσουδερού, το Δεκέμβριο 1943, να διαλυθεί το αντιστασιακό κίνημα στην Ελλάδα για το καλό του ελληνικού λαού και των μελλοντικών αγγλο-ελληνικών σχέσεων. Το Foreign Office πίστευε ότι ήταν εξαιρετικά σημαντικό να διατηρηθεί το αντιστασιακό κίνημα, όχι εξ αιτίας της ασήμαντης επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας του, αλλά επειδή είχε πολύ μεγάλη προπαγανδιστική αξία για να διατηρηθεί το ηθικό του ελληνικού λαού.4
Αντίστοιχη αντιμετώπιση επιφυλάσσουν οι Άγγλοι και στην ίδια την ελληνική κυβέρνηση εξορίας από τη στιγμή της συγκρότησης της και ιδιαίτερα σ’ αυτήν που προκύπτει μετά το κίνημα του Στρατού το Μάρτιο 1943. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, με τη σαφή επικράτηση των όρων της ΑΣΟ και κάτω από την πίεση που αυτή ασκεί, οι Άγγλοι παρά τη μεγάλη απογοήτευση τους αναγκάζονται να αποδεχθούν την κυβέρνηση εξορίας όπως ανασυγκροτήθηκε με την είσοδο των Γ. Ρούσου (αντιπρόεδρος και υπουργός Ναυτικών), Β. Καραπαναγιώτη (Στρατιωτικών), Ε. Σοφούλη (Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως), θα προστεθούν ο υποναύαρχος Π. Βούλγαρης (Αεροπορίας) και ο Σ. Βενιζέλος (Ναυτικών).
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οι αγγλικές αρχές στην εσωτερική αλληλογραφία τους, αποδέχθηκαν απρόθυμα αυτή την «φθαρμένη» κυβέρνηση για όσο καιρό εξασφαλίζει τη συνέχεια των συμφωνιών που έχουν υπογράψει και εξυπηρετεί τις προπαγανδιστικές τους ανάγκες. Πρόκειται για άλλη μία τυπική περίπτωση χρησιμοποίησης κυβέρνησης αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων για την εξυπηρέτηση των αγγλικών, στην περίπτωση αυτή, συμφερόντων. Αυτή η τακτική θα επιβεβαιωθεί μετά την παραίτηση του Τσουδερού και της κυβέρνησής του, με την ανάθεση της πρωθυπουργίας στο Σ. Βενιζέλο για όσο διάστημα χρειάζεται για να αναλάβει αυτός την ευθύνη για την αιματηρή καταστολή του κινήματος στο Ναυτικό τον Απρίλιο 1944 και με την συνοπτική απομάκρυνσή του αμέσως μετά, για να δοθεί η πρωθυπουργία στον προεπιλεγμένο Γ. Παπανδρέου. Ο τελευταίος θα εκμετρήσει τη χρησιμότητα του για τον αγγλικό παράγοντα με τη διεκπεραίωση του Συνεδρίου του Λιβάνου, τη Συμφωνία της Καζέρτας και αναλαμβάνοντας εν γνώσει του την ευθύνη για τη σύγκρουση του Δεκέμβρη στην Αθήνα την τελευταία και αιματηρή φάση της οποίας θα παρακολουθήσει ως θεατής από την προνομιούχο θέση του πρωθυπουργού της χώρας.
Η δεύτερη εξέγερση
Η πολιτική και στρατιωτική κατάσταση του πολέμου έχει αλλάξει εντελώς ένα χρόνο αργότερα όταν, τον Απρίλιο 1944, οι ένοπλες δυνάμεις επαναστατούν ξανά. Το φασιστικό καθεστώς στην Ιταλία έχει καταρρεύσει από το Σεπτέμβριο 1943, οι συμμαχικές στρατιές προσεγγίζουν την υπό γερμανική κατοχή Ρώμη. Η Μέση Ανατολή δεν είναι πλέον θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και το γεγονός ότι ο σοβιετικός στρατός έχει εισβάλλει πλέον στην Ευρώπη και στο χώρο των Βαλκανίων βρίσκεται ήδη στη Ρουμανία, θέτει άλλες προτεραιότητες για τους Άγγλους και τους επιτρέπει, σε αντίθεση με το Μάρτιο 1943, να επιδιώξουν την δυναμική αντιμετώπιση των επαναστατημένων ενόπλων δυνάμεων και ουσιαστικά τη διάλυση του στρατού ξηράς.
Η ίδρυση από το ΕΑΜ της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης το Μάρτιο 1944 λειτουργεί καταλυτικά στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Στην ηγεσία του ευρύτερου αντιφασιστικού χώρου και της ΑΣΟ αντιπαρατίθενται δύο απόψεις ως προς το ποια πολιτική θα ακολουθήσει απέναντι στην ίδρυση της ΠΕΕΑ. Η μία άποψη υποστήριζε ότι δεν πρέπει να εκδηλωθούν τότε υπέρ της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ, αλλά στις παραμονές της απόβασης της κυβέρνησης στην Ελλάδα, αν είναι δυνατό επί ελληνικού εδάφους, την κρίσιμη στιγμή της ξένης επέμβασης. Αντίθετα η άλλη άποψη υποστήριξε ότι οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να εκδηλωθούν άμεσα και ανεπιφύλακτα για να κλονιστεί το κύρος της κυβέρνησης εξορίας, για να ελκύσουν την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης στην πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Ένα επιπλέον επιχείρημα ήταν ότι οι Άγγλοι δεν θα χρησιμοποιούσαν το στρατό και το ναυτικό στην απελευθέρωση της Ελλάδας επειδή γνώριζαν ότι η σύνθεση τους ήταν 90-95% δημοκρατική.5
Τελικά επικράτησε η άποψη της άμεσης και γενικής επέμβασης που υποστήριζε και ο γραμματέας της ΑΣΟ, Γιάννης Σαλάς. Η απόφαση για εξέγερση πάρθηκε χωρίς εξωτερική επέμβαση γιατί σύμφωνα με τις ενδείξεις που υπάρχουν δεν έχει διαπιστώσει άμεση επαφή με την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Η «Επιτροπή Εθνικής Ενότητος Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων Μ.Α.» που συγκροτήθηκε επέδωσε στις 31 Μαρτίου 1944 υπόμνημα στον Τσουδερό με κύριο αίτημα τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με βάση την ΠΕΕΑ. Η εντύπωση του Αμερικανού πρεσβευτή L.MacVeagh ήταν ότι αυτή η επιτροπή αξιωματικών που τον επισκέφθηκε για να του επιδώσει το υπόμνημα κάθε άλλο παρά «σκουπίδια» ήταν όπως τον είχε κάνει να πιστέψει ο Τσουδερός. Τη διαχείριση της κρίσης ανάλαβαν οι αγγλικές αρχές και ο Churchill προσωπικά. Τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους αλλά πήραν εντολή να παραμείνουν στις θέσεις τους απέχοντας από κάθε ενέργεια μέχρι να φθάσει ο Γεώργιος στο Κάιρο από το Λονδίνο. Η εξέγερση ήταν πολύ σοβαρότερη και εκτεταμένη από εκείνη του Μαρτίου 1943. Όλες οι μονάδες του Στρατού και του Ναυτικού με ελάχιστες εξαιρέσεις είχαν εκδηλωθεί υπέρ της ΠΕΕΑ. Σε όλες τις μονάδες οι Επιτροπές Στρατιωτών είχαν τον έλεγχο. Μεταξύ αυτών και η 1η Ταξιαρχία πλήρως εξοπλισμένη και έτοιμη να αναχωρήσει για το μέτωπο της Ιταλίας.6 Οι Επιτροπές Στρατιωτών στην Αεροπορία, αν και τάχθηκαν αλληλέγγυες, δεν εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ της ΠΕΕΑ. Οι Άγγλοι αποφάσισαν η καταστολή της εξέγερσης να αρχίσει από το Ναυτικό και να την αναλάβουν Έλληνες.
Η επιτυχημένη επίθεση στα δύο επαναστατημένα πλοία στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας είχε 50 νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Ακολούθησε η παράδοση όλων των εξεγερμένων μονάδων. Ο ελληνικός στρατός αναδιοργανώθηκε ριζικά. Από τους 18.500 άνδρες, περίπου 2.500 «έμπιστα στοιχεία» συγκρότησαν τη 3η Ορεινή Ταξιαρχία που πολέμησε στο Ρίμινι της Ιταλίας και στην Αθήνα το Δεκέμβρη 1944, ενάντια στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ Οι μισοί περίπου από τους άνδρες του Στρατού φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην αφρικανική έρημο. Επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου το καλοκαίρι του 1945.
Οι Άγγλοι διαπίστωσαν την έκταση της επιρροής της ΑΣΟ, χωρίς φυσικά να το παραδεχτούν δημόσια. Στο Foreign Office «τους προξένησε ανησυχία και έκπληξη», όπως επεσήμανε ο ίδιος ο υπουργός εξωτερικών Anthony Eden, όταν είδαν ότι οι επαναστάτες αποτελούσαν το μισό και περισσότερο των ανδρών των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων και ότι οι ταραχές δεν προκλήθηκαν από μία «φούχτα φανατικών» όπως γενικά πίστευαν μέχρι τότε.7 Υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση ότι οι Άγγλοι δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την εξέγερση του Απριλίου 1944 ώστε να εκκαθαρίσουν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ενώ ακόμα στάθμευαν στην Μέση Ανατολή, μία περιοχή υπό αγγλικό στρατιωτικό έλεγχο. Ανεξάρτητα από το πόσο πιθανή φαίνεται μία τέτοια εξήγηση δεν υπάρχουν διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία να την στηρίξουν.
Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν έδωσαν μεγάλη προσοχή στην αύξηση της κομμουνιστικής επιρροής στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή.
Δεν έχει διαπιστωθεί ότι δόθηκαν οδηγίες ή συμβουλές στην ΑΣΟ από το ΚΚΕ αν και υπήρξαν αρκετές ευκαιρίες για κάτι τέτοιο. Αντίθετα αυτές οι εξεγέρσεις υπέρ της ΠΕΕΑ καταδικάστηκαν έντονα από τις αντιπροσωπείες της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όταν έφθασαν στο Κάιρο για να λάβουν μέρος στο Συνέδριο του Λιβάνου. Σ’ ένα γράμμα που έστειλαν στον Churchill για να τον ευχαριστήσουν για το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα και το μέλλον της αναφέρονται στις παράφρονες πράξεις ανεύθυνων προσώπων οι οποίες παρά το γεγονός ότι γεννήθηκαν από την επιθυμία για εθνική ένωση οδήγησαν σε οδυνηρά και καταστρεπτικά αποτελέσματα τα οποία πρέπει να καταδικαστούν από όλους.
Όταν οι φυλακισμένοι άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων, οι «συρματένιοι» όπως τους αποκαλούσαν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, επέστρεψαν στην Ελλάδα οι περισσότεροι συνέχισαν τον αγώνα και υπέστησαν τις συνέπειες.
Αν το μαζικό αυτό κίνημα «ξεχάστηκε» και οι αγωνιστές του δεν έχουν τύχει ακόμα της προσοχής και της εκτίμησης που δικαιούνται, είναι μια άλλη ιστορία που πρέπει επιτέλους να γραφτεί και θα γραφτεί.
1. Κ.Τσουμάνης, Το Ελληνικό εμπορικό ναυτικό και το ναυτεργατικό κίνημα (1939-1945), Αθήνα, Προσκήνιο, 2001.
2. R6554 F.Ο./371/37216, Αναφορά Βρετανικής Εξεταστικής Επιτροπής, 14 Απριλίου 1943
3. Γιώργη Αθανασιάδη, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας, Εκδόσεις Ελεύθερη Ελλάδα, 1971, σ.116. (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1999). Ο Γιώργος Αθανασιάδης (1897-1971) γυμνασιάρχης της Ξενάκειου Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου (1922-1944) και διακεκριμένος εκπαιδευτικός με πλούσιο συγγραφικό έργο, μετά τη φυλάκιση του από τους Άγγλους και την αναγκαστική αναχώρηση του από την Αίγυπτο, καταφεύγει το 1949 στις Λαϊκές Δημοκρατίες και εργάζεται δραστήρια για την εκπαίδευση των Ελλήνων μαθητών στην Επιτροπή βοήθειας του Παιδιού (ΕΒΟΠ) και σε άλλες θέσεις. Για τη δράση του αντιφασιστικού κινήματος στη Μέση Ανατολή βλέπε και το Β.Νεφελούδης, Η Εθνική Αντίσταση στη Μέση Ανατολή, Τόμοι Α+Β, Θεμέλιο Αθήνα 1981
4. P.Papastratis, British Policy towards Greece 1941-1944, Cambridge University Press, 1984, σ.152-153
5. Γ.Αθανασιάδης, σ.176-177
6. Α.Ζερβούδης, Η Ταξιαρχία του Ελ Αλαμέϊν (η 1η ελληνική Ταξιαρχία), Χίος 1985, σ.417-434.
7. R7247 F.O.371/43702, Σχόλιο Eden, 6 Μαΐου 1944