Άρθρο
Μια νύχτα μαγική...

Εξώφυλλο του τευχους 99

Η Μαρία Στύλλου εξηγεί τη διάλυση της τρικομματικής συγκυβέρνησης και τις αυξημένες δυνατότητες της Αριστεράς να καθορίσει τις εξελίξεις.

 

 

Το τέλος της τρικομματικής κυβέρνησης αφήνει την κυρίαρχη τάξη και τα πολιτικά κόμματα που συμμετείχαν σε κατάσταση κρίσης και πανικού. Πριν ένα χρόνο, η δημιουργία της κυβέρνησης με τη συμμετοχή Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ανταποκρινόταν στο αίτημα της Μέρκελ και της ηγεσίας της Ευρωζώνης, ότι ήρθε η περίοδος για κυβερνήσεις συνεργασίας. Δεν ήταν μια στρατηγική που ήθελε να επαναλάβει το μοντέλο της Γερμανίας με τη συγκατοίκηση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, αλλά μια προσπάθεια να πετύχουν τρία πράγματα ταυτόχρονα.

 

Το πρώτο την πολιτική σταθερότητα, το δεύτερο την εφαρμογή των προγραμμάτων που επέβαλε η Τρόικα και τέλος την περιθωριοποίηση της αριστεράς και την επιβολή δεξιών ιδεών και απόψεων.

Η σύνθεση της συγκεκριμένης κυβέρνησης από τη Ν.Δ. του Σαμαρά, το ΠΑΣΟΚ με αρχηγό τον Βενιζέλο και τη ΔΗΜΑΡ με τον Κουβέλη νόμιζαν ότι θα εξασφάλιζε και τους τρεις στόχους. Το ΠΑΣΟΚ ήταν αποδυναμωμένο, αλλά θεωρούταν ότι μπορούσε να λειτουργήσει, ιδιαίτερα εάν συμμετείχε στην κυβέρνηση, σαν ανάχωμα στον κόσμο του που το εγκατέλειπε και κατευθυνόταν μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα σαν η πολιτική δύναμη που είχε τις πιο στενές πολιτικές σχέσεις με την ηγεσία της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και μιας σειράς από εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες.

Η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ θα λειτουργούσε όχι μόνο σαν αριστερό άλλοθι σε μια κυβέρνηση που πήγαινε όλο και πιο δεξιά, αλλά θα ήταν και πίεση πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ και τα πιο δεξιά του κομμάτια, για το πού πρέπει να βάλουν τα όρια και την κόκκινη γραμμή. Με άλλα λόγια, πίεση για μια αριστερά φιλοευρωπαϊκή που χρειάζεται να ξεχάσει τα περί «Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου», τα περί «Καμιά θυσία για το Ευρώ», τα περί «Φορολόγησης των πλούσιων και μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών».

Μέσα από αυτή τη συγκυβέρνηση η ελπίδα ήταν ότι η Ν.Δ. θα κατάφερνε να ανασυνταχτεί, ο Σαμαράς να ελέγξει τις διάφορες κλίκες και να ξανασυσπειρώσει τις δυνάμεις που έφυγαν και δημιούργησαν το κόμμα του Καμμένου.

Απ’ αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Η νέα κυβέρνηση από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο είναι αριθμητικά αλλά και πολιτικά πιο αδύνατη. Ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είναι πιο δυνατή τώρα είναι μόνο για γέλια. Στη Νέα Δημοκρατία έχουν βγει τα μαχαίρια της διαδοχής, ακόμα και μετά το συνέδριό της. Η δήλωση του Βύρωνα Πολύδωρα «Να συνεργαστούμε με τη Χρυσή Αυγή» δεν δείχνει μόνο τις βλέψεις της ακροδεξιάς πτέρυγας της Ν.Δ. αλλά και κάνει κριτική στον Σαμαρά ότι δεν διαπραγματεύτηκε όσο χρειαζόταν με την Τρόικα. Ενώ από την άλλη μεριά η δήλωση του Προκόπη Παυλόπουλου ότι «η διάλυση της ΕΡΤ είναι αντισυνταγματική» δεν ακουμπάει απλά τον στενό περίγυρο του Σαμαρά, αλλά εκφράζει τις αμφιβολίες για την οικονομική και πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης.

Το ΠΑΣΟΚ στην τρικομματική ήθελε να εμφανίζεται σαν ο συνεχιστής της μεγάλης παράταξης του Αντρέα Παπανδρέου αλλά μετά από ένα χρόνο έχει γίνει η σκιά του μεγάλου ενδόξου παρελθόντος. Μια σειρά από βουλευτές και στελέχη ανεξαρτητοποιήθηκαν, μια ομάδα γύρω από τον Σκανδαλίδη λειτουργεί ως εσωκομματική αντιπολίτευση και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να διεκδικήσει την ηγεσία, ενώ και ο Παναγιωτακόπουλος εγκατέλειψε το ΠΑΣΟΚ.

Απ’ αυτές τις διαλυτικές τάσεις δεν γλύτωσε ούτε η ΔΗΜΑΡ. Ο Κουβέλης έκαψε τα χαρτιά του με τη συμμετοχή μέχρι τώρα στην κυβέρνηση, και γι’ αυτό είναι ανοιχτό εάν η ΔΗΜΑΡ θα διαλυθεί πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές. Πολλά εξαρτώνται από το πότε θα γίνουν, και εάν θα καταφέρει να πάρει το 3%.

ΕΡΤ και εργατική αντίσταση

«Δεν χρειάστηκε παρά μια κατάληψη στην ΕΡΤ για να ρίξει την κυβέρνηση». Αυτή είναι μια σωστή διαπίστωση για τη δύναμη που έχει ένας εργατικός αγώνας όπως αυτός των εργαζομένων στην ΕΡΤ, όμως ξεχνάει τι προηγήθηκε και πώς η τύχη της τρικομματικής κρίθηκε ξανά και ξανά από μια κλωστή που την τελευταία στιγμή δεν έσπαγε. Η κυβέρνηση σταμάτησε τρεις απεργίες με την επιστράτευση. Η απεργία στο Μετρό που πήγε να τραβήξει μαζί της όλες τις συγκοινωνίες, η απεργία της ΠΝΟ στα πλοία και τέλος η απεργία των καθηγητών με ανοιχτή τη συμμετοχή και των δασκάλων, μπορούσαν να είχαν ρίξει την κυβέρνηση μερικούς μήνες πιο μπροστά.

Η τρικομματική κυβέρνηση έφτασε πολλές φορές στα πρόθυρα της κατάρρευσης λόγω των απεργιών και των διαδηλώσεων και είναι λάθος η άποψη ότι ο κόσμος μετά τις εκλογές του Ιούνη απογοητεύτηκε γιατί δεν πήρε την πρωτιά ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν σχηματίστηκε κυβέρνηση της αριστεράς.

Τον Σεπτέμβρη ο Σαμαράς, κάτω από το φόβο των διαδηλώσεων ματαίωσε το πανηγύρι στο Βελίδειο. Ήταν η πρώτη φορά που πρωθυπουργός δεν μιλάει στη ΔΕΘ, παρόλο που δεν γλίτωσε ένα συλλαλητήριο από τα μεγαλύτερα που όλοι φώναζαν «φύγετε τώρα!». Στο παρά πέντε γλύτωσαν την κατάρρευση, όταν μπήκε σε ψηφοφορία το νέο Μνημόνιο στη Βουλή τον Νοέμβρη: μόνο οι κουτοπονηριά της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ έδωσε τη δυνατότητα στο Σαμαρά να συνεχίσει. Ο Δεκέμβρης ήταν ο μήνας των απεργιών και των καταλήψεων της ΠΟΕ-ΟΤΑ ενάντια στις “κινητικότητες” και τις απολύσεις του Μανιτάκη. Αυτός ο αγώνας ξεκίνησε με την κατάληψη του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και συγκεκριμένα στο γραφείο του ίδιου του υπουργού και έκλεισε με τη διαδήλωση που μπροστά ήταν το φέρετρο της κυβέρνησης και τα στεφάνια με τα ονόματα των Σαμαρά, Κουβέλη και Βενιζέλου. Μπορεί οι απεργοί των δήμων να βιάστηκαν να κάνουν την κηδεία, αλλά είναι σίγουρο ότι η συμβολή τους ήταν πολύ καθοριστική στο τελείωμα της τρικομματικής.

Το 2013 μπήκε με την απεργία του Μετρό τη μέρα της Πρωτοχρονιάς και προχώρησε σε συντονισμό με όλες τις συγκοινωνίες. Στις 29 Γενάρη γίνεται στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας συνέλευση των οδηγών της ΕΘΕΛ που αποφασίζει συντονισμό σε όλες τις συγκοινωνίες, με κοινή απεργία και διαδήλωση στις 31 Γενάρη. Την ίδια μέρα απεργούν τα νοσοκομεία και στην Αθήνα οργανώνεται πανελλαδικό συλλαλητήριο από το Υπουργείο Υγείας στο Σύνταγμα. Οι δυο διαδηλώσεις, συγκοινωνίες και νοσοκομεία, ενώνονται στα Χαυτεία και βαδίζουν μαζί στο Σύνταγμα. Κάτω απ’ αυτές τις εξελίξεις, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ καλούν σε πανεργατική απεργία και συλλαλητήρια παντού στις 20 Φλεβάρη.

«Κάτω η κυβέρνηση της επίταξης» ήταν το κεντρικό σύνθημα των χιλιάδων εργατών και εργατριών που απέργησαν και πήραν μέρος στα μεγαλύτερα συλλαλητήρια που έγιναν πανελλαδικά. Εκείνη ήταν η πανεργατική που ανάγκασε τον Σαμαρά να κάνει τη δήλωση «Αν βγάλουμε τον Ιούνιο, από τον Σεπτέμβρη όλα θα πάνε καλύτερα». Τον Ιούνιο κατάρρευσε η τρικομματική, και τον Σεπτέμβρη είναι πολύ πιθανό να καταρρεύσει η δικομματική.

Δεν πέρασε μήνας, μέσα σ’ αυτή τη χρονιά που να μην βρέθηκε η κυβέρνηση αντιμέτωπη με απεργούς που δεν άφηναν να εφαρμοστούν τα μέτρα που είχε πάρει. Κάτω απ’ αυτές τις απεργίες, κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια και τεράστιο κίνημα συμπαράστασης, δεν μπόρεσε ούτε ο υπουργός των απολύσεων ο Μανιτάκης, ούτε ο Χατζηδάκης (υπουργός των ιδιωτικοποιήσεων) ούτε ο Λυκουρέντζος (υπουργός υγείας) ούτε ο Αρβανιτόπουλος (υπουργός Παιδείας) να εφαρμόσουν τα μέτρα που είχαν αποφασίσει.

Μπορεί καμιά απεργία από μόνη της να μην έριξε την κυβέρνηση, αλλά όλες μαζί λειτούργησαν σαν δύναμη και έμπνευση για να προχωρήσει η ΕΡΤ στην κατάληψη και να την ρίξει. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι η κυβέρνηση κρεμόταν από μια κλωστή που κάποιοι αρνούνταν να κόψουν, ήταν η απεργία των καθηγητών την παραμονή των εξετάσεων που αναστάλθηκε, ενώ είκοσι χιλιάδες είχαν πάρει μέρος στις συνελεύσεις των τοπικών ΕΛΜΕ και είχαν ψηφίσει να προχωρήσουν παρά την προκαταβολική επιστράτευσή τους.

Μια αριστερά που δεν έχει την εικόνα τού πώς εξελίχτηκε η χρονιά, εξηγεί την ιστορία με τυχαία γεγονότα, και έτσι είναι δύσκολο να επιδράσει και να την καθορίσει.

Ενάντια στο ρατσισμό και τους φασίστες

Θα ήταν λάθος να μη δούμε το ρόλο που έπαιξε το αντιφασιστικό κίνημα και οι μάχες ενάντια στον ρατσισμό στην κρίση και τη διάλυση της τρικομματικής. Σ’ αυτό μπορούμε να ξεκινήσουμε από το τέλος, από το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη ενάντια στη ρατσιστική βία, που προκάλεσε ανοιχτή κυβερνητική κρίση. Αυτή ήταν η προηγούμενη ανοιχτή σύγκρουση, όταν η Ν.Δ. αρνήθηκε να φέρει στη Βουλή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, και το δίδυμο Βενιζέλος-Κουβέλης υπόσχονταν να καταθέσουν το δικό τους. Ποτέ δεν έφτασε να γίνει η ψηφοφορία στη Βουλή, αλλά εάν γινόταν η πιθανότητα Ν.Δ. και Χρυσή Αυγή να ψηφίζουν μαζί, αλλά ταυτόχρονα να είναι μειοψηφία, ήταν ανοιχτή.

Το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη ήρθε στο τέλος μιας χρονιάς που έγιναν τα μεγαλύτερα αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά συλλαλητήρια. Μιας χρονιάς που χάλασε τα σχέδια του Σαμαρά και του Δένδια να χρησιμοποιήσουν το χαρτί του ρατσισμού για να διαιρέσουν την εργατική τάξη. Τελικά αυτή που διαιρέθηκε ήταν η κυβέρνησή τους.

Είναι δύσκολο να ξεχάσει κανένας τα πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες της αστυνομίας με τη βοήθεια των φασιστών πέρσι τον Αύγουστο στην Αθήνα. Αυτή η εκστρατεία κλιμακώθηκε με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τον φράχτη στον Έβρο, με τους μπράβους στη Μανωλάδα να πυροβολούν τους μετανάστες. Όμως αυτή η κλιμάκωση και η στενή συνεργασία της αστυνομίας του Δένδια, και ενός μέρους βουλευτών της Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή, βρέθηκε αντιμέτωπη με χιλιάδες διαδηλωτές, συγκεντρώσεις και ένα κίνημα αποφασισμένο να μην τους αφήσει να περάσουν.

«Νo pasaran» ήταν το κεντρικό σύνθημα στο αντιφασιστικό συλλαλητήριο στις 19 Γενάρη, «Ιθαγένεια για όλα τα παιδιά» ήταν η πιο πετυχημένη καμπάνια που ξεσήκωσε τα σχολεία και τις μεταναστευτικές κοινότητες και οργάνωσε συλλαλητήρια στις 30 Μάρτη σε όλες τις πόλεις.

«Εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι» ήταν το σύνθημα που φώναζαν από κοινού συνδικάτα, ακτιβιστές και μετανάστες στα συλλαλητήρια που οργανώθηκαν στη Μανωλάδα και που ανάγκασαν την κυβέρνηση να συλλάβει έστω και για τα μάτια τους κουμπουροφόρους. Αυτό το κίνημα που απλώθηκε σε όλες τις πόλεις και έδωσε μάχες σε κάθε δήμο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σχολείο, και που η ΚΕΕΡΦΑ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνο δημιούργησε προβλήματα στην τρικομματική συνεργασία, αλλά την έφερε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Οι εκρήξεις γενικεύονται

Η “νέα” κυβέρνηση δεν είναι μόνο πιο αδύνατη πολιτικά αλλά και πιο πιεσμένη οικονομικά. Το success story τελείωσε απότομα σχεδόν ταυτόχρονα με τη σύγκρουση στην ΕΡΤ. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά για όλη την Ευρώπη και ακόμη πιο πέρα. Είναι συμβολικό ότι ο φίλος του Σαμαρά, ο κάπτεν Γουέι της COSCO, ξηλώθηκε λίγο μετά την κοινή τους φιέστα στον ΟΛΠ επειδή η εταιρία παρουσιάζει ζημιές. Τα επενδυτικά όνειρα γίνονται ξανά στάχτη.

Η λεγόμενη “προγραμματική συμφωνία” ανάμεσα σε Βενιζέλο και Σαμαρά ότι δεν πάνε για καινούργια μνημόνια καταρρέει πριν ακόμη υπογραφεί. Η Τρόικα δηλώνει δυσαρεστημένη από τα έσοδα και απειλεί ότι δεν θα προχωρήσει στην εκταμίευση των 8 δις εάν δεν γίνουν γρήγορα οι απολύσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις. Όταν η προοπτική είναι ότι κάθε εξαγγελία για απολύσεις θα αντιμετωπίσει νέες ΕΡΤ, το αδιέξοδο είναι όσο ποτέ ορατό.

Το κίνημα στην Ελλάδα δεν επηρεάζεται μόνο από το τι συμβαίνει εδώ, αλλά και από το τι γίνεται παγκόσμια. Κι αυτό του δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη να παλέψει. Δεν είναι μόνο ότι η οικονομική κρίση χειροτερεύει, είναι και οι πρωτοφανείς εκρήξεις του κινήματος εκεί που κάποιοι πίστευαν ότι η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί ή ότι υπάρχουν ανερχόμενες οικονομίες που έχουν γλυτώσει από τα προβλήματα.

Η Τουρκία, η Βραζιλία και η Αίγυπτος γράφουν με μεγάλα γράμματα την επικαιρότητα των εξεγέρσεων και εμπνέουν εκατομμύρια εργαζόμενους και νεολαίους παντού. Όσο κι αν γίνονται συστηματικές προσπάθειες να σπάσει αυτή η εικόνα σε επιμέρους “ιδιαιτερότητες”, ο ίδιος ο Ερντογάν συνδέει τους διαδηλωτές στο Σάο Πάολο με τους διαδηλωτές της Ισταμπούλ, ενώ η Ταξίμ είχε “αδελφοποιηθεί” με την Ταχρίρ πριν ακόμη ξεσπάσει το νέο κύμα στο Κάιρο.

Εάν στον Μάη του ’68 το κεντρικό σύνθημα των διαδηλώσεων ήταν το «Adieu De Gaulle” (αντίο Ντε Γκωλ), το σύνθημα αυτό ακούγεται πια στην Βραζιλία, την Τουρκία, στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και έπεται συνέχεια. Μέσα στις σημερινές συνθήκες κάθε συγκεκριμένη μάχη για τα εισιτήρια, τα πάρκα, τις απολύσεις, τις περικοπές, έχει τη δυνατότητα να γενικευτεί σε μια εξέγερση που να πάρει στο διάβα της όχι μόνο τις πιο «σταθερές» κυβερνήσεις αλλά και ολόκληρο το σύστημα.

Εάν ο Μάης του ’68 ξεκίνησε από την απαγόρευση να συγκατοικούν στο ίδιο δωμάτιο αγόρια και κορίτσια στις φοιτητικές εστίες, σήμερα αυτά που θέλει να περάσει το σύστημα από τους εργάτες και τους νεολαίους, είναι πολύ μεγαλύτερα και γι’ αυτό οι εκρήξεις είναι πολύ πιο συχνές και πιο μεγάλες και συνεχώς απλώνονται. Στην Ελλάδα υπάρχει η εμπειρία τι σημαίνει να συγκρούεται ένα κίνημα συνεχώς με το κτήνος. Να έχει ρίξει τρεις κυβερνήσεις και να είναι ανοιχτό πόσο γρήγορα θα συμβεί αυτό και με την καινούργια.

Το ζήτημα δεν είναι πόσες πολλές φορές θα βάλουμε το αίτημα για «γενική πολιτική απεργία» για να πέσει η κυβέρνηση όσο το πώς θα οργανώσουμε κάθε μάχη, κάθε εργατικό χώρο, κάθε απεργία, και πώς θα εξασφαλίσουμε τον συντονισμό μεταξύ τους. Στην Αίγυπτο η πρόκληση για την αριστερά και τους επαναστάτες είναι η Ταχρίρ να μετατραπεί σε ένα απεργιακό κίνημα που δεν θα αφήσει τον στρατό και τους Μπαραντέι να πάρουν τον έλεγχο μιας επανάστασης που μπαίνει στην τρίτη χρονιά και όμως επιμένει. Ίδια η πρόκληση και στην Τουρκία που η σύγκρουση με τον Ερντογάν δεν σημαίνει ενίσχυση των Κεμαλικών και στρατού αλλά την εμφάνιση του αντικαπιταλισμού εκεί που δεν το περίμεναν. Η ίδια ανάγκη υπάρχει παντού.

Η ΕΡΤ έχει ξεσηκώσει τον ενθουσιασμό παντού, και όλοι βλέπουν τη δυνατότητα μιας νέας μάχης που θα αποτελειώσει την κυβέρνηση και δεν θα σταματήσει εκεί. Αλλά αυτό απαιτεί μια Αριστερά που πιστεύει σε αυτή την προοπτική.

Είναι πίσω από τις προσδοκίες του εργατικού κινήματος η δήλωση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για κίνημα κοινωνικής ανάπτυξης και πολιτικής δημιουργίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει να μιλάει για σοσιαλισμό και το ΚΚΕ έχει πάψει να στηρίζει τις απεργίες. Οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς θεώρησαν την απεργία των καθηγητών στις εξετάσεις “τυχοδιωκτική” ή στερημένη των “αναγκαίων όρων και προϋποθέσεων”. Αν ήταν στο χέρι τους, το ίδιο θα έλεγαν και για την ΕΡΤ. Ευτυχώς, η διάθεση του κόσμου αποδείχτηκε ανώτερη από τέτοιες αντιλήψεις.

Αυτό μας δίνει τη βάση για να προχωρήσουμε στις επόμενες μάχες που έρχονται. Αλλά επίσης σημαίνει δυνάμωμα της επαναστατικής αριστεράς σε όλα τα επίπεδα: και μέσα στους εργατικούς χώρους, σε κάθε σωματείο, συνέλευση ή απεργιακή επιτροπή. Και μέσα σε κάθε γειτονιά όπου παίζεται αν θα κλείσει το τοπικό νοσοκομείο, το σχολείο ή η ΕΡΑ. Και βέβαια κεντρικά πολιτικά με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την αντικαπιταλιστική προοπτική.