Άρθρο
Το κίνημα της Ταξίμ δεν είναι “κεραυνός εν αιθρία”

Εξώφυλλο του τευχους 99

Ο Νίκος Λούντος αναλύει το υπόβαθρο της μαζικής έκρηξης που συγκλονίζει την Τουρκία.

 

Μπορούν μερικά δέντρα σε ένα πάρκο να γίνουν ο καταλύτης αποσταθεροποίησης μιας κυβέρνησης που φαινόταν να μην αμφισβητείται από πουθενά; Η απάντηση δόθηκε τόσο εμφατικά με τα γεγονότα που εξελίχθηκαν τον Ιούνη με επίκεντρο την πλατεία Ταξίμ και το πάρκο Γκεζί που ανάγκασαν τους πάντες να αναζητήσουν τα βαθύτερα αίτια, αυτά που λίγες μόνο μέρες πριν από τις μεγάλες διαδηλώσεις παρέμεναν κρυμμένα. Οι μαζικές διαδηλώσεις στη Βραζιλία που ξέσπασαν σχεδόν παράλληλα ήρθαν να συμπληρώσουν την εικόνα ενός καπιταλισμού σε κρίση, στον οποίο δεν υπάρχει χώρος για νησιά σταθερότητας. Μια μικρή αύξηση στα εισιτήρια του Σάο Πάολο οδήγησε σε ένα κίνημα εκατομμυρίων. Από την Ταξίμ ως το Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής και από εκεί ως το Σάο Πάολο, οι εξεγέρσεις δεν είναι εξαιρέσεις, αλλά βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Η κοινή δυναμική της κρίσης μπορεί και μετατρέπει μικρές αφορμές σε εστίες αποσταθεροποίησης, εκεί όπου όλα έμοιαζαν ακλόνητα.

 

Η Τουρκία είναι το κατεξοχήν παράδειγμα. Από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα μνημόνια στην Ελλάδα, οι απολογητές της λιτότητας μπορούσαν να χρησιμοποιούν την Τουρκία ως τη χώρα που βρέθηκε στα νυχια του ΔΝΤ αλλά αφού πέρασε ένα δύσκολο τούνελ, βγήκε στο ξέφωτο της ανάπτυξης και μάλιστα με πρωτοφανείς ρυθμούς. Μόλις στα μέσα του Μάη τα ελληνικά ρεπορτάζ ανήγγειλαν με μια σχετική ζήλεια ότι η Τουρκία αποπλήρωσε το τελευταίο της δάνειο από το ΔΝΤ και μάλιστα έχουν ανοίξει συζητήσεις για το πώς είναι σε θέση πλέον να δανείσει η Τουρκία το ΔΝΤ.

Δίπλα στις οικονομικές επιτυχίες η Τουρκία προβαλλόταν ως μοντέλο για τις πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ιδίως μετά την “Αραβική Άνοιξη”. Από τις στήλες αυτού του περιοδικού επιμένουμε στη δυναμική της διαρκούς επανάστασης που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για βαθιές κοινωνικές αλλαγές στις χώρες που έριξαν με επαναστατικό τρόπο τους δικτάτορές τους. Η κυρίαρχη αφήγηση όμως ήταν ότι στο τέλος του δρόμου μετά τους Μουμπάρακ, τους Καντάφι και τους Μπεν Αλί, υπάρχει το μοντέλο Ερντογάν, μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που λειτουργεί παρά τα όποια προβλήματα και στο τιμόνι ένα ήπιο ισλαμιστικό κόμμα το οποίο μπορεί να συνδυάζει την “ανατολίτικη” νοοτροπία με την απρόσκοπτη ένταξη στους δυτικούς θεσμούς και την παγκόσμια οικονομία.

“Νεο-οθωμανισμός”

Σε τρίτο επίπεδο, προβάλλονται οι γεωπολιτικές επιτυχίες της Τουρκίας. Εκεί είναι που οι υπερβολές εκφράστηκαν με τις πιο πομπώδεις λέξεις: Νεο-οθωμανισμός, Σουλτάνος, βιλαέτια και ούτω καθεξής. Η Τουρκία μπορούσε να ξεδιπλώσει τις διπλωματικές και στρατηγικές της δυνατότητες για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του Ιράκ μετά την αποχώρηση του αμερικάνικου στρατού, να παίξει βασικό ρόλο στις εξελίξεις στη Συρία, φιλοξενώντας στο έδαφός της ένα τμήμα της ηγεσίας της αντιπολίτευσης και οργανώνοντας τα παζάρια με το καθεστώς και τους ιμπεριαλιστές.

Όλα αυτά συμπληρώνονταν με έναν θαυμασμό σε ένα τέταρτο επίπεδο, την πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ο Ερντογάν πήγε από εκλογική επιτυχία σε επιτυχία φτάνοντας να πάρει σχεδόν το 50%, καταφέρνοντας να περιθωριοποιήσει την αντιπολίτευση και να εξασφαλίσει ότι το βαθύ κράτος έχασε βασικά εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να τον ανατρέψει.

Δυνατή οικονομία, κύρος στην περιοχή, γεωπολιτική αναβάθμιση και πολιτική σταθερότητα. Ζηλευτός συνδυασμός ώστε να υπάρχουν φωνές που λένε το “Κάν'το όπως η Τουρκία” είναι η λύση για όλα. Προφανώς το σκεπτικό αυτό κατέληγε πως τα μεγάλα κινήματα στην Τουρκία ανήκουν στο παρελθόν.

Το κίνημα του πάρκου Γκεζί και στα τέσσερα αυτά επίπεδα ήρθε να υπενθυμίσει ότι η πραγματικότητα απέχει από τις επιθυμίες των ισχυρών. Ας τα πάρουμε ένα ένα.

Στο επίπεδο της οικονομίας, την ώρα που όλοι έδειχναν τις επιτυχίες της Τουρκίας ως δρόμο προς τον οποίο μπορεί να βαδίσει η Ελλάδα, στις στήλες αυτού του περιοδικού (ΣΑΚ, νο87) γράφαμε: “Η εισροή τέτοιων κεφαλαίων στη Βραζιλία ή στην Τουρκία δημιουργεί φαινόμενα οικονομικής ευεξίας που στην πραγματικότητα είναι φούσκες. Φούσκες στα χρηματιστήριά τους, φούσκες στα ακίνητα και βέβαια στις πρώτες ύλες. Χωρίς μια βιώσιμη ανάκαμψη διεθνώς, αυτές οι νέες φούσκες δεν είναι διατηρήσιμες, όπως δεν ήταν διατηρήσιμα τα «θαύματα» της Ιρλανδίας ή ακόμα και της «ισχυρής Ελλάδας του Ευρώ» το προηγούμενο διάστημα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά το σοκ της κρίσης του 1998 και μέχρι το σοκ της νέας κρίσης του 2008, η ελληνική οικονομία γνώρισε μια δεκαετία με ψηλούς ρυθμούς «ανάπτυξης» με σταθερό νόμισμα (το ευρώ), με χαμηλό σχετικά πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια δανεισμού, στοιχεία που την εμφάνιζαν σε πορεία να φτάσει («να συγκλίνει»), αν όχι να ξεπεράσει την «παλιά Ευρώπη».... Αλλά τώρα ξέρουμε ότι στη συνέχεια η φούσκα έσκασε.

Από αυτή την άποψη, όταν διάφοροι προπαγανδιστές των «διαρθρωτικών αλλαγών»... χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Τουρκίας για να πείσουν τους εργαζόμενους να αποδεχθούν τις ιδιωτικοποιήσεις, τις περικοπές μισθών και τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, πρέπει να τους θυμίζουμε ότι πριν από δέκα χρόνια οι Τούρκοι ομόλογοί τους χρησιμοποιούσαν το παράδειγμα της Ελλάδας και των επιτυχιών της ένταξης στο Ευρώ. Η αλήθεια είναι ότι η σημερινή κρίση της Ελλάδας δείχνει το μέλλον της Τουρκίας και όχι το αντίστροφο.”

Αυτή η ανάλυση, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα πατούσε πάνω στην εμπειρία του ελληνικού οικονομικού “θαύματος” της προηγούμενης δεκαετίας που κατέληξε σε ελληνική τραγωδία. Πατούσε όμως και σε μια πιο συνολική αντιμετώπιση για την κρίση και για το χαρακτήρα της τουρκικής ανάπτυξης μέσα σε αυτήν.

Η Τουρκία είχε όντως να επιδείξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα προηγούμενα χρόνια. Σε δύο μάλιστα χρονιές, βρέθηκε δεύτερη παγκοσμίως, μόνο μετά την Κίνα. Τα δύο τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραθύνθηκαν. Βρισκόταν η Τουρκία έξω από τον κύκλο της παγκόσμιας κρίσης; Όπως γράφει ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς:

“Η τελευταία μεγάλη ύφεση χτύπησε την Τουρκία εξίσου σκληρά όσο και οποιονδήποτε άλλον. Η απάντηση της κυβέρνησης (αντίθετα με τις συμβουλές του ΔΝΤ) ήταν να αφήσει να εξελιχθεί μια τεράστια έκρηξη στην πίστωση ώστε να τροφοδοτηθεί η εγχώρια ζήτηση. Έτσι ο πληθωρισμός ανέβηκε σε διψήφια ποσοστά και το έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές έφτασε το 10% του ΑΕΠ (το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο όταν μετριέται σε δολάρια) το 2011, αφήνοντας την Τουρκία εκτεθειμένη στον κίνδυνο μιας αναστροφής της ροής κεφαλαίων μέσα σε περίοδο διαρκούς παγκόσμιας αβεβαιότητας. Οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης είναι περίπου 25% του ΑΕΠ, κι έτσι οι τουρκικές τράπεζες βασίζονται στον βραχυχρόνιο ξένο δανεισμό”.

Καθώς κλείνει η κάνουλα του φτηνού χρήματος που έδωσαν στην παγκόσμια κυκλοφορία οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη την Fed, τα τελευταία χρόνια, όλες οι οικονομίες που στηρίχθηκαν σε αυτόν τον διεθνή δανεισμό, βλέπουν την αισιοδοξία τους να τραντάζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν, ανάμεσα σε διάφορες συνομωσιολογικές επιθέσεις που έκανε στο κίνημα του πάρκου Γκεζί, η αγαπημένη του, αυτή που επανέλαβε περισσότερο, ήταν ότι οι διαδηλωτές είναι όργανα των “διεθνών δανειστών” οι οποίοι ετοιμάζονται να δημιουργήσουν προβλήματα στην Τουρκία. Όταν ξέσπασαν οι μεγάλες διαδηλώσεις στη Βραζιλία, ο Ερντογάν έτρεξε να δώσει τη συμπαράστασή του στην κυβέρνηση της Ρουσέφ, λέγοντας πως οι ίδιες δυνάμεις βρίσκονται πίσω από την αποσταθεροποίηση και της Τουρκίας και της Βραζιλίας.

Φυγή κεφαλαίων

Το περιοδικό Economist, στα μέσα Ιούνη, δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στις “αναδυόμενες οικονομίες” των οποίων τα νομίσματα έχουν δεχτεί γερά πλήγματα το τελευταίο διάστημα. Εκεί η Βραζιλία βρίσκεται στην ίδια λίστα με την Τουρκία: “τους τελευταίους μήνες, τα 19 από τα 24 νομίσματα αναδυόμενων οικονομιών που παρακολουθεί το Bloomberg έχουν χάσει σε αξία έναντι του δολαρίου. Ο πυροδότης για αυτό το ξεπούλημα ήταν μια παρατήρηση που έκανε το Μάη ο πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκε, ότι οι αγορές ομολόγων με χρήση χρημάτων της κεντρικής τράπεζας θα περιορίζονταν.... η προοπτική μεγαλύτερης ανόδου των επιτοκίων πιθανώς θα σπρώξει το δολάριο προς τα πάνω και θα ξαναμαζέψει χρήματα πίσω στην Αμερική από πιο ριψοκίνδυνα μέρη του κόσμου”.

Ενώ επισημαίνει πως: “οι πιο ευάλωτες χώρες είναι αυτές που στηρίζονται σε ξένο κεφάλαιο για να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που ξοδεύουν και σε αυτό που κερδίζουν”. Όπως είδαμε η Τουρκία είναι από τις πρώτες στη λίστα αυτών των ευάλωτων χωρών. Από το 2009 υπολογίζεται ότι στα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών έχουν εισρεύσει 4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Είναι προφανές ότι ένα ποσοστό όλου αυτού του χρήματος μπόρεσε να μετατραπεί σε ανάπτυξη και σε φαινομενικό πλούτο, όμως αυτή τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, στα τέλη Ιούνη, η λίρα έπεσε πλέον σε ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου. Όσο πιο εύκολα έρχονται τα κεφάλαια, άλλο τόσο εύκολα μπορούν να φύγουν.

Ένας ακόμη δείκτης που δείχνει πόσο επιφανειακές είναι οι συγκρίσεις της Τουρκίας με... την Κίνα είναι το επίπεδο της εγχώριας αποταμίευσης. Ολόκληρη η συζήτηση για την ανάδυση μιας νέας μεσαίας τάξης στην Κίνα στηρίζεται στο γεγονός ότι το επίπεδο της αποταμίευσης ανέβηκε από το 44% του ΑΕΠ το 2002 σχεδόν στο 53% το 20101 (σε ένα ΑΕΠ που κάλπαζε). Στην Τουρκία “οι εγχώριες αποταμιεύσεις υποχώρησαν σημαντικά τη δεκαετία του 2000. Ο ρυθμός μειώθηκε από 23,5% του ΑΕΠ στη δεκαετία του 1990 σε 17% την περίοδο 2000-2008 και ακόμη περισσότερο σε 12,7% το 2010. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στην απότομη πτώση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, ενώ η δημόσια αποταμίευση αυξήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου”.2

Η ροή φτηνού χρήματος μπορεί να κράτησε για λίγα χρόνια την Τουρκία στον αφρό, αλλά δεν μπόρεσε να την οδηγήσει να ξεπεράσει το θεμελιώδες πρόβλημα της κερδοφορίας των επενδύσεων. Η επίθεση στα πάρκα και τους ανοιχτούς δημόσιους χώρους, που δεν ξεκίνησε με το πάρκο Γκεζί, ήταν αντανάκλαση της φούσκας της οικοδομής και της τάσης για μεγάλα εμπορικά κέντρα από όπου διοχετευόταν όλο το διογκωμένο εμπόριο εισαγόμενων ειδών.

Ο τρόπος με τον οποίο το ποσοστό κέρδους ανέβηκε μετά τη βαθιά πτώση της δεκαετίας του '90 ήταν κυρίως με αύξηση της εκμετάλλευσης, δηλαδή με φτηνή εργατική δύναμη. Αυτό έχει προφανείς κοινωνικές συνέπειες. Η ανεργία παρά την τεράστια ανάπτυξη παρέμεινε σε διψήφια ποσοστά. Η Τουρκία ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες είναι πρώτη σε επίπεδα ανισότητας, έχει υπερπενταπλάσια από τα μέσα ποσοστά εργαζόμενων που δουλεύουν εξαντλητικές υπερωρίες. Σε κάθε κάτοικο αντιστοιχούν 0,9 δωμάτια στο σπίτι, με 1,6 κατά μέσο όρο στις αναπτυγμένες χώρες. Αντίστοιχα 87% των ανθρώπων κατοικεί σε σπίτι με τουαλέτα με τρεχούμενο νερό και καζανάκι έναντι 97,8% στις αναπτυγμένες χώρες.

Οι αραβικές επαναστάσεις

Όσον αφορά στο πολιτικό πρότυπο που προσφέρει η Τουρκία στον αραβικό κόσμο, εκεί το ανακάτεμα της τράπουλας στην περιοχή έχει ήδη βάλει ήδη στην άκρη τις εύκολες προβλέψεις. Ο πιο ξεκάθαρος τρόπος να το δούμε είναι μέσα από την πρόσφατη επίσκεψη του Ερντογάν στην Βόρεια Αφρική. Ο κατά τα άλλα “Σουλτάνος” αποφάσισε να φύγει ενώ εξελισσόταν η εξέγερση στο πάρκο Γκεζί για προγραμματισμένο ταξίδι σε Αλγερία, Τυνησία. Όμως στην Τυνησία τον υποδέχτηκαν διαδηλωτές με το σύνθημα “Παραιτήσου!”. Το περιοδικό Foreign Policy δίνει μια γεύση: “Μια μικρή πομπή οχημάτων ασφαλείας – κάποια από τα οποία, παραδόξως, αγοράστηκαν με τουρκική βοήθεια –έχουν παραταχθεί μπροστά στην τουρκική πρεσβεία στην Τύνιδα, περιμένοντας πιθανούς διαδηλωτές.

Πρόκειται για εντελώς διαφορετικό καλωσόρισμα για τον τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έκανε την τελευταία του επίσκεψη στην Τυνησία το Σεπτέμβρη του 2011 σε αυτό που κανείς θα αποκαλούσε γύρο του θριάμβου στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική. Εκείνες τις μέρες, ο Ερντογάν ήταν ο βασιλιάς του αραβικού πεζοδρομίου, επιπλέοντας πάνω στο κύμα της δημοφιλίας. Μια σειρά παράγοντες – από την θεατρική στάση του έναντι του Ισραήλ (με πιο χαρακτηριστικό το αξέχαστο ξέσπασμα κατά του ισραηλινού προέδρου Σιμόν Πέρες στο Νταβός του 2009, αλλά και την σιωπηλή υποστήριξη που έδωσε στο στόλο αποστολής βοήθειας με το πλοίο Μαβί Μαρμαρά το 2010), μέχρι την ραγδαία ανοδική οικονομική δύναμη της Τουρκίας ως την άρνηση του κοινοβουλίου να επιτρέψει στις ΗΠΑ να εισβάλουν χερσαία στο Ιράκ το 2003, συνδυάστηκαν για να κάνουν τον ηγέτη με τις καθαρές κουβέντες και το ισλαμιστικής καταγωγής κόμμα του δημοφιλή στους Άραβες.

Όμως η κατάσταση έχει αλλάξει. Την τελευταία βδομάδα, οι Τυνήσιοι δέχονται μια σταθερή ροή ειδήσεων σχετικά με τις διαδηλώσεις στην Τουρκία, από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τις εφημερίδες και το φέισμπουκ. Ενώ ο Ερντογάν παραμένει δημοφιλής σε μεγάλη κλίμακα για τους Τυνήσιους πολλοί είναι πλέον καχύποπτοι για τα ανοίγματά του και χλευάζουν την ιδέα πως το κόμμα AKP μπορεί να λειτουργήσει ως κάποιου είδους “μοντέλο” για δημοκρατικά κράτη με μουσουλμανική πλειοψηφία”.

Οι κάθε λογής Μούρσι μπορεί να ήθελαν να κάνουν τον κόσμο να κοιτάει προς την Τουρκία ως μοντέλο διεξόδου από τη μιζέρια, όμως ο κόσμος στο πάρκο Γκεζί βγήκε με συνθήματα “Η Ταξίμ θα γίνει νέα Ταχρίρ” και λίγες μέρες μόνο αργότερα η πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο ξαναπλημμύρισε κόσμο, ενάντια στον Μούρσι αυτή τη φορά. Δεν είναι εύκολο για κανέναν ηγέτη αστικού κράτους να ταυτιστεί με μια επανάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη, ακριβώς γιατί η δυναμική της ανά πάσα στιγμή μπορεί να στραφεί εναντίον του. Όποιοι νόμιζαν ότι ο Ερντογάν μπορεί να τα καταφέρει, υπερτίμησαν τις ικανότητές του και υποτίμησαν τη δυναμική των αραβικών επαναστάσεων.

Το ίδιο ισχύει και στο τρίτο επίπεδο, το γεωπολιτικό. Η αμερικανική υποχώρηση από τη Μέση Ανατολή έδωσε όντως χώρο σε περιφερειακές δυνάμεις να παίξουν πρωτοφανή ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή. Η Τουρκία αξιοποίησε αυτό το κενό σε συνδυασμό με το πρόσφατο πολιτικό της κύρος, και αναδείχθηκε σε βασικό παίχτη όσον αφορά τη σταθεροποίηση του Ιράκ και την ανατροπή του Άσαντ στη Συρία. Όμως, είναι σκέτη τρέλα να πιστεύει κανείς ότι το να γίνεσαι ενεργητικό κομμάτι μιας περιοχής σε κρίση σημαίνει ότι γίνεσαι αυτόματα και ισχυρότερος. Η κατάσταση στη Συρία δεν εξελίχθηκε σε μια ομαλή μετάβαση από τον Άσαντ σε ένα ελεγχόμενο καθεστώς, όσο κι αν το ήθελαν τα διάφορα επιτελεία. Στο εσωτερικό της χώρας συνεχίζει να εξελίσσεται ένα μακελειό, με το καθεστώς να έχει καταφέρει να δώσει στην επανάσταση χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στα θρησκευτικά δόγματα. Η κρίση έχει πλέον μεταφερθεί στο εσωτερικό του Λιβάνου, αλλά και της Ιορδανίας, στα σύνορα της οποίας πλέον σταθμεύουν αμερικάνοι κομάντος. Μπορεί όλοι να θέλουν να αποφύγουν μια επέμβαση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται. Μόνο το ζήτημα των προσφύγων να λάβει υπόψη του κανείς, καταλαβαίνει ότι η αποσταθεροποίηση της Συρίας δεν σημαίνει αυτομάτως αναβάθμιση της Τουρκίας. Αυτή τη στιγμή ο αριθμός τους εντός των συνόρων της Τουρκίας φαίνεται ότι προσεγγίζει το μισό εκατομμύριο. 200 χιλιάδες σε οργανωμένους καταυλισμούς, 290 χιλιάδες εκτός, ενώ άλλες 100 χιλιάδες περιμένουν στην άλλη μεριά του συνόρου.3 Η αστάθεια έχει μεταφερθεί εντός συνόρων και με άλλους τρόπους. Στις 11 Μάη, δυο παγιδευμένα αυτοκίνητα εξερράγησαν στο Ρεϊχανλί, κοντά στα σύνορα με την Συρία. Η τουρκική πλευρά λέει ότι ήταν έργο των συριακών μυστικών υπηρεσιών. Όποιος κι αν είναι ο υπαίτιος, πάνω από 50 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 140 τραυματίστηκαν. Οι διαδηλωτές στο πάρκο Γκεζί δεν ξέχασαν τους νεκρούς του Ρεϊχανλί και θύμισαν στον Ερντογάν τις “επιτυχίες” της “οθωμανικής πολιτικής” του. Εξάλλου, το ζήτημα των αντιιμπεριαλιστικών περγαμηνών του Ερντογάν γίνεται κάπως πιο περίπλοκο, όταν αναλαμβάνει να παίξει ρόλο στα παζάρια της συριακής αντιπολίτευσης και των Αμερικάνων. Στο Κουρδικό, επίσης, τα προβλήματα του Ερντογάν έγιναν πιο δυσεπίλυτα, καθώς ο Άσαντ άρχισε να κάνει συμφωνίες με τη συριακή πτέρυγα του PKK για να εξασφαλίσει τον έλεγχο στα σύνορα.

Πολιτική παντοδυναμία;

Στο τέταρτο επίπεδο, αυτό της πολυδιαφήμισμένης πολιτικής καπατσοσύνης του Ερντογάν αξίζει να σταθούμε, γιατί αφορά πιο άμεσα και το χαρακτήρα του κινήματος που αναδείχθηκε στο πάρκο Γκεζί. Ο Ερντογάν όντως είχε μια σειρά αναμφισβήτητες πολιτικές επιτυχίες. Το κόμμα του, AKP, στην πρώτη του εκλογική εμφάνιση το 2002 πήρε σχεδόν 11 εκατομμύρια ψήφους, το 2007 16 εκατομμύρια, και το 2012 πάνω από 21 εκατομμύρια (49,8%).

Η επιτυχία του ήταν ακόμη βαθύτερη. Όταν εξελέγη το 2002 δεν μπόρεσε να ορκιστεί πρωθυπουργός για κάποιους μήνες, γιατί ακόμη δεσμευόταν από καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου. Είχε κάνει τέσσερις μήνες φυλακή το 1999, γιατί είχε απαγγείλει ένα ποίημα που θεωρήθηκε “αντι-κεμαλικό”. Ο Νετζμετίν Ερμπακάν, με το κόμμα της Ευημερίας (πολιτικός πρόγονος του AKP) είχε γίνει πρωθυπουργός το 1996 και ανατράπηκε αναίμακτα από το στρατό στον ένα χρόνο διακυβέρνησης. Με το που ανέλαβε ο Ερντογάν την πρωθυπουργία, πολλοί ήταν αυτοί που μετρούσαν μήνες μέχρι να ανατραπεί με παρόμοιο τρόπο, μιας και ο στρατός δεν θα δεχόταν έναν “ισλαμιστή” στην εξουσία. Τελικά ο Ερντογάν όχι μόνο κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία, αλλά και να αντιστρέψει σε μεγάλο βαθμό την πίεση, σε βάρος του στρατιωτικού κατεστημένου. Το ξήλωμα του δικτύου Εργκενεκόν που απλωνόταν με εκατοντάδες μέλη από το στρατό ως τα δικαστήρια, και τα σχέδια αποσταθεροποίησης και πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία “Βαριοπούλα” έφεραν τον Ερντογάν στη θέση του κατήγορου και τους πραξικοπηματίες στο σκαμνί. Ούτε πραγματικά πραξικοπήματα έγιναν, ούτε το λεγόμενο “ηλεκτρονικό πραξικόπημα” με το οποίο ο στρατός απειλούσε να επέμβει αν εκλεγόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας το νο2 του Ερντογάν, ο Αμπντουλάχ Γκιουλ.

Όμως, όλες αυτές οι επιτυχίες δεν ήρθαν ερήμην του απλού κόσμου στην Τουρκία, αλλά με βάση την αφύπνιση του και τη δράση του. Όσοι έχουν θαμπωθεί από την πολιτική σταθερότητα της Τουρκίας, χρειάζεται να θυμηθούν ότι στις εκλογές του 2002, τις πρώτες εκλογές που έγιναν μετά το οικονομικό κραχ του 2001, τα “μεγάλα” κόμματα καταβαραθρώθηκαν. Τρία κόμματα με αρχηγούς πρώην πρωθυπουργούς, τους Γιλμάζ, Τσιλέρ και Ετζεβίτ, έμειναν εκτός βουλής. Μαζί τους εκτός Βουλής έμειναν και οι φασίστες του MHP. Πάνω σε αυτή τη μαζική εκλογική ανταρσία στήθηκε η επιτυχία του AKP. Ο κόσμος που τιμώρησε τους παλιούς πολιτικούς για τις ευθύνες τους για την κρίση, απαιτούσε από τον Ερντογάν να προχωρήσει το ξεκαθάρισμα πιο βαθιά από το επίπεδο της διακυβέρνησης και να φτάσει στους στρατηγούς, τους δικαστές και ολόκληρο το κεμαλικό κατεστημένο. Το Γενάρη του 2007, όταν δολοφονήθηκε ο τουρκο-αρμένιος δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ, ήταν οι μαζικές διαδηλώσεις που φώναζαν το σύνθημα “Είμαστε όλοι Αρμένιοι” που απαίτησαν από τον Ερντογάν να δυναμώσει το κυνηγητό σε βάρος του βαθέος κράτους που ήθελε να στήσει εθνικιστικές και ρατσιστικές προβοκάτσιες δολοφονώντας μειονοτικούς.

Και ο “αντιιμπεριαλισμός” του Ερντογάν δεν ήταν αυθόρμητος, αλλά πάτησε πάνω στην κινητοποίηση του κόσμου. Την 1η Μάρτη του 2003, μια τεράστια διαδήλωση περικύκλωσε το κοινοβούλιο στην Άγκυρα και ανάγκασε τους βουλευτές να μην δώσουν την έγκρισή τους για τη χερσαία διέλευση του αμερικάνικου στρατού μέσω Τουρκίας, στον πόλεμο του Ιράκ που θα ξεκινούσε λίγες μόλις μέρες αργότερα. Αυτό το αντιπολεμικό κίνημα είχε σαν συνέχεια το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, το οποίο οργάνωσε τη συμπαράσταση στη βομβαρδισμένη και αποκλεισμένη Γάζα, αναγκάζοντας τον Ερντογάν να δώσει τη “συγκατάθεσή” του στους στόλους αλληλεγγύης.

Ακόμη πιο σημαντικό, το αντιπολεμικό κίνημα σε συνδυασμό με τα πολιτικά ανοίγματα που είχε κάνει ο Ερντογάν κόντρα στο στρατιωτικό κατεστημένο, έδωσαν νέα ώθηση στο κουρδικό κίνημα. Ο Ερντογάν αναγκάστηκε να ανοίξει διαπραγματεύσεις με τον “αρχι-τρομοκράτη” Οτσαλάν, να ανοίξει το θέμα ταμπού της συνταγματικής αναθεώρησης με την οποία θα αφαιρεθεί η υποχρεωτική για όλους “τουρκικότητα”, να υποσχεθεί αποχώρηση του στρατού από τις κουρδικές περιοχές, να δώσει δικαιώματα για την ομιλία και τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας. Όλα αυτά δεν είναι “κιμπαριλίκι” του Ερντογάν, αλλά αποτέλεσμα δεκαετιών του ένοπλου αγώνα των Κούρδων και ενός νέου κινήματος που κατάφερε να διεκδικήσει χώρο στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Το κίνημα της πλατείας Ταξίμ συνεπώς δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά κουβαλάει όλες αυτές τις διαδρομές αναζωογόνησης της ριζοσπαστικοποίησης τουλάχιστον μια δεκαετία τώρα. Η ταχύτητα με την οποία τα εργατικά συνδικάτα βγήκαν σε απεργία σε συμπαράσταση με το πάρκο είναι απόδειξη ότι οι συνδέσεις μεταξύ των κινημάτων όχι μόνο υπάρχουν αλλά ήταν και ενεργές. Ας συγκρίνει κανείς πόσος καιρός χρειάστηκε στην Ισπανία, σε μια χώρα με πιο ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, για αν βγει γενική απεργία στο πλευρό των Αγανακτισμένων.

Η πολιτική της πλατείας

Ακριβώς επειδή στο πάρκο Γκεζί συμπυκνώθηκαν όλες αυτές οι μακρόχρονες διαδικασίες, η πολιτική κάθε άλλο παρά έλειπε. Μπορεί για ένα σημαντικό τμήμα του κόσμου να ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχε σε ένα μαζικό κίνημα και για κάποιους από αυτούς η τουρκική σημαία να μην ήταν τίποτα παραπάνω από ένα σύμβολο ενότητας, όμως οι κεμαλιστές προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη διάθεση επιχειρώντας να ρίξουν συνθήματα υπέρ του στρατού. Το γεγονός ότι στην πλατεία είχαν καταφέρει να έχουν την ηγεμονία οι δυνάμεις της Αριστεράς οδήγησε αυτές τις απόπειρες σε πλήρη αποτυχία. Οι σύντροφοι του αδελφού μας κόμματος στην Τουρκία, DSIP, έστελναν ανταποκρίσεις για το πώς κατάφεραν να οργανώσουν έναν χώρο μέσα στο πάρκο, όπου είχαν φωνή οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, οι υπόλοιπες μειονότητες, μαζί με οργανώσεις γυναικών, ομοφυλόφιλων και πάνω από όλα πιστών μουσουλμάνων και γυναικών που φοράνε μαντίλα, οι οποίες είχαν μπει στο στόχαστρο των εθνικιστών.

Η απόπειρα να περιγραφεί το κίνημα του πάρκου ως απλώς ένα κίνημα ενάντια στον ισλαμισμό του Ερντογάν βολεύει και τους κεμαλικούς και τον ίδιο τον Ερντογάν. Για τους υποστηρικτές του στρατού, ήταν πολύ εξυπηρετικό να λένε: “Πρόκειται για την πρώτη γενιά που βγαίνει στους δρόμους για τις ατομικές της ελευθερίες και όχι για τα συλλογικά της δικαιώματα”. Είναι εξυπηρετικό γιατί οι ίδιοι δεν έχουν να υποσχεθούν παρά λιγότερα συλλογικά δικαιώματα, κρυβόμενοι πίσω από τα χτυπήματα στις ατομικές ελευθερίες που επιχειρεί ο Ερντογάν. Αντίστοιχα, ο Ερντογάν, προσπάθησε να κατηγορήσει τους διαδηλωτές ως άπιστους που μπαίνουν με τα παπούτσια στα τζαμιά, προσβάλλουν τις γυναίκες με μαντίλα. Δεν ήταν παρά μια απόπειρα για να διχάσει τον πληθυσμό με βάση την πίστη.

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών του Ιούνη, μετά τις συγκρούσεις στο Λιτζέ του τουρκικού Κουρδιστάν διαψεύδουν όσους πίστευαν πως το κίνημα κατά του Ερντογάν δεν είναι παρά ένα εργαλείο των Κεμαλιστών. Οι συγκρούσεις με αφορμή τη δημιουργία ενός νέου αστυνομικού σταθμού οδήγησαν σε ξεσηκωμό σε ολόκληρη την περιοχή του Ντιγιάρμπακιρ με σύνθημα “Ερντογάν, μη μας βγάλεις ξανά στο βουνό”. Στο κέντρο της Ιστανμπούλ, οι δυνάμεις της Αριστεράς που στήριξαν την εξέγερση του πάρκου αυτή τη φορά βγήκαν στο πλευρό των Κούρδων.

Στην πραγματικότητα, τα ίδια τα πίσω-μπρος του Ερντογάν στη διάρκεια της εξέγερσης αποκαλύπτουν το εύρος του κινήματος. Μετά τους αρχικούς λεονταρισμούς, αναγκάστηκε να μαζέψει την αστυνομία, να υποσχεθεί το πάγωμα του έργου ανοικοδόμησης του πάρκου και να προχωρήσει σε διάλογο με τους διαδηλωτές. Το κίνημα άρχισε να συζητάει την προοπτική συντεταγμένης υποχώρησης από την πλατεία. Όμως, η απεργία των ομοσπονδιών DISK και KESK είχε ήδη κηρυχθεί για τις 17 Ιούνη και μετατράπηκε σε ένα πανεθνικό γεγονός με συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα. Ο Ερντογάν έστειλε αιφνιδιαστικά την αστυνομία να αδειάσει με βάρβαρο τρόπο την πλατεία, προσπαθώντας να κόψει τις γέφυρες ανάμεσα στην αίσθηση της νίκης για τη σωτηρία του πάρκου και τη συνέχεια των αγώνων σε όλα τα επίπεδα.

Το σύνθημα “Άγκυρα, Αθήνα, Λευκωσία, εχθρός μας το κεφάλαιο και η στρατοκρατία” για πολλά χρόνια έμοιαζε προπαγανδιστικό. Οι εξελίξεις στην Κύπρο και στην Τουρκία το έκαναν ζωντανή πραγματικότητα. Για πρώτη φορά και στις τρεις χώρες ταυτόχρονα ο κόσμος βλέπει τον εχθρό στα πρόσωπα των πρωθυπουργών, των προέδρων, των καπιταλιστών, των τραπεζιτών και των καραβανάδων της δικιάς του “πατρίδας”. Είναι μια κατάκτηση την οποία η Αριστερά πρέπει να τη στηρίξει και να την διευρύνει. Η απάντηση απέναντι στην κρίση όχι μόνο δεν θα έρθει μέσα από περισσότερους ανταγωνισμούς για το ποιος θα ελέγξει τους υδρογονάνθρακες της Μεσογείου, αλλά απλώνοντας το χέρι της αλληλεγγύης στους εξεγερμένους στην άλλη πλευρά των συνόρων.

1. http://www.tradingeconomics.com/china/gross-savings-percent-of-gdp-wb-data.html

2. Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Τουρκία. 23/12/11 (http://www-wds.worldbank.org/external/default/WDSContentServer/WDSP/IB/2012/11/28/000333037_20121128233319/Rendered/PDF/NonAsciiFileName0.pdf)

3. http://www.brookings.edu/blogs/up-front/posts/2013/06/27-syrian-refugees-in-turkey-kirisci