Βιβλιοκριτική
Σπύρος Σακελλαρόπουλος: Νεπάλ. Εθνότητες, κάστες, τάξεις στην κορυφή του κόσμου 1769-2008

Εξώφυλλο του βιβλίου

Όχι και τόσο εξωτικοί συμβιβασμοί

Το Νεπάλ, μια μικρή χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία, είναι γνωστό στο δυτικό κόσμο περισσότερο επειδή στο έδαφός του βρίσκονται τα Ιμαλάια. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα έχουν καταστεί αντικείμενο συζήτησης στην Αριστερά. Το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου παρουσιάζει αναλυτικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου την πολιτική ιστορία του Νεπάλ, ενώ στο δεύτερο ασχολείται με τις κοινωνικές και εθνοτικές παραμέτρους που την καθόρισαν. Η ανάγνωσή του πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο του «Οι πολιτικές εξελίξεις στο Νεπάλ (2008-2012) και η διάσπαση του μαοϊκού κόμματος» (Θέσεις, τχ 122).

Το Νεπάλ συγκροτήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος το 1769. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, κυριάρχησε η δυναστεία των Ρανα, που επέβαλλε ένα αυταρχικό και αναχρονιστικό καθεστώς, αποκόπτοντας τη χώρα από τον υπόλοιπο κόσμο και διαιωνίζοντας μία μορφή φεουδαρχίας. Οι Ρανα ανατράπηκαν το 1951 αλλά το 1960 ο βασιλιάς, μετά από ένα σύντομο κοινοβουλευτικό διάλειμμα, έκανε πραξικόπημα και εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς όπου το Στέμμα αποτελούσε τον κυρίαρχο πόλο εξουσίας, απαγορεύοντας τα πολιτικά κόμματα και ουσιαστικά κάθε οργανωμένη αντιπολίτευση. Από τότε, σταδιακά «το Νεπάλ εκβιομηχανίζεται και διεθνοποιείται» (σελ. 226). Το 1990, μια μαζική εξέγερση, που κορυφώθηκε με την κήρυξη γενικής απεργίας και την πραγματοποίηση πανεθνικής διαδήλωσης προς το Παλάτι, ανάγκασε το βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα και να νομιμοποιήσει τα κόμματα, χωρίς όμως η ζωή των απλών ανθρώπων να αλλάξει προς το καλύτερο. Το Νεπάλ παρέμεινε μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, με τεράστια ποσοστά αναλφαβητισμού, διατήρηση του διαχωρισμού με βάση τις κάστες, ιδιαίτερα έντονη γυναικεία καταπίεση και περιθωριοποίηση των εθνοτικών μειονοτήτων.

Η Αριστερά, όπως τεκμηριώνει ο Σακελλαρόπουλος, πρωταγωνίστησε στο κίνημα του 1990 και το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της συσπειρώθηκε στο ΚΚ Νεπάλ (μαοϊκό), το οποίο διακήρυξε την ανάγκη για «μια κοινωνική συμμαχία που θα περιλάμβανε το προλεταριάτο, τους εργάτες γης, τους μεσαίους αγρότες, τους πλούσιους αγρότες, τη μικροαστική τάξη και την εθνική αστική τάξη» (σελ. 164) ενάντια στο βασιλιά και τη φεουδαρχία. Ταυτόχρονα, εκτιμούσε ότι αφού το Νεπάλ ήταν μια υπανάπτυκτη και εξαρτημένη χώρα, έπρεπε πρώτα να περάσει από το στάδιο της αστικής ολοκλήρωσης (σελ. 217). Από το 1996 ξεκίνησε ένοπλο αντάρτικο και κατάφερε να συνδεθεί με τον ντόπιο πληθυσμό, αφού στις περιοχές που έλεγξε «αποδίδονται ίσα δικαιώματα στις γυναίκες, καταργείται το σύστημα των καστών, δίνεται αυτονομία στις καταπιεσμένες εθνικές ομάδες, συγκροτούνται θεσμοί ελέγχου της τοπικής ανάπτυξης, υπάρχει μέριμνα για την ιατρική περίθαλψη, ενώ αναπτύσσεται νέο σύστημα φορολόγησης» (σελ. 190). Ο βασιλιάς κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και επέβαλε δικτατορία αλλά έτσι απομονώθηκε και από τα μετριοπαθή κόμματα, που ήρθαν το 2006 σε συμφωνία με τους μαοϊκούς για κοινή δράση εναντίον του με στόχο τη δημιουργία μιας «πλήρους δημοκρατίας» μέσα από την προοδευτική αναδιάρθρωση του κράτους. Το κίνημα κορυφώθηκε με την κήρυξη γενικής απεργίας διαρκείας και το ξέσπασμα μαζικών διαδηλώσεων με αποτέλεσμα την ανατροπή της μοναρχίας. Το 2008 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στις οποίες πρώτο κόμμα αναδείχτηκε το ΚΚ Νεπάλ (μαοϊκό), που προχώρησε σε μια σειρά από συμβιβασμούς, όπως η διάλυση των δομών «δυαδικής εξουσίας» που είχαν δημιουργηθεί σε κάποιες από τις απελευθερωμένες περιοχές, αλλά και του αντάρτικου Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού με την ένταξη απλώς ενός μέρους των μαχητών του στον εθνικό στρατό. Το αντάλλαγμα ήταν η κατάργηση της μοναρχίας και η διενέργεια ελεύθερων εκλογών για συντακτική συνέλευση. Ο ηγέτης των μαοϊκών Πρατσάντα δικαιολόγησε αυτήν την επιλογή και τη συμμετοχή του ΚΚ Νεπάλ (μαοϊκό) σε κυβερνήσεις που ασκούν μετριοπαθή πολιτική, υποστηρίζοντας ότι η δυναμική του κινήματος σ’ αυτή τη φάση περιορίζεται στην εγκαθίδρυση μιας αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ο Σακελλαρόπουλος εκτιμά στο βιβλίο του ότι δεν υπήρχε δυνατότητα για μια διαφορετική πορεία (μέχρι το 2008) με δεδομένο τον εσωτερικό και εξωτερικό συσχετισμό δύναμης, αν και στο άρθρο του ασκεί κριτική στους συμβιβασμούς της μαοϊκής ηγεσίας. Ωστόσο, αυτοί οι συμβιβασμοί σχετίζονται άμεσα με τη «θεωρία των σταδίων» και τη στρατηγική της συμμαχίας με τα αστικά κόμματα. Ο περίφημος «δρόμος του Πρατσάντα» ουσιαστικά χρησιμοποιούσε τον ένοπλο αγώνα, ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση και τα κόμματα. Το αποτέλεσμα ήταν μια Βάρκιζα χωρίς Δεκεμβριανά, αφού η δυναμική του κινήματος σπαταλήθηκε στα παζάρια των διαπραγματεύσεων και των ημερομηνιών για τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Μια διαφορετική πορεία θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη πίστη στην αυτενέργεια των μαζών και στη δυνατότητα επέκτασης των μορφών δυαδικής εξουσίας, που είχαν δώσει άλλωστε στους μαοϊκούς το ισχυρό λαϊκό τους έρεισμα, αντί να χρησιμοποιηθούν απλώς ως διαπραγματευτικό χαρτί (που «κάηκε») στη συμφωνία με την αστική αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα, θα απαιτούσε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της εργατικής τάξης, που πρωταγωνίστησαν επανειλημμένα σε αντικαθεστωτικές γενικές απεργίες και όχι υποταγή της στις προτεραιότητες της συμμαχίας με κομμάτια της αστικής τάξης.

Συνολικά πάντως, το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου, παρά τις όποιες ενστάσεις για τις εκτιμήσεις του συγγραφέα ως προς την ανάλυση των γεγονότων, με την αναλυτική καταγραφή των γεγονότων και το χρονολόγιο, το ονοματολόγιο και τους πίνακες που το συνοδεύουν, αποτελεί έναν αναγκαίο και επαρκή οδηγό για την κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων στο Νεπάλ.

Τιμή 16,60 €, 336 σελίδες

Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2012