Άρθρο
Ρόζα Λούξεμπουργκ: Η φωνή του ηφαίστειου

Εξώφυλλο του τευχους 99

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης θυμίζει την πολύτιμη κληρονομιά της μεγάλης επαναστάτριας.

 

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε το 1871, χρονιά της Παρισινής Κομμούνας. Για όσες και όσους μπαίνουν σήμερα στον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία, η εποχή αυτή φαντάζει σαν μια άγνωστη ήπειρος, ενδιαφέρουσα ίσως ως ιστορικό ανάγνωσμα, αλλά ελάχιστα σχετική με τις εμπειρίες και τις αναγκαιότητες της πάλης του σήμερα.

Κι όμως, θα πρέπει να σταθούμε πιο προσεκτικά στην εμπειρία των αγωνιστριών και αγωνιστών που έζησαν στη στροφή του 20ού αιώνα και πρωταγωνίστησαν στη μεγάλη επαναστατική έξαρση που κωδικά αποκαλούμε 1917. Στη γενιά αυτή θα βρούμε πλούσιες πηγές και κρίσιμα διδάγματα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στέκεται στις κορυφές της: για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση της επιστήθιας φίλης και συντρόφισσάς της Κλάρας Τσέτκιν, ήταν «η φλόγα και το ξίφος της επανάστασης».

Η πρώτη περίοδος της δράσης της Ρόζας ήταν στην Πολωνία (που ήταν τότε υπό μεγαλορώσικη κυριαρχία), αρχικά στη σοσιαλιστική ομάδα «Προλεταριάτο» και στη συνέχεια στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Πολωνίας, το οποίο ίδρυσε σε αντιπαράθεση με το εθνικιστικό Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Πιλσούδσκι. Ωστόσο, σε ηλικία 27 ετών η Ρόζα πέρασε στην Γερμανία και έγινε μέλος του εκεί Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), αναδεικνυόμενη σε μία από τις σημαντικότερες ηγετικές μορφές του.

Από τις στήλες αυτού του περιοδικού1 έχουμε αναλυτικά περιγράψει τις ιδεολογικές και πολιτικές μάχες που έδωσε η Ρόζα ενάντια στην πολιτική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο Γερμανικό SPD, σχεδόν αμέσως από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στη Γερμανία. Εμβληματική υπήρξε η σύγκρουση της με τον Μπερνστάιν, ο οποίος εξέφραζε τις πιο ανοιχτά αναθεωρητικές απόψεις σχετικά με τη στρατηγική του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος. Ο Μπερνστάιν περιέγραφε τον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα που έχει ξεπεράσει τις κρίσεις του και μπορεί να μεταρρυθμιστεί μέσα από την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κόντρα στις επαναστατικές παραδόσεις του παρελθόντος.

Η υπεράσπιση της επαναστατικής στρατηγικής από πλευράς Ρόζας πραγματοποιήθηκε σε σειρά άρθρων της, τα οποία δημοσιεύτηκαν συνολικά το 1900 στο περίφημο βιβλίο της «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση». Για τον αναγνώστη του σήμερα, είναι εκπληκτικό πώς μια σειρά επιχειρήματα και συζητήσεις που πολλές φορές εμφανίζονται ως καινούργια έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες στο παρελθόν του κινήματος.

Η Ρόζα δεν αντιπαρατέθηκε μονάχα στην εικόνα του καπιταλισμού δίχως κρίσεις (το οικονομικό της έργο εξάλλου είναι εξίσου πλούσιο με τα πολιτικά της κείμενα) ούτε υπερασπίστηκε απλά την επικαιρότητα του επαναστατικού δρόμου. Στο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», η Ρόζα κατεδαφίζει το κλασικό επιχείρημα των ρεφορμιστών ότι οι επαναστάτες είναι ρομαντικοί αιθεροβάμονες που δεν ενδιαφέρονται για τις μεταρρυθμίσεις στο σήμερα. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δύο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, τις οποίες μπορεί να διαλέξει κανείς από τον μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα… Η εκάστοτε νομοθεσία είναι ένα προϊόν της επανάστασης. Ενώ η επανάσταση είναι μια πολιτική δημιουργική πράξη της ταξικής ιστορίας, η νομοθεσία είναι η πολιτική συνέχεια της ζωής της κοινωνίας. Η νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία δεν περικλείει μέσα της μια δική της ανεξάρτητη απ’ την επανάσταση κινητήρια δύναμη, κινείται μέσα σε κάθε ιστορική περίοδο αποκλειστικά πάνω στη γραμμή της προηγηθείσας ανατροπής…».2

Αν έτσι η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη κάθε κατάκτησης του εργατικού κινήματος στο σήμερα (δηλαδή, κάθε «μεταρρύθμισης»), είναι αστείο να εξυψώνει κανείς το κοινοβούλιο σε κορωνίδα της σοσιαλιστικής στρατηγικής. Για να χρησιμοποιήσουμε τα δηλητηριώδη λόγια της Ρόζας:

«Στον Μπερνστάιν έπεσε η αποστολή να ανακηρύξει τον ορνιθώνα του αστικού κοινοβουλίου σαν το ενδεδειγμένο όργανο για την πραγματοποίηση της φοβερότερης κοσμοϊστορικής ανατροπής: το πέρασμα της κοινωνίας απ’ την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική μορφή».3

Κομμάτι της ίδιας μάχης θα είναι η σύγκρουση της Ρόζας με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που αποτυπώθηκε στο βιβλίο της “Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα”, καρπός της συμμετοχής της στο επαναστατικό κίνημα του 1905 στη Ρωσία. Στα κείμενα αυτά, η Ρόζα δίνει την πρώτη μαρξιστική ανάλυση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ως στρώματος που, επειδή διαπραγματεύεται τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, τείνει να συντηρητικοποιείται και να παίζει ανασχετικό ρόλο στο ξεδίπλωμα της δυναμικής των εργατικών αγώνων. “Δεν μπορούμε”, λέει η Ρόζα, “να πραγματοποιήσουμε ούτε την επανάσταση ούτε τη μαζική απεργία με την ψυχολογία ενός συνδικαλιστή που δέχεται να απεργήσει με την προϋπόθεση ότι στην περίπτωση της απόλυσής του θα μπορεί να στηριχθεί σε ένα απ' τα πριν και με ακρίβεια προσδιορισμένο επίδομα”.4

Η ενθουσιώδης περιγραφή των μαζικών απεργιών και του ρόλου που έπαιξαν στην πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905 έχει για τη Ρόζα προφανές πολιτικό και εσωκομματικό περιεχόμενο. Απέναντι στον βολικό για τις ηγεσίες διαχωρισμό οικονομικών και πολιτικών μαχών (ένα επιχείρημα τόσο γνώριμο και στο σήμερα), όπου τα συνδικάτα κάνουν τις απεργίες και το κόμμα κάνει την “πολιτική”, η Ρόζα εξηγεί ότι με τη μαζική απεργία οι εργατικές μάζες μπορούν οι ίδιες να κάνουν πολιτική, δημιουργώντας “ένα μόνιμο ρεζερβουάρ ενεργητικότητας του προλεταριάτου, από όπου η πολιτική πάλη ανανεώνεται συνεχώς με φρέσκιες δυνάμεις”.5

Εσωκομματικές μάχες

Στη διάρκεια αυτών των πολιτικών και ιδεολογικών μαχών, η Λούξεμπουργκ κατοχύρωσε για τον εαυτό της τον ρόλο της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Η πτέρυγα αυτή μπορεί να μην πήρε ποτέ αυτοτελή οργανωτικά χαρακτηριστικά, γεγονός που θα αποδεικνυόταν καθοριστικό στη συνέχεια, αλλά ήταν πολιτικά ορατή στη ζωή του κόμματος και τις αντιπαραθέσεις του κινήματος. Τα κείμενα, οι λόγοι και οι παρεμβάσεις της Ρόζας στις εφημερίδες, τις συγκεντρώσεις, τα “πανεπιστήμια” του SPD λειτουργούσαν σαν μια διαρκής υπενθύμιση μιας εσωκομματικής μάχης, που έμελλε να εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό ρήγμα με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Ας δώσουμε κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Με αφορμή μια τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη το Μάη του 1902 στο λιμάνι του St. Pierre στο νησί της Μαρτινίκας της Καραϊβικής που κόστισε τη ζωή σε 40.000 ανθρώπους, η Ρόζα έγραψε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε αρχικά στην Leipziger Volkszeitung στις 15 Μάη 1902, με το οποίο κατακεραύνωνε την υποκριτική αλληλεγγύη των Μεγάλων Δυνάμεων στα θύματα της καταστροφής: «Γάλλοι και Αγγλοι, ο Τσάρος και η Γερουσία της Ουάσιγκτον, η Γερμανία και η Ολλανδία δίνουν χρήματα, στέλνουν τηλεγραφήματα, τείνουν χείρα βοηθείας. Μια αδελφοσύνη των λαών ενάντια στην καυτή έχθρα της φύσης, μια αναζωογόνηση του ανθρωπισμού στα ερείπια του ανθρώπινου πολιτισμού”.6

Είναι η περίοδος της ανάδυσης του ιμπεριαλισμού, των μεγάλων ανταγωνισμών για το χώρισμα κάθε εκατοστού του πλανήτη ανάμεσα στα κεφάλαια και τα εθνικά τους κράτη. Η Ρόζα θα μαστιγώσει τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των κυρίαρχων κρατών (ένας προάγγελος της σύγκρουσης με τις σωβινιστικές τάσεις μέσα στο ίδιο το SPD), θυμίζοντας την επαναστατική προοπτική:

«Ορος Pelee, μεγαλόψυχε γίγαντα, εσύ μπορείς να γελάσεις, μπορείς να δεις με απέχθεια αυτούς τους γενναιόδωρους δολοφόνους, αυτά τα δακρύζοντα σαρκοφάγα, αυτά τα κτήνη με τη φορεσιά του Σαμαρείτη. Αλλά μια μέρα θα έρθει ένα άλλο ηφαίστειο να υψώσει τη βροντερή φωνή του: ενα ηφαίστειο που χοχλάζει και βράζει, είτε το χρειάζεστε είτε όχι, και θα σαρώσει ολόκληρο τον ψευδοευλαβή, αιμοσταγή πολιτισμό από προσώπου γης. Και μόνο πάνω στα ερείπιά του οι λαοί θα ενωθούν με αληθινό ανθρωπισμό, που θα ξέρει μόνο ένα θανάσιμο εχθρό, την τυφλή, νεκρή φύση”.

Λίγα χρόνια μετά, το 1906, η γερμανική άρχουσα τάξη θα ξεσηκώσει μια υστερική εθνικιστική καμπάνια για το “δικαίωμα” της Γερμανίας να αποκτήσει αποικίες, “όπως και τα υπόλοιπα πολιτισμένα έθνη”. Στις εκλογές που θα ακολουθήσουν, το SPD θα χάσει τις μισές βουλευτικές του έδρες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ανοιχτή διαμάχη μέσα στο κόμμα για το αν ήταν σωστό να αντιταχτεί στην εκστρατεία αυτή και να “αποξενώσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους”. Ο Καρλ Λήμπκνεχτ, ανερχόμενο αστέρι του κόμματος και ο μετέπειτα μοναδικός βουλευτής του που θα καταψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις το 1914, θα γράψει το βιβλίο “Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός” στα πλαίσια αυτής της διαμάχης. Το 1907, στο συνέδριο της Διεθνούς στη Στουτγάρδη, η Ρόζα και ο Λήμπκνεχτ θα δώσουν, με σύμμαχο τον Λένιν, τη μάχη για μια καθαρή αντιπολεμική και αντι-ιμπεριαλιστική θέση της Διεθνούς.

Την πρωτοχρονιά του 1912, στην εφημερίδα Die Gleichheit (Η ισότητα), ένα φύλλο του SPD που αρχικά απευθυνόταν στις γυναίκες, αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκε σε σημαντικό ιδεολογικοπολιτικό του όργανο, η Ρόζα θα αδράξει την ευκαιρία, με αφορμή τον τραγικό θάνατο δεκάδων αστέγων από μαζική δηλητηρίαση σε ένα νυχτερινό άσυλο στο Βερολίνο, να ξεδιπλώσει μια πολεμική για την ψυχή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Το γεγονός της δηλητηρίασης τις μέρες των Χριστουγέννων είχε προκαλέσει σάλο στη χώρα:

«Όσο ήταν ζωντανοί ο Γιόζεφ Γκάιχε, ο Καρλ Μελχιόρ ή ο Λουσιάν Στσυπτιερόβσκι, οι ταπεινές υπάρξεις τους δεν είχαν αποτελέσει ποτέ αντικείμενο τέτοιας προσοχής. Τώρα, ιατρικές κορυφές εντρυφούν στα σπλάχνα τους. Το περιεχόμενο του στομαχιού τους, για το οποίο ο κόσμος αδιαφορούσε παντελώς μέχρι σήμερα, το εξετάζουν προσεκτικά και το συζητούν στις εφημερίδες. Δέκα επιστήμονες εργάζονται για να απομονώσουν τον βάκιλο που ευθύνεται για τον θάνατό τους. Ο Λουσιάν Στσυπτιερόβσκι έγινε ξαφνικά μια σημαντική προσωπικότητα: σίγουρα θα φούσκωνε από ματαιοδοξία αν δεν κείτονταν, αηδιαστικό πτώμα, στο τραπέζι του νεκροτομείου. Ως κι ο Κάιζερ ενημερώθηκε, ενώ η ευγενής σύζυγός του ζήτησε να εκφράσουν τα συλλυπητήριά της στον Δήμαρχο, ο οποίος χαίρει άκρας υγείας, αλλά, τέλος πάντων, σε ποιον θέλετε να διατυπωθούν τα συλλυπητήρια, αφού κανείς δεν γνωρίζει τις πενθούσες οικογένειες; Πώς να τις ψάξουμε στα καταγώγια, στα ορφανοτροφεία, στα εργοστάσια ή στα ορυχεία;”.7

Η Ρόζα περιγράφει την εσφαλμένη κοινή πεποίθηση στην οργανωμένη εργατική τάξη, στους εργάτες που είναι μέλη του SPD και των συνδικάτων, ότι υπάρχει ένα αδιαπέραστο σύνορο ανάμεσα σε αυτούς και τους εξαθλιωμένους των πόλεων. Κι όμως, αναλύοντας την λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής, αποδεικνύει ότι είναι η ίδια η λογική της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος που αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τον κάθε εργάτη να γνωρίσει την εξαθλίωση της ανεργίας, της απορίας και του νυχτερινού ασύλου. Γι' αυτό και, ενώ ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα αντλεί τη δύναμή του από τις οργανωμένες ταξιαρχίες της εργατικής τάξης, δεν θα πρέπει να ξεχνάει ούτε στιγμή ότι πρέπει να είναι το μεγάφωνο όλων των καταπιεσμένων, αν θέλει να αποκαθιστά την ενότητα της τάξης και να μην καταλήξει το ρεφορμιστικό εργαλείο μιας προνομιούχας κάστας:

«Ο Λούσιαν Στσυπτιερόβσκι, που τελείωσε τη ζωή του στον δρόμο, δηλητηριασμένος από μια σάπια ρέγκα, είναι μέρος του προλεταριάτου ακριβώς όπως και οποιοσδήποτε ειδικευμένος εργάτης που αμείβεται τόσο καλά ώστε να αγοράζει ευχετήριες κάρτες για τη νέα χρονιά και μία επίχρυση αλυσίδα για το ρολόι του”.

Και τελειώνει αυτή την φαινομενικά εορταστική – αλλά στην πραγματικότητα απόλυτα πολεμική – παρέμβασή της η Ρόζα, γράφοντας:

«Την επομένη των οδοφραγμάτων της 18ης Μαρτίου 1848, οι βερολινέζοι εργάτες σήκωσαν τα πτώματα των νεκρών της εξέγερσης και τα μετέφεραν μπροστά στα Ανάκτορα, εξαναγκάζοντας τον δεσποτισμό να δείξει τον σεβασμό του στα θύματα. Σήμερα πρέπει να υψώσουμε τα δηλητηριασμένα πτώματα των άστεγων του Βερολίνου, που είναι σάρκα από τη σάρκα και αίμα από το αίμα μας, πάνω σε χιλιάδες χέρια προλεταρίων, και να τα μεταφέρουμε σ' αυτή την νέα χρονιά αγώνων φωνάζοντας: Κάτω το αισχρό κοινωνικό καθεστώς που γεννά τέτοια φρίκη!”.

Ενάντια στον επερχόμενο πόλεμο

Τα επόμενα δύο χρόνια ήταν μια περίοδος αφιερωμένη στην αντιπολεμική και αντι-μιλιταριστική αγκιτάτσια. Η Λούξεμπουργκ όργωσε τη Γερμανία, συμμετείχε σε πλήθος συγκεντρώσεις, ομιλίες, κλπ και μετέφερε παντού το αντιπολεμικό μήνυμα, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι η ηγεσία του SPD είχε πλέον παραδοθεί στον σοσιαλσωβινισμό και ετοιμαζόταν να “υπερασπιστεί την πατρίδα” με το ξέσπασμα του πολέμου. Το 1913 στην Φρανκφούρτη η Ρόζα βγάζει έναν λόγο στον οποίο δηλώνει κατηγορηματικά:

«Αν οι καπιταλιστές περιμένουν από μας να σηκώσουμε τα όπλα του θανάτου ενάντια στους γάλλους αδελφούς μας ή ενάντια στο λαό οποιασδήποτε άλλης χώρας, τους βεβαιώνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα το κάνουμε ποτέ”.8

Ο εισαγγελέας απαγγέλλει κατευθείαν κατηγορίες για πρόκληση σε στρατιωτική απειθαρχία και στάση. Στη δίκη που έγινε στην Φρανκφούρτη το 1914, ο εισαγγελέας την κατηγορεί ότι στις συγκεντρώσεις “επιτίθεται στο πιο ζωτικό νεύρο του Κράτους”. Η ίδια απαντάει:

«Όπως καταλαβαίνετε, αγαπητοί ακροατές.... το πιο ζωτικό νεύρο του σημερινού μας Κράτους δεν είναι η ευημερία του λαού του, η αγάπη της πατρίδας, ο πολιτισμός, όχι... τίποτε απ' όλα αυτά, το πιο ζωτικό νεύρο είναι οι ξιφολόγχες... Ενάντια σ' αυτό το ζωτικό νεύρο αγωνιζόμαστε μ' όλες μας τις δυνάμεις απ' το πρωί ως το βράδυ. Θέλουμε αυτό το “ζωτικό νεύρο” να κομματιαστεί όσο γίνεται πιο γρήγορα”.9

Η Ρόζα μετατρέπει την απολογία της σε κατηγορητήριο κατά του επερχόμενου πολέμου και της καπιταλιστικής τάξης. Το τέλος του λόγου της έχει μείνει μνημειώδες:

«Ο εισαγγελέας δήλωσε ρητά – το σημείωσα καλά αυτό – ότι ζήτησε την άμεση σύλληψή μου γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα τό σκαγα. Μ' άλλα λόγια μας λέει τι θα έκανε αυτός στη θέση μου και ο συλλογισμός του είναι ο παραπάνω: Αν εγώ ο εισαγγελέας κινδύνευα να καταδικαστώ σε φυλάκιση ενός έτους, θα τό σκαγα. Κύριε εισαγγελέα, δεν έχω καμία αμφιβολία γι' αυτό και το πιστεύω απόλυτα, ότι αν ήσαστε στη θέση μου θα το σκάγατε από το φόβο σας. Ένας σοσιαλδημοκράτης όμως, α.... όχι, αυτός να είστε σίγουρος ότι δεν το σκάει, δεν θα τόκανε ποτέ αυτό. Υπερασπίζει τις πράξεις του, απαντά στις κατηγορίες σας και περιγελά τις καταδίκες σας. Και τώρα, καταδικάστε με!”.10

Η Ρόζα θα καταδικαστεί, αλλά δεν θα φυλακιστεί άμεσα εξαιτίας της δύναμης του κινήματος αλληλεγγύης. Δυστυχώς, η μαζική αυτή αντι-μιλιταριστική εκστρατεία θα λήξει με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την ιστορική προδοσία των κομμάτων της Β' Διεθνούς και κύρια του SPD, που στήριξαν το καθένα τη δικιά του άρχουσα τάξη στο όνομα της “υπεράσπισης της πατρίδας”. Ο μαζικός ενθουσιασμός των αρχών του πολέμου (που έκανε τους επαναστάτες να νιώσουν απόλυτα απομονωμένοι και ηττημένοι) θα εξατμιζόταν μετά την εμπειρία των εκατομμυρίων νεκρών στα χαρακώματα και τη μακροχρόνια συνέχιση του πολέμου.

Η Λούξεμπουργκ, μαζί με τους στενότερους συντρόφους της, συγκροτεί την ομάδα “Σπάρτακος”. Ο Σπάρτακος οργανώνει το πρώτο σοσιαλιστικό δίκτυο αντίθεσης στον πόλεμο, αλλά και στην φιλοπόλεμη γραμμή της ηγεσίας του SPD, με φυλλάδια, παράνομη δράση, τις πρώτες συγκεντρώσεις, κλπ. Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας, η Ρόζα θα φυλακιστεί και θα απελευθερωθεί μονάχα με το ξέσπασμα της Γερμανικής Επανάστασης τον Νοέμβρη του 1918. Ήδη το SPD έχει υποστεί μια μαζική διάσπαση προς τα αριστερά του, με τη δημιουργία του Ανεξάρτητου SPD (του USPD), στο οποίο συμμετέχει και ο Σπάρτακος. Αλλά οι ανάγκες της επανάστασης επιτάσσουν πλέον πολύ καθαρότερες απαντήσεις από την προπολεμική μαρξιστική “ορθοδοξία” του Κάουτσκι. Τον Δεκέμβρη του 1918, η Ρόζα πρωταγωνιστεί στις διαδικασίες ίδρυσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, του KPD.

Λίγο πριν το τέλος

Τα καθήκοντά της τώρα είναι διπλά. Αφενός χρειάζεται να πείσει χιλιάδες και χιλιάδες εργάτες που μπαίνουν στο στίβο της πολιτικής, δημιουργούν Σοβιέτ αλλά ο πρώτος σταθμός της πολιτικοποίησής τους είναι η στήριξη στο παλιό SPD, ότι τα αιτήματα και η νίκη της επανάστασης δεν θα πραγματοποιηθούν μέσα από μια κυβέρνηση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Η πάλη ενάντια στον κυβερνητισμό και η επαναβεβαίωση της επαναστατικής στρατηγικής είναι έτσι βασικό φυσιογνωμικό στοιχείο του νέου κόμματος:

“Ο αγώνας μέσα σε κοινοβουλευτικά πλαίσια, αντίθετα με την άμεση επαναστατική δράση της εργατικής τάξης θεωρήθηκε μ' αυτόν τον τρόπο σαν η μοναδική μορφή της πάλης των τάξεων. Ήταν το βούλιαγμα μέσα στον πλέριο κοινοβουλευτισμό... Διατυμπάνιζαν ότι αφού κατακτήσουν τη βουλή, θα την βάλουν να υπηρετήσει τα συμφέροντα του προλεταριάτου...

Φαντάζονται ότι για να φέρουν το σοσιαλισμό αρκεί να ανατρέψουμε την παλιά "σοσιαλιστική" κυβέρνηση και να την αντικαταστήσουμε με μια κυβέρνηση αληθινών επαναστατών και μετά να εκδώσουμε μερικά διατάγματα με τα οποία θα εγκαθιδρύουμε το σοσιαλισμό. Όλα αυτά δεν είναι παρά αυταπάτες. Δεν είναι δυνατόν και δεν μπορεί ποτέ ο σοσιαλισμός να εγκαθιδρυθεί με διατάγματα, ακόμα κι όταν υπάρχει η πιο τέλεια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Ο σοσιαλισμός πρεπει να πραγματωθεί από τις μάζες, πρέπει να πραγματοποιηθεί από κάθε προλετάριο. Η αλυσίδα του καπιταλισμού πρέπει να σπάσει ακριβώς σ' εκείνους τους κρίκους απ' όπου δένει και τους προλετάριους. Αυτός είναι ο πραγματικός σοσιαλισμός και μόνο έτσι μπορεί να γίνει πράξη...

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλοι θέλουμε να ελπίζουμε στην πτώση της κυβέρνησης Εμπερτ-Σάιντεμαν και στη γρήγορη αντικατάστασή της από μια άλλη κυβέρνηση, πραγματικά σοσιαλιστική και προλεταριακή. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα να τραβήξω την προσοχή σας όχι προς την κορφή της πυραμίδας αλλά προς τη βάση της. Θα πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να έχουμε αυταπάτες σαν κι αυτές που πιστεύουμε ότι θα ταν αρκετό για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης να αντικαταστήσουμε την καπιταλιστική κυβέρνηση με μια άλλη. Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν μπορεί να κατοχυρωθεί παρά μόνο αν η κυβέρνηση Εμπερτ-Σάιντεμαν συντριβεί κάτω από το μαζικό κοινωνικό επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης”.11

Αφετέρου, χρειάζεται να πείσει τους – συνήθως νεαρότερους – συντρόφους της στο KPD ότι η νίκη της επανάστασης θα χρειαστεί το κέρδισμα των πλατιών προλεταριακών μαζών που μπήκαν στην μάχη και όχι απλώς των πιο πρωτοπόρων και αποφασισμένων για άμεση δράση κομματιών τους. Αυτό σημαίνει συμμετοχή στις απεργιακές μάχες και τα συνδικάτα, ακόμα κι αν αυτά έχουν τις ίδιες παλιές προδοτικές ηγεσίες, συμμετοχή στις εκλογές και το Κοινοβούλιο, επίμονη και υπομονετική διαφωτιστική δουλειά στις μάζες και ούτω καθεξής.

Η προσπάθεια αυτή ήταν ίσως η σημαντικότερη στην πολιτική ζωή της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η τραγωδία είναι ότι υπήρξε τραγικά καθυστερημένη. Η ύπαρξη ενός συγκροτημένου επαναστατικού κόμματος πριν το ξέσπασμα της επανάστασης, ακόμα και αν αυτό ήταν αρχικά μικρό, θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο στην πορεία των γεγονότων. Η “εξέγερση του Σπάρτακου”, όπως έμεινε γνωστή η ανεπιτυχής εξέγερση των πιο πρωτοπόρων εργατών και στρατιωτών του Βερολίνου τον Γενάρη του 1919, απομονώθηκε από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και γι' αυτό εύκολα τσακίστηκε από την ηγεσία του SPD που βρισκόταν πλέον στην κυβέρνηση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ πλήρωσαν αυτή την αποτυχία με την ίδια τους τη ζωή, δολοφονημένοι με εντολή των πρώην συντρόφων τους, στις 15 Γενάρη 1919. Με τσακισμένο το κρανίο από τα χτυπήματα των παραστρατιωτικών ταγμάτων Freikorps (των προάγγελων των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου), το πτώμα της Ρόζας πετάχτηκε στο ποτάμι και δεν βρέθηκε παρά τεσσερις μήνες μετά.

Η πολιτική παρακαταθήκη και τα διδάγματα της δράσης της Λούξεμπουργκ – τόσο των επιτυχιών όσο και των αποτυχιών της – εξακολουθούν να φωτίζουν την επαναστατική πάλη στο σήμερα. Τα τελευταία της γραμμένα λόγια, μία μέρα πριν τον θάνατό της, ηχούν μέχρι και σήμερα: «“Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!”. Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο “θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς”. Τρομαγμένοι θ' ακούσετε το νικητήριο σάλπισμά της: Ήμουν, είμαι και θα είμαι!».12

1. Βλ. τα κείμενα: “Ρόζα Λούξεμπουργκ: η επαναστάτρια που ξεκίνησε την ρήξη με τον ρεφορμισμό”, ΣΑΚ, Γενάρης-Φλεβάρης 2009, νο. 72, και: “Η κόκκινη Ρόζα”, ΣΑΚ, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1998.

2. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, Εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα 1984, σελ. 104-105.

3. Ο.π., σελ. 113.

4. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, Εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1997, σελ. 59.

5. Ο.π., σελ. 54.

6. Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Μαρτινίκα”, Ριζοσπάστης, 09/01/2005. Η μετάφραση από το αγγλικό κείμενο είναι του Ιωάννη Μιχαλόπουλου.

7. Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Στο νυχτερινό άσυλο”, Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής, 18/01/2009. Η μετάφραση είναι της Έλενας Πατρικίου.

8. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Και τώρα καταδικάστε με, Εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα 1977, σελ. 6.

9. Ο.π., σελ. 8-9.

10. Ο.π., σελ. 32.

11. Ο.π., σελ. 44, 63, 71. Κομμάτι του κειμένου: “Το πρόγραμμά μας και η πολιτική κατάσταση”.

12. Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο”, στο: Andre Prudhommeaux, Σπάρτακος, η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1981, σελ. 143.