Η καπιταλιστική κρίση, η εργατική αντίσταση και η πολιτική της ριζοσπαστικοποίηση έχουν βάλει ξανά επί τάπητος τα «μεγάλα ερωτήματα» για όλη την Αριστερά. Παλιότερα, η ριζοσπαστική Αριστερά που δεν ήθελε να συρθεί στο αίσχος των κυβερνήσεων της «κεντροαριστεράς» τύπου Σημίτη – ή των Δημοκρατικών της Ιταλίας – μπορούσε απλά να αποκηρύσσει τον «κυβερνητισμό» και να θεωρεί ότι κρατάει τα χέρια της καθαρά. Τώρα αυτές οι ευκολίες ανήκουν στο παρελθόν. Η Αριστερά πρέπει να μιλήσει για την εξουσία, ιδιαίτερα τα τμήματά της που υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση έξω από τον καπιταλισμό και τη βαρβαρότητά του.
Ο Π. Παπακωνσταντίνου μπαίνει σ’ αυτή την συζήτηση με μια συγκροτημένη άποψη, και γι’ αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί. Τα τρία πρώτα κεφάλαια φιλοδοξούν να δώσουν το περίγραμμα των αντικειμενικών συνθηκών: η κρίση της Ε.Ε και η Ελλάδα, η γενικότερη κρίση του καπιταλισμού και οι αλλαγές στην εργατική τάξη (τον «κόσμο της εργασίας»). Το δεύτερο μέρος ανοίγει τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής. Οι τίτλοι τους είναι χαρακτηριστικοί. Ο ιστορικός ορίζοντας του κομμουνισμού, το ενιαίο μέτωπο, λαϊκή δημοκρατική ανατροπή.
Η συζήτηση που έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα γύρω από το βιβλίο έχει επικεντρωθεί στο δεύτερο μέρος. Όμως αξίζει να γίνουν μερικές παρατηρήσεις για το πρώτο. Γιατί πολλές από τις παραδοχές του έχουν άμεση αντανάκλαση στις τακτικές και στρατηγικές επιλογές του. Το πώς εκτιμά κάποιος και με ποια εργαλεία την αντικειμενική κατάσταση, έχει τεράστια επίπτωση στη πολιτική γραμμή που προτείνει.
Συνοπτικά, η ανάλυση για την κρίση της ΕΕ σε συνδυασμό με την καπιταλιστική κρίση, είναι ένας συνδυασμός των θεωριών της εξάρτησης με τις απόψεις περί χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού. Ο Παπακωνσταντίνου πιστεύει ότι η Ελλάδα έχει γίνει μισο-αποικία της Γερμανίας, ότι υφίσταται «νέο εθνικό ζήτημα» και ότι όπως και στην Κατοχή με το ΕΑΜ η «σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας είναι κόκκινη». Η εργατική τάξη πρέπει να σηκώσει τη σημαία του «εθνικού» μιας και η αστική τάξη είναι ξεπουλημένη. Ένα μάλλον παλιό σχήμα, που ποτέ δεν λειτούργησε με τον ριζοσπαστισμό που του αποδίδει ο συγγραφέας.
Όμως, ποια εργατική τάξη; Ο Παπακωνσταντίνου στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου κάνει μερικές σαρωτικές κρίσεις για τη σύγχρονη εργατική τάξη που στηρίζονται σε πολύ αδύναμη τεκμηρίωση και εμπειρική και θεωρητική. Όμως, το πιο σημαντικό, για τη συζήτηση, είναι η εκτίμησή του για δυο ζητήματα: «Ανεργία και μετανάστευση» και «συνδικάτα και πολιτικός αγώνας».
Γράφει ότι η μετανάστευση «είναι πρόβλημα και για την εργατική τάξη στις χώρες υποδοχής γιατί σε αντίθεση με μεταναστευτικά ρεύματα του περασμένου αιώνα, οι μετανάστες καταλήγουν σε ‘γεμάτες’ χώρες με κορεσμένη αγορά εργασίας και χρόνια ανεργία». Η «κορεσμένη αγορά εργασίας» και η ανεργία είναι προϊόν της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης σε όλη την ΕΕ είναι αυτή που υποστηρίζει ότι «η βάρκα γέμισε» και δεν χωράει άλλους. Αν το εργατικό κίνημα δεν μπορέσει να αντιπαρατεθεί κάθετα σε αυτή την προπαγάνδα, τότε μένει έκθετο σε όλες τις πιέσεις που ζητάνε να «αδειάσει η βάρκα» από «υπεράριθμους» εργάτες και υπάλληλους ή τους «αδικαιολόγητα» υψηλούς μισθούς και συντάξεις. Αντίθετα, οι μετανάστες είναι δύναμη για τους αγώνες όλων των εργατών γιατί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης εργατικής τάξης. Όταν οι εργάτες γης στη Μανωλάδα ξεσηκώνονται κόντρα στις σφαίρες των μπράβων της εργοδοσίας και απαιτούν «Χαρτιά, χαρτιά για την εργατιά» και αύξηση στο μεροκάματο, δυναμώνουν τον αγώνα όλων των εργατών ενάντια στη κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και την εργοδοτική αυθαιρεσία. Και αντίστροφα: χωρίς τους εργατικούς αγώνες που έχουν αναπτυχθεί, έχουν γκρεμίσει κυβερνήσεις, οι «κολασμένοι» της κάθε Μανωλάδας δεν θα είχαν την αυτοπεποίθηση να βγουν στο δρόμο του συλλογικού αγώνα.
Ενώ όμως ο Π. Παπακωνσταντίνου αναγνωρίζει ότι ήταν η «κοινωνική πίεση» που ανάγκασε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κηρύξει 30 γενικές απεργίες, φαίνεται να μην έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στη δυναμική των εργατικών αγώνων. Η θεωρητικοποίηση είναι η εξής: εργατικά και λαϊκά στρώματα «χωρίς να παραιτούνται από τη συνδικαλιστική οργάνωση και πάλη στο χώρο δουλειάς, όπου οι συνθήκες έχουν δυσκολέψει, ανακτούν την ενότητα, την αυτοπεποίθηση και την αγωνιστική τους αυτενέργεια στην πλατεία, στη συμβολική κατάληψη κρατικών κτιρίων, στη λαϊκή συνέλευση, στη δημιουργία εναλλακτικών δικτύων ενημέρωσης, στο συλλαλητήριο που τείνει να εξελιχθεί σε εξέγερση».
Οι «πλατείες» το καλοκαίρι του 2011 απέκτησαν τη δυναμική τους ακριβώς επειδή τροφοδοτήθηκαν από τις απεργίες, απ’ τη ταξική πάλη στο χώρο δουλειάς. Όταν η εργατική τάξη κινείται μπροστά, δίνει τη δυνατότητα να εμφανιστούν κινήματα αμφισβήτησης και διεκδίκησης έξω από το χώρο δουλειάς. Από την άλλη, τα κινήματα αμφισβήτησης που εκδηλώνονται στο «πεζοδρόμιο» μπορούν να διατηρήσουν το δυναμισμό και τον ριζοσπαστισμό τους μόνο αν βρουν το δρόμο (πολιτικά και οργανωτικά) στο χώρο δουλειάς και στην οργανωμένη εργατική τάξη. Αυτό αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία
Αλλά αν χάνουμε ποιο είναι το «μοτέρ» όλων αυτών των μαχών, καταλήγουμε σε συμπεράσματα που ταιριάζουν πολλές φορές γάντι με τις επιδιώξεις των ρεφορμιστικών ηγεσιών και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Γιατί, η άλλη όψη της άποψης ότι πλέον η αυτοπεποίθηση κατακτάται στις πλατείες, είναι ότι οι απεργίες δεν μπορούν να νικήσουν και δεν χρειάζεται να ξεφύγουν από το επίπεδο της διαμαρτυρίας. Η πολιτική λύση ταυτίζεται με τη λύση της κάλπης.
Ο Π. Παπακωνσταντίνου υποστηρίζει ότι: «η ιδιομορφία της πολιτικής συγκυρίας στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο σχήμα: εθνική κρίση, σε επαναστατική εποχή, χωρίς επαναστατική κατάσταση». Ο δρόμος που θα ξεμπλοκάρει τις εξελίξεις:
«Ένα κίνημα που αποτυγχάνει παρά τις επανειλημμένες ‘εφόδους’ του, να εκπορθήσει το ‘φρούριο’ του εχθρού, στέλνει με καταπέλτη μια ‘αριστερή κυβέρνηση’ στο στρατηγείο του αντιπάλου, ενώ το ίδιο συνεχίζει να είναι στρατοπεδευμένο εκτός των τειχών. Η πρόκληση θα συνίσταται στο πως η συνδυασμένη δράση ‘από τα πάνω’ με μοχλό την κυβέρνηση της λαϊκής συμμαχίας, και ‘από τα έξω’, από το μαζικό, εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, θα καταφέρει να ανοίξει ρήγματα και τελικά να υπερισχύσει της πραγματικής εξουσίας, η οποία θα διατηρεί αλώβητα τα οχυρά της την ‘επόμενη μέρα’ των εκλογών».
Υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση στη καρδιά αυτής της πρότασης. Ένα κίνημα που «αποτυγχάνει», δείχνει σημάδια εξάντλησης, μια τάξη που είναι κατακερματισμένη, πώς μπορεί να αξιοποιεί ρήγματα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπερισχύει της πραγματικής εξουσίας;
Η φόρμουλα «η κυβέρνηση από μέσα, το κίνημα απ’ έξω» δεν έχει λειτουργήσει ποτέ με τον τρόπο που ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Ούτε στα Λαϊκά Μέτωπα της δεκαετίας του ’30 ούτε στη Χιλή του Αλιέντε. Ο Παπακωνσταντίνου γράφει ότι πρέπει να διδαχτούμε από τα λάθη τους αλλά να μην απορρίψουμε την εμπειρία τους γιατί άλλωστε λάθη έκανε και η Παρισινή Κομμούνα και ηττήθηκε. Αυτή η σύγκριση δεν είναι σωστή. Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η «πολιτική μορφή της οικονομικής χειραφέτησης» της εργατικής τάξης (Μαρξ) η εξουσία που κατέκτησαν οι εργάτες του Παρισιού με την επανάστασή τους. Κυβερνήσεις όπως των Λαϊκών Μετώπων και του Αλιέντε στάθηκαν συνειδητά εμπόδιο στο ξεδίπλωμα της επαναστατικής δυναμικής των κινημάτων. Σ’ αυτό το επίπεδο δεν έκαναν λάθη, έκαναν συνειδητές επιλογές.
Όσο για τη μεταφορά του καταπέλτη που ρίχνει την «αριστερή κυβέρνηση» στο στρατηγείο του εχθρού, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι τα κόμματα, ιδιαίτερα τα ρεφορμιστικά, δεν είναι βλήματα, που ακολουθούν λίγο πολύ την τροχιά που επέλεξε αυτός που τα εκτόξευσε. Στην προκειμένη περίπτωση, ο συγγραφέας ωραιοποιεί καταστάσεις. Γράφει για παράδειγμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα «ιδιόμορφο μικροαστικό εργατικό κόμμα», «ένα ασταθές, δυναμικό πολιτικό μόρφωμα, σε πλήρη εξέλιξη, με αντίρροπες δυνάμεις, χωρίς πλήρως αποκρυσταλλωμένη ταξική ταυτότητα και προγραμματική φυσιογνωμία». Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρει από ανάλογα κόμματα του αριστερού ρεφορμισμού που οι ηγεσίες τους κινήθηκαν με ταχύτητα στα δεξιά.
Προφανώς η απάντηση σ’ αυτή την πορεία δεν είναι η καταγγελία και η αναμονή για το πότε το κίνημα θα δει το φως το αληθινό. Η σύγχρονη αντικαπιταλιστική αριστερά έχει μπροστά της το καθήκον να αξιοποιήσει δημιουργικά την επαναστατική παράδοση και σε αυτό τον τομέα, την στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Αλλά για να το κάνει χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη στο στρατηγικό της προσανατολισμό και να αξιοποιεί τα σωστά εργαλεία στην εκτίμηση των συσχετισμών.
Τιμή 9,50€, 175 σελίδες
Εκδόσεις ΑΑ Λιβάνη